Η μεταμόρφωσή της, μέσα σε μερικές μόνον δεκαετίες, από αγροτική, κατά βάση, οικονομία σε βιομηχανική υπερδύναμη παγκόσμιας κλάσης εφαρμόζοντας μια στρατηγική οικονομικού ρεαλισμού και μεθοδικής απεμπόλησης του παραδοσιοκρατικού μοντέλου -τηρώντας όμως με  θρησκευτική ευλάβεια το συγκεντρωτικό- της επέτρεψε να διαγράψει στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα την φρενήρη ανοδική πορεία για την οποία έγινε παγκόσμια γνωστή.

Η μετέπειτα ντε φάκτο κυριαρχία της σ’ αυτό και στις οδούς του διεθνούς εμπορίου προκάλεσε  σοκ στον κόσμο οδηγώντας αναπόφευκτα στην αναδιάταξη της μέχρι τότε δομής του. Για πολύ καιρό, οι οικονομίες της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ, είχαν να αντιμετωπίσουν την αέναη μεγέθυνση αυτού του οικονομικού γίγαντα με τις ανεξάντλητες δυνάμεις και τις διαρκώς εξελισσόμενες ικανότητες.

Για πολλούς, η Κίνα είναι απλώς η “κοιτίδα” της σύγχρονης μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Η “μηχανή” που είναι ικανή να παράγει ασταμάτητα και σε ανυπολόγιστες ποσότητες, φτηνά- και αρκούντωςποιοτικά – ανταγωνίσιμα με τα πρωτοκλασάτα του είδους τους, καταναλωτικά αγαθά (υποδηλωτικός ο όρος “κινεζιά”). Εν κατακλείδι, η προσιτή εναλλακτική πηγή προϊόντων εφάμιλλης ποιότητας των πρωταρχικών. Λίγο πιο παλιά και όχι αδίκως, θεωρούνταν η αστείρευτη πηγή της φτηνής εργασίας και βεβαίως η “ιστορική” πατρίδα του outsourcing. Αλλά για όσους έχουν κάνει μπίζνες με τους Κινέζους- κι αυτό αφορά ειδικά τους Αμερικανούς- το πιο ελκυστικό στοιχείο της κινεζικής βιομηχανίας δεν είναι τόσο τα φτηνά εργατικά χέρια της- που δεν είναι πια και τόσο φτηνά- όσο η ικανότητά της να προσαρμόζεται με καταπληκτική ταχύτητα στις απρόβλεπτες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέσον της διαδικασίας παραγωγής, κάτι που αν μη τι άλλο μεταφράζεται σε χρήμα. Αμερικανοί επιχειρηματίες του τεχνολογικού τομέα έχουν εκθειάσει επανειλημμένα την ταχύτητα με την οποία οι υπεύθυνοι κινεζικών εργοστασίων συναρμολόγησης ηλεκτρονικών συσκευών επαναρρύθμισαν σε διάστημα μικρότερο της μιας εβδομάδας τις αλυσίδες παραγωγής ώστε να επαναλειτουργήσουν άμεσα μετά την αναγκαστική διακοπή τους, όταν υπό παραγωγή προϊόντα χρειάστηκε να επανασχεδιαστούν λόγω εντοπισμού ελαττωμάτων ή ατελειών. Αν αυτό γινόταν στην Αμερική ή την Ευρώπη, λένε, θα χρειαζόταν σίγουρα ένας μήνας. “Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι η Κίνα είναι φτηνή. Όχι, η Κίνα είναι γρήγορη” είχε πει χαρακτηριστικά ένας τεχνικός αμερικανικής εταιρίας.

