Δίκες της Νυρεμβέργης, 44η μέρα: Δευτέρα 28 Ιανουαρίου του 1946, ο Γάλλος δικηγόρος και αντιστασιακός Charles Dupost ζητά από το Δικαστήριο να καλέσει ως μάρτυρα τον Ισπανό Francisco Boix, επικαλούμενος τη σημασία της μαρτυρίας του: «Το Δικαστήριο θα θυμάται ότι όταν οι Αμερικανοί συνάδελφοί μου παρουσίασαν τις αποδείξεις τους προέκυψε το ερώτημα του κατά πόσον ο Kaltenbrunner είχε σχέση με το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν. Ο κύριος Boix τον οποίο καλώ ως μάρτυρα έχει τις αποδείξεις ότι ο Kaltenbrunner επισκέπτετο το στρατόπεδο. Εχει φωτογραφίες των επισκέψεων και το Δικαστήριο θα τις δει καθώς, ο μάρτυς, τις έχει φέρει μαζί του. Καταθέτουμε αυτές τις φωτογραφίες ως πειστήριο υπ’αριθμόν RF-332 εκ μέρους των Γάλλων κατηγόρων. Θα προβάλλονται στην οθόνη και εσείς, κύριε Μπουά, θα δηλώσετε ενόρκως κάτω από ποιες συνθήκες και πού τραβήχτηκαν αυτές οι φωτογραφίες;”
Francisco Boix :“Μάλιστα”.
Πολλοί από μας, αν και όταν σκεφτόμαστε τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, θεωρούμε ότι και μόνη η ύπαρξή τους θα ήταν αρκετή για να καταδικαστούν όλοι οι βαθμοφόροι και συμμετέχοντες στο απεχθές έγκλημα. Για τις δίκες της Νυρεμβέργης όμως, όπως και για κάθε νομική απόφαση στο πλαίσιο του Δικαίου, η συλλογική ευθύνη δεν εμπίπτει στις αιτιολογικές βάσεις. Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι αυτά που, καταρχάς, απαιτούνται για την απόδοση ευθυνών και την καταδίκη συγκεκριμένων προσώπων.
Μέρος αυτών των αποδεικτικών στοιχείων παρείχε ο “Φωτογράφος του Μαουτχάουζεν”, όπως είναι ο τίτλος της Ισπανικής ταινίας που προβάλλεται στο Netflix σε σκηνοθεσία του Mar Targarona και με τον ηθοποιό Mario Casas στο ρόλο του Francisco Boix, του φωτογράφου. Η αλήθεια είναι ότι, αν και ο Boix έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στοιχειοθέτηση των υποθέσεων, ήταν μια αλυσίδα ανθρώπων που με τις πράξεις τους ή τις παραλείψεις τους έδωσαν στους κατηγόρους της Νυρεμβέργης τις αποδείξεις: φωτογραφίες από τις επισκέψεις υψηλόβαθμων στελεχών του Τρίτου Ράιχ στα στρατόπεδα, οι οποίες αποτυπώνουν τη γνώση τους σχετικά με τα δρώμενα. Ο Ernst Kaltenbrunner, ο Himler και πολλοί άλλοι ποζάρουν εν μέσω νεκρών σωμάτων και εξαθλιωμένων ανθρώπων. Αυτές οι φωτογραφίες, μαζί με τη γερμανική εμμονή των πολλαπλών αρχείων, έγιναν καθοριστικός παράγων για το αποτέλεσμα της Νυρεμβέργης.
Ο αξιωματικός των SS Kornacz ήταν ο πρώτος φωτογράφος που αποτύπωσε με το φακό τις επισκέψεις, τα σώματα των νεκρών κρατουμένων, περιστατικά που αποδείκνυαν την αποτελεσματικότητα του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης. Χρησιμοποιούσε κρατούμενους για την εκτύπωση και την αρχειοθέτηση η οποία απαιτούσε 5 αντίγραφα: Ενα για το αρχείο του στρατοπέδου και τα υπόλοιπα για το Βερολίνο, το Oranienbourg, τη Βιέννη και το Linz. Ενας Πολωνός βοηθός-κρατούμενος, ο Grabowski, σκέφτηκε να κρατήσει κι ένα έκτο αρχείο, μυστικό και κρυμμένο στην ξύλινη οροφή του εργαστηρίου. Τον Ιούνιο του 1941 ο Kornacz μετατέθηκε στο Ανατολικό μέτωπο και στο μεταξύ στο βοηθητικό προσωπικό είχε συμπεριληφθεί ένας Ισπανός κρατούμενος, ο Garcia, ο οποίος βοήθησε τον Πολωνό να αυξήσει εκείνο το καθοριστικό, μυστικό αποδεικτικό αρχείο.
