(προδημοσίευση ἀπὸ τὸ βιβλίο ‘‘Τὸ ὅριο καὶ ἡ ἔκπληξη, Μαρτύριο ἀπ’ τὸ πρῶτο λεπτό’’, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ)

[…] Εἰσερχομένου, ὅμως, τοῦ συστήματος, σὰν λόγου στὸ χάος, εἰσῆλθε μία τάξη στὸ ἄθλημα. Τὸ πρὶν ἄναρχο καὶ ἄμορφο ἔλαβε μορφή, μορφὴ ποδοσφαίρου. Καὶ κάθε φορὰ ὁ στοχαστὴς τοῦ ποδοσφαίρου ἔνιωθε πὼς ἐὰν δὲν σκεφθῆ ἀλλιῶς τὰ πράγματα, αὐτά, σὰν νὰ εἶναι στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς, θὰ καταποντισθοῦν στὴν ἄβυσσο.

Σὰν ἀνιχνευτὴς τοῦ μηδενός, εὕρισκε πάντα τὸ κενὸ στὸ προϋπάρχον σύστημα καὶ γιὰ μὴν καταποθοῦν τὰ πάντα μέσα στὴν μαύρη τρύπα τῆς ἀκινησίας, ἔπραττε ὅπως ἀκριβῶς ὁ καταθλιπτικὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν κατάθλιψη· μὲ ἕνα νεοεπινοημένο σύστημα ὑποσχόταν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας: ἕναν νέο ἑαυτὸ καὶ νέο ἔνδυμα, ἕναν νέο τόπο, νέο «γήπεδο», ὅπου οἱ προηγούμενοι, τῶν παλαιῶν συστημάτων, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ παίξουν.

Καὶ αὐτὸ μέχρι τὸ νέο νὰ δείξη τὰ ἐλαττώματά του ἢ νὰ γίνη πολυμεταχειρισμένο ροῦχο, ὁπότε ξανακινοῦσε ἡ διαδικασία γιὰ κάτι ἐκ νέου νέο, ὅπως συμβαίνει στὴν μόδα, ὅπου μόλις κάτι καινούργιο πολυφορεθῆ, ἀμέσως φτειάχνεται κάτι ἄλλο, πιὸ καινούργιο, γιὰ νὰ δώση διάκριση στὸν ἄνθρωπο τῆς μόδας, ποὺ νόμισε πὼς μὲ τὸ προηγούμενο τὴν εἶχε ἀποκτήσει· μόδα καὶ σύστημα μοιράζονται κάτι κοινό: τὴν στιγμὴ ποὺ σοῦ ὑπόσχονται μοναδικότητα σὲ βυθίζουν στὴν μαζικότητα· ἡ μοναδικότης στιγμιαία, ἡ μαζικότης διαρκὴς μεῖον τὴν στιγμή.

Τὰ συστήματα ἐκ γενετῆς εἶχαν κάτι τὸ ἰμπεριαλιστικό. Πανεπεκτατικὰ καὶ πανεξηγητικά, προέβαλλαν μὲ ὅρους καθολικότητος, ὑποσχόμενα νῖκες καὶ μόνον νῖκες σὲ ἄπληστους ὀπαδούς, μεγαλομανεῖς διοικήσεις καὶ φιλοδόξους προπονητάς. Τὸ κάθε σύστημα προέβαλε ὡς ἡ γονεϊκὴ παντογνωσία, σκοπεύοντας ἀκριβῶς στὴν ρήξη μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς καθαρῆς καὶ ἄνευ ψυχολογισμοῦ σκέψεως, ἀλλὰ καὶ ἄνευ γεννητόρων.

Χελένιο Χερρέρα

Φέροντα ὅμως ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐγγενῶς, ὄχι τὰ στοιχεῖα τῆς παρακμῆς τους, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπερβαίνουν αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ συστήματα, ἐπιβεβαιώνουν τὸ θεώρημα τοῦ Κοὺρτ Γκαῖντελ περὶ τῆς μὴ πληρότητος, ὅτι δηλαδὴ τὸ σύστημα συνιστᾶ τὴν ἴδια του τὴν ἀντίφαση· ἡ τιμὴ τῆς μὴ ἀντιφάσεως ἑνὸς ἐπιτύπου συστήματος εἶναι ἡ μὴ ἐντέλειά του. Κερδίζοντας σὲ βεβαιότητα καὶ αὐστηρότητα χάνουμε σὲ περιεχόμενο. Ἀλλά, ἐνῶ θὰ περίμενε κανείς, πὼς μὲ τὰ θεωρήματα τοῦ Γκαῖντελ θὰ γυρίζαμε στὸ νόημα καὶ στὴν ἀλήθεια, δὲν ἔγινε τίποτα τέτοιο· ἀντὶ ἑνὸς φορμαλιστικοῦ συστήματος, εἴχαμε πολλά.Ἔχοντας ὁμοῦ κάτι φοβικὸ καὶ ἀνοικτό, τὸ σύστημα λειτουργεῖ ἀκριβῶς ὅπως ὁ πολιτισμὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο: ἐξοβελίζει τὸ τυχαῖο καὶ θέτει ὅρια στὸν ἄνθρωπο, μορφώνοντάς τον σὲ ἕναν λεπτώτερο τρόπο· τὸν καλεῖ στὴν ὕπαρξη καὶ ταὐτοχρόνως τοῦ κλείνει τὴν εἴσοδο· τὸν ἀποκαλύπτει καὶ τὸν κουκουλλώνει, συγχρόνως, τὸν ἀνοίγει στὴν ἀλήθειά του, στὴν ἔκθεσή του στὸν ἑαυτό του, ὡς παρουσία, καὶ ταὐτοχρόνως τὸν κρύβει ἀπὸ αὐτήν. Ἐάν, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι μελετηθοῦν ὡς σταθερὲς καὶ ὡς συστήματα, τότε διαλύονται.

Ἀκραία δὲ ἐκδοχὴ τοῦ συστήματος εἶναι νὰ ἐλέγξη τὰ πάντα, νὰ ἐλέγξη τὸ παρόν, νὰ προβλέψη κατ’ ἀναγκαῖο καὶ αἰτιοκρατικὸ τρόπο τὸ μέλλον καὶ νὰ ξαναγράψη τὸ παρελθὸν ὡς διαγραφὴ τοῦ ἴδιου τοῦ παρελθόντος· νὰ κάνη προβλέψιμο τὸ ἀπρόβλεπτο, λησμονῶντας ὅτι ἔχει νὰ κάνη μὲ τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀπρόβλεπτο: τὸν ἄνθρωπο· ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν εἶναι ὑπολογιστής. Πάντα, ἐλλοχεύει ἡ περίπτωση τὸ σύστημα νὰ μετατρέψη τὴν ζωντανὴ σάρκα σὲ κρέας τοῦ χασάπη, αὐτοαναιρούμενο, στὸ τέλος, καὶ τὸ ἴδιο.

[…]

Στὴν ἀκραία τους μορφὴ τὰ συστήματα ἀξιοῦν πληρότητα. Κανένα, ὅμως, σύστημα, γιὰ τὸν Γκαῖντελ, δὲν πρόκειται νὰ εἶναι ποτὲ τόσο ὁλοκληρωμένο, ὥστε νὰ ἐκφράση πλήρως τὴν ἀλήθεια. Πάντα σὲ κάθε σύστημα κάτι θὰ παραμένη ἐσαεὶ ἀσύλληπτο, ἐρρειπιώνοντας καὶ τὰ ὄνειρα περὶ πλήρους διαφανείας· δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξη γνώση ἀπηλλαγμένη ἀντιφάσεων, ἀξιώνοντας παντοδυναμία· δὲν μπορεῖ ἡ γνώση νὰ εἶναι ἡ μεταφορὰ τῆς νηπιακῆς φαντασιώσεως περὶ παντοδυναμίας τῶν γονέων. Ἡ ἔκπληξη ὑπάρχει πάντοτε, ὄχι καραδοκοῦσα, ἀλλ’ ἐγγενῶς ἀλλοτρόπως στὴν πραγματικότητα, ὑπάρχουσα οἱονεὶ ὡς ἀναστάσιμο γεγονός, σὰν κάτι ποὺ μᾶς ζωντανεύει κάθε στιγμή, φέρνοντάς μας κάθε φορὰ ξανὰ στὴν ζωή.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀναγωγὴ τῶν πάντων στὸ συντακτικὸ καὶ στὴν φόρμα ἐθεωρήθη πὼς θὰ ἀπελευθέρωνε τὴν δημιουργικὴ φαντασία καὶ θὰ παρεῖχε σιγουριά –ἐμεῖς φτειάξαμε τοὺς κανόνες καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἀντιφάσεις. Ἔτσι ἀντικαταστάθηκε ὁ στόχος τῆς ἀληθείας μὲ τὸν στόχο τῆς συνεπείας· ἡ σημασία νὰ ἐξαντλῆται στὶς συνθῆκες ἀληθείας, τὸ δὲ νόημα μιᾶς λογικῆς προτάσεως νὰ ταὐτίζεται μὲ τὴν μέθοδο ἐπαληθεύσεώς της, εἰδικῶς κατὰ τὸν Βιττγκενστάιν. Ἔτσι, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ λογικὴ εἶναι πάντα ταὐτολογική, ἄρα δὲν λέει τίποτε, καὶ ἑπομένως στὴν λογικὴ δὲν ὑπάρχουν ἐκπλήξεις –ἡ ἔκπληξη, ὅμως, ἦταν ὁ Γκαῖντελ.

Σουάρεθ

Φρέγκε καὶ Βιττγκενστάιν θὰ ἤθελαν νὰ ἀντικατασταθῆ ἡ μολυσμένη ἀπὸ ψυχολογικὲς ἔννοιες καθημερινὴ γλῶσσα ἀπὸ μία ἄλλη γλῶσσα, καθολικῶς οὐδετέρα, μὲ ἀκριβῆ λειτουργία καὶ ἀκαμψία κατασκευῆς καὶ ἀνελαστικότητα μερῶν, προωθῶντας, ἔτσι, ἕναν ἀνιστορικὸ χαρακτῆρα, ἀφοῦ γιὰ τὴν καθαρὴ λογικὴ δὲν ὑφίσταται καμμιὰ ἐξέλιξη καὶ καμμιὰ ἱστορία. Ὅμως, ὅπως θὰ ὑποστηρίξη ὁ Πὼλ Ρικαίρ, μὲ τὸν νόμο τῆς κλειστότητος, τοῦ στρουκτουραλισμοῦ, ἀποκλείεται ἡ πράξη τοῦ ὁμιλεῖν ὡς ἐξατομικευμένη φράση, ὡς ἐλεύθερος συνδυασμός, ὡς παραγωγὴ νέων διατυπώσεων, παρ’ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς γλώσσας· ἡ πράξη τοῦ ποδοσφαιρίζειν, ἡ φάση καὶ ἡ ἔκπληξη.

Μὲ τὸν μεγαλοφυῆ ἡ ἔκπληξη καὶ ἡ ὕπαρξη ξαναμπαίνουν σὲ δοκιμασία· αὐτὸς εἶναι ποὺ ξαναδιηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, δίνοντας νέο νόημα στὰ ἤδη ὑπάρχοντα, τιθέμενος εἰς θέσιν πατρὸς ποὺ σὲ γεννᾶ στὸ πνεῦμα.

Ἐάν, συμφώνως μὲ τὰ ἀνωτέρω, κάθε σύστημα περιέχη τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ τὸ ἀρνοῦνται, ὑπάρχει καὶ ἕνα σύστημα, τὸ ὁποῖο καταργεῖ κάθε σύστημα καὶ κάθε ἔννοια συστήματος, εἶναι ἡ ἴδια του ἡ ἀντίφαση, εἶναι ἡ μαύρη τρύπα γιὰ τὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτό: τὸ κατενάτσιο· καὶ προφήτης αὐτοῦ, ὁ Χελένιο Χερρέρα.