Όμως απ’ την περασμένη εβδομάδα η αμερικανο-κινεζική οικονομική συνεργασία υπό την γνωστή μορφή της έπαψε να υφίσταται. Ο προαναγγελθείς εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου κηρύχθηκε επίσημα τα χαράματα της περασμένης Παρασκευής. Η κυβέρνηση Τραμπ έκανε πραγματικότητα την απειλή της και προχώρησε στην επιβολή τιμωρητικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων κλιμακώνοντας σε επίπεδο ανοιχτής αντιπαράθεσης τον επί μακρόν υπόγειο οικονομικό και στρατηγικό ανταγωνισμό της Αμερικής με την αναδυόμενη υπερδύναμη της Ασίας. Μελετημένη ή απερίσκεπτη, η αμερικανική κίνηση είναι βέβαιο ότι θα έχει σοβαρές συνέπειες σε εταιρείες και καταναλωτές.

Η αιτία πίσω απ’ την αφορμή

Μπορεί ο “φτηνός” κινεζικός χάλυβας και το αλουμίνιο να ήταν η αφορμή για την κήρυξη “του μεγαλύτερου οικονομικού πολέμου στην παγκόσμια ιστορία” όπως σχολίασαν οργισμένα τα κινεζικά ΜΜΕ βάλλοντας κατά του Τραμπ, ωστόσο η βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης ίσως βρίσκεται αλλού. Μια νέα, αναπτυσσόμενη τεχνολογία που θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο προσεχώς στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι, τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 5G (πέμπτης γενιάς), πυροδοτούν έναν αγωνιώδη ανταγωνισμό μεταξύ κυβερνήσεων και ομίλων για την κατάληψη της πρώτης θέσης στην γραμμή εκκίνησης. Τα εξελιγμένα αυτά δίκτυα που θα επιτρέπουν το κατέβασμα μιας ολόκληρης ταινίας υψηλής ανάλυσης σε μερικά μόνον δευτερόλεπτα, θ’ αλλάξουν ριζικά την σχέση μας με το mobile Internet. Όμως, θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό: Θα αποτελέσουν την ραχοκοκκαλιά της επόμενης γενιάς υποδομών του αναπτυγμένου κόσμου. Εν κατακλείδι, δεν θα είναι απλά δίκτυα τηλεπικοινωνιών για μετάδοση ήχου, εικόνας και δεδομένων, αλλά οι ζωτικής σημασίας υποδομές που θα εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία μηχανών και εφαρμογών οι οποίες θα εξυπηρετούν κομβικούς τομείς της οικονομίας όπως η ενέργεια και οι μεταφορές.


Δισεκατομμύρια “έξυπνων” συσκευών συνδεδεμένων στο Διαδίκτυο θα πλημμυρίσουν σε λίγα χρόνια τις “έξυπνες” πόλεις μας. Από λαμπτήρες LED ρυθμιζόμενης απόχρωσης και φωτεινότητας, IP κάμερες ασφαλείας για βρεφικά δωμάτια και τηλερυθμιζόμενους θερμοστάτες καλοριφέρ, ως ιατρικά μηχανήματα, οχήματα αυτόνομης οδήγησης και εικονικά σούπερ μάρκετ. Η ανάπτυξη ασύρματων δικτύων υπερυψηλών ταχυτήτων αποτελεί τη θεμελιώδη προϋπόθεση για την βελτιστοποιημένη λειτουργία και την εμπορική επιτυχία όλου αυτού του “νέφους” των καταναλωτικών και μη συσκευών, μικροσυσκευών και υπηρεσιών που προεξοφλείται ότι θα αποτελέσουν το επόμενο “μεγάλο γεγονός” στην παγκόσμια οικονομία.


Με δεδομένο αυτό, τα δίκτυα 5G θα μπορούσαν να είναι το κλειδί για την υλοποίηση της υπόσχεσης του προέδρου Τραμπ να “ξανακάνει μεγάλη την Αμερική” αλλά την ίδια στιγμή και το κλειδί για την φιλοδοξία της Κίνας να καταστεί η ηγέτιδα δύναμη στην Τεχνητή Νοημοσύνη ως το 2030. Πριν έναν χρόνο, η κινεζική κυβέρνηση είχε δημοσιοποιήσει οδικό χάρτη τριών σημείων για επενδύσεις ύψους σχεδόν 148 δισεκατομμυρίων δολαρίων τα επόμενα χρόνια στην Τεχνητή Νοημοσύνη, διακηρύσσοντας μάλιστα πως “η ΤΝ έχει γίνει η νέα μηχανή της οικονομικής ανάπτυξης”. Ενδεικτικά, το δεύτερο βήμα του σχεδίου που έχει χρονικό ορίζοντα υλοποίησης ως το 2025, προβλέπει ότι η Κίνα θα έχει σημειώσει σημαντικές προόδους στην τεχνολογία ΤΝ και στις εφαρμογές της οι οποίες θα της επιτρέψουν να επιτύχει “βιομηχανική αναβάθμιση και οικονομικό μετασχηματισμό”.

