Δεσποινὶς ἐτῶν 39, 1954, σκηνοθεσία: Ἀλ. Σακελλάριος˙ σενάριο: Ἀλ. Σακελλάριος, Χρ. Γιαννακόπουλος
Ἡ ταινία, ἀποτελῶντας κινηματογραφικὴ μεταφορὰ τοῦ ὁμωνύμου θεατρικοῦ ἔργου τῶν Ἀλέκου Σακελλάριου καὶ Χρήστου Γιαννακόπουλου, προβλήθηκε τὴν περίοδο 1954-1955, κόβοντας 34.005 εἰσιτήρια καὶ ἐρχόμενη 6η ἐν μέσῳ 14 ταινιῶν. Ἐν τάχει ἡ ὑπόθεση: Ὁ Τηλέμαχος, ποὺ ἔχει ἤδη μία σχέση χρόνων κρυφὴ μὲ τὴν Φωφώ, δὲν μπορεῖ νὰ παντρευτῆ, ἂν πρῶτα δὲν παντρέψη τὴν ἀδελφή του Χρυσάνθη, μὲ τὴν ὁποία συζεῖ, πιστός-δέσμιος τῶν ἀγράφων νόμων τῆς κοινωνίας. Πειθόμενος ἀπὸ τὸν φίλο του Σταμάτη, δημοσιεύει μιὰν ἀγγελία σὲ ἐφημερίδα, στὴν στήλη τῶν συνοικεσίων. Παρουσιάζονται ἕνας ἐφοριακὸς καὶ δύο ὑποψήφιοι γαμπροί, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ συνεχεῖς παρεξηγήσεις, παντρεύονται ὁ ἕνας τὴν ξαδέλφη τοῦ Τηλέμαχου καὶ ὁ ἄλλος τὴν περίπου ἀρραβωνιαστικιά του. Τηλέμαχος καὶ Χρυσάνθη ξεμένουν.
Κωμικὴ στὴν μορφή, τραγικὴ στὸ περιεχόμενο, στὴν κωμικοτραγική της παθητικότητα –ἡ μοῖρα εἶναι τὸ μόττο της–, ἡ ταινία πραγματεύεται τὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια δύο ἀδελφῶν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν τελματική τους κατάσταση στὴν κοινωνία καὶ στὴν ζωή. Κίνηση μελαγχολική, ἐξ ἀρχῆς ὑπονομευμένη μὲ κρυφὴ λαχτάρα γιὰ ἀποτυχία. Τελικὸς κρυφὸς πόθος: νὰ μὴν ἀλλάξη τίποτε –καὶ τοῦτο ἐκ τῆς ἐκβάσεως τοῦ ἔργου. Ὁ Τηλέμαχος θὰ τὰ καταστρέψη ὅλα ὡς αὐτόκλητος ἔνοχος γι’ αὐτὸ ποὺ ἀποπειρᾶται νὰ διαπράξη –τὸ ἴδιο περίπου θέμα πραγματεύεται καὶ ἡ ταινία «Δελησταύρου καἰ υἱός» τοῦ 1956.
Ὁ Τηλέμαχος δὲν τιμωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό –σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ εἶχε ἀναλάβει πλήρως καὶ μετ’ εὐθύνης τὸ βάρος τῶν ἐπιλογῶν του καὶ τὶς συνέπειες αὐτῶν˙ τὴν μοῖρα του ὡς ἐπιλογή. Μὲ ἄλλοθι τὸν κρυφό του πόθο γιὰ ἀποτυχία, γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν φαντασιακὸ ἀδηφάγο Θεό-ὑπερεγὼ καὶ ἔχοντας ὡς προμετωπίδα τὴν μοῖρα-θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποποιεῖται τῶν ευθυνών του –ὁ ἴδιος δὲν θέλησε ἀληθινὰ τίποτε.