[…]

Ἔτσι, γιὰ ὅλους τοὺς ποδοσφαιριστὲς ἰσχύει πὼς ἕνα ὡρισμένο σύστημα, κάποιον, ἐνδεχομένως, νὰ τὸν κάνη καλύτερο παίκτη, κάποιον ἄλλον λιγώτερο, κάποιον νὰ μὴν τὸν ἀξιοποιῆ, ὅπως θὰ ἔπρεπε, σὲ ἄλλον νὰ ταιριάζη σὲ μεγάλο βαθμό, σὲ ἄλλον σὲ λιγώτερο. Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ ἕνα σύστημα ποὺ δὲν σὲ κάνει ἁπλῶς χειρότερο, σὲ κάνει ἀνύπαρκτο· καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κατενάτσιο.

Δημοσιογράφος: «Πῶς θὰ παίξετε σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα κόουτς;»

Χερρέρα: «Θὰ σᾶς ἀπαντήσω ἀναλυτικά. Θὰ φορᾶμε τὶς μπλοῦζες μὲ τὴν μπλὲ ρίγα, ἄσπρα παντελονάκια, μπλὲ κάλτσες καὶ μαῦρα παπούτσια. Θέλετε κάποια ἄλλη λεπτομέρεια;».

Ὅταν ὁ Χερρέρα ἦλθε στὴν Ἰταλία, τὸ 1960, τὰ ἀμυντικὰ συστήματα στὴν χώρα ἀνθοῦσαν, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Αὐστριακὸ Κὰρλ Ράπαν, προπονητὴ τῆς Σερβὲτ καὶ τῆς Γκρασχόπερ καὶ κατὰ διαστήματα προπονητὴ τῆς Ἐθνικῆς Ἑλβετίας ἀπὸ τὸ 1937 μέχρι τὸ 1963, ὅπου καὶ ἔδειξε τὴν ἐπιτυχία τοῦ συστήματός του –ἡ ἐπίδραση τοῦ ἑλβετικοῦ ποδοσφαίρου, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὸ ἰταλικὸ ἦταν μεγάλη, καθὼς ἀρκετοὶ Ἰταλοὶ παῖκτες ἀγωνίζονταν στὴν Ἑλβετία καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ὁ Ράπαν καθιέρωσε, ἤδη ἀπὸ τὸ 1932, μία θέση ἀμυντικοῦ παίκτη, τὸν (βερροῦ) verrouller ἢ Swiss bolt (ἑλβετικὸς σύρτης), ὁ ὁποῖος ἔπαιζε ἀκριβῶς μπροστὰ ἀπὸ τὸν τερματοφύλακα –μόνον στοὺς Γερμανοὺς ὁ λίμπερο θὰ ἐμφανίζεται μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἀμυντικούς, ἀλλὰ οἱ Γερμανοὶ δὲν ἔπαιξαν ποτὲ κατενάτσιο –, διατηρῶντας, ὅμως, καὶ ἕναν ἐπιτελικὸ μέσο στὸ κέντρο τοῦ γηπέδου, ὁ ὁποῖος ἄλλαζε πάσσες μὲ τοὺς δύο πλαγίους μέσους. Ἐπιπροσθέτως, μὲ τὸν Χερρέρα, τὸ κατανάτσιο θὰ στηριχθῆ καὶ στοὺς τέσσερεις ἀμυντικούς του, οἱ ὁποῖοι μάρκαραν στενὰ τοὺς ἀντιπάλους μὲ ἀσφυκτικὸ μὰν τοὺ μάν. Ὁ δὲ «λίμπερο», ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ αὐτούς, μάζευε τὶς χαμένες μπαλιὲς καὶ παρεμπόδιζε τὸν ἀντίπαλο ἐπιθετικὸ νὰ μαρκάρη. Σημαντική, βεβαίως, στὸ κατενάτσιο, τοῦ Χερρέρα ἦταν ἡ σπάνια, ξαφνική, στηριζομένη στὶς μακρινὲς πάσσες ἀπὸ τὴν ἄμυνα, ἀντεπίθεση γιὰ τὸ κλέψιμο τῆς νίκης. Γιὰ τὴν μακρινὴ πάσσα εἶχε τὸν Λουΐς Σουάρεθ, ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους Ἱσπανοὺς παῖκτες ὅλων τῶν ἐποχῶν, τὸν ὁποῖο εἶχε φέρει μαζί του ἀπὸ τὴν Μπαρτσελόνα. Σουάρεθ καὶ Κόρσο καὶ Ζαΐρ, οἱ δύο «ἐπιθετικοί», ἀποτελοῦσαν τὰ «τρία πουλιὰ» τῆς Ἴντερ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιτύχει ὡρισμένα εὐρείας ἐκτάσεως σκὸρ νίκης γιὰ τοὺς Νερατζοῦρρι, γενόμενοι, ἔτσι, τὸ ἄλλοθι τοῦ Χερρέρα, ὅταν ὑπεστήριζε, εἰρωνικῶς (;) πως καὶ ὁ ἴδιος ἔπαιζε ἀκραιφνῶς ἐπιθετικὸ ποδόσφαιρο.

Ἤδη, ὅμως, παλαιότερα, ὁ Πότσο, προπονητὴς τῆς Ἐθνικῆς Ἰταλίας, ἀγγλόφιλος καὶ λάτρης τῆς Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ἄνθρωπος αὐταρχικώτατος καὶ ὑποστηρικτὴς τοῦ Μουσσολίνι, εἶχε εἰσαγάγει ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1930 τὸ προσωπικὸ μαρκάρισμα, τὸ «μὰν τοὺ μάν», μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέφη τὸ παιγνίδι τῶν ἀντιπάλων καὶ νὰ ὁδηγῆ τὴν Ἰταλία σὲ θριάμβους· πέτυχε καὶ τὰ δυό. Ἡ Ἰταλία μὲ ἀμυντικογενὲς σύστημα θὰ κατακτήση δύο Παγκόσμια Κύπελλα, αὐτὰ τοῦ 1934 καὶ τοῦ 1938 καὶ ἕνα ὀλυμπιακὸ χρυσὸ μετάλλιο τὸ 1936. «Ἂν πετύχω νὰ κόψω τὸ κεφάλι αὐτοῦ ποὺ κάνει παιγνίδι, ὅλο τὸ σύστημα θὰ καταρρεύση», διετείνετο καὶ ἔρριξε τὸν Μόντι πάνω στὸν μεγάλο Αὐστριακὸ ἀστέρα Ματίας Ζίντελαρ, στὸν ἡμιτελικὸ τοῦ Μουντιὰλ τοῦ 1934· ὁ Μόντι, ὄντως, ἐξαφάνισε τὸν Αὐστριακὸ καὶ ἡ Ἰταλία πέρασε στὸν τελικό. Ὁ Πότσο θὰ μεταβάλη τὸ 2-3-5, τὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε τότε, σὲ 2-3-2-3, καὶ ἂν καὶ ἀπεχθανόταν τὴν ἰδέα τοῦ τρίτου ἀμυντικοῦ, δὲν θὰ διστάση νὰ ἐξοβελίση τῆς Ἐθνικῆς καὶ τὸν ἀγαπητὸ στοὺς ὀπαδοὺς Μπαλοντσιέρι, γιατὶ δὲν ἔπαιζε ἄμυνα.

Στὴν Ἰταλία, τὸ σύστημα τοῦ κατενάτσιο (ἁλυσίδα, ἀμπαρωμένη πόρτα) δὲν φαίνεται νὰ εἰσήχθη εὐθέως, κατὰ μίμησιν τοῦ συστήματος Ράπαν, ἀλλ’ ἐπινοήθη, παραλλήλως μὲ τὸ ἀμυντικὸ σύστημα τῆς Ἑλβετίας, ἀπὸ τὸν Τζίπο Βιάννι, προπονητὴ τῆς Σαλερνιτάνα, τὸ 1947, ὁ ὁποῖος φέρεται νὰ τὸ ἐνεπνεύσθη ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες· ἦταν τὸ λεγόμενο ἀναπληρωματικό, διπλὸ δίχτυ, ἤτοι δύο σειρὲς ἀμυντικῶν. Τὸ σύστημα ἀρχίζει σιγά σιγὰ νὰ ἀποκτᾶ τὴν καθαρότητα τῆς καταστροφικότητός του.

Τὴν δεκαετία τοῦ ’50 ἀρκετὲς ὁμάδες θὰ παίξουν παραλλαγὲς τοῦ κατενάτσιο, ὅπως ἡ Ἴντερ, ἡ Φιορεντίνα κ.ἄ. Ἐκείνη, ὅμως, ποὺ θὰ τὸ καθιστοῦσε εὐρέως γνωστὸ ἦταν ἡ Μίλαν τοῦ Νερέο Ρόκκο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀναλαμβάνει τὸ 1961 καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν τακτικὴ τοῦ «ἀναπληρωματικοῦ διχτυοῦ, τὸ 1-4-4-1» –ὁ Ζοζὲ Ἀλταφίνι καὶ ὁ Τζίμμυ Γκρῆβς, Βραζιλιᾶνος ὁ πρῶτος, Ἄγγλος ὁ δεύτερος, παῖκτες τῆς Μίλαν καὶ οἱ δύο, θὰ δυσανασχετήσουν τὰ μάλα· ὁ πρῶτος θὰ μείνη, ὁ δεύτερος, τὸν ἴδιο χρόνο κιόλας, θὰ γυρίση στὴν Τόττεναμ. Στὴν Μίλαν, τὸ κατενάτσιο, θὰ βρῆ καὶ τεράστια ὑποστήριξη ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς δημοσιογράφους –ὁ Τζιάννι Μπρέρα, δημοσιογράφος καὶ συγγραφέας, σφοδρὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἀμυντικογενοῦς ποδοσφαίρου, θὰ τὸ ὀνομάση «τὰ τρίγωνα τῆς γεωμετρίας», ἐνῶ ὁ σκηνοθέτης Παζολίνι θὰ γράψη πὼς εἶναι τὸ ποδόσφαιρο τῆς πρόζας καὶ πὼς «στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ συντεταγμένο ποδόσφαιρο, δηλαδὴ ἕνα παιγνίδι συλλογικὸ καὶ ὠργανωμένο, βασισμένο στὴν ἔλλογη ἐκτέλεση τοῦ κώδικα», ματαίως, ὅμως, προσπαθῶν νὰ βρῆ ἔστω καὶ μία «ποιητική» στιγμὴ σ’ αὐτό. Ἡ φάνεια τῆς σκοτεινότητός του, ὅμως, ἦταν ὁ ἀνύπαρκτος ἐπιθετικὸς τῆς Μίλαν, ὁ Τζιάννι Ριβέρα, τὸν ὁποῖο προσφυεστάτως ὁ Ρίτσαρντ Γουΐλλιαμς, στὸ βιβλίο του The Perfect 10, τὸν θεωρεῖ ὡς τὸν «ὑπαρξιακὸ ξένο τοῦ Καμύ, ἕναν παίκτη ποὺ τριγυρνοῦσε ἄσκοπα στὰ ὅρια τῆς ζωῆς».

Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἔσβησαν σὰν ἄθλιοι ἐρασιτεχνισμοί, ὅταν ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του στὴν Ἰταλία ὁ Χελένιο Χερρέρα. Ὅταν οἱ καθολικοὶ συνεπήγνυαν ὀργανώσεις καὶ θεμελίωναν τὸ οἰκοδόμημά τους σὲ τρεῖς στύλους, ἤτοι τὴν βαθειά, ἕως βιασμοῦ τῶν συναισθημάτων, διείσδυση στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν μελῶν-ὀπαδῶν, τὸ στενώτερο δέσιμο τῶν μελῶν μεταξύ τους, ἐξ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ βιασμοῦ, καὶ τὴν στεγανοποίηση τῶν ἔσω ἔναντι τῶν ἔξω, δὲν συνειδητοποιοῦσαν πὼς κατ’ ἑτερογονίαν σκοποῦ, τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἐγεννᾶτο τὸ κατενάτσιο.

Ἐρχόμενος μὲ δάφνες πρωταθλητοῦ ἀπὸ τὴν Ἀτλέτικο Μαδρίτης (τέσσερα πρωταθλήματα, δύο κύπελλα), καὶ ἀπὸ ἕνα πέρασμα, μᾶλλον ἀποτυχημένο, ἀπὸ τὴν Μπαρτσελόνα ὅπου δὲν ἔγινε «κατανοητὸ» τὸ σύστημά του, ὁ Χερρέρα ἀναλαμβάνει τὴν παραπαίουσα Ἴντερ, συμπολίτισσα καὶ συγγηπεδοῦσα τῆς Μίλαν, ποὺ τότε ἔλαμπε. Ὁ τότε πρόεδρος τῆς Ἴντερ, Ἄντζελο Μοράττι, ἔκανε τὴν καλύτερη ἐπιλογὴ γιὰ ἰταλικὴ ὁμάδα, ἀφοῦ οὐδεὶς πλέον προσήκων ἢ τοῦ Χερρέρα.

Οὐδεὶς γνωρίζει πότε ἀκριβῶς ἐγεννήθη –πιθανῶς τὸ 1910, ἀλλὰ τὰ χαρτιά του, μᾶλλον πειραγμένα, ἔγραφαν τὸ 1916– ὁ δημιουργὸς καὶ προφήτης τοῦ «μπετόν», ἔτσι ὠνόμαζε τὸ δικό του κατενάτσιο ὁ Χελένιο Χερρέρα, μὴ ἀναγνωρίζοντας τὴν συμβολὴ τοῦ Ράπαν σ’ αὐτό –καὶ δὲν ἦταν καθόλου ἀλαζών. Πάντως, ὁ Χερρέρα γεννήθηκε στὸ Μπουένος Ἄϋρες, ὁ πατέρας του ἦταν ἀναρχοσυνδικαλιστὴς καὶ μαραγκός, «σὰν τὸν Χριστό», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἡ μητέρα του ἦταν μία «ἀγράμματη καὶ πανέξυπνη» καθαρίστρια. Σὲ ἡλικία τεσσάρων ἐτῶν θὰ γλυτώση τὸν θάνατο ἀπὸ διφθερίτιδα στὸ Μαρόκο, ὅπου εἶχαν καταφύγει οἰκογενειακῶς γιὰ νὰ γλυτώση ὁ πατέρας του τὴν σύλληψη, ἐνῶ ἄλλη μία φορὰ «θὰ ἀποδράση ἀπὸ τὸν θάνατο», ὅπως ἔλεγε, ἐπιζῶντας ἀπὸ ἀεροπορικὸ δυστύχημα στὴν Ἱσπανία. Αὐτὰ καὶ ὁ χαρακτῆράς του τὸν ὡδήγησαν στὸ συμπέρασμα πώς, ὡς ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ, εἶχε εἰδικὴ ἀποστολὴ στὴν γῆ. Διῆγε δὲ βίον ἀσκητικώτατον, ἐνῶ τὸ μοναδικὸ ἀντικείμενο στὸ δωμάτιό του, στὸ προπονητικὸ κέντρο, ἦταν ἕνας ἐσταυρωμένος. Σκληρὸς ἀμυντικός, στὰ νειᾶτα του, θὰ τραυματισθῆ στὰ εἴκοσι πέντε του χρόνια, στὴν Γαλλία. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ θεωρήση μέρος τοῦ πεπρωμένου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὡδηγοῦσε ἀλλοῦ. «Ὡς ποδοσφαιριστής, ἤμουν θλιβερὸ θέαμα. Τὸ πλεονέκτημά μου, ὅμως, ἦταν ὅτι ἐγώ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους ποδοσφαιριστές, ποὺ ὅταν γίνωνται προπονητὲς μεταβάλλονται σὲ μνημεῖα ἀλαζονείας, δὲν ἤμουν ἔτσι. Αὐτοὶ ἦσαν ἀνίκανοι νὰ διδάξουν σὲ κάποιον αὐτὸ ποὺ ἔκαναν μὲ τόση ἐπιτυχία, ὡς ποδοσφαιριστές. Μὲ ἐμένα δὲν ἴσχυε κάτι τέτοιο». Ὁ ἀσκητὴς Χερρέρα –ξυπνοῦσε κάθε μέρα στὶς ἑπτὰ καὶ ἔκανε γιόγκα, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν φράση «Εἶμαι δυνατός, εἶμαι ἤρεμος, δὲν φοβᾶμαι τίποτε, εἶμαι ὄμορφος»– παρατηροῦσε τὸν ἑαυτό του, ὅπως θὰ ἔκανε κάθε συνεπὴς Ἰησουΐτης, ἀλλὰ καὶ κάθε συνεπὴς σχιζοφρενὴς ἢ παρανοϊκός.

Γιὰ τὸν σχολαστικό, τελειομανῆ καὶ ἀσκητικὸ Χερρέρα, τὰ πάντα, ὄχι θὰ πρέπη νὰ εἶναι ὑπὸ ἔλεγχον, ἀλλὰ ἦταν ἤδη ὑπὸ ἔλεγχον. Ἡ δίαιτα τῶν ποδοσφαιριστῶν ἦταν στὴν ἀποκλειστική του ἁρμοδιότητα –μέχρι καὶ τὶς συζύγους τῶν παικτῶν κάλεσε γιὰ νὰ τὶς ἐγκαλέση γιὰ τὸ πρόγραμμα τῆς διατροφῆς τῶν συζύγων τους–, οἱ παῖκτες του ἔπρεπε νὰ κοιμοῦνται δώδεκα ὧρες τὴν ἡμέρα, κ.ἄ. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ διέπρεπε ἦταν στὴν λεγομένη γνώση τῆς ἀθλητικῆς ψυχολογίας. Κυβερνοῦσε τοὺς ποδοσφαιριστές του μὲ ὑπονοούμενα, νεύματα, τελετουργίες, μαγεῖες καὶ ψέματα.

Χερρέρα 1964

Δίνοντάς τους ἀφεψήματα, περισσότερο τοὺς ἄφηνε, αὐθυποβαλλομένους, νὰ πιστεύουν, παρὰ τοὺς τὸ ἔλεγε ξεκάθαρα, πὼς πρόκειται γιὰ κάποιο μαγικὸ φίλτρο, ἐνῶ τοὺς ἔδινε, ὅπως ἐγράφη, καὶ ὑπογλώσσια –πειραματιζόμενος πρῶτα μὲ τοὺς ἀναπληρωματικοὺς καὶ μετὰ μὲ τοὺς βασικούς· ὅταν ἔμαθε ὅτι κάποιοι τὰ φτύνουν στὴν τουαλέττα, τοὺς τὰ ἔβαζε στὸν καφέ· ἦταν πιὰ ὁ γνωστὸς «καφὲς Χερρέρα». Ἄλλων ἐκμεταλλευόταν τὶς προλήψεις τους, σκηνοθετῶντας «τυχαῖα» περιστατικά, τὰ ὁποῖα οἱ παῖκτες ἐξελάμβαναν ὡς θεϊκὰ σημάδια. Ἀμίμητος δὲ καὶ στὰ τελετουργικά: στεκόμενος στὸ κέντρο τοῦ γηπέδου, ἔβαζε τοὺς παῖκτες, ἕναν ἕναν, νὰ ἀγγίζουν τὴν μπάλλα, φωνάζοντας «εἶναι δική μου, εἶναι δική μου» καὶ «μετὰ τοὺς ἔβαζε νὰ ἀγκαλιαστοῦν, ὄχι ὅμως καὶ νὰ φιληθοῦν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ τοὺς δημιουργήση οἰκογενειακὸ αἴσθημα –στὸ πλαίσιο τοῦ πατρικοῦ του ρόλου, ὅπως τὸν καταλάβαινε ὁ ἴδιος, κρυφάκουγε καὶ συνομιλίες παικτῶν, ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς καταιωνιστῆρας.

Ἡ δὲ λεγομένη καὶ περιβόητη πειθαρχία ποὺ ἐπέβαλλε σκοπὸ εἶχε τὴν ἐνδοβολή, ὄχι τὴν ἐσωτερίκευση κανόνων, θέλοντας τοὺς παῖκτες ὑποταγμένους καὶ δουλικούς. Ἔτσι, τὰ μέσα ποὺ κυρίως χρησιμοποιοῦσε ἦταν ἡ ἀπειλή, ὁ ἐξευτελισμὸς –συχνὰ πυκνὰ ἔλεγε στοὺς παῖκτες του ὅτι δὲν ἀξίζουν τίποτε– καὶ τὸ καψώνι –θεωρεῖται καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Τάκολα, ὕστερα ἀπὸ ἕνα τέτοιο καψώνι–, σὰν αὐτὸ ποὺ ἔκανε στὸν Σουάρεθ καὶ στὸν Κόρσο, ὅταν τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἔρθουν στὸ ξενοδοχεῖο τρέχοντας δέκα χιλιόμετρα. Πειθαρχία καὶ τυραννία ἦσαν ταὐτόσημες γι’ αὐτόν, ἐνῶ τιμωροῦσε καὶ πᾶσα ἀμφισβήτησή του –τὸ 1967 ἐξεδίωξε ἀπὸ τὴν Ἴντερ τὸν παίκτη-κλειδὶ-σύρτη τῆς ὁμάδος, τὸν Πίτσι, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τόλμησε νὰ ἀμφισβητήση τὸν προφήτη.

Μὲ αὐτὴν δὲ τὴν λειτουργία τοῦ προφήτη ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ, στοχοποιοῦσε παῖκτες ποὺ τοὺς «θεωροῦσε» ὑπευθύνους γιὰ ἄσχημα ἀποτελέσματα, διώχνοντας μὲ αὐτὸν τὸν μηχανισμὸ τὸν Κουμπάλα καὶ τὸν Ἀνχελῖνο ἀπὸ τὴν ὁμάδα. Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ μποροῦσε νὰ καταστήση τὸν ὁποιονδήποτε ἀποδιοπομπαῖο τράγο καὶ νὰ κινητοποιήση ἐναντίον του ὅλον τὸν ἀνάλογο μηχανισμὸ –ὁ Ἄγγλος Τζέρρυ Χίτσενς, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἴντερ αἰσθάνθηκε «σὰν νὰ ἀπολυόταν ἀπὸ τὸν κωλοστρατό»· θὰ μποροῦσε νὰ πῆ πὼς ἀπέδρα ἀπὸ κομμουνιστικὴ χώρα-στρατόπεδο ἢ ἀπὸ ἰησουΐτικο ἱεροδιδασκαλεῖο. Ἅπαντες ἐλάμβανον ἐξ αὐτοῦ καὶ μόνον τὴν ἀξίαν των.

Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν περίμενε, φυσικά, τὸν Χερρέρα γιὰ νὰ ἀναχθῆ σὲ κριτήριο παντός· αὐτὸ εἶχε πραγματοποιηθῆ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μακιαβέλλι, ὅταν καὶ ἡ ἀρετὴ διεχωρίσθη τῆς ἀποτελεσματικότητος. Γιατὶ, πολλοὶ θὰ τὸν κατηγορήσουν πώς, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀγωνιζόταν ἡ Ἴντερ, ὄχι μόνον θυσίαζε τὸ θέαμα στὸν βωμὸ τοῦ ἀποτελέσματος, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐκμεταλλευόταν τὶς δυνατότητες τῶν ποδοσφαιριστῶν του. Ἀδίκως πως γιὰ τὸ πρῶτο, ἀφοῦ δὲν ἦταν οὔτε ὁ πρῶτος οὔτε ὁ μοναδικὸς ποὺ ἔκανε κάτι τέτοιο, δικαίως, ὅμως, γιὰ τὸ δεύτερο· μὲ τὸ κατενάτσιο, δὲν ἀνεδείκνυε τὸν καλύτερο ἑαυτὸ τῶν παικτῶν, ἀλλά, χρησιμοποιῶντάς τους γιὰ τὸν σκοπό του, ἔπαιρνε ἀπὸ αὐτοὺς ὅ,τι χειρότερο διέθεταν· τοὺς «κακο-ποιοῦσε».

Τὸ 1967, πρὶν τὸν τελικὸ Πρωταθλητριῶν μὲ τὴν Σέλτικ, σκηνοθετεῖ ὁλόκληρο ἔργο, λέγοντας συνεχῶς ψέματα καὶ ἐξαπατῶντας μὲ φυσικὴ μικροπρέπεια καὶ χυδαιότητα τὸν προπονητὴ τῆς Σέλτικ Τζὸκ Στήν, εἰρωνευόμενος, μάλιστα, καὶ τὸν Στὴν τόσο γιὰ τὸ πάθημα ἀπὸ τὴν ἐξαπάτησή του, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἦταν παχύσαρκος. Στὸν τελικό, ἡ Ἴντερ θὰ ἡττηθῆ κατὰ κράτος, καθὼς τὸ 2-1 ὑπὲρ τῆς Σέλτικ δὲν ἀποδίδει ἐπακριβῶς τὴν εἰκόνα τοῦ παιγνιδιοῦ.

Ἐκεῖ, ὅμως, ποὺ τοὺς ξεπέρασε ὅλους ἦταν τὸ γεγονὸς (ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἦταν ἁπλῶς φῆμες ἀναπόδεικτες) ὅτι ὁ Χερρέρα ἔστηνε παιγνίδια ἢ ἦταν ἀνακατωμένος μὲ τέτοιες δουλειές. Τὸ 1964, στὸ Σὰν Σίρο, ἡ Ἴντερ ἀντιμετωπίζει τὴν Ντόρτμουντ (πρῶτο παιγνίδι στὴν Γερμανία 2-2) καὶ τὴν νικᾶ μὲ 2-0, βοηθείᾳ ἑνὸς Γιουγκοσλαύου διαιτητή, τοῦ ὁποίου ἡ ἀμοιβὴ ἦταν οἱ πληρωμένες του διακοπές. Στὶς 4/5/1965 παίζει μὲ τὴν Λίβερπουλ στὸ Ἄνφηλντ καὶ χάνει μὲ 3-1· Ἰταλὸς δημοσιογράφος ψιθυρίζει στὸν Σάνκλυ, προπονητὴ-ἥρωα τῆς Λίβερπουλ, πὼς αὐτοὶ «δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουν νὰ προκριθῆτε». 12/5/1965, ρεβὰνς στὸ Σὰν Σίρο· 8ο λεπτὸ καὶ ὁ Κόρσο σκοράρει γιὰ τὴν Ἴντερ, ἐκτελῶντας ἕνα φάουλ ἀπ’ εὐθείας, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ κυπηθῆ ὡς ἔμμεσο· ὁ Ἱσπανὸς διαιτητὴς Μεντιμπὶλ –ἀγαπημένος καὶ πάντα προτιμώμενος διαιτητὴς τῆς Ρεάλ, μὲ θητεία στὶς ἐκδουλεύσεις– τὸ κατακυρώνει· 10ο λεπτὸ καὶ ὁ Πέϊρο ἀποσπᾶ, πιθανῶς μὲ παράβαση, τὴν μπάλλα ἀπὸ τὸν Λῶρενς, τὸν τερματοφύλακα τῆς Λίβερπουλ, καὶ σκοράρει γιὰ τὸ 2-0. Στὸ δεύτερο ἡμίχρονο θὰ βάλη ἕνα ἀκόμη γκὸλ μὲ τὸν Φακέττι καὶ θὰ περάση στὸν τελικό, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὴν Μπενφίκα. Ἄλλο ἕνα μὰτς μὲ σκιές. Ὁ τελικός, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, θὰ διεξαχθῆ στὸ Σὰν Σίρο, τὸ γήπεδο τῆς Ἴντερ· μὲ ἕνα παντελῶς ἀνόητο γκόλ, ἡ Ἴντερ θὰ κερδίση 1-0· ἡ δὲ Μπενφίκα, πορτογαλλικὴ ὁμὰς γάρ, θὰ ἀποδώση τὴν ἧττά της στὴν κατάρα τοῦ Μπέλα Γκούττμαν –τὸ διαζύγιο μεταξὺ Γκούττμαν καὶ Μπενφίκας δὲν ἦταν βελούδινο· ἀποχωρῶντας τὸ 1962 ὁ Οὑγγροεβραῖος προπονητής, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀέναη τάση φυγῆς, ἄφησε τὴν «κατάρα» του στὴν Μπενφίκα: «οὔτε σὲ ἑκατὸ χρόνια δὲ θὰ ξαναπάρετε εὐρωπαϊκό»· ὄντως.

Ἕνα χρόνο μετά, τὸ 1966, στὸν ἡμιτελικὸ τῶν Πρωταθλητριῶν, θὰ ἀποκλεισθῆ ἀπὸ τὴν Ρεὰλ (ἧττα μὲ 2-1 στὸ Μπερναμπέου καὶ 1-1 στὸ Σὰν Σίρο), ἂν καὶ προσπάθησε νὰ δωροδοκήση ἀνεπιτυχῶς τὸν Οὗγγρο διαιτητὴ τῆς ρεβὰνς Βάντας· ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους ποὺ δὲν ἐνέδωσαν.

Τὸ 1967, χρονιὰ τοῦ ἀτυχοῦς τελικοῦ μὲ τὴν Σέλτικ στὴν Λισσαβῶνα. Πρὶν φθάσουν στὸν τελικό, ἡ ὁμάδα εἶχε ἀρχίσει νὰ καταρρέη –ἀτυχῆ ἀποτελέσματα στὸ ἰταλικὸ πρωτάθλημα, καὶ δωροδοκία, ἄλλη μία, στὴν ΤΣΣΚΑ Σόφιας, γιὰ νὰ τοὺς ἀφήσουν οἱ Βούλγαροι νὰ περάσουν στὸν τελικό· τοὺς ἔδωσαν τὸ 75% τῶν ἐσόδων ἀπὸ τὸν ἀγῶνα μπαρὰζ καὶ πέρασαν. Ὅμως τὰ προβλήματα ἦσαν βαθύτερα. Ὁ Μπούρνιτς, ὁ ἀμυντικὸς τῆς Ἴντερ ἰσχυρίζεται πὼς τὸν Μάϊο εἶχε δεῖ μόνον τρεῖς φορὲς τὴν οἰκογένειά του, αἰσθανόμενος πλέον ζευγάρι μὲ τὸν Φακέττι, μὲ τὸν ὁποῖο μοιραζόταν τὸ δωμάτιο· ἕνας φυσιολογικὸς ἄνθρωπος θὰ εἶχε τρελλαθῆ. Ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦσαν παντοῦ ἦταν ἄγχος, ἀγωνία, ἐμετοί. Στὸν τελικό, κατέβηκαν ἁπλῶς γιὰ νὰ κατέβουν· ἀπροσμένως προηγήθησαν, προβλεπομένως ἡττήθησαν· σὲ κάποια στιγμὴ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἐνῶ τὸ σκὸρ ἦταν ἀκόμη 1-0 ὑπὲρ τῆς Ἴντερ, ὁ Πίτσι εἶπε στὸν Σόρτι, τὸν τερματοφύλακα τῆς ὁμάδος: «Τζουλιάνο, μὴ σκοτώνεσαι, θὰ τὸ φᾶμε σίγουρα»· περίμεναν ἕνα· ἔφαγαν δύο.

Οἱ ἀνασφάλειες τῶν παικτῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὁ Χερρέρα εἶχε πατήσει, ἐκμεταλλευθῆ, διογκώσει ἢ συρρικνώσει, ἀναλόγως, ἀλλὰ πάντως διαχειρισθῆ στὴν ἐντέλεια γιὰ νὰ ὑπηρετήση τὸ σύστημά του, ποὺ καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρὰ τοῦ ὑπηρετοῦσε τὴν παράνοιά του, ἔγιναν πλέον ἀνεξέλεγκτες.

Ὁ Χερρέρα θὰ φύγη ἀπὸ τὴν Ἴντερ τὴν χρονιὰ ἐκείνη, ἀφήνοντάς της τρία πρωταθλήματα Ἰταλίας (1963, 1965, 1966), δύο Κύπελλα Πρωταθλητριῶν (1964, 1965) καὶ δύο διηπειρωτικὰ Κύπελλα (1964, 1965), χωρὶς κατόπιν ὁ ἴδιος νὰ ἔχη πουθενὰ ἀνάλογη συνέχεια. Ὁ Χερρέρα θὰ ἐπιβεβαιώση, ἔστω καὶ ἀναχρονιστικῶς, τὴν ρήση τοῦ Ἀρρίγκο Σάκκι πὼς γιὰ νὰ δημιουργήση διαφορὰ ὁ προπονητής, ἡ ὁμάδα του θὰ πρέπη νὰ τὸν ὑποστηρίζη, νὰ τὸν ἐμπιστεύωνται, νὰ ἐμπιστεύεται ὁ ἴδιος τοὺς παῖκτες καὶ ὅλοι νὰ εἶναι διατεθειμένοι νὰ δεσμευθοῦν μαζί του μακροπρόθεσμα –ἔστω καὶ ἂν μὲ τοὺς ὅρους ‘‘εμπιστοσύνη’’ καὶ ‘‘δεσμευση’’ οἱ Ἰταλοὶ καταλάβαιναν περισσότερο σχέσεις συνενοχῆς σὲ κλειστὴ ὁμάδα προστασίας, παρὰ τὴν προτεσταντικῆς ὑφῆς ‘‘ἐμπιστοσύνη’’ καὶ ‘‘ὑπόσχεση’’. Ἐξ οὗ καὶ καμμιὰ ὁμάδα δὲν κατάφερε νὰ ἀντιγράψη τὴν ἀγωνιστικὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸ ὁμαδικὸ αἴσθημα τῆς Ἴντερ τοῦ Χερρέρα· μετὰ ἀπὸ αὐτὸν «τὸ καλούπι ἔσπασε».

Τὸ κατενάτσιο δὲν θὰ πεθάνη τὸ 1967, μετὰ τὸν τελικὸ τῆς Λισσαβῶνος, ἂν καὶ ἔχασε πολλὴ ἀπὸ τὴν παλαιά του αἴγλη. Τὸ πλέον βαρὺ καὶ θανατηφόρο πλῆγμα θὰ τὸ δεχθῆ στὶς 16/1/1974, ὅταν ὁ Ἄγιαξ θὰ διαλύση τὴν Μίλαν μὲ 6-0. Ὁ Ἄγιαξ δημιουργοῦσε αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ τὸ κατενάτσιο κατακρατοῦσε: χῶρο καὶ χρόνο.

