Ας φανταστούμε σε ένα, όχι και τόσο υποθετικό σενάριο, ότι ξημερώνει 9η Νοεμβρίου 2016 και ο Ντόναλντ Τράμπ είναι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ. Πως θα επιχειρήσει άραγε, να υλοποιήσει το μεγαλόπνοο όραμά του και να επαναφέρει την Αμερική στον σωστό δρόμο; Με ποιον τρόπο ακριβώς, προτίθεται να την κάνει great again, αν υποθέσουμε ότι στην οχταετία του Μπαράκ Ομπάμα, απώλεσε την μεγαλοσύνη της; Μπορεί στην πράξη να εφαρμόσει, όσα με προκλητική αυτοπεποίθηση εξαγγέλλει;
Οι στενοί συνεργάτες του επιμένουν στα τηλεοπτικά παράθυρα, ότι έχει πλήρες σχέδιο και στρατηγική που θα ξεδιπλώσει τάχιστα μόλις εγκατασταθεί στο Οβάλ Γραφείο. Λεπτομέρειες παραπάνω αποφεύγουν να δώσουν. Κυρίως διότι, δεν θέλουν οι ίδιοι να εκτεθούν από την αλλοπρόσαλλη πολιτική συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ, που φάσκει και αντιφάσκει ακατάπαυστα, αγνοώντας επιδεικτικά τους ανελαστικούς κανόνες της πολιτικής ορθότητας.
Εάν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές, τότε η νέα κυβέρνηση και κατά συνέπεια το ρεπουμπλικανικό κόμμα θα πρέπει να υιοθετήσουν σε κάποιο βαθμό, τις προεκλογικές εξαγγελίες περί προστατευτισμού, αύξησης των κρατικών δαπανών σε συνδυασμό με μείωση των φόρων, διαφορετικής μεταναστευτικής πολιτικής και επαναδιαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων. Τέτοιες κατευθύνσεις θα έκαναν, σύμφωνα με τον Economist, την Αμερική «πιο φτωχή, πιο αδύναμη και λιγότερο ασφαλή από ποτέ». (H τελευταία έρευνα του Economist)
Τείχος στα νότια σύνορα, το οποίο μάλιστα θα πληρώσει το Μεξικό, προφανώς δεν θα χτίσει, λένε πολιτικοί αναλυτές. Όλους τους παράνομους μετανάστες, είναι βέβαιο οτι δεν θα καταφέρει να απελάσει, προσθέτουν. Τον ISIS με μεγάλη ευκολία, πρακτικά δεν μπορεί να εξολοθρεύσει. Τις εμπορικές συμφωνίες, το obamacare και τη συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά, να τα καταργήσει, μοιάζει δύσκολο. Τις παραδοσιακές διεθνείς συμμαχίες να τις ανατρέψει, οι αναλυτές το αμφισβητούν. Να φέρει πίσω τις δουλειές «που έχει κλέψει η Κίνα», το αποκλείει η ίδια η κοινή λογική.
Και μόνο το γεγονός όμως, ότι θα επιχειρήσει να διαφοροποιήσει, έστω και σε κάποιον βαθμό, αυτονόητα δεδομένα και αρχές της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής εντός και εκτός συνόρων, είναι από μόνο του τοξικό, όπως γράφει το Atlantic. Όπως τοξικό είναι και το γεγονός οτι αν κερδίσει η Κλίντον, εκατομμύρια ταγμένοι υποστηρικτές του θα πιστεύουν ακράδαντα οτι αντί για τον Λευκό Οίκο η Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα έπρεπε να βρίσκεται στην φυλακή. Η πόλωση ως φαινόμενο, εκτιμάται οτι θα συνεχίσει να πληγώνει το αμερικανικό έθνος και μετά τις εκλογές, κάτι που, όπως παρατηρούν αναλυτές, δεν θα έχει συμβεί ξανά σε τέτοιο βαθμό.
