Παρόλο που τυπικά βρισκόμαστε στην αρχή της προεκλογικής περιόδου για την ανάδειξη νέου προέδρου στη Ρωσία, είναι κοινός τόπος πως η εξέλιξη της εκστρατείας των υποψηφίων είναι αρκετά υποτονική και ελάχιστες ειδήσεις προσφέρει προς σχολιασμό. Ας ελπίσουμε τους επόμενους μήνες, να ζήσουμε πιο έντονες στιγμές, με περισσότερη πολιτική και λιγότερο κουτσομπολιό.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, μια έκθεση σχετικά με τις περιφέρειες της Ρωσίας, την οποία παρουσίασε η Επιτροπή Πολιτικών Πρωτοβουλιών, του γνωστού και έγκυρου οικονομολόγου και πολιτικού Αλεξέι Κούντριν, έρχεται να επαναφέρει στις σωστές διαστάσεις την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Η έκθεση όπως ήταν φυσικό, συγκέντρωσε την προσοχή των σοβαρών ΜΜΕ της χώρας αλλά και του εξωτερικού, γιατί συμπίπτει με την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας.
Η έκθεση με τίτλο «Δείκτες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής έντασης», παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Αλεξέι Κούντριν σε συνέντευξη τύπου. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας που διεξήχθη στην κίτρινη ζώνη αυξημένου κινδύνου το πρώτο εξάμηνο του 2017 κατετάγησαν 13 περιοχές, δηλαδή οι περιοχές της Μόσχας, του Νταγκεστάν, η Τσουβασία, η Δημοκρατία Κόμι, η περιοχή του Αλτάι, οι περιοχές του Κεμέροφσκ, του Κίροφ, του Κουργκάν, του Ομσκ, του Ροστόφ, της Σαμάρας, του Τβερ, του Τσελιάμπινσκ.
Σύμφωνα με την Έκθεση, οι δείκτες των περιοχών εκείνων που παλιότερα ανήκαν στην παραπάνω κατηγορία κινδύνου, αλλά σήμερα δεν περιλαμβάνονται σε αυτή, βελτιώθηκαν λόγω της αύξησης χορηγήσεων δανείων προς τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, αντί να αυξηθεί το τοπικό Α.Ε.Π. οι αρχές προτίμησαν να ενισχύσουν την πολιτική τους με την χορήγηση ακριβών δανείων, λόγω των υψηλών επιτοκίων που επιβάλει η χειμαζόμενη οικονομία της χώρας.
Παρουσιάζοντας την Έκθεση στους δημοσιογράφους, ο συνεργάτης της Επιτροπής Νικολάι Πετρόφ, επεσήμανε πως ενισχύθηκαν οι προσπάθειες των αρχών στις διάφορες περιοχές να υποστηρίξουν με πρακτικά μέσα τόσο την οικονομία όσο και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Αυτό όμως δεν ισχύει παρά μόνο στις πλέον ανταγωνιστικές περιοχές όπου, παράλληλα, ενισχύονται οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, όχι κατ’ ανάγκην με πολιτικά αιτήματα, αλλά, κυρίως, με οικονομικά και κοινωνικά. Οι διαμαρτυρίες αυτές, σε αντίθεση από άλλους οικονομικούς δείκτες, είναι ένδειξη για το κατά πόσο οι πολίτες νιώθουν άνεση με τις συνθήκες ζωής τους.
Ωστόσο, αύξηση καταγράφηκε στις διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις που είχαν ως αιτήματα την βελτίωση των μαζικών μεταφορών, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την μόλυνση του περιβάλλοντος. Στην δεύτερη θέση είναι οι πολιτικές διαμαρτυρίες με αιτήματα καταπολέμησης της διαφθοράς και της λειτουργίας της αστυνομίας και των άλλων υπηρεσιών τήρησης της τάξεως και απονομής της δικαιοσύνης. Το πρώτο εξάμηνο του 2017 οι διαμαρτυρίες των πολιτών ήταν εμφανώς αυξημένες σε σχέση με τα τέλη του 2016. Αυξημένες διαμαρτυρίες παρατηρήθηκαν στις περιοχές της Μόσχας, του Ροστόφ, της Σαμάρας, του Τσελιάμπινσκ, του Αλτάι, του Κεμέροφσκ και του Ομσκ, καθώς και στις περιοχές της Τσουβασίας, του Κίροφ και του Κουργκάν.