Ἔκτοτε, βεβαίως, τὸ κατενάτσιο, ἐντελῶς ἐνοχοποιημένο πλέον –κάθε ὁμάδα, ποὺ ἔπαιζε καὶ μὲ ὑποψία ἀκόμη ἀμυντικοῦ ποδοσφαίρου, ἐλοιδορεῖτο–, θὰ διαχυθῆ μέσα σὲ ἄλλα συστήματα, ἐνῶ οἱ ἰδέες τοῦ Χερρέρα θὰ ἀξιοποιηθοῦν ποικιλοτρόπως, κατ’ ἐπιλογὴν καὶ κατὰ περίστασιν. Ἔτσι, ἐπὶ παραδείγματι, τὸ 2009, στὸν ἡμιτελικὸ τοῦ Τσάμπιονς Λῆγκ, ὅταν πάλι ἡ Ἴντερ τοῦ Μουρίνιο θὰ ἀντιμετωπίση τὴν κατὰ πολὺ καλύτερή της Μπαρτσελόνα, θὰ ἐπαναφέρη τὸ κατενάτσιο, ἀλλὰ σὲ μία ἀκραία του ἐκδοχή, σ’ αὐτὴν τοῦ λεγομένου «πούλμαν».

Τὸ κατενάτσιο ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: πῶς ὁ ἀδύνατος θὰ ἐπικρατῆ τοῦ δυνατοῦ, πῶς ὁ ἀτάλαντος θὰ νικᾶ τὸν ταλαντοῦχο καὶ περαιτέρω: πῶς ὁ ἄδικος θὰ νικᾶ τὸν δίκαιο –ἐξ οὗ καὶ σύνολος ὁ προτεσταντικὸς κόσμος τὸ ἀπεχθανόταν· ὁ Μπίλυ Σάνκλυ τὸ μισοῦσε καὶ συνεχάρη, μάλιστα, τὴν Σέλτικ ἐπὶ τῇ ἐπικρατήσει της ἐπὶ τῆς Ἴντερ. Ὁ ἀδύνατος, στὴν περίπτωση αὐτή, μηδενίζει τὴν ἀξία καὶ θύει στὴν δύναμη· μὴ θέλοντας νὰ ἀναγνωρίση καμμιὰν ἀξία, θέλει μόνον νὰ εἶναι ὁ δυνατὸς στὴν θέση τοῦ δυνατοῦ· ὁ ἀδύναμος, πέραν τῆς δυνάμεως, ἀδυνατεῖ νὰ ἀναγνωρίζη ὁ,τιδήποτε ἄλλο.

Τὸ κατενάτσιο μπορεῖ νὰ χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ ἐκδίκηση τοῦ ἀδυνάτου ἢ τὸ δίκαιο τὸ ἀδυνάμου-ἀδίκου, ὅμως αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ κατενάτσιο εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ δύναμη τὴν ὁποία ἀρνεῖται.

Γιὰ τὸν Χερρέρα τὸ κατενάτσιο εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ διέλυε τοὺς δυνατούς, ὁ τρόπος μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐπαναστατοῦσε ἔναντι ἑνὸς κόσμου, τὸν ὁποῖο δὲν ἤθελε ἔτσι ὅπως ἦταν, ὅπως καὶ ὁ Μαραντόνα λίγο ἀργότερα. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἐκεῖ, διότι τοποθετήθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς μοχθηρούς. Καὶ ἐν τέλει, ἐπειδὴ τὸ κάθε ἐμπόδιο εἶναι τὸ ἐμπόδιο, ποὺ διαχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη ἑνότητα, συνιστῶντας καὶ τὸ σημαῖνον τῆς διαρρήξεως αὐτῆς, τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ ἀντιμετωπίζεται μόνον μὲ μαγικὴ δύναμη. Τὴν θέση αὐτῆς τῆς μαγικῆς δυνάμεως ἐπέχει τὸ κατενάτσιο. Ἡ θανατηφόρος αἰχμή του εἶναι ἡ ξαφνικὴ ἀντεπίθεση-ρεσάλτο καὶ τὸ κράτημα τοῦ ἀποτελέσματος, τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ὁ δυνατὸς εἶναι ὁ χῶρος. Αὐτὸν μπλοκάρει τὸ κατενάτσιο, κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ γηπέδου, καὶ κατακρατεῖ, δημιουργῶντας ἔτσι, φαντασιακῶς καὶ ἕνα ἀλεξιχρόνιο· ὁ χρόνος ἐντὸς καὶ ὁ χρόνος ἐκτὸς ἰσοῦται μὲ τὸ μηδέν. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ὅτι τὰ στησίματα παιγνιδιῶν, ὁ ἐντελὴς ἔλεγχος πάντων, τὰ τελετουργικά, οἱ μαγεῖες, ὁ τακτικισμὸς κ.λπ. ἐξυπηρετοῦσαν τὴν ἀκινησία τοῦ χρόνου· καὶ στοὺς καθολικοὺς Ἰταλοὺς ἀρέσει ἡ στατικότης καὶ ἐὰν παραχωροῦν κάτι καὶ κάπως στὴν κίνηση, τὸ παραχωροῦν συγκαταβατικῶς καὶ παραχωρητικῶς λόγῳ τῆς ἐγγενοῦς ἀσταθείας ποὺ ἔχουν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἐὰν τὸ ρίσκο εἶναι τὸ ἄνοιγμα ὡς ἐμπιστοσύνη στὸν χρόνο, στὸ μέλλον, τὸ κατενάτσιο εἶναι τὸ σύστημα ἐκεῖνο μὲ τὸ λιγώτερο ρίσκο· εἰ δυνατὸν μὲ τὸ μηδενικό. Στηριζόμενο σὲ μία ὁμαδική, συνωμοτικοῦ καὶ συνενοχικοῦ τύπου, δουλειὰ τῶν παικτῶν μέσα στὸ γήπεδο ἔδινε τὴν δυνατότητα σὲ ἀνύπαρκτους νὰ ἐπιτυγχάνουν, ἀνεξαρτήτως ἀξίας καὶ ταλέντου.

Τὸ τίμημα αὐτῶν ἦταν ἡ ἔκλειψη τοῦ χρόνου· τὸ κατενάτσιο ἐστερεῖτο μέλλοντος. Ὁ χρόνος του ἦταν ἀκριβῶς ἡ τελετουργικὴ-μαγικὴ ἐκδίωξη τοῦ κακοῦ. Σὰν τὸν Μπάρτλεμπυ, τὸν γραφιά, τοῦ Χέρμαν Μέλβιλ, τὸ κατενάτσιο ἀπαντᾶ στερεοτύπως σὲ κάθε ἐρώτηση, δηλαδὴ δὲν ἀπαντᾶ σὲ καμμία. Ἐὰν στὸν Μπάρτλεμπυ κατέληγαν ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἐπιστολὲς ποὺ δὲν θὰ ἀπαντῶντο ποτέ, στὸ κατενάτσιο μπλοκαριζόταν ὁ,τιδήποτε ξεκινοῦσε· ἦταν ὁ καθρέφτης ποὺ μηδένιζε τὸν ἀντίπαλο· τοῦ ἔδινε τὴν εἰκόνα του σὰν ἠχώ, ὅπου δὲν ἀκουγόταν ἡ φωνή.

Πῶς, ὅμως, τὸ κατενάτσιο τοῦ Χερρέρα ἔφθασε νὰ ταὐτίζεται μὲ τὴν Ἰταλία; Πὼς μία φαντασίωση ἑνὸς Ἀργεντίνου, μὲ τὸ ὡρισμένο αὐτὸ αἴσθημα, ἔτυχε καθολικῆς ἀποδοχῆς καὶ συλλογικῆς ταὐτίσεως στὴν Ἰταλία. Πῶς τὸ κατενάτσιο διαπέρασε ὁλόκληρη τὴν ποδοσφαιρικὴ κοινωνία τῆς Ἰταλίας, γινόμενο συνώνυμό της καὶ πῶς ἡ ἀνασφάλεια εἶχε διαποτίσει σύνολο τὸ ἰταλικὸ ποδόσφαιρο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως γράφουν οἱ Vialli καὶ Marcoti, στὸ The Italian Job, καὶ ποὺ εἰδικῶς στὴν Ἴντερ εἶχε πάρει τὴν μορφὴ παρανοίας;

Τὸ κατενάτσιο γιὰ τὸν Χερρέρα, δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον ἕνα σύστημα ἀλλὰ ὅλη του ἡ ζωὴ σὰν ψυχόδραμα. Κατεσκεύαζε μίαν ἐξωτερικὴ πραγματικότητα ὡς πιστὸ ἀντίγραφο τῆς ἐσωτερικῆς του. Ὁ ἀσκητικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του κρατοῦσε τὸν κόσμο, τὸν ἐχθρικό, σταθερὰ ἐκτός του. Ὕψωνε καθημερινῶς δίχτυα, διπλᾶ καὶ τρίδιπλα, γύρω καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ὁμάδα, τῆς ἔκτιζε, καὶ τὴν ἔκτιζε μέσα σέ, «μπετόν», τὸ κατὰ Χερρέρα κατενάτσιο. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ προστατευτικὸ ἀπὸ τοὺς ἔξω «κακοὺς ἀνθρώπους» τεῖχος ἦταν καὶ τὸ ἀπειλητικὸ τέρας. Τὸ κατενάτσιο ἀπεδείχθη ὁ ἐχθρὸς τῶν παικτῶν καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ταὐτισμένο μὲ τὸν Χερρέρα, εἶχε μετατραπῆ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο σὲ ἐχθρό-ἐμπόδιο· ὁ ἴδιος ἦταν τὸ προστατευτικὸν καὶ ταὐτοχρόνως τὸ ἀπειλητικὸν τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁμοίως ἐπέδρασε καὶ ἐπὶ τῆς ὁμάδος.

Μὲ ἄλλα λόγια καὶ σχηματικῶς: ἐὰν ἡ πραγματικότης ἦταν αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ προστατευθοῦμε μὲ ἕνα προστατευτικὸ τεῖχος, στὸ τεῖχος αὐτὸ προεβάλλετο κάθε φορά, ὡς ἀποτροπικὸ τῆς «κακῆς πραγματικότητος», τὸ τελετουργικό-μαγικὸ εἴτε τῆς θεατρικῆς τελετουργίας-παραστάσεως, εἴτε τῆς Θείας Λειτουργίας, εἴτε ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία κ.λπ. καὶ στὴν παροῦσα περίπτωση τὸ κατενάτσιο. Στὸ ἀμέσως ἑπόμενο στάδιο, τὸ τεῖχος καὶ τὸ προβαλλόμενο σὲ αὐτὸ ἀποτροπικὸ ἐκλαμβάνονται ὡς ἡ πραγματικότης, ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει ἐκ νέου νὰ προστατευθοῦμε· στὸ πλαίσιο αὐτό, τὸ κατενάτσιο γίνεται, αὐτὸ τὸ ἴδιο, ἀπὸ ἀποτροπικὸ ἐμπόδιο τῆς πραγματικότητος, παραγματικότης ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ προστατευθοῦμε· οἱ μορφὲς ἀποχωροῦν, ὁ μηχανισμὸς μένει, γιὰ νὰ γεννᾶ τὸ ἴδιο.

Burgnich

Ἔτσι, ἐὰν τὸ ἴδιο τὸ κατενάτσιο ἦταν συγχρόνως τὸ προστατευτικὸ κουκούλι ποὺ προστάτευε ἀπὸ τὸ κακό, προστάτευε ἀπὸ τὴν παραβίαση τῆς ἑστίας, καὶ ταὐτοχρόνως ἦταν τὸ ἴδιο τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἴδιο τὸ κατενάτσιο προστάτευε, τότε μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀποδοχή του ὡς μία μεταφορὰ σὲ αὐτὸ τοῦ θρησκευτικοῦ καθολικοῦ στοιχείου καὶ τὴν σχέση τοῦ Ἰταλοῦ καθολικοῦ μὲ τὴν προστασία.