Το mobile Internet απαιτεί τον καθορισμό διεθνών προτύπων έτσι ώστε οι εταιρείες που κατασκευάζουν τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και οι φορείς κινητής τηλεφωνίας να μπορούν να αναπτύξουν την τεχνολογία σε παγκόσμια κλίμακα. Οι προδιαγραφές για τα δίκτυα 5G συμφωνήθηκαν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Καθώς λοιπόν ανοίγει η συγκεκριμένη αγορά, εταιρίες όπως οι κινεζικές ZTE και Huawei και οι ευρωπαϊκές Nokia και Ericsson κινούνται για να αποκτήσουν το προβάδισμα. Αναλόγως, οι αμερικανικές Qualcomm και Intel επιδιώκουν το ίδιο όπως και οι μεγάλες αμερικανικές εταιρίες τηλεπικοινωνιών.

Για τον διευθύνοντα σύμβουλο της Rivada Networks Ντεκλάν Γκάνλι, ο αμερικανο-κινεζικός εμπορικός πόλεμος αφορά εν μέρει σ΄ αυτόν ακριβώς τον ανταγωνισμό. Μιλώντας πριν μερικές ημέρες στο δίκτυο του CNBC, είπε χαρακτηριστικά: “Πρόκειται για το ποιος θα καθορίσει και θα ελέγξει το μοντέλο, την αρχιτεκτονική και την ατζέντα της τεχνολογίας 5G η οποία είναι ο βαθύς, μπλε ωκεανός του κυβερνοχώρου. Υπάρχει λοιπόν ένα στρατηγικό παιχνίδι εδώ που είναι πιο σημαντικό κι απ’ τις θαλάσσιες οδούς, πιο σημαντικό και απ’ την ικανότητά σου να ελέγχεις τον εναέριο χώρο σου (…) απ’ τους πιο σημαντικούς τομείς που υφίστανται σήμερα”.  Το οικονομικό διακύβευμα είναι τεράστιο. Κατά τους υπολογισμούς της IHS Markit, τα δίκτυα 5G θα αντιπροσωπεύουν το 2035 μια αγορά 12,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων!

Rivada Networks CEO: Wireless networks can attract private capital from CNBC.

Οι Αμερικανοί δεν φοβούνται απλώς πιθανή διείσδυση κινεζικών εταιριών στην αγορά των ΗΠΑ, φοβούνται ότι αυτές θα κυριαρχήσουν. Ο φόβος τους είναι βάσιμος: Κατά την πρακτική που ακολουθείται διεθνώς, οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών στις ΗΠΑ υποβάλλουν προσφορές στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) μέσω μιας διαδικασίας δημοπράτησης για την παραχώρηση αδειών χρήσης ενός εύρους του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων. Αυτό οδηγεί κατά κανόνα στην κυριαρχία των ισχυρότερων παικτών που διαθέτουν και τα περισσότερα χρήματα για να “χτυπήσουν” τις άδειες. Η διαδικασία έχει προφανώς την αρνητική πλευρά της. Σκοτώνει την καινοτομία, λέει ο Γκάνλι, όπως έχει ήδη συμβεί μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιριών οι οποίες στο παρελθόν βρίσκονταν επικεφαλής στην κούρσα εξέλιξης των ασύρματων δικτύων.