Σε αυτόν ανέθεσε ο αντικαταστάτης του Kornacz , ο νέος SS Hauptscharführer, Paul Ricken, την αναδιοργάνωση του φωτογραφικού εργαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτής της αναδιοργάνωσης και με αίτημα του Garcia «προσελήφθη» ο Boix. Γνώριζε ελάχιστα για τη φωτογραφία αλλά ο Garcia ήθελε να έχει δίπλα του έναν ομοεθνή του. Το 1944 ο Grabowski αυτοκτόνησε και το Φεβρουάριο του1945 όταν ο Garcia επιστρέφει, μετά από ένα μήνα παραμονής στο ιατρείο του στρατοπέδου λόγω βαριάς ασθένειας, ανακαλύπτει ότι το αρχείο έχει εξαφανιστεί. Υποψιάζεται αμέσως τον Boix αφού ήταν ο μόνος άλλος που γνώριζε την ύπαρξη του πολύτιμου αρχείου. Πράγματι, ο ομοεθνής βοηθός φωτογράφος έχει παραδώσει τις φωτογραφίες στους Ισπανούς κομμουνιστές του στρατοπέδου. Με τη βοήθειά τους εμπιστεύεται το πολύτιμο αρχείο σε νεαρά αγόρια, Ισπανούς οι οποίοι ανήκαν σε μια «εργατική ταξιαρχία» την οποία εκμεταλεύονταν οι SS για βαριές εργασίες σε λατομεία εκτός του στρατοπέδου. Αυτά τα αγόρια, ο Cortes και ο Grau, εμπιστεύθηκαν με τη σειρά τους την Anna Pointner, Αυστριακή σοσιαλίστρια και επιστάτη στον κοιτώνα των αγοριών, η οποία, βλέποντας τις αδέξιες προσπάθειες των νεαρών να κρύψουν τα πακέτα, αναλαμβάνει να τα διαφυλάξει σε μια τρύπα στον τοίχο του κήπου της. Από κει θα παραδοθούν στον Boix όταν όλα έχουν τελειώσει…
Στην πραγματικότητα, ο Boix ξεκινά να φωτογραφίζει, με μια Leica, από το 1944 και μετά, όταν οι Γερμανοί αρχίζουν να υποψιάζονται την οριστική ήττα που πλησιάζει και τελικά εγκαταλείπουν το στρατόπεδο. Τότε, ο Ισπανός φωτογραφίζει σκελετωμένους ανθρώπους, γυναίκες εξαναγκασμένες να δουλεύουν στα πορνεία του στρατοπέδου με άδειο βλέμμα, την άφιξη των πρώτων Αμερικανών δημοσιογράφων…
Οι περισσότερες εντυπωσιακές άλλες φωτογραφίες φέρουν την «υπογραφή» του SS Paul Ricken, και στο Europe comic υπό τον ίδιο τίτλο με αυτόν της ταινίας, οι εξαιρετικές εικονογραφήσεις έχουν βασιστεί σ’ αυτές. Ο φωτογράφος των SS υπακούει μεν στις εντολές των ανωτέρων να προσαρμόζει τη θέση των νεκρών σωμάτων έτσι ώστε οι δολοφονίες από τους Kapos ή τα SS να φαίνονται ως αυτοκτονίες ή απόπειρες απόδρασης, αλλά με μια διαστροφική «καλλιτεχνική» ματιά είναι φανερό ότι αναζητά μια πρωτότυπη «σύνθεση», μια «καλλιτεχνική εγκατάσταση», αποκαλύπτοντας έναν φωτογράφο που συνδιαλέγεται με τη γοητεία του Θανάτου. Κάποιον που προσπαθεί να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης μέσα και από τη φρίκη του ναζιστικού στρατοπέδου. Στις 23 Ιουλίου 1947, θα καταδικαστεί σε ισόβια από το στρατιωτικό δικαστήριο, στις «Δίκες του Νταχάου» στη Γερμανία.
Αργότερα, ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και Πολιτικής, David Wingeate Pike στο βιβλίο του “Οι Ισπανοί στο Ολοκαύτωμα, Μαουτχάουζεν (Spaniards in the Holocaust: Mauthausen, Horror on the Danube) θα δώσει μια άλλη διάσταση, προς υπεράσπισιν του Ricken: «Ο 55άχρονος ήταν ένας πραγματικός επαγγελματίας φωτογράφος, υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας σύμφωνα με τον Ισπανό κρατούμενο βοηθό του, Garcia. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι δεν κακοποίησε καθ’οιονδήποτε τρόπο τους έγκλειστους και, όπως οι ίδιοι είχαν παρατηρήσει, υποκρινόταν ότι το έκανε, τραβώντας λίγο π.χ. το αυτί, όταν έβλεπε ότι άλλοι SS τον παρακολουθούσαν. Ηταν μια σπάνια περίπτωση στο Μαουτχάουζεν: ένας άνθρωπος με στοιχειώδη αξιοπρέπεια».
Ο Boix πέθανε σε ηλικία 30 ετών στο Παρίσι το 1951. Κατά τη διάρκεια αυτών των έξι χρόνων παρέμεινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και εργάστηκε ως δημοσιογράφος για την εφημερίδα του, L’Humanité.
*οι εικονογραφήσεις είναι από το κόμικ The Photographer of Mauthausen των © Rubio & Colombo / Le Lombard
Αυτό και άλλα ενδιαφέροντα μπορείτε να βρείτε εδώ