Ἡ Ἐκκλησία στοὺς καθολικούς, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο, εἶναι ἡ ἴδια ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀντιθετική της σχέση μὲ τὸ κράτος, τὸ δεύτερο, ἡ ἐπίγεια πολιτεία, ὑποτάσσεται ἀναφανδὸν στὴν πρώτη, τὴν οὐρανία, καὶ ὄχι μόνον πάντα στὸν χῶρο τοῦ φαντασιακοῦ. Μὲ τὴν θεολογία τοῦ Totus Christus, ὅπου ὁ Χριστὸς ταὐτίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὁ Χριστὸς ἔχει ἀπωλέσει τὴν ἀτομικότητά του καὶ ἔχει γίνει συλλογικὸ πρόσωπο, μὴ ἐπιτρέποντας ἀτομικὲς ἐλευθερίες, ἐξ οὗ, καί, ὅπως ἔγραφε ὁ Χέγκελ, ὅτι μὲ τὴν καθολικὴ θρησκεία δὲν εἶναι ἐφικτὸ κανένα ἔλλογο καθεστώς.

Ἐάν, ἐν τέλει, ὁ Totus Christus δὲν ἐπιτρέπει μία προτεσταντικοῦ τύπου, παρὰ μόνον ἀναγεννησιακοῦ τύπου, ἐξατομίκευση, ἀφοῦ σύνολη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐξ ἀρχῆς βρίσκεται ἐναποτιθεμένη στὴν Ἐκκλησία, σ’ αὐτὸ τὸ συλλογικὸ πρόσωπο, τότε μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν οἱ φαινομενικῶς ἀνάρμοστες ἀντιφάσεις στὸν χαρακτῆρα τοῦ Χερρέρα, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἰταλῶν.

Στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἀργεντῖνο προπονητή, ὁ δημοσιογράφος Τζιάννι Μπρέρα, γράφει πὼς ὁ Χερρέρα ἦταν ἀκριβῶς ἕνα μάτσο ἀντιφάσεις: κλόουν καὶ ἰδιοφυΐα, ἀσκητικὸς καὶ χυδαῖος, πιεστικὸς καὶ καλὸς πατέρας, σουλτᾶνος καὶ πιστὸς χριστιανός, ἀγενέστατος καὶ ἐξαιρετικῶν προσόντων, μεγαλομανὴς καὶ μανιακὸς τῆς ὑγιεινῆς διατροφῆς. Καὶ ἀκόμη, θὰ μποροῦσε νὰ προσθέση κάποιος, ὅτι ἦταν πανεπόπτης καὶ πανελεγκτικός, ὑπαρξιακὸς τακτικιστής, ἐκμεταλλευτὴς τῶν νευρώσεων καὶ τῶν προλήψεων τῶν ἄλλων, μάγος τῶν τελετουργιῶν, μαῖτρ τῆς αὐθυποβολῆς γιὰ δῆθεν μαγικὰ βότανα, ἀρεσκόμενος στὰ καψώνια, στὶς παρακολουθήσεις καὶ στὰ ψέματα, ἄνθρωπος τῶν εἰσβολῶν στὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν παικτῶν καὶ στὸν συναισθηματικό τους κόσμο, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀποκλεισμῶν καὶ μὲ μηδενικὴ ἀνοχὴ στὴν ἀμφισβήτηση· καὶ μαζὶ μὲ αὐτά, δὲν ὠρρωδοῦσε στὴν ἐξαγορὰ συνειδήσεων, παιγνιδιῶν καὶ διαιτητῶν, ἀρκεῖ νὰ ἐσώζετο ἡ ἀλήθεια τοῦ τείχους καὶ ἡ ἀρράγεια-κρύψιμο ἑαυτῶν καὶ συνόλου.

Ἀναγκαῖα παρένθεσις. Μπορεῖ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴν ξενίζουν καὶ νὰ μὴν προκαλοῦν ἐντύπωση, θεωρούμενα καὶ ὡς φυσικὰ ἀκόμη, ἀφοῦ τοὐλάχιστον ἕνα μέρος τους, μεγάλο ἢ μικρό, ἐντάσσεται στὶς μεθόδους ὅλων τῶν προπονητῶν ἀνὰ τὴν ὑφήλιον. Ὅμως γιὰ τὸν Χερρέρα, καὶ συναμφοτέρως γιὰ τοὺς Ἰταλούς, αὐτὰ δὲν συνιστοῦσαν ἁπλῶς μία μέθοδο, ὅπως καὶ τὸ κατενάτσιο δὲν ἦταν ἕνα ἁπλὸ σύστημα, ἀλλὰ ἦσαν κρυσταλλώματα μιᾶς κουλτούρας, δηλαδὴ μορφώσεις τοῦ ἀσυνειδήτου, καὶ ἔτσι ἐξετάζονται ἐδῶ.

Ὅμοια πράγματα ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Ἰταλούς. Ἐκεῖνο ποὺ μετράει δὲν εἶναι ἡ ἀτομικὴ ἀνάληψη τῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ ἡ ἔνταξη στὸν κοινὸ σκοπό, τὸ κατὰ πόσον ὑπηρετεῖ κάποιος τὸ γενικόν, ὄχι ὁ σεβασμὸς τῆς ἀτομικότητος –ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία ὑπάρχει ἢ ἀναγνωρίζεται. Ὅταν ὁ Χερρέρα προέκρινε τὴν ὁμαδικότητα, προέκρινε τὴν μεταφορὰ στὸ γενικὸν τῆς ὁμάδος ὅλων τῶν ἐπιμέρους παθῶν, ποὺ θὰ πρέπη ἔτσι νὰ καταπνιγοῦν, ἔχοντας ὡς ἀνάλογον τοὺς μοναχοὺς ποὺ μεταφέρουν στὴν μανική τους ἀφοσίωση πρὸς τὸ τᾶγμα τους ὅλα τους τὰ πάθη πού, λόγῳ κατισχύσεως τοῦ γενικοῦ, καταπιέζονται ἐντὸς τους, ἐντός, δηλαδή τοῦ ἄνευ ἀξίας εἰδικοῦ· οἱ μοναχοὶ ἀγαποῦν τὸ τᾶγμά τους γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα ποὺ τοὺς τὸ καθιστᾶ ἀνυπόφορο –ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν μποροῦμε νὰ πάψουμε νὰ ἀγαπᾶμε, προτιμοῦμε νὰ ἀγαπᾶμε αὐτὸ ποὺ μᾶς πονάει παρὰ νὰ μὴν ἀγαπᾶμε καθόλου. Ἡ ἀφαίρεση ἀπὸ τὰ ἰδιωτικὰ πάθη, ὅπως γράφει ὁ Μοντεσκιέ, παράγει τό γενικὸ «πάθος», αὐτὸ ποὺ λέμε ἀρετή, γιατὶ στερῶντας καὶ ἀπαγορεύοντας ὅλα τὰ πάθη, ἐνισχύεται ἀκραίως μόνον αὐτὸ ποὺ ἐπιτρέπεται. Ἐλλείποντος ἢ παρακμάζοντος ὅμως τοῦ πάθους, ἐμφανίζεται τὸ ἄγχος, ὡς τὸ πανανταλλακτικὸ νόμισμα ἁπάντων τῶν παθῶν. Αὐτὸ τὸ ἄγχος, ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ τείχους καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὴν κατὰ βάθος ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν διατήρηση αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ τείχους, ὡδηγοῦσε στὴν ἔνταση. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἔνταση ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς στιγμῆς ὡς χρόνου ποὺ πιέζει ἐκ τῶν ἔσω καὶ ὁ ὁποῖος κρίνει τὰ πάντα –χαρακτηριστικὸ σὲ ἄλλες κουλτοῦρες–, ἀλλὰ μία ἔνταση ἀπὸ σφίξιμο ἐξωτερικό, στὸν χῶρο τοῦ γενικοῦ, γιὰ νὰ ἐκδιώξουν τὸ κακό.

Ὅταν λοιπὸν τὸ γενικὸν δὲν ἀφήνει χῶρο στὸ εἰδικόν, ἀτομικόν, τότε τὸ πρῶτο μπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆ τὸ δεύτερο καὶ νὰ τὸ πραγματεύεται μὲ ὠμότητα καὶ χυδαιότητα, σὰν κάτι πού, φυσικά, δὲν ἔχει καμμιὰ αὐθύπαρκτη καὶ ἐγγενῆ ἀξία. Ἔτσι, ὅταν τὸ γενικὸν ἐγγυᾶται τὴν ὕπαρξη, δὲν εἶναι ἀπαραίτητο τὸ εἰδικὸν καὶ ἡ ζωή του νὰ ὑποστοῦν ἀλλοιώσεις ἢ ἐπεξεργασίες, ἀλλαγές, δηλαδή, ποὺ θὰ προϋπέθεταν τὸ εἰδικὸν ὡς ἔχον ἰδίαν ζωὴν ἀνεγνωρισμένη καὶ αὐθύπαρκτον. Ἀπὸ τὸ εἰδικὸν δὲν ἀπαιτεῖται τίποτε, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸ δὲν μπορεῖ καὶ νὰ πηγάση οὐδεμία ἀλήθεια· δὲν εἶναι αὐτὸ ὁ τόπος της. Οἱ κοινωνικὲς σχέσεις μπορεῖ κάλλιστα νὰ μὴν διέπωνται ἀπὸ ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη, ἀφοῦ αὐτὴ ἐπιφυλάσσεται μόνον γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ οὐδέποτε ἀπαιτήθη οἱ ἀρχὲς αὐτὲς νὰ ὀργανώσουν τὴν καθημερινὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ ζωή. Στοὺς καθολικοὺς δὲν ἐνδιαφέρει καὶ δὲν γίνεται δεκτὴ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἠθικότης τοῦ κράτους, ἐφ’ ὅσον αὐτὸ ἐπέχει θέσιν σώματος, δευτερεύοντος δηλαδή τινος πράγματος, ὡς πρὸς τὸ πρωτεῦον, τὴν ψυχή, ἤτοι τὴν Ἐκκλησία· ἀντιθέτως μὲ ὅ,τι συμβαίνει στοὺς προτεστάντες. Ὁ καθολικισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίση τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἠθικότητα ὡς καθ’ ἑαυτὰ οὐσιώδη. Ἔτσι, στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις –ἀφοῦ ὁ καθολικισμὸς κρατεῖ τὸν διαχωρισμὸ μεταξὺ θρησκευτικοῦ καὶ ἐξωκοσμίου ἐνδοκοσμικοῦ– μπορεῖ ἀνέτως νὰ ἐπικρατῆ ἡ βία, ἡ πονηρία καὶ ἡ αὐθαιρεσία, ἀλλὰ καὶ ἡ προαιρετική, μόνον, τυχαία ταπεινοφροσύνη καὶ εὐμένεια ἢ ἡ φυσικὴ ἀλληλεγγύη. Ἀλλὰ ὁ καθημερινὸς βίος, γενικῶς, χαρακτηρίζεται ἀπὸ γενικευμένη δυσπιστία, ἀμοραλισμό, ἰδιοτέλεια, ἐξαπάτηση, καὶ ἡ γνώση εἶναι χρήσιμη μόνον ἔχουσα ὡς σκοπὸ αὐτά· ὅλα ὅσα δὲ εἶναι ζητήματα κοινωνικῆς ὀργανώσεως, δὲν τυγχάνουν τέτοιας, ὡς μὴ ἐχούσης νοήματος, ἀφοῦ τὸ ταβάνι πάντων καὶ ἡ σωτηρία εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ προτεσταντισμὸς δὲν ἐπιτρέπει διπλῆ ζωή, διπλῆ συνείδηση· στοὺς καθολικοὺς τὸ ἱερὸ διαχωρίζεται σαφῶς ἀπὸ τὸ βέβηλο, χωρίζοντας στὰ δύο τὴν ζωή. Στοὺς προτεστάντες, τὸ κράτος ἐλευθερώνει τοὺς πολῖτες μὲ τὴν ὑπακοὴ σὲ αὐτό, ὅπως συνέβη στοὺς Γερμανούς. Οἱ καθολικοὶ ξεκινοῦν ἀπὸ ἄτομα μὲ θέληση ποὺ κάθε μία τους, ἐνδεχομένως, νὰ παρουσιάζεται ὡς ἀπόλυτη, ὁπότε φυσικὸ εἶναι νὰ πριμοδοτῆται ἡ ὑποταγή, ποὺ δὲν ἐλευθερώνει ἀλλὰ ποὺ ἐγγυᾶται ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὡς μόνη λύση. Ἐὰν τὸ κατενάτσιο ἐγγυᾶτο τὴν ἀλήθεια μέσῳ τῆς κραταιώσεως τῆς προστασίας, ἡ ὁποία εἶχε ὡς τίμημα τὸν ἐξοβελισμὸ τῆς ἀτομικότητος, ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν προστασία, ἀπέρριπτε τὴν ἀρχὴ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπῆγαν τὴν ἀλήθεια στὴν ἐλευθερία.