Το επιχειρηματικό μοντέλο του “από πάνω προς τα κάτω” παραπέμπει στην φεουδαρχία αλλά αποτελεί πλέον μια δομή που έχει καταστεί απολύτως κρίσιμο τμήμα της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό το μοντέλο είναι που ταιριάζει στους Κινέζους λόγω και της “από πάνω προς τα κάτω” φύσης όλης της κινέζικης οικονομίας, της δεύτερης μεγαλύτερης του πλανήτη. Η ανησυχία των ιθυνόντων προάσπισης των αμερικανικών συμφερόντων πηγάζει απ’ αυτήν ακριβώς την διαπίστωση.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας δημοπράτησης, οι τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις των ΗΠΑ ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους για να κερδίσουν μέρος των συχνοτήτων και πελάτες. Έτσι πλήττονται τα κέρδη τους και ως εκ τούτου η ικανότητά τους να επενδύουν στην έρευνα και την καινοτομία. Στην Κίνα, όμως, όπου κυριαρχούν δύο- τρεις μεγάλες κρατικές τηλεπικοινωνιακές εταιρίες, το μοντέλο της δημοπράτησης είναι το πλέον κατάλληλο γι’ αυτές. Μπορούν να ρίχνουν λεφτά για να κερδίζουν στο παιχνίδι του ανταγωνισμού και την ίδια ώρα να επενδύουν στην τεχνολογική ανάπτυξη και εξέλιξη χωρίς χρηματοδοτικές δυσκολίες αφού έχουν εξασφαλισμένη την υποστήριξη τους από την κινεζική κυβέρνηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορούσαν να υπερσκελίσουν τους αμερικανικούς τηλεπικοινωνιακούς ομίλους στην ανάπτυξη δικτύων 5G στις ΗΠΑ.

Σε μια τέτοια περίπτωση ακόμη και οι πιο ισχυροί παίκτες της αμερικανικής αγοράς θα χρειαστεί να “ματώσουν” για να ανταγωνιστούν τους Κινέζους. Στελέχη του κλάδου πιστεύουν ότι μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον πολλές πολυεθνικές ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρίες τηλεπικοινωνιών ίσως εξαφανιστούν και οι Κινέζοι θα μπορούσαν να καρπωθούν τις εν λειτουργία εγχώριες “θυγατρικές” τους για πολλά χρόνια.

Ήδη η κυβέρνηση Τραμπ κάνει κινήσεις για να εμποδίσει την είσοδο στην αμερικανική τηλεπικοινωνιακή αγορά της China Mobile μεθοδεύοντας την απόρριψη της αίτησης αδειοδότησης της με το σκεπτικό ότι η λειτουργία της στην επικράτεια των ΗΠΑ ενέχει “κινδύνους για την εθνική ασφάλεια”. Εισηγμένη στα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης και του Χονγκ Κονγκ, η China Mobile είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρία κινητής τηλεφωνίας στον κόσμο με βάση την κεφαλαιοποίησή της αλλά και τον αριθμό των συνδρομητών της που ανέρχεται σε 902 εκατομμύρια. Η εταιρία έχει παρουσία στην Κίνα, όπου και κυριαρχεί με μερίδιο αγοράς 70%, και μέσω θυγατρικών της στο Χονγκ Κονγκ, το Πακιστάν και την Βρετανία. Τα έσοδά της το 2016 πλησίασαν τα 102 δισεκατομμύρια δολάρια!

Ποιος κερδίζει;

Κατά τους αναλυτές, το πέρασμα από τις φραστικές απειλές στην πραγματικότητα ενός εμπορικού πολέμου, θα επηρεάσει την ομαλή λειτουργία των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, θα αυξήσει τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων, θα επιδράσει αρνητικά στο πορτοφόλι των καταναλωτών και θα ταρακουνήσει τις παγκόσμιες χρηματαγορές οι οποίες φυσικά και παραμένουν ευμετάβλητες λόγω της παρατεταμένης εμπορικής διαμάχης των ΗΠΑ όχι μόνον με την Κίνα αλλά σχεδόν μ’ όλους τους εμπορικούς εταίρους τους.

