Του Sam Wang
Σε μια από τις πιό φορτισμένες, κοινωνικοπολιτικά, προεδρικές εκλογές η υποστήριξη που έχει ο Τραμπ φαίνεται να μην ταράζεται από τίποτα. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται πως είναι σταθερά στο 41%, ακριβώς δηλαδή, στο σημείο που βρισκόταν μετά το πρώτο ντιμπέιτ στα τέλη Σεπτεμβρίου. Το τοπίο αυτό παρέμεινε το ίδιο και κατά το δεύτερο και τρίτο ντιμπέιτ με την αντίπαλό του Χίλαρυ Κλίντον, και την αποκάλυψη των καταγεγραμμένων κομπασμών του περί σεξουαλικών επιθέσεων. Ακόμη και μετά την εκπληκτική δημόσια επίπληξη του Τραμπ από τους γονείς του ήρωα του πολέμου στο Ιράκ Λοχαγού Χουμαγιούν Χαν στα τέλη Ιουλίου, η μεταστροφή που ακολούθησε ήταν μερικών ποσοστιαίων μονάδων: αρκετά μικρή με βάση τα ιστορικά πρότυπα των εκλογών. Γιατί η υποστήριξη προς τον Τραμπ δεν κατέρρευσε μπροστά σε τόσες καταδικαστικές αποκαλύψεις;
Τέτοια υψηλή σταθερότητα στις δημοσκοπήσεις δεν αποτελεί είδηση. Ξεκίνησε πριν από αρκετές δεκαετίες. Το μέτρο το οποίο υποδηλώνει τη στασιμότητα των σύγχρονων προεκλογικών εκστρατειών είναι η διαφορά ανάμεσα στα ποσοστά υποστήριξης που παίρνει κάθε κόμμα στη διάρκεια των δημοσκοπήσεων από τα ποσοστά υποστήριξης που καταγράφονται στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας: Από το 1952 ως το 1992 το μέσο εύρος – η διαφορά μεταξύ του μέγιστου και του ελάχιστου ποσοστού υποστήριξης – ήταν 17 ποσοστιαίες μονάδες. Από το 1996 το εύρος έχει πέσει στις 8 μονάδες. Το εύρος του κ. Τραμπ είναι 4 μονάδες, από το 39% στο 43%.
Στο χαμηλότερο σημείο του ο Τραμπ έχει περισσότερους υποστηρικτές από τον Τζορτζ ΜακΓκόβερν, ο οποίος είναι ο υποψήφιος μείζονος κόμματος που έλαβε το μικρότερο ποσοστό της λαϊκής ψήφου στη μεταπολεμική περίοδο (1972): 38%. Η μέση διαφορά των 5 μονάδων της Χίλαρυ Κλίντον από τον Ντόναλντ Τραμπ ήταν αρκετή για να την καταστήσει την πρώτη υποψήφιο που διατηρεί ένα σταθερό προβάδισμα σε προεκλογικό αγώνα εν εξελίξει, από τότε που ο Αϊζενχάουερ νίκησε τον Στίβενσον το 1952. Άρα το μεγάλο ερώτημα δεν αφορά στον Τραμπ, αλλά έγκειται στους λόγους για τους οποίους οι τελευταίες έξι προεδρικές αναμετρήσεις έγιναν τόσο σταθερές.
Η απάντηση είναι: η πόλωση. Οι ίδιες δυνάμεις που ωθούν έναν ριζοσπαστικό υποψήφιο να λάβει το χρίσμα ενός κόμματος παρέχουν επίσης ένα όριο ασφαλείας από το οποίο είναι απίθανο να πέσει. Η άνοδος του Τραμπ είναι η αποκορύφωση των τάσεων που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990 όταν ο Νιούτ Γκίνγκριτς (Newt Gingrich) εισήγαγε το «Συμβόλαιο με την Αμερική» και υιοθέτησε τακτικές όπως κλείσιμο κυβερνήσεων και κυβερνητικές μομφές. Ο Τραμπ ενσαρκώνει ακριβώς αυτού του είδους τις τακτικές περισσότερο από κάθε άλλο δημόσιο πρόσωπο από την εποχή της Σάρα Πέιλιν.
Οι ιδρυτές του έθνους πίστευαν πως μια γεωγραφικά εκτενής Δημοκρατία θα απέφευγε τέτοιες «παραταξιακές σκανταλιές». Στο «Ομοσπονδιακό Νο10» ο Τζέιμς Μάντισον υπέθεσε ότι η βραδύτητα των επικοινωνιών μεταξύ μακρινών πολιτειών θα απέτρεπε το σχηματισμό οργανωμένων παρατάξεων με οξυμένη «αμοιβαία εχθρότητα». Αλλά η σύγχρονη επικοινωνία κατήργησε de facto ως απαρχαιωμένη τη θέση του Μάντισον. Την ίδια στιγμή που τα μοτίβα των ψηφοφοριών σταθεροποιήθηκαν τη δεκαετία του 1990, η άμεση επικοινωνία μεταξύ μεγάλων αποστάσεων επέτρεψε το συντονισμό του μηνύματος και της ιδεολογίας κατά μήκος μεγάλων αποστάσεων – και βρίσκει κανείς Ρεπουμπλικάνους σε αραιοκατοικημένες περιοχές.