Τὸ ὅτι στὸν καθολικισμὸ οὐδέποτε ἐξατομικεύθη καὶ οὐδέποτε ἐσωτερικεύθη –ἡ ἐξατομίκευση παρέμεινε ἀνολοκλήρωτη καὶ ἀτροφική–, σὲ ἱκανὸ βαθμό, ὁ χριστιανισμός, σχηματίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἕναν ἠθικὸ κώδικα ἄνευ ὁρίων, ὁ ὁποῖος νὰ ἀπαρτίζη σύνολη τὴν ζωή, εἶχε ὡς συνέπεια τὴν παραμονὴ τῆς θρησκείας στὸ ἐξωτερικὸ πεδίο, ἤτοι τῶν ἱεροτελεστιῶν καὶ δὴ τῶν θεατρικῶν παραστάσεων· οἱ Ἰταλοὶ ἐξαντλοῦν τὴν καλαισθησία τους σ’ αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀφήνεται ὡς ἐλεύθερο πεδίο: στὸ θέατρο καὶ στὶς δημόσιες τελετές.

Εἶχε δίκιο νὰ γράφη ὁ Παζολίνι πὼς «τὸ ποδόσφαιρο εἶναι ἡ τελευταία ἱερὴ παράσταση τῶν καιρῶν μας. Κατὰ βάθος πρόκειται γιὰ ἱεροτελεστία, ἂν καὶ εἶναι μιὰ ἀπόδραση. Ἐνῶ ἄλλες ἱερὲς παραστάσεις βρίσκονται σὲ παρακμή, ἀκόμα καὶ ἡ θεία λειτουργία, τὸ ποδόσφαιρο εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ μᾶς ἔχει ἀπομείνει. Εἶναι τὸ θέαμα ποὺ ἀντικατέστησε τὸ θέατρο», ἀλλὰ καὶ ὁ Σάκκι, ὅταν ὑπεστήριζε πὼς τὸ ποδόσφαιρο ἔχει σενάριο, ἠθοποιοὺς καὶ σκηνοθέτη, μιὰ θεατρικὴ παράσταση, δηλαδή. Σὲ τέτοιου τύπου κοινωνία, ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν ὕπαρξη εἶναι ἐνσωματωμένη στοὺς ἱεροὺς θεσμούς, στοὺς τύπους καὶ στὶς τελετές. Αὐτὲς σηκώνουν τὸ βάρος τῆς κάθε ἀτομικῆς ὑπάρξεως, ἀπαλλάσσοντας τὸν κάθε ἕνα ξεχωριστὰ ἀπὸ αὐτό.

Κρατῶντας δὲ τὸ κακὸ μακριά, προκρίνουν τὴν μάχη ἐναντίον τῆς ἐξωτερικῆς μοίρας ὡς τοῦ κατ’ ἐξοχὴν κακοῦ. Οἱ τρόποι προστασίας πολλοί, οἱ προστᾶτες ὁμοίως, ὁ τρόπος νὰ ἀναλάβη τὸ καθέκαστον ἄτομο, ὡς παρουσία, τὴν ὕπαρξή του οὐδείς.

Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐσωτερικότης τοῦ ἀτόμου μένει ὁλικῶς σχεδὸν ἀνεπεξέργαστη· ἡ Ἰταλία μπορεῖ νὰ διῆλθε ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση, ποὺ ὅμως συνετελέσθη ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, δὲν προχώρησε ὅμως οὔτε σὲ θρησκευτική, οὔτε σὲ πολιτικὴ ἐπανάσταση.

Τὸ κατενάτσιο ἔρχεται ἀκριβῶς νὰ γίνη ἄλλη μία θεατρικὴ ἱεροτελεστία, συλλογικὴ νεύρωση ἐκδιώξεως τοῦ κακοῦ καὶ ἀπομονώσεως τοῦ ἐκτὸς –ὁ Μπρέρα εἶχε δίκιο: τὸ ἰταλικὸ ποδόσφαιρο εἶναι φύσει ἀμυντικογενές, ἐνῶ ἀκόμη καὶ ὁ Σάκι, στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, πλέον, θὰ δεινοπαθήση γιὰ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὴν νοοτροπία αὐτή. Μόνον ποὺ τὸ κατενάτσιο, ὅπως καὶ κάθε προστατευτικὴ παράσταση δρᾶ, ἐν τέλει, ἀντιστρόφως καὶ γίνεται ἡ ἴδια ὁ ἔξω κόσμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προστατευθοῦμε, δημιουργῶντας ἄγχος διαλύσεως καὶ καταποντίσεως. Ἐὰν τὸ κατενάτσιο, στὴν ἀκραία του μορφή, νόμισε πὼς θὰ κλείση τὴν ἀνοικτὴ ὀροφή, ὄντας τὸ ταβάνι, τὴν ἴδια στιγμὴ αὐτὸ τὸ ἴδιο ἔγινε ἀνοικτὴ ὀροφή, τὴν ὁποία ἔπρεπε τὸ ἴδιο αὐτὸ τὸ ταβάνι, ἀνοικτὴ ὀροφὴ πλέον, νὰ κλείση· ὁ Γκαῖντελ δικαιώνεται.

Ἔτσι οἱ Ἰταλοὶ δὲν χρειάζονταν τὸν Χερρέρα γιὰ νὰ ἀποθεώσουν τὴν σκοπιμότητα καὶ τὸν μηχανισμό· ἡ διατήρησή τους εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ ἐξαγιάζει τὰ μέσα καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν προσιδιάζει περισσότερο, ὅσο σὲ μία κοινωνία ποὺ ζῆ ἐντὸς ἑνὸς διπλοῦ σχιζοφρενιογόνου ἀδιεξόδου: πῶς νὰ παίζης μπάλλα, χωρὶς νὰ παίζης μπάλλα, πῶς νὰ ζῆς χωρὶς νὰ ζῆς. Χρειάζονταν, ὅμως, τὸν Χερρέρα ὡς μέγα ἐξαπατητή, ἄρχοντα τοῦ «Ἀσύλου», προστάτη καὶ ἐγγυητὴ τοῦ ἀηττήτου καὶ τοῦ ἀρραγοῦς. Ἐν τέλει, Χερρέρα καὶ Ἰταλοὶ μοιράσθηκαν κάτι πολὺ βαθύτερο καὶ ἐκεῖ συνεντοπίσθηκαν καὶ αὐτὸ τὸ κάτι ἐντοπίζεται στὸν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή, τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Ὁ Ἱεροεξεταστής, τὸ ἀντίτυπο-ἀντιπρόσωπος τοῦ Totus Christus, αὐτοῦ τοῦ ἐμποδίου, ἐκ τῶν ἔσω, καὶ τῆς προστασίας ἐκ τῶν ἔξω, ἐγγυᾶται τὸ ψωμί, τὸ ξίφος καὶ τὸ θαῦμα ἔναντι τοῦ ρίσκου τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ· ὁ ρεαλισμὸς τοῦ Ἱεροεξεταστῆ ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὴν συμπτωματικὴ συνθήκη τῶν πραγμάτων. Ὁ ἴδιος δέ, συνιστᾶ τὸ προστατευτικὸ τεῖχος ἔναντι τοῦ ἐχθρικοῦ ἐξωτερικοῦ· ἀσφάλεια, ρεαλισμὸς καὶ σύρτης (varrou) στὸ τέλος. Εὔκολα κανεὶς μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίση σ’ αὐτὰ τὸ κατενάτσιο καὶ τὸν Χερρέρα μὲ τὸ αἴσθημα θεϊκῆς ἀποστολῆς καὶ τὸν ἀσκητισμό του. Ὁ «μάγος» Χερρέρα, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν, τοὺς ἐγγυᾶτο τὸ ἀήττητον, τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖο συνίστατο στὸ πῶς μία ὁμάδα, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἕνα ποδόσφαιρο, ποὺ ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑφίσταντο, νικοῦν ἀξιωτέρους καὶ δυνατωτέρους αὐτῶν. Μὲ τὴν παράνοια ὀργανώνεις ὑπὲρ τὸ δέον, μὲ τὴν νεύρωση κρατᾶς τὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὸ ἐξωτερικὸ ὑπὸ καταστολήν. Τὸ ψωμί, τὸ ξίφος καὶ τὸ θαῦμα, ὅμως, εἶχαν ἕνα τίμημα: τὴν ἀπαλοιφή, οὐσιαστικά, κάθε ἀτομικότητος, κάθε ὀμορφιᾶς καὶ ἐν τέλει τὴν ἀπαλοιφὴ τῆς ζωῆς. Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶτο τὴν ἀπόκρουση κάθε κακοῦ, τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ θανάτου, ἦταν ὁ ἴδιος τὸ κακὸ καὶ ὁ θάνατος.

Ἀναγκαῖα παρέκβασις: Τὸ κατενάτσιο εἰσήχθη καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὁμοίως ἀνοικείως καὶ ἀνεκτελωνίστως, ὡς πάντα τὰ πράγματα. Ἄνευ προπαιδείας καὶ ἔμπλεοι αὐτοσχεδιασμοῦ, μετατρέψαμε τὸ κατενάτσιο σὲ μία καρικατούρα «συστήματος», ποὺ ἂν καὶ δὲν θύμιζε τὸ κλασικὸ ἰταλικὸ κατενάτσιο, τὸ ὁποῖο θέλει μία ἀνάλογη φινέτσα, μία θητεία στὴν μαστοριὰ τῆς λεπτομερείας καὶ ἕναν ἀνάλογο ψυχισμό, θύμιζε καὶ ταίριαζε, ὡστόσο, καὶ στὰ οἰκεῖα κακά.

