Ο κόσμος έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα από την εκλογή Τραμπ. Και ενώ παρακολουθούμε τις αναλύσεις για τις επιπτώσεις στις Η.Π.Α. και τον κόσμο ολόκληρο είμαστε υποχρεωμένοι, ταυτόχρονα, να ασχολούμαστε με τις επιπτώσεις της δικής μας πρόδρομης λαϊκίστικης λαίλαπας, δηλαδή, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ας βάλουμε, ως εκ τούτου, προς το παρόν, το… κεφάλι μέσα.
Η ελληνική εθνικολαϊκίστικη λαίλαπα, λοιπόν, είχε ως βασικό στόχο τον έλεγχο του χώρου των media. Πολλά τα επεισόδια αυτού του σήριαλ. Ας ξεκινήσουμε ανάποδα από το τελευταίο. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε αίσια κατάληξη όσον αφορά τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Η σύνθεση που συμφωνήθηκε είναι καλύτερη από πολλές προηγούμενες της ιστορίας του. Παραμένει, βέβαια, ερωτηματικό αν θα αποδειχθεί και ιδανική, με δεδομένες τις βαριές ευθύνες –μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά- που πέφτουν στους ώμους του.
Η εξέλιξη αυτή αναζωπύρωσε τη συζήτηση που είχε ξεσπάσει με αφορμή την τακτική που ακολούθησαν το ΠΑΣΟΚ και οι βουλευτές του Ποταμιού στην προπροηγούμενη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής αλλά και με αφορμή τη στάση που κράτησε κυρίως το ΠΑΣΟΚ (γιατί το Ποτάμι διόρθωσε τη δική του) κατά τη συζήτηση στη Βουλή των τροποποιήσεων του “νόμου Παππά”.
Τώρα, λοιπόν, οι υποστηρικτές της τακτικής που ακολούθησε, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, εμφανίζονται δικαιωμένοι, κομπορημονούν πως εξαιτίας τους και κόντρα σε ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. επιτεύχθηκε η συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ. και επιτίθενται σε όσους άσκησαν κριτική.
Επειδή ανήκω σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία αισθάνομαι την ανάγκη να απαντήσω στην κριτική της κριτικής μας. Άλλωστε, μην κοροϊδευόμαστε, το θέμα, τουλάχιστον για ορισμένους, έχει «στρατηγικές διαστάσεις» και δεν εξαντλείται σε μικροδιαφωνίες επί της αντιπολιτευτικής τακτικής. Δεν χρειαζόταν το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Γ. Παπαχρήστου (ΝΕΑ 12/11) για το παρασκηνιακό δούναι και λαβείν ώστε να το καταλάβουμε αυτό.
Η λεγόμενη «μάχη εναντίον της διαπλοκής» υπήρξε για τον ΣΥΡΙΖΑ κορυφαία στρατηγική επιλογή. Προώθησε αυτή την επιλογή με το… γουέστερν “τηλεοπτικές άδειες, την απαράδεκτη εξεταστική επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και Μ.Μ.Ε., την απόπειρα «κρατικοποίησης» του χώρου της διαφήμισης” κ.ά.. Στο βωμό της επιλογής δεν δίστασε να θυσιάσει το Σύνταγμα, να στραγγαλίσει το Κράτος Δικαίου, να εκβιάσει Δικαιοσύνη και Δικαστές κ.ο.κ.. Η στρατηγική αυτή επιλογή είχε διπλή στόχευση. Αφενός να αποπροσανατολίσει από τα προβλήματα που ανέκυπταν από την εφαρμογή του μνημονίου αλλά και την κυβερνητική ανικανότητα και αφετέρου να οικοδομήσει ένα φιλικό περιβάλλον στο χώρο των media και να δημιουργήσει δικούς του «ολιγάρχες».
Η υπόθεση τηλεοπτικές άδειες υπηρετήθηκε αρχικά με την καρατόμηση του ΕΣΡ και στη συνέχεια με την ανάθεση των αρμοδιοτήτων του στον Υπουργό με το «νόμο Παππά». Η κυβέρνηση, βέβαια, προσπάθησε να αντιστρέψει επικοινωνιακά τη σειρά των πραγμάτων και τη σχέση αιτίου και αιτιατού. Παρουσίαζε έτσι το νόμο και την υφαρπαγή αρμοδιοτήτων ως συνέπεια της ανυπαρξίας ΕΣΡ. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, όμως, καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα αρνούνταν αυτή την προπαγανδιστική “μπαλαφάρα”. Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ο Ευ. Βενιζέλος έλεγε πως η κυβερνητική προπαγάνδα μοιάζει με «τον πατροκτόνο που ζητεί την επιείκια του δικαστηρίου επειδή είναι ορφανός». Άλλωστε, όσον αφορά το ΕΣΡ, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βεβαρημένο παρελθόν, αφού εμπόδιζε όλα τα τελευταία χρόνια την ανανέωση της σύνθεσής του. Πριν γίνει πατροκτόνος, δηλαδή, είχε υπάρξει και… μητροκτόνος.
Τούτων όλων δοθέντων η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (26/10) συνιστούσε συντριπτική στρατηγική ήττα της κυβέρνησης. Η όλη μεθόδευσή της κατέρευσε σαν πύργος με τραπουλόχαρτα. Αρχικά αντέδρασε σπασμωδικά και με μεγάλη επιθετικότητα απέναντι στο Σ.τ.Ε. Στη συνέχεια δήλωνε πως θα προχωρήσει σε νέες αντισυνταγματικές ευρεσιτεχνίες, με την παροχή από μέρους της προσωρινών βεβαιώσεων στους τηλεοπτικούς σταθμούς έναντι υψηλού τιμήματος. Είναι σίγουρο πως δεν θα το τολμούσε, καθώς αυτές οι ακροβασίες θα κατέπιπταν αυθωρεί και παραχρήμα, σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα απ’ αυτό που χρειάσθηκε ώστε να κηρυχθεί ο νόμος αντισυνταγματικός.
Μετά απ’ αυτήν την αρχική “κρίση πανικού” ανασύρθηκε το προπαγανδιστικό εύρημα της προηγούμενης φάσης. Αρχικά, όταν είχε ερωτηθεί ο Πρόεδρος της Βουλής αν θα συνεδριάσει η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, εύλογα δήλωσε (δείτε τις εφημερίδες των ημερών) πως προηγείται η δημοσιοποίηση της απόφασης του Σ.τ.Ε. και του σκεπτικού της. Την επομένη, όμως, ο κ. Τσίπρας –προφανώς σε συνεννόηση με το alter ego του- κάλεσε τον Πρόεδρο της Βουλής και του έδωσε εντολή να συγκαλέσει την Δευτέρα 31/10 τη Διάσκεψη.
Ο στόχος της παρέας Τσίπρα-Παππά ήταν εφτακάθαρος. Η συζήτηση έπρεπε επειγόντως να φύγει από την αντισυνταγματικότητα του νόμου και το ηχηρό χαστούκι που είχε δεχτεί από το Σ.τ.Ε.. Να «αναποδογυρισθεί» και πάλι με την επιστράτευση παραλλαγμένου (λόγω απόφασης Σ.τ.Ε.) του προπαγανδιστικού τρυκ της προηγούμενης φάσης: το πρόβλημα δεν είναι ο νόμος αλλά η ανυπαρξία του (δολοφονηθέντος μην ξεχνιόμαστε) ΕΣΡ. Δεν περίμεναν, βέβαια, πως μ’ αυτή την τακτική θα μηδένιζαν τα πολιτικά αποτελέσματα της βαριάς τους ήττας απλώς προσπαθούσαν, αγωνιωδώς, να τα μετριάσουν.
Δυστυχώς, σ’ αυτή την προσπάθεια, όμως, έλαβαν απρόσμενη «χείρα βοηθείας» στο πρώτο της στάδιο.
Τι μπορούσε να γίνει σ’ εκείνη ακριβώς τη φάση; Τί απάντηση έπρεπε να λάβει η νέα κυβερνητική ντρίπλα;
Σε μια σημείωση-ανάρτηση με τίτλο «ΕΣΡ ναι – ΚΑΠΗ όχι