Από την άλλη πλευρά, οι περιοχές όπου παρατηρείται βελτίωση της κατάστασης και καταγράφεται διοικητική σταθερότητα και ικανοποίηση των πολιτών είναι εκείνες στις οποίες υπήρχε αλλαγή φρουράς στη θέση του κυβερνήτη. Να σημειώσουμε πως οι κυβερνήτες των περιοχών στη Ρωσία, δεν εκλέγονται όλοι από τους πολίτες, αλλά σε μία σειρά κρίσιμων, κατά την κυβέρνηση, περιοχών διορίζονται από τον πρόεδρο της χώρας.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η διοικητική σταθερότητα ενισχύθηκε στις περιοχές της Δημοκρατίας του Αλτάι (μετά τα προβλήματα με στελέχη των τοπικών αρχών και έναν δήμαρχο, λόγω της ανάμειξής τους σε υποθέσεις μεγάλης διαφθοράς), στην περιοχή της Δημοκρατίας Κόμι (μετά τις συνεχείς εναλλαγές στελεχών στις τοπικές αρχές), στη Βόρεια Οσετία, την Τσετσενία και τις περιοχές του Ιρκούτσκ και της Τβερ.
Απεναντίας, επιδείνωση της κατάστασης καταγράφηκε στις περιοχές Αντίγκε, Καμπαρντίνο – Μπαλκαρίας, Ταταρστάν, Τσουβασίας, Γιακουτίας, στο Κρασνοντάρ, στο Περμ, στο Αστραχάν, το Νόβγκοροντ και την Καλουγάκ.
Η εναλλαγή των προσώπων ως επικεφαλής των τοπικών αρχών, έχει μία βραχυχρόνια θετική επίδραση στην εικόνα της διοίκησης, γιατί οι πολίτες εκλαμβάνουν τους νέους αξιωματούχους ως μια ευκαιρία βελτίωσης των συνθηκών ζωής. Συνεπώς, υπό την οπτική γωνία της αποτελεσματικότερης διοίκησης, επιβάλλεται η εναλλαγή αυτή, η οποία αποσκοπεί στην μείωση των πιέσεων από τις κοινωνικές εντάσεις. Πράγμα, άλλωστε, που θα βοηθήσει την προεκλογική εκστρατεία συγκεκριμένων υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές.
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην τελευταία διάσκεψη της Λέσχης Βαλντάι, ο πρόεδρος της χώρας Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε πως οι αλλαγές στα πρόσωπα των κυβερνητών των περιοχών «αποσκοπούν στη δημιουργία ενός νέου σώματος στελεχών, νεαρών, σύγχρονων ανθρώπων με προοπτικές, οι οποίοι σκέφτονται το μέλλον τόσο της περιοχής, όσο και ολόκληρης της Ρωσίας».
Αν λάβουμε υπόψη μας την πρόσφατη ιστορία της Ρωσίας, θα δούμε ότι υπήρξαν κι άλλες περίοδοι κατά τις οποίες επιχειρήθηκε μία τέτοια αλλαγή προσώπων, η οποία όμως είχε ένα αρνητικό αποτέλεσμα, αφού μειώνεται δραματικά η συναίνεση στην λήψη των αποφάσεων με αποτέλεσμα μετά από λίγο η διαχείριση των προβλημάτων αυτών των περιοχών να οδηγείται σε αδιέξοδο και κατ’ επέκταση σε επιδείνωση της σταθερότητας στην περιοχή και στην αύξηση των διαμαρτυριών.
Σήμερα, συνολικά στη Ρωσία υπάρχει μία διοικητική ελίτ αποτελούμενη περίπου από 1000 άτομα, εκ των οποίων το 2% βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση για διαφθορά, υπεξαίρεση κλπ. Αυτό σημαίνει ότι κάθε 50ος αξιωματούχος κάθε άλλο παρά κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώνεται και χρησιμοποιεί τη θέση του για ίδιον όφελος. Η τυχαία επιλογή των θυμάτων των εκκαθαρίσεων που πραγματοποιούνται κατά καιρούς και ενορχηστρώνονται από την κεντρική εξουσία, μάλλον ενισχύουν την ηθική και ψυχολογική πίεση που ασκείται στην τοπική ελίτ, με αποτέλεσμα η τελευταία να παραλύει.
Τέλος, δεδομένης της ρωσικής ιδιομορφίας, υπάρχει μία μεγάλη περίοδος αναμονής και προσαρμογής των νέων προσώπων στις θέσεις τους, κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται ανακατανομή της πολιτικής και οικονομικής ισχύος, με αποτέλεσμα τα παραλυτικά φαινόμενα να γενικεύονται, να επιδεινώνεται η καθημερινή ζωή των πολιτών και να αυξάνονται οι διαμαρτυρίες.