Τὸ συγχωροχάρτι του εἶναι ἕτοιμο, ἡ ἄδηλη βουλὴ τοῦ Θεοῦ (ὁ Θεός˙ μπορεῖς νὰ τὰ βάλης μὲ τὸν Θεό;). Ἐδῶ συντονίζεται καὶ ἡ ἐπανάληψη-διασκευὴ τῆς ταινίας τὸ 1968 ὡς «Ὁ ρωμηὸς ἔχει φιλότιμο», ὅπου ἐπέκεινα πάσης λογικῆς, καὶ ἐκ θαύματος καὶ μόνον, παντρεύονται καὶ οἱ δύο. Ἔτσι, διορθώνεται, κατὰ κάποιον τρόπο, μὲ δύο γάμους, τὸ αἴσθημα πίκρας, ποὺ γεννοῦσε στὴν πρώτη της ἐκδοχὴ ἡ ταινία˙ ὁ γάμος, ἐν εἴδει ἀποκαταστάσεως-κουκουλώματος τῶν πάντων. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ὁ Τηλέμαχος καὶ ἡ Χρυσάνθη περισσότερο ἀποκαθίστανται γιὰ τὶς θυσίες τους καὶ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἐπέδειξαν στὰ δεινά, παρὰ διορθώνονται τὰ κακῶς κείμενα˙ ἄλλωστε, τὸ 1968, τὸ ιδανικὸ δὲν ἦταν πλέον τόσο ἡ θυσία καὶ τὸ ὁλοκαύτωμα, ὅσο τὸ ἅρπαγμα τῆς νίκης (διάβαζε: ἡ ἄκοπη καὶ δωρεὰν παροχὴ σὲ ὅλους τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, χάριτι).
Ἡ ταινία ἀρχίζει μὲ θυμιάτισμα στὸ σπίτι τους, ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς ἄλλους, τόσο προγόνους –τὰ πορτραῖτα τῶν γονέων εἶναι σὲ περίοπτη θέση–, ὅσο καὶ ἁγίους. Ἔχει ὅλη τὴν θρησκευτικὴ ἀτμόσφαιρα ἑνὸς νευρωτικοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει ἕνα καθημερινὸ τελετουργικό, γιὰ νὰ προστατεύεται ἀπὸ τὴν ζωὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει φροντίσει νὰ παραιτηθῆ˙ ἡ Χρυσάνθη ἀπαξιώνει, ἢ καλύτερα ματαιώνει, ὁ,τιδήποτε.
Γιὰ τὴν Χρυσάνθη, ποὺ βρίσκεται μονίμως σὲ ἀμυντικὴ στάση, ὅλα πρέπει νὰ γίνωνται βάσει τυπικοῦ γιὰ νὰ εἶναι καλὰ καὶ ἔγκυρα. Κρατεῖ, βεβαίως, τὸ δίκαιο τοῦ ἀδελφοῦ. Αὐτὸν ἔχει παντρευτεῖ, πλέον, ἐλλείψει τοῦ πατέρα –ἡ ἴδια κατὰ τὸ παρελθὸν «ἔχει διώξει ἄντρες», πιθανῶς λόγῳ τοῦ ὑψηλοῦ της πατρικοῦ προτύπου-ὑπερεγὼ ἢ τῆς φαντασιακῆς διωκτικῆς καὶ ματαιωτικῆς μητέρας.
Ὁμοίως καὶ ὁ ἀδελφός της ὁ Τηλέμαχος, ὁ ὁποῖος σιχαίνεται τὴν ζωή του καὶ βλαστημάει μουρμουρητὰ ἕνα ἀδιέξοδο (στρῶσε νὰ περιδρομιάσουμε, νὰ πᾶ’ νὰ ξεραθοῦμε, γιατὶ κ’ ἔτσι ποὺ καθόμαστε δὲν καταλαβαίνω τί κάνουμε˙ ἀηδία καταντήσαμε) ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν τολμᾶ νὰ ξεφύγη. Ἐὰν η πραγματικότης δὲν λειτουργεῖ κατευναστικῶς, ἀγχώνεται καὶ παραλύει. Ἄνθρωπος μὲ διπλότριπλη, κρυφὴ ζωή –ἔχει ἀνομολόγητη σχέση μὲ τὴν Φωφώ, κρύβει τὴν ἡλικία τῆς Χρυσάνθης στὴν ἀγγελία, κ.ἄ.–, μὲ κλειδαμπαρωμένη τὴν ἐπιθυμία του, ἡ ὁποία ὁμοιάζει μὲ ρώσσικη κούκλα – ἡ καθεμιὰ ποὺ παρουσιάζεται κρύβει μιὰν ἄλλη πιὸ βαθιά κ.ο.κ. –, δὲν ἀντιμετωπίζει ποτὲ εὐθέως τὴν πραγματικότητα –πόσῳ μᾶλλον νὰ τὴν δημιουργήση– καὶ τὴν ζωή, παρὰ μόνον πλαγίως, μέσῳ ἄλλων, μέσῳ καθρεφτῶν ἢ μὲ καρτέρι, συνωμοτικῶς, κρυμμένος, ἐλλοχεύοντας τὴν συγκυρία˙ κατ’ οὐσίαν, ἀποφεύγει τὴν παρουσία του.
Καὶ γι’ αὐτόν, οἱ ἐπιταγὲς τῶν γονέων, ἰδίως τῆς μητέρας, τὸν στοιχειώνουν (τί ψυχὴ θὰ παραδώσω; Πῶς θ’ ἀντικρύσω τοὺς γέρους μου ἐκεῖ ἀπάνω; Θυμᾶσαι τί ἔλεγε ἡ συγχωρεμένη ἡ γριά; ‘‘τὴν Χρυσάνθη καὶ τὰ μάτια σου κακόμοιρε!’’). Γονεῖς καὶ συνεπακολούθως καὶ ἡ κοινωνία δὲν τους ἀφήνουν νὰ ζήσουν, παρὰ μόνον γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὰ γονεϊκὰ καὶ κοινωνικὰ δέοντα (δὲν μπορῶ νὰ σ’ ἀφήσω, τί θὰ πῆ ὁ κόσμος;).
Μαγκωμένα ψυχοσώματα˙ ἡ μιὰ αἰσθάνεται πνιγμένη στὰ καινούργια της ροῦχα, ὁ ἄλλος ξεσφίγγει συνεχῶς τὴν γραβάτα του.
Ἡ ζωὴ τῶν δύο ἀδελφῶν κυλᾶ μὲ διεκπεραιωτικὸ χαρακτῆρα, ἀλληλοτρωγόμενοι συμπαθητικῶς, μέχρις ὅτου ὁ Τηλέμαχος παρακινούμενος ἀπὸ τὸν φίλο του Σταμάτη –ἐν εἴδει νεωτεριστῆ-θαυματοποιοῦ– ἀποφασίζει νὰ κινηθῆ, συντάσσοντας μιὰν ἀγγελία γιὰ τὴν ἐφημερίδα, μὲ σκοπὸ νὰ παντρέψη τὴν ἀδελφή του καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθῆ καὶ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ παντρευτῆ τὴν ἀγαπημένη του. Ὁ Σταμάτης, ὅμως, παρουσιάζεται ὡς ὑποσχόμενος τὸ θαῦμα: νὰ περάση, ὁ Τηλέμαχος, τὸν ὠκεανὸ ἀβρόχοις, μὲ σκάφανδρο καὶ μονομιᾶς˙ οὐσιαστικά, τὴν θαύματι σάρκωση τῆς φαντασιώσεώς του. Καὶ ἐπειδὴ ὁ τελευταῖος δὲν ἰσορροπεῖ τὶς ἀντιφάσεις του, μὲ ὅριο τὴν μορφὴ τῆς συνθέσεώς τους, θέλει τὸ τέλος ἢ τίποτε, ἄνευ τῆς ἀναλήψεως τῆς βαρύτητος τῶν πραγμάτων˙ ἄνευ εὐθύνης.
Δύσπιστος στὴν ἐπιθυμία του, ὁ Τηλέμαχος ἀπὸ τὴν ἄκρα παραίτηση πέφτει στὴν ἄκρα αἰσιοδοξία καὶ νιώθει στὴν φαντασία του ἤδη τὸ τέλος: παντρεύει-ξεφορτώνεται τὴν Χρυσάνθη καὶ αὐτὸς εἶναι ἤδη παντρεμένος μὲ τὴν Φωφώ. Κρύβεται, ὅμως, ἀπό τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν πραγματικότητα –π.χ. ἀναφέρει συνεχῶς ἐσφαλμένως τὸ ὄνομα ἑνὸς τῶν ὑποψηφίων γαμπρῶν–, ἐνώ πλέκει κιόλας τὴν δυστυχία του μὲ ὑφάδι τὴν ψευδαίσθηση. Ἂν καὶ φαίνεται νὰ ἔχη τὸν ἔλεγχο τῶν πραγμάτων μὲ ἀκράδαντη λογική, χρησιμοποιεῖ τὴν λογική του γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώνη καὶ νὰ θωρακίζη τὴν ψευδαίσθηση καὶ τὴν ἐπιθυμία του.
Ὁ Τηλέμαχος συγχέει τὸ ποθητὸ μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ θέτει τὴν λογικὴ στὴν ὑπηρεσία τοῦ παραλόγου˙ ὀργανώνει ὑπέρ τὸ δέον τὰ πράγματα, παράνοια. Ὅλα λογικὰ γιὰ νὰ στηρίξουν κάτι παράλογο.
Οἰωνοί, συγκυρίες, συμπτώσεις, νεύματα ἐπιστρατεύονται ἐναγωνίως γιὰ νὰ ἑρμηνεύση τὴν πραγματικότητα-ἐπιθυμία του, προσπαθῶντας, ἔτσι, νὰ ξανακτίση ἕναν κόσμο κατοικήσιμο ἀπὸ αὐτόν. Δύσπιστος μὲ ὅλα, ἀλλὰ εὔπιστος καὶ ἐνθουσιώδης μόλις φανῆ αἴσιος οἰωνός˙ μὲ δυσπιστοῦσα πίστη, ἡ σχέση του μὲ τὸ πραγματικὸ εἶναι τὸ παράλογο.
Τὸ ὅτι συγκινεῖται μὲ τὸ τελετουργικὸ τῶν ἀρραβώνων, ὅταν ὁ Κρίτων περνᾶ δαχτυλίδι στὴν ξαδέλφη τῆς Χρυσάνθης, δείχνει πὼς ἡ λογική του βραχυκυκλώνει, ἐξαντλεῖται καὶ διοχετεύεται στὸ νὰ βρίσκη τρόπους νὰ ἀντέχη τὴν διάρκεια, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μαῖτρ εἴτε τῆς κωλυσιεργίας εἴτε τοῦ ξαφνικοῦ ἁρπάγματος – ἐὰν οἱ Γερμανοὶ ἦσαν εἰδικοί στὸν κεραυνοβόλο πόλεμο, οἱ Ἕλληνες ἦσαν εἰδικοὶ στὸν ἀστραπιαῖο πετροπόλεμο. Μόλις τεθῆ ζήτημα λαβυρινθώδους καὶ χρονίας, ἀλλ’ ἐλλόγου, διαδικασίας καὶ μεθόδου, προσανατολισμένης στὸ ἐνδοκόσμιο, τότε ὡς ἀντίδραση ἀντιπαραθέτει τὴν δυσπιστία καὶ τὴν παραίτηση˙ παραλύει. Μόλις, ὅμως, πραγματευθῆ τὸ ζήτημα μὲ μαντεία καὶ ξαφνικὴ σύλληψη τοῦ ὅλου, τότε μπορεῖ ἀνέτως νὰ ἐπιτεθῆ καὶ ν’ ἁρπάξη τὸ λάφυρο τῆς νίκης του˙ δὲν ἀντέχουμε τὸν ἔλλογο δημιουργικὸ χρόνο, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει στὴν ἀλήθεια μας, γι’ αὐτὸ τὸν ξορκίζουμε μὲ τελετὲς καὶ ψυχοδράματα.
Ἡ σχέση του μὲ τὴν ζωὴ τελεῖ ἐν διαμεσολαβήσει καὶ ὑπ’ ἀναστολήν. Κινητοποιεῖ καταστάσεις, ποὺ δὲν θὰ τὶς ἐλέγξη˙ μαντεύει καὶ περιμένει ἀνυπόμονα. Θέλει τὸ ὄνειρο χωρὶς νὰ περάση ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Γεμίζει τὴν Χρυσάνθη ἀδιακόπως μὲ βολικὰ ψέματα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ πιστέψη καὶ ὁ ἴδιος μὲ αὐθυποβολή, ξορκισμὸ τοῦ κακοῦ, μισὰ λόγια, μισὲς ἀλήθειες, μισὰ ψέματα. Συνεχῶς μὲ γραμμὲς ἀμύνης (καλύτερα πού ’ρθαν ἔτσι τὰ πράγματα –αισιοδοξεῖ ἢ κρυφοχαίρεται μὲ τὴν ἀποτυχία;). Πείθει τὸν ἑαυτό του ὅτι θέλει αὐτό, ἐνῶ θέλει κάτι ἄλλο. Ἔχει μεταβάλει τὴν ἐπιθυμία του σὲ γεγονὸς καὶ τὴν πιστεύει ὡς τέτοιο.
Συνεχῶς ἐκλογικεύει καὶ δικαιολογεῖ. Ἐλπίζει γιὰ νὰ μὴν σκέφτεται˙ στὸ τέλος ἀπαλλάσσεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐλπίδα. Ἔχουν τελειώσει(;) τὰ ψέματα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἄλλοι˙ κατάρρευσις λυτρωτική.
Τὸ ζητούμενο εἶναι Χρυσάνθη καὶ Τηλέμαχος ν’ ἀναστηθοῦν στὴν ζωὴ καὶ οἱ δύο, μαζί. Ἡ ζωή τους ὅμως εἶναι κινούμενη ἄμμος˙ μιὰ μαγικοῦ τύπου ἀναρχία, ἄνευ κατευθύνσεως, θετικῆς ἢ ἀρνητικῆς, ἕνα ὀνειρῶδες παράδερμα στὸ τέλμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ὅταν θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ ξεκολλήσουν, θὰ τὸ πράξουν γιὰ νὰ βυθισθοῦν ἀκόμη βαθύτερα σ’ αὐτό˙ κινητοποιούμενος, τὸν ἰσοπεδώνει ἡ πραγματικότης ποὺ δὲν βλέπει˙ ἕνα εἶδος αυὐοτιμωρητικῆς διασχίσεως.
Νιώθουν ὑπεράριθμοι (ξεμείναμε). Ἡ μοναξιά τους βιώνεται ὄχι ὡς ἀφορμὴ γεννήσεως στὴν ἐσωτερικότητα, ἀλλὰ ὡς βαρειὰ κατάρα, καταδίκη καὶ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀσμένως, ρουφᾶνε ἡδονικὰ τὴν μιζέρια τους –κατὰ τὴν προσφυῆ καὶ ἄκρως εὔστοχη ἔκφραση ἀεκτζῆ γιὰ τὸ ὀπαδικό του αἴσθημα˙ ἀπέτυχαν στὸν ἐδῶ κόσμο, δικαιώνονται στὸν ἄλλον.
Εἴτε παντρεύονταν εἴτε ὄχι –στὴν ἐπανάληψη-διασκευὴ τῆς ταινίας παντρεύονται– ἓν καὶ ταὐτόν, ἀφοῦ μόνον θείᾳ προνοίᾳ καὶ χάριτι κινοῦνται τὰ πράγματα γιὰ τὸν ἄνθρωπο-εἰκόνα καὶ ἄνθρωπος-εἰκόνα σημαίνει ἀπάλειψη τοῦ ἐγὼ καὶ τοῦ κόσμου, ὡς τόπου ἀνθρωπίνης ἐλλόγου δημιουργίας, πρᾶγμα ποὺ ὁδηγεῖ, ἐκλύοντας ἀπύθμενη γλυκύτητα, στὴν τριαδικῆς ὑφῆς ἀπόλυτη καὶ καθολικὴ κοινωνία. Ἡ πίστη τοῦ Τηλέμαχου ὡς φαντασίωση ποὺ περιμένει δίπλα στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ ἕνα θαῦμα γιὰ νὰ σαρκωθῆ, νὰ τὸν γυρίση πίσω στὸ καθεστὼς ἀνυπαρξίας –αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται στὸ τέλος ὡς ἀρνητικὸ θαῦμα˙ ζῆ μὲ τὴν ἀδελφή του, ἐνῶ ζοῦσε ἢδη τὸ θαῦμα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρη –ζοῦσε μὲ τὴν ἀδελφή του. Νεοπλατωνικῆς κοπῆς, ὀρθοδόξου σαρκώσεως, νεοελληνικῆς καταλήξεως. Οὐσιαστικῶς, ἑνούμενοι, ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὸ σῶμα, αὐτόν τὸν «τρισκατάρατο» αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ˙ τὸ καθολικὸν ἀπαιτεῖ νὰ μὴν διακρατῆς τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό σου˙ νὰ ὑπάρχης ἄνευ ἐγώ, καὶ φυσικά, σώματος.
Ἀκραίως πως: οἰκογενειακὸν ὁμοούσιον, θεολογικῶς˙ οἱονεὶ αἱμομιξία, ψυχολογικῶς. Στὸ τέλος μένει τὸ δεύτερο, ποὺ κατὰ βάθος ποθοῦν καὶ οἱ δύο (Καλύτερα ἔτσι. Δὲν βαριέσαι… ἔτσι ἦταν τὸ τυχερό μας, νὰ μείνουμε μαζί – δίνει καὶ ὅρκο πίστεως στὴν Χρυσάνθη–, δὲν εἶσαι καλὰ ποὺ θὰ σ’ αφήσω). Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀποτυχία. Οἱ ἄλλοι, ἁπλῶς, τοὺς ἐγκαταλείπουν-διώκονται ἀπὸ αὐτούς. Ἐὰν οἱ παπαδιαμαντικοὶ ἥρωες, ἄνθρωποι-εἰκόνες, ποὺ, διαγράφοντας τὸν κόσμο γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν ὡς ὑποκείμενα ἄνευ ἐγώ, δικαιώνονται ἐπέκεινα τοῦ δυνατοῦ, ὡς ἀρχαϊκοὶ ἀναρχομηδενιστές, οἱ ἥρωες τοῦ Σακελλάριου διαπράττουν μιὰν ἐλαφρᾶ κίνηση γιὰ ν’ ἀποκτήσουν βάθος αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ ἄνθρωποι-εἰκόνες τοῦ ἀσωμάτου ἐμεῖς. Ἡ θυσία, ὅμως, τοὺς σκεπάζει καὶ ἡ κίνησή τους αὐτοκαταστρέφεται ὡς αὐτοτιμωρία˙ τὸ οἰκεῖον θέλημα βιώνεται ὡς ἁμαρτία, ὡς ἅλμα στὸ κενό. Ὡς νὰ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουν καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ἐξαντλήσουν-ματαιώσουν κάθε ἐλπίδα, κάθε δυνατότητα, κάθε πίστη στὶς δυνάμεις τους. Στὴν ἑπόμενη σκηνή, οἱ σύγχρονοι ἀναρχομηδενιστὲς στρέφουν τὴν ἐπιθετικότητά τους κατ’ εὐθεῖαν στὸν κόσμο, καὶ ὄχι πλέον στὸν ἑαυτὸ ὡς αὐτοτιμωρία, ἀλλ’ ὡς τιμωρία καὶ ἀπαλοιφὴ τοῦ κόσμου. Τὸ ἅλμα τους δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον στὸ κενό, ἀλλὰ καὶ διαλυτικὸ τοῦ κόσμου καὶ ἀπεγνωσμένη ἐπιστροφὴ στὸ μηδέν, σκοπεύοντας τῆν πλήρη ἀκινησία˙ κατὰ καὶ ἄνευ χρόνου. Ἀπὸ ἄλλον δρόμο συναντοῦν τὸν Τηλέμαχο καὶ τὴν Χρυσάνθη στὸ καθεστὼς τῆς αἱμομιξίας, σ’ αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες σημαινόμενο ποῦ καταπίνει καταιωνιστικῶς τὸ σημαῖνον σὲ ἕνα ἀδιάστατο παρὸν ποὺ δὲν σηκώνει διαχωρισμούς.
Στάση ἀναμονῆς γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο καὶ ἀνομολόγητος πόθος νὰ γίνη κάτι γιὰ νὰ τελειώνουμε. Ἔτσι τὸ θυμιάτισμα, ποὺ ὑποστηλώνει ἐμβληματικῶς τὴν ταινία, ἀποκτᾶ καὶ μιὰν ἄλλη διάσταση στὴν ἀφαίμαξη τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῶν δύο ἀδελφῶν καὶ στὸν ὑπόκωφο πανικὸ ποὺ συνοδεύει τὸ ἐσωτερικό τους τραῦμα. Ὡς ξόρκι, μαγικὸς προφυλακτικὸς κύκλος, γιὰ νὰ μὴν συμβῆ τὸ μοιραῖο καὶ ἡ ἀνεπανόρθωτη καταστροφή, καὶ συγχρόνως σπλαγχνικός πόθος νὰ συμβῆ γιὰ νὰ ξεμπερδεύουμε μιὰ κ’ ἔξω. Βιώνοντας, κατὰ τὴν διαδικασία ἀλλαγῆς τὴς καταστάσεώς τους, τὴν ὁλικὴ κατάρρευση, αὐτὴ μετατρέπεται σὲ ἐξαρτησιακὴ ἀκαμψία, ὅπου τὸ συμβὰν ἐξιστορεῖται μὲ βολικὲς ἐκλογικευμένες ἀφηγήσεις, ἐνῶ τὰ πάθη ἀφήνονται νὰ θάλλουν στὸ σκότος.