Ἐξηγοῦμαι: ἔχοντας μίαν ἀντίληψη τοῦ χρόνου, ὅπου αὐτὸς δὲν δημιουργεῖται, ἀλλὰ περνᾶ παθητικῶς, ἡ ὅποια μορφὴ κατενάτσιο εὐαρμόσθηκε τὰ μάλα στὰ καθ’ ἡμᾶς, γενομένη ταὐτόσημη μὲ τὴν καθυστέρηση καὶ τὴν παράταση τοῦ χρόνου. Κατενάτσιο, καθυστέρηση καὶ παράταση δημιούργησαν ἕνα τρίπτυχο, ποὺ ἴσως καὶ νὰ τὸ ζήλευε καὶ ὁ Χερρέρα, ἂν δὲν ἦταν καὶ αὐτὸ τόσο αὐτοσχέδιο –πῶς ἀλλιῶς ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, ὅταν τὸ ἑλληνικὸ κατενάτσιο δὲν ἀπαιτεῖ ἀπολύτως τίποτε, οὔτε προσπάθεια οὔτε σχέδιο; Καὶ τοῦτο, διότι καὶ τὰ τρία ὁμοῦ εἶναι προσανατολισμένα ἀκραιφνῶς καὶ μόνον, ἀφ’ ἑνὸς στὴν καταστροφὴ κάθε δημιουργικῆς ἀποπείρας καί, ἀφ’ ἑτέρου, συνιστοῦν ἐκεῖνο τὸ σχῆμα ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώση μὲ ἀσφάλεια τὴν εἰδικὴ ἀντίληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν χρόνο. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη θέλει νὰ μὴν συμβῆ ἀπολύτως τίποτε ποὺ νὰ μποροῦσε νὰ διαταράξη τὸ ὑπερδιεσταλμένο στὴν αἰωνιότητα παρόν μας. Τὸ παιγνίδι πρέπει νὰ τελειώση εἰ δυνατὸν ἀπὸ τὸ πρῶτο λεπτό, μὲ τὸ ποθητὸ φυσικὰ ἀποτέλεσμα ὑπὸ μάλης. Τὸ κρίσιμο ἐδῶ εἶναι πὼς θέλουμε νὰ τελειώση, ὄχι ἀκριβῶς γιὰ νὰ κερδίση ἡ ὁμάδα μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν περάσουμε κἂν ἀπὸ τὴν διαδικασία τοῦ χρόνου. Αἴφνης, ἕνας τυπικὸς ὀπαδὸς τοῦ Ὀλυμπιακοῦ, μόλις φθάση τὸ 10ο ἢ 15ο λεπτὸ καὶ ἡ ὁμάδα του δὲν ἔχει ἐπιτύχει γκόλ, ἀδημονεῖ ἀγχωμένος, νομίζοντας πὼς ἔχει φθάσει τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Δὲν ἀντέχει τὸν χρόνο. Πρέπει το πολὺ μέχρι τὴν τρίτη ἀγωνιστικὴ νὰ ἔχη πάρει πρωτάθλημα καὶ κύπελλο. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι μιὰ βαρετή, διεκπεραιωτικὴ διαδικασία. Θὰ παιχτῆ ἕνα πρωτάθλημα, ὡς μέρος τοῦ τυπικοῦ, γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ γίνη. Τὸ ζήτημα γιὰ τὸν ὀπαδὸ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ εἶναι νὰ ἔχη πάρη τὰ πάντα μέχρι τὴν δεύτερη ἀγωνιστική. Ἀλλιῶς μαίνεται. Μέχρι δὲ τὸ 20ο ἢ 30ο λεπτό, πρέπει νὰ ἔχη βάλει δύο γκόλ, νὰ ἔχη ἠρεμήσει, νά ’χη πάει ἡ καρδιὰ στὴ θέση της καὶ νὰ καθίσει ἀραχτὸς στὴ θέση του, γιὰ νὰ περάση ὁ χρόνος παθητικά, στὸ κομπολόι, στὸ καφενεῖο. Ἀναλόγως, ὁ ὀπαδός τῆς ΑΕΚ, ἀμυντικὸς τύπος αὐτὸς καὶ ἀειπροσβλέπων εἰς τὴν μεταφυσικὴν δικαίωσιν καὶ παραμυθίαν, θὰ προσπαθήση μὲ ξόρκια νὰ διώξη τὸ κακό, τραντάζοντας τὰ κάγκελα καὶ φωνάζοντας ὑστερικὰ «διῶξτε τὸ κακό, διῶξτε τὴν ἀρρώστια», ἱκετεύοντας, καὶ αὐτός, νὰ περάση ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴ συμβῆ τίποτε.

Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου δὲν ὑπάρχει. Ἢ εἶναι ἢ ἐκ τῶν προτέρων μηδενισμένη ἢ… εἶναι ἐκ τῶν προτέρων μηδενισμένη. Δηλαδή, ἢ εἴμαστε ἐκ τῶν προτέρων ἀμυντικοὶ καὶ δὲν ἀφήνουμε τὸν χρόνο, μὲ ξόρκια, νὰ μᾶς ἀγγίξη ἤ, ἀφοῦ ριχτήκαμε σ’ αὐτόν, πρέπει νὰ φθάσουμε στὸ τέλος κατ’ εὐθεῖαν· καὶ στὶς δύο περιπτώσεις: νὰ διαπλεύσουμε τὸν ὠκεανὸ μὲ σκάφανδρο, νὰ μὴ μᾶς ἀγγίξη τίποτε. Πρέπει νὰ φτάσουμε στὴν ἀνάσταση κατ’ εὐθεῖαν. Εἴμαστε στὰ ἔσχατα, τὰ ζοῦμε, ἀλλὰ ἀμεταμόρφωτοι. Καὶ φυσικὰ δὲν ὑπάρχει χρόνος μέσα σ’ αὐτό. Ὁ,τιδήποτε ἄλλο θὰ μᾶς τάραζε συθέμελα. Στὸ «κατενάτσιό» μας, διαγράφαμε τὸν κόσμο καὶ τὸν χρόνο, τὸν ψεύτη-ντουνιᾶ.

Ὅταν ὁ ὀπαδὸς τοῦ Ὀλυμπιακοῦ λέει: «Τὸ πήραμε καὶ φέτος» εἶναι σὰν νὰ λέη: «ἔγινε καὶ φέτος ἡ Ἀνάσταση». Κάθε χρόνο πρέπει νὰ γίνωνται τὰ ἴδια, «γιὰ νὰ μὴν καταρρεύση ὁ κόσμος», δηλαδὴ ἐμεῖς ψυχικῶς καί, εὐτυχῶς γι’ αὐτόν, μὲ τὴν τελετουργία γίνονται ὅλα «ὅπως πρέπει» καὶ δὲν καταρρέουμε. Πρόκειται γιὰ νεύρωση μιᾶς μεταφυσικῶς ἀλγούσης ψυχῆς.

Τὸ κατενάτσιο, ὅπως παίχθηκε στὴν Ἑλλάδα, ὡς παράταση καὶ καθυστέρηση, βόλεψε τὰ μάλα αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν νοοτροπία, ἀλλὰ ταίριαξε καὶ σὲ κάτι ἄλλο. Ρίγη συγκινήσεως περονιάζουν ἅπαντας, ὅταν βλέπουν ἕνδεκα Ἕλληνες ταμπουρωμένους στὴν περιοχή τους, ἐπιχειρῶντας ἐνίοτε, περισσότερο γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἡρωϊκὲς ἐξόδους, σὰν τὴν ἀρχετυπικὴ στὸ ἑλληνικὸ φαντασιακὸ Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, οἱ ὁποῖες καὶ αὐτὲς καταλήγουν σὲ νέες καθυστερήσεις. Καὶ οἱ καθυστερήσεις στὰ ἑλληνικὰ γήπεδα ἔχουν πλουσιώτατο ρεπερτόριο, ἀπὸ θεατρινίστικους τραυματισμοὺς μέχρι ρίψη φερέτρων ἢ «Μαλαματίνων» ἐντὸς τοῦ ἀγωνιστικοῦ χώρου, μὲ συνηθέστερο τὴν ἀπόρριψη τῆς δερματίνης σφαίρας, ὅσο πιὸ μακριὰ γίνεται. «Φθάσαμε ὡς τὸ σημεῖο νὰ ἐπευφημοῦμε τὸν παίκτη ποὺ κλωτσοῦσε μακριὰ τὴν μπάλλα καὶ νὰ μὴν κοιτᾶμε τὶς φιγοῦρες τοῦ Δομάζου» εἶχε πεῖ ὁ Νῖκος Καρούλιας.

Στὴν Ἑλλάδα, δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ κάποιος πὼς ἀγαπήσαμε τὸ ποδόσφαιρο. Ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπήσαμε ἦταν ἡ βίωση καὶ ἡ ἐπαναβίωση τοῦ κυριακάτικου ψυχοδράματος: πῶς θὰ καταφέρουμε καὶ πάλι νὰ βγοῦμε νικητὲς ἀπὸ ἕναν χρόνο ποὺ ἔπρεπε νὰ περάση ἀστραπηδὸν χωρὶς νὰ ἀφήση ἴχνος ἐντός μας. Τὸ κατενάτσιο ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε γι’ αὐτό· νὰ τελειώσουμε πρὶν καλὰ καλὰ ἀρχίσουμε. Ἡ δὲ τεραστία ἀναγνώριση ποὺ ἐγνώρισε στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, εἴτε ὡς παράταση, μήπως καὶ ἀνατρέψουμε μία οὕτως ἢ ἄλλως κακὴ κατάσταση γιὰ μᾶς –καὶ ἡ κάθε καινούργια κατάσταση, ὡς καινούργια, εἶναι ὕποπτη–, εἴτε ὡς καθυστέρηση, εἴτε ὡς καθ’ ἑαυτὸ κατενάτσιο, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἔχει μεταφερθῆ ἐπιτυχεστάτως καὶ σὲ ὅλους τοὺς χώρους τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀπὸ τὶς προσωπικὲς σχέσεις μέχρι φυσικὰ τὸν δημόσιο καὶ ἰδιωτικὸ ἐργασιακὸ τομέα, ἐκφαῖνον ὡς μοῖρα τοῦ ὑφισταμένου.

Καὶ ἔφθασε ἡ πολυπόθητος στιγμή. 2004. Προκύπτει πανευρωπαϊκὸν κύπελλον. Χωρὶς νὰ καταλάβη οὐδεὶς πῶς καὶ γιατί. Τὸ σκληρό, ἑλληνικῆς κοπῆς καὶ ἰδιοτυπίας, κατενάτσιο φθάνει στὴν κορυφὴ καὶ ἀφήνει ἄφωνη τὴν Εὐρώπη, ἡ ὁποία συνειδητοποιεῖ πὼς ὁ περίφημος ποδοσφαιρικός της πολιτισμὸς εἶναι διάτρητος· ὁ καθεὶς θὰ μποροῦσε νὰ ἁλώση τὰ πάντα, ἐκμεταλλευόμενος τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ζητεῖται πιεστικῶς ἀπὸ αὐτὸν κουλτούρα παρουσίας· ἡ Εὐρώπη ἀποκαλύπτεται πιὸ σαθρὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ρωσσία στὶς Νεκρὲς Ψυχὲς τοῦ Γκόγκολ, ἡ δὲ Ἑλλάς, γερμανικοῦ περιγράμματος καὶ ἑλληνικοῦ ἀδιανοήτου περιεχομένου πιὸ θριαμβεύουσα καὶ ἀπὸ τὴν εἰσχώρησή μας στὸ ἐπέκεινα ἄνευ ἡμῶν.

Μπορεῖ τὸ κατενάτσιο νὰ εἶναι ἡ μοῖρα τοῦ ὑφισταμένου ὑπαλλήλου, ἀλλὰ μὲ τὸν Παλαιῶν Παιχτῶν Γερμανὸ (sic) [Ρεχάγκελ], τὸ κατενάτσιο ἔγραψε τὴν ἐποποιία τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου.