Ήταν προβλέψιμη η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης στις ΗΠΑ; Σε μεγάλο βαθμό ήταν καθώς καμμία δημοσκόπηση δεν προέβλεπε συντριβή του Τραμπ. Ο απερχόμενος πρόεδρος πολιτεύεται με βάση το ένστικτο του, τον πολύ κακό χαρακτήρα του και την αλαζονεία του. Αλλά απευθύνεται σ’ ένα ακροατήριο που επικροτεί αυτά τα χαρακτηριστικά του. Απέναντί του είχε έναν κουρασμένο Μπάιντεν που ψηφίστηκε ως “το μη χείρον βέλτιστον”. Αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού για τον Δημοκρατικό υποψήφιο του δίνει τη νίκη με πολύ μικρή διαφορά.

Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Τραμπ θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, πολιτικά και ένδικα, για να παραμείνει στην εξουσία. Αλλά θα είναι απίθανο οι άλλες δύο εξουσίες του αμερικανικού θεσμικού συστήματος να το επιτρέψουν. Παρόλα αυτά, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του θεσμικού αυτού συστήματος που βγαίνει τραυματισμένη από την εκλογική διαδικασία.

Σε μια χώρα όπου οι θεσμοί και η ακεραιότητα τους είχαν σχεδόν μυθικές διαστάσεις, ήταν αρκετά τέσσερα χρόνια ενός αντί-θεσμικού προέδρου για να υπονομευθούν σε βαθμό που το ήμισυ σχεδόν του εκλογικού σώματος – όσοι δηλαδή ψήφισαν Τραμπ – να επιθυμεί την παραβίαση τους, αποδεχόμενο τα όσα ο υποψήφιος τους υποστηρίζει: να μιλάει δηλαδή την βραδιά των εκλογών για νοθεία και να ζητά διακοπή της διαδικασίας καταμέτρησης.

Αυτή η μερίδα του αμερικανικού λαού που πλησιάζει το 50% δεν αναγνωρίζει τους θεσμούς αυτούς ως δικούς της, θεωρεί ότι ανήκουν στο “άλλο μισό”, τις “ελίτ”, τους φιλελεύθερους των δύο ακτών, ανατολικής και δυτικής, δηλαδή της άρχουσας τάξης της Καλιφόρνιας, της Νέας Υόρκης και της γραφειοκρατίας της Ουάσιγκτον που είναι και η πιο μισητή έννοια γι’ αυτούς. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας προϊούσας υποβάθμισης, οικονομικής και κοινωνικής, των στρωμάτων αυτών που συντελέστηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Οι βασικές αιτίες, όπως τουλάχιστον αυτά τα στρώματα τις εκφράζουν, είναι η παγκοσμιοποίηση και η μετανάστευση, δύο φαινόμενα που στη δική τους οπτική παίρνουν δουλειές από τους Αμερικανούς και τις δίνουν στους Κινέζους και στους Λατίνους.

Το παράδοξο για τα στρώματα αυτά είναι ότι ταυτίστηκαν πολιτικά με έναν αδίστακτο δισεκατομμυριούχο. Ο Τραμπ κατάφερε να εκμεταλλευθεί την απελπισία τους και να κερδίσει τις εκλογές το 2016. Η πλήρης αποτυχία του στη διάρκεια της θητείας του δεν τους απογοήτευσε καθώς το βασικό τους κίνητρο είναι το μίσος προς τις ελίτ που θεωρούν ότι οι Δημοκρατικοί εκφράζουν.

Το κοκτέιλ των οπαδών του Τραμπ συμπληρώνεται από δύο ακόμη κοινωνικές κατηγορίες, τους εξτρεμιστές Χριστιανούς πολλών ρευμάτων και τους λευκούς ρατσιστές. Η θρησκευτική δεξιά, με τους Ευαγγελιστές ως την πιο πολυπληθή ομάδα, είναι ένα φαινόμενο καθαρά αμερικανικό που αναδείχθηκε ήδη από την εποχή του Ρόναλντ Ρέηγκαν και κατάφερε να κυριαρχήσει ιδεολογικά στο  Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Θα παραμείνει ισχυρό και στην μετά Τραμπ εποχή επιβάλοντας μια υπερσυντηρητική ατζέντα αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οι λευκοί ρατσιστές είναι μειοψηφικό ρεύμα αλλά μπορούν να προκαλέσουν αναταραχή ειδικά σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης.

Καθώς ο Μπάιντεν οδεύει προς καθαρή νίκη ίσως φαίνεται υπερβολικό να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην εκλογική πελατεία του Τραμπ. Ωστόσο, δεν είναι γιατί το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η “ιδεολογία” Τραμπ παραμένει ισχυρή. Πολιτικά οι Δημοκρατικοί θα επαναφέρουν την Αμερική στην κανονικότητα ανανεώνοντας τις παραδοσιακές σχέσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους και επιδιώκοντας συνεννόηση στις διεθνείς σχέσεις.

Κοινωνικά όμως τα προβλήματα που συνθλίβουν τα λαϊκά στρώματα που ψήφισαν Τραμπ δεν θα εξαφανιστούν.

Άλλωστε, δεν εξαφανίστηκαν ούτε την οκταετία του Ομπάμα. Θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσπάθεια από τη νέα κυβέρνηση για να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη φιλελεύθερη ιδεολογία και την κοινωνική δικαιοσύνη, ειδικά στις συνθήκες μεγάλης κρίσης που προκαλεί η πανδημία.