Για την ώρα, δεν είναι ξεκάθαρο ποια μπορεί να είναι η έκβαση αυτού του πολέμου. Οι δασμοί Τραμπ απαντήθηκαν από την Κίνα με ανάλογα μέτρα αντιποίνων, κίνηση που οδηγεί προφανώς σε κλιμάκωση και αδιέξοδο. Αναγκαστικά, μια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να στείλει σήματα προθυμίας για συμβιβασμό ώστε να δρομολογηθεί η διαδικασία που θα αποτρέψει την καταστροφική παράταση της σύγκρουσης. Όμως, με δεδομένο ότι κανενός είδους επίσημες συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών δεν έχουν προγραμματιστεί, αλλά και τις διαφωνίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης Τραμπ για τους χειρισμούς της υπόθεσης, μια σύντομη λύση στη διένεξη φαίνεται όλο και πιο απίθανη.

Οι δυσοίωνες προοπτικές για τους δείκτες της παγκόσμιας οικονομίας απασχολούν ήδη σοβαρά τους υπεύθυνους πρόβλεψης και αποτροπής κινδύνων που εργάζονται πυρετωδώς το τελευταίο διάστημα. Η πιθανότητα διολίσθησης σε μια νέα παγκόσμια ύφεση όπως εκείνη που συγκλόνισε τον κόσμο το 2008 πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις και οδηγώντας στην αποκαλούμενη “κρίση χρέους” στην Ευρωζώνη, επανέρχεται. Τα σενάρια είναι ζοφερά. Ένας γενικευμένος παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος, αν τελικά καταλήξουν εκεί τα πράγματα, θα κοστίσει ακριβά σε όλους ανεξαιρέτως μεγέθους και “εκτοπίσματος”: ΗΠΑ, Κίνα, Ε.Ε.

Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, το συμβουλευτικό όργανο της γαλλικής κυβέρνησης σε ζητήματα οικονομίας, έκανε πρόσφατα μερικές πολύ ανησυχητικές προβλέψεις. Μάλιστα, η έμμεση αναφορά του στη δεκαετία του 1930 και στις συνθήκες προστατευτισμού της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητη. Σύμφωνα με τους αναλυτές του, ένας γενικευμένος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να είναι τόσο καταστροφικός για την παγκόσμια οικονομία όσο η ύφεση του 2008-2009. Οι ΗΠΑ και η Κίνα θα μπορούσαν να χάσουν ανεπανόρθωτα το 3% του ΑΕΠ τους και η Ευρωπαϊκή Ένωση το 4%. Ειδικά για την Ε.Ε. αυτό μεταφράζεται σε απώλεια 1.250 ευρώ ετησίως ανά κάτοικό της.

A (brief) history of the world’s trade wars from CNBC.

Ως γενικευμένος εμπορικός πόλεμος ορίζεται η επιβολή αύξησης 60 ποσοστιαίων μονάδων στους δασμούς σε προϊόντα μεταποίησης μεταξύ των βασικών παγκόσμιων εμπορικών εταίρων. Κατά τον επικεφαλής του Συμβουλίου Φιλίπ Μαρτέν, αυξήσεις αυτού του μεγέθους αντιστοιχούν σε εκείνες που έγιναν τη δεκαετία του 1930. Οι οικονομικές απώλειες από έναν γενικευμένο εμπορικό πόλεμο θα είναι σαφώς χειρότερες, άνω του 10% του ΑΕΠ, για σχετικά μικρές οικονομίες οι οποίες όμως είναι “ενταγμένες” στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα και παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό όπως π.χ. ο Καναδάς, η Ιρλανδία, το Μεξικό, η Νότια Κορέα και η Ελβετία. Αλλά ακόμα και σ’ έναν περιορισμένο εμπορικό πόλεμο -δηλαδή με αυξήσεις δασμών της τάξης του 25% σε όλες τις μεταξύ τους εμπορικές ανταλλαγές- ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος για τους δύο ισχυρότερους παγκόσμιους παίκτες, τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Το διμερές αμερικανο-κινεζικό εμπόριο προβλέπεται σε αυτή την περίπτωση να συρρικνωθεί κατά 60%! Οι Γάλλοι “σοφοί” επιμένουν ότι λόγω των συνθηκών αβεβαιότητας η Ευρώπη οφείλει να επιδιώξει την σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες ως μια “πολιτική ασφαλείας”. Ο βασικός όρος που τίθεται είναι η χώρα-εταίρος να έχει επικυρώσει τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και να συμμορφώνεται με τα πρότυπα του ΟΟΣΑ για τη διασυνοριακή φορολόγηση των επιχειρήσεων.

Τα νέα αρνητικά δεδομένα στο παγκόσμιο εμπόριο αποτυπώνονται με αδιαμφισβήτητο τρόπο και στον όγκο των αμερικανο-κινεζικών ανταλλαγών ο ρυθμός αύξησης των οποίων επιβραδύνεται. Οι εξαγωγές αγαθών από την Κίνα στις ΗΠΑ κατέγραψαν ετήσια αύξηση μόλις 5,4% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018 έναντι 19,3% την αντίστοιχη χρονική περίοδο πέρυσι. Είναι ενδεικτικό ότι τον Ιούνιο οι κινεζικές εξαγωγές στις ΗΠΑ σημείωσαν αύξηση μόλις 3,8% έναντι 27,6% (!) τον ίδιο μήνα του 2017.


“Οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και είναι εύκολο να τους κερδίσεις” είχε πει πριν μερικούς μήνες ο Τραμπ αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν πως σε αυτού του είδους τους πολέμους δεν υπάρχει άλλη νίκη πλην της πύρρειου: Για να κερδίσεις δεν μπορείς παρά να καταστρέψεις και τα δύο, τόσο τον εισαγωγικό τομέα όσο και εκείνον των εξαγωγών. Το τι μπορεί να σημαίνει “νίκη” σε μια τέτοια σύγκρουση είναι δύσκολο να οριστεί ειδικά όταν ο αντικειμενικός σκοπός δεν είναι σαφής και καθορισμένος εξ αρχής. Πολλοί βλέπουν να αντανακλάται κι εδώ η επιχειρηματική περσόνα του Τραμπ  ο οποίος έχει αναγάγει το προσωπικό δόγμα του “παίξε σκληρά, δες που πηγαίνει” σε κλειδί για την επιτυχία της Αμερικής στην διεθνή σκηνή όπως άλλωστε και για την υποστήριξή του από το εσωτερικό ακροατήριό του. Άλλοι γίνονται πιο δηκτικοί κάνοντας λόγο για μια επιδίωξη ουσιαστικά άνευ σημασίας απ’ την στιγμή που ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου αντιλαμβάνεται την προεδρία περισσότερο ως παράσταση παρά ως υπεύθυνο πόστο. Αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης μιλούν για αναμόρφωση του διεθνούς συστήματος που προέκυψε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του οποίου οι κανόνες δεν είναι πλέον προς τον συμφέρον της Αμερικής. Απ’ την άλλη, οι επικριτές της σκέψης αυτής δεν παύουν να υπενθυμίζουν το μέγεθος του ρόλου που έπαιξαν οι ίδιες οι ΗΠΑ στη διαμόρφωση και την καθιέρωση αυτών των κανόνων.

Για τον Guardian, η επιβολή των αμερικανικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα συνιστά περισσότερο ένα μήνυμα παρά “δείχνει” προς μια λύση. Το ότι το μήνυμα αυτό αντήχησε τόσο έντονα, φανερώνει την αποτυχία του υφιστάμενου οικονομικού συστήματος να κάνει προσιτά τα οφέλη του στους απλούς Αμερικανούς. Σαφώς, η παγκοσμιοποίηση έκανε μερικούς πλούσιους και πρόσφερε σε πολλούς άλλους φθηνά καταναλωτικά αγαθά. Όμως την ίδια ώρα, κάποιοι είδαν τις δουλειές και τις κοινότητές τους να εξαφανίζονται. Το ελεύθερο εμπόριο έχει κόστος…

πηγή κεντρικής φωτογραφίας