Σε άρθρο του με τίτλο «η απαξίωση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος» ο Economist αναφέρει οτι ο Τραμπ έχει ρίξει επώδυνη γροθιά στην πολιτική κουλτούρα της Αμερικής, διότι με την συμπεριφορά του, έχει καταφέρει να διαλύσει ταμπού και στερεότυπα. «Παύει να είναι σοκαριστική η εξαγγελία του, ότι θα απαγορεύσει την είσοδο στους μουσουλμάνους, όταν οι γονείς αναρωτιούνται αν μια τηλεμαχία αποτελεί ευπρεπές θέαμα για τα παιδιά τους» αναφέρει το άρθρο χαρακτηριστικά.
Η άποψη του Τραμπ, ότι το κατεστημένο της Ουάσιγκτον θα καταρρεύσει και η δημόσια ζωή θα οικοδομηθεί εκ νέου τοποθετώντας στον πυρήνα της, τον μέσο πολίτη και όχι πια την ελίτ ή τα οργανωμένα συμφέροντα, είναι απλώς μη ρεαλιστική, έλεγε στο CNN πρόσφατα γνωστός σχολιαστής. «Το να υποστηρίζεις κάτι τόσο ανεδαφικό, σε κάνει γραφικό. Κυρίως όμως, γεννά ερωτήματα για το εκλογικό σώμα στο οποίο απευθύνεσαι και τελικά χειραγωγείς» πρόσθεσε.
Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Τραμπ σχεδόν για τα πάντα. Για αήθεις προσωπικές επιθέσεις, για ύπουλα χτυπήματα κάτω από την μέση, για εξωφρενικά αβάσιμες κατηγορίες, για σεξιστικά σχόλια, για εθνικιστικές κορώνες, για ρατσιστική ρητορική που σπάει κόκαλα, για παντελή έλλειψη μέτρου, για οφθαλμοφανή ψέματα και για έναν ναρκισσισμό που όπως λέγεται από ειδικούς, αγγίζει τα όρια της διαταραχής.
Για ένα πράγμα όμως δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει. Για έλλειψη αμεσότητας και διαφορετικού πολιτικού (sic) λόγου. Έχει ανακαλύψει έναν ιδιαίτερο τρόπο να μιλάει απευθείας στο πατριωτικό συναίσθημα του μέσου Αμερικάνου. Και να το απογειώνει. Έχει το χάρισμα να λέει με πειστικότητα όλα όσα θέλει ο συγκεκριμένος ψηφοφόρος να ακούσει. Ανεξαρτήτως με το εάν αυτά μπορούν να υλοποιηθούν ή όχι.
Το πιο προβληματικό από όλα είναι, ότι ακόμη και αν χάσει τις εκλογές και εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο, οι ψηφοφόροι του δεν θα πάνε πουθενά. Θα είναι εδώ. Στην Αμερική. Πιο θυμωμένοι και πιο απογοητευμένοι από πριν.
Και θα πιστεύουν βαθύτατα, ότι το χρέος θα μπορούσε πράγματι να μειωθεί μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης του με τους διεθνείς πιστωτές ή ακόμη ευκολότερα μέσω τυπώματος νέου χρήματος. Αλλά οι διεθνείς συνωμοσίες το απέτρεψαν. Οτι το τείχος με το Μεξικό μπορούσε κάλλιστα να χτιστεί για να προστατευθούμε από τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αλλά η ευκαιρία χάθηκε. Οτι αν κλείναμε τα σύνορα σε όλους τους μουσουλμάνους, θα μπορούσαμε να γίνουμε η πιο ασφαλής χώρα του κόσμου. Αλλά δεν γίναμε. Και η Αμερική θα μείνει πιο διχασμένη και πιο πολωμένη από ποτέ.
Έχω ακούσει πολλές φορές στα τηλεοπτικά παράθυρα σχολιαστές να λένε οτι ο σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων του Τράμπ (μιλάμε πάντα για τον σκληρό πυρήνα) θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο κοινωνιολογικής μελέτης. Και παρατηρώντας την στάση τους, τους τελευταίους μήνες, νομίζω δυσκολεύεται κανείς να διαφωνήσει.
Όταν αποκάλεσε τους μεξικάνους βιαστές, ζητωκραύγασαν. Όταν αρνήθηκε να αποκηρύξει την στήριξη επιφανούς στελέχους της Κου Κλούξ Κλάν, επικρότησαν. ´Όταν επί μια εβδομάδα σφυροκοπούσε με προσβολές, τους γονείς ενός νεκρού μουσουλμάνου στρατιώτη, σφύριξαν αδιάφορα. Όταν μιμήθηκε με αισχρό τρόπο την αναπηρία δημοσιογράφου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Όταν τους ζήτησε να «έχουν το νου τους, στις άλλες κοινότητες, δηλαδή στους μαύρους, για να μην νοθεύσουν τις εκλογές» αυτοί του έκλεισαν συνωμοτικά το μάτι. Και όταν τον άκουσαν πρόσφατα να εκτοξεύει σεξιστικές χυδαιότητες, σχολίασαν οτι «είπε απλώς, αυτά που όλοι οι άντρες λένε μεταξύ τους, σιγά το πράγμα».
Αποτελούν ένα γερά τσιμεντωμένο εκλογικό σώμα, όπως έχει χαρακτηριστεί, που απολαμβάνει να τον ακούει να χαρακτηρίζει bimbo, πετυχημένες γυναίκες δημοσιογράφους απαξιώνοντας συλλήβδην έναν ολόκληρο φύλο. Να κάνει σχόλια του τύπου «καλά έκανε ο άντρας της Αριάννας Χάφιγκτον και την εγκατέλειψε για έναν άντρα, διότι είναι τελείως αποκρουστική». Και να καταθέτει στον δημόσιο διάλογο εξωφρενικές προτάσεις σαν την πιο πρόσφατη οτι «πριν από κάθε τηλεμαχία πρέπει να κάνουμε τεστ ουσιών, για να αποκαλυφθεί επιτέλους οτι η Χίλαρι είναι άρρωστη».
Λευκοί κατά 90%, οι περισσότεροι άντρες. Το 60% εκ των οποίων δεν έχει πάει στο κολέγιο. Όλοι θυμωμένοι. Φανατικοί πατριώτες που πιστεύουν οτι ο πλανήτης δεν υποκλίνεται όσο βαθιά πρέπει μπροστά στην υπερδύναμη. Βαθύτατα συντηρητικοί, κατά των αμβλώσεων και υπέρ της οπλοκατοχής-οπλοχρησίας. Αρνητές της παγκοσμιοποίησης, την οποία όμως γνωρίζουν μόνο ως όρο. Με το 70% εξ αυτών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters, να έχει εχθρική στάση απέναντι στους μουσουλμάνους της Αμερικής. Και το 50% να πιστεύει οτι οι μαύροι είναι πιο επικίνδυνοι και πιο τεμπέληδες από τους λευκούς.
Συνήθως κάτοικοι της περιφέρειας. Συχνά λάτρεις της συνωμοσίας. Μονίμως αδιάβαστοι αν τους ζητήσει κάποιος δημοσιογράφος να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της επιλογής τους να στηρίξουν τον Τραμπ.
Δεν είναι όμως αυτή Αμερική. Και το σίγουρο είναι οτι ακόμη και αν ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επόμενος πρόεδρος, η Αμερική δεν θα γίνει ποτέ η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Διότι όπως γράφουν οι New York Times σκιαγραφώντας «το χειρότερο πρόσωπο της Αμερικής» το παραλήρημα ενός παρανοϊκού, δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση μια ολόκληρη χώρα.