Ο Μάντισον πίστευε πως ακόμα και αν μια παράταξη μοιραζόταν κοινά κίνητρα, η γεωγραφική απόσταση θα έκανε δύσκολη «την ανακάλυψη της δύναμης τους και την αρμονική συνεργασία μεταξύ των μελών». Τα κομματικά Μέσα Ενημέρωσης δεν είναι κάτι καινούργιο – το 1800 η κύρια χρηματοδότηση των εφημερίδων προερχόταν από τα πολιτικά κόμματα – αλλά οι ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, το Fox News και το Breitbart μπορούν πιά να φτάσουν με εκπληκτική ταχύτητα στους ομοϊδεάτες τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εντείνουν τον διαχωρισμό των ψηφοφόρων παρέχοντας κανάλια επικοινωνίας προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένες προτιμήσεις. Δεδομένου ότι τα καλωδιακά δίκτυα ειδήσεων φαίνονται συχνά απρόθυμα να καταδικάσουν τα ψεύδη, οι λανθασμένες πληροφορίες μπορούν να προκαλέσουν τεράστια ζημιά. Η τεχνολογία έχει κάνει την αχανή δημοκρατία του Μάντισον μικρή.
Η επικοινωνία είναι αμφίδρομη και ο Τραμπ την πηγαίνει στα άκρα: Αστέρας των ριάλιτι και ηγέτης του κινήματος birther, έγινε γρήγορα η πρώτη επιλογή μια πλειονότητας Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων από την έναρξη της υποψηφιότητάς του το 2015. Είναι εξαιρετικός χρήστης του Twitter και στέλνει μηνύματα στους σχεδόν 13 εκατομμύρια followers του. Η επιτυχία του Τραμπ στους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους που αντιπαθούν το κομματικό κατεστημένο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι είναι ένας από αυτούς, αναθρεμμένος για να γίνει ο υποψήφιος τους. Δεν θα τον εγκαταλείψουν, όπως δεν θα εγκαταλείψουν τους εαυτούς τους.
Η περιχαράκωση των ψηφοφόρων διατηρείται εν μέρει από τα αρνητικά συναισθήματα για το αντίπαλο στρατόπεδο. Αυτό το είδος πολέμου έχει το τίμημά του. Η θετική αποτίμηση των δυο μεγάλων υποψηφίων υποχωρεί σταθερά τα τελευταία 20 χρόνια και ο Τραμπ είναι ο υποψήφιος με την εντονότερη αρνητική εικόνα που έχει καταγράψει ποτέ το Γκάλοπ (Gallup). Οι ψηφοφόροι που τείνουν προς τους Δημοκρατικούς και πολλοί Ρεπουμπλικάνοι με πανεπιστημιακή μόρφωση θεωρούν αδιανόητο να υποστηρίξουν τον Τραμπ δεδομένων των ρατσιστικών και αντί-μεταναστευτικών θέσεών του. Το 2012 ο Μιτ Ρόμνεϊ ήρθε με τις αποσκευές του κόμματός του. Το 2016 ο Τραμπ είναι οι αποσκευές προσωποποιημένες.
Για αυτό το λόγο η υποστήριξη (εκ μέρους αυτών των ρεπουμπλικανών) της Χίλαρυ Κλίντον είναι απίθανο να επισημανθεί τη στιγμή μάλιστα που το email της έχει προσελκύσει εκ νέου την προσοχή του FBI. Ομοίως, οι ένθερμοι Ρεπουμπλικάνοι δεν πρόκειται να υποστηρίξουν την Κλίντον για κανένα λόγο. Σε μια έρευνα στη Φλόριντα το 84% των ψηφοφόρων του Τραμπ είπε πως η Κλίντον έπρεπε να είναι στη φυλακή και το 40% είπε πως είναι ένας δαίμονας.
Λόγω της πόλωσης οι προτιμήσεις πολλών ψηφοφόρων έχουν γίνει προβλέψιμες από τα πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους. Ακόμα και οι αποκαλούμενοι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι είναι πολύ πιο αφοσιωμένοι από ό,τι συνειδητοποιούν οι ίδιοι. Διατυπώνεται η υπόθεση πως η κινητήρια ιδεολογική δύναμη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σήμερα δεν είναι ο πολιτικός συντηρητισμός αλλά η αντίδραση κατά της σύγχρονης ζωής. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ θυμίζουν τους ψηφοφόρους του Ρόμνεϊ και του Μακέιν. Είναι λευκοί, κατά πάσα πιθανότητα ευαγγελιστές που δεν αποφοίτησαν από το πανεπιστήμιο. Οι εντάσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες και στις ελίτ και τις μειονότητες περιορίζει το εύρος της υποστήριξης που θα λάβει ο κάθε υποψήφιος.
Η κομματική γεωγραφία έχει γίνει επίσης πιο σταθερή. Από την άποψη των μοτίβων ως προς τη σχετική δύναμη και αδυναμία ο εκλογικός χάρτης είναι πιο σταθερός από ότι ήταν τα τελευταία 50 χρόνια. Για αυτό το λόγο, ό,τι λέγεται περί νίκης της Κλίντον στο Τέξας, είναι υπερβολικό. Αν συμβεί, υπόσχομαι πως θα φάω ένα σιχαμένο έντομο!
Η υποψηφιότητα του Τραμπ περιστρέφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου γύρω από έντονα συναισθηματικά ζητήματα όπως η φυλή, η μετανάστευση και το αντιμουσουλμανικό αίσθημα. Όσο περισσότερο «αισθάνεται» κανείς μια απόφαση στην καρδιά του, τόσο λιγότερο πιθανή είναι η αλλαγή της γνώμης του. Οι λευκοί εθνικιστές πιστεύουν πως ο λευκός εθνικισμός είναι σπουδαίος, αλλά οι υπόλοιποι νιώθουν αποστροφή. Σε μια δημοσκόπηση της Raycom στη γραμμή Mason-Dixon για την εκλογή Γερουσιαστών στην πολιτεία της Λουιζιάνα, οι υποστηρικτές του Ντέιβιντ Ντιούκ, υπέρμαχου της ανωτερότητας των λευκών, ευνοούν τον Τραμπ σε βάρος της Κλίντον κατά 81% προς 6%.
Η πόλωση των ψηφοφόρων μεταφράζεται εύκολα σε ακραία νομοθετικά σώματα. Σε κάθε περιφέρεια που κυριαρχείται από ένα κόμμα, οι εκπρόσωποι καθορίζονται κυρίως στις πρωτογενείς εκλογές όταν η προσέλευση είναι χαμηλή και οι πιο πιθανοί ψηφοφόροι έχουν κομματικά κίνητρα, εκπληρώνοντας, έτσι, το φόβο του Μάντισον πως «η πλειοψηφία, σχεδόν σε κάθε περίπτωση, θα συμμερίζεται ένα κοινό πάθος ή ενδιαφέρον». Με αριθμητική μέτρηση της ιδεολογικής έντασης, από τη δεκαετία του 1970 ως τη δεκαετία του 1990, οι κεντρώοι σταδιακά εξαφανίστηκαν από την κοινοβουλευτική ομάδα των Ρεπουμπλικάνων. Η μονοκομματική κυριαρχία έχει επεκταθεί από το 2012 λόγω του αυξημένου εκλογικού μαγειρέματος το οποίο εξάλειψε δεκάδες ανταγωνιστικές περιφέρειες. Αυτές οι τάσεις δείχνουν πως το κομματικό αδιέξοδο θα συνεχιστεί και μετά τη μέρα των εκλογών.
Αν και η τεχνολογία έχει συμβάλει στην πόλωση, μπορεί επίσης να βοηθήσει να σωθούμε. Για παράδειγμα το Facebook έχει αυτοματοποιημένη επιλογή θεμάτων για την τροφοδότηση των «προσαρμοσμένων κατά τις προτιμήσεις των χρηστών» ειδήσεων. Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ειδήσεις αυτή η μέθοδος τείνει να καλλιεργεί το φαινόμενο eco chamber (αποτέλεσμα που έχει ένας θάλαμος με ηχώ). Ωστόσο οι επιστήμονες των δεδομένων του Facebook βρήκαν μια καλύτερη πηγή διαφοροποίησης: σχεδόν το 30% των αναφορών για τις σημαντικές ειδήσεις προέρχεται από φίλους που έχουν αντίθετες απόψεις. Ακόμα καλύτερα είναι πιθανότερο να εμπλακούν άτομα σε τέτοιου είδους πληροφόρηση όταν αυτή παρουσιαστεί στο πλαίσιο της κοινωνικής δικτύωσης.
Προς το παρόν έχουμε κολλήσει σε μια έντονα συναισθηματική προεκλογική εκστρατεία που έχει αποτελέσει σημαντική πηγή άγχους για περισσότερους από τους μισούς ενήλικες. Η Αμερικάνικη Ψυχιατρική Ένωση για πρώτη φορά εξέδωσε συμβουλές για την αντιμετώπιση του άγχους που σχετίζεται με τις εκλογές. Τα έντονα συναισθηματικά βιώματα μειώνουν την πνευματική ευκαμψία, υποδηλώνοντας πώς όταν τα πνεύματα είναι έντονα, όπως είναι για πολλούς ψηφοφόρους αυτήν την περίοδο, είναι πολύ πιο πιθανή η περιχαρακωμένη υποστήριξη για ένα κόμμα ή υποψήφιο. Άρα αν αναρωτιέστε αν έχει μείνει κανείς για να πειστεί, η απάντηση είναι μάλλον όχι. Είμαστε πάρα πολύ φρικαρισμένοι.
πηγή κεντρικής φωτό/photo credits
Sam Wang (@SamWangPhD) is a professor of neuroscience and molecular biology at Princeton and a founder of the Princeton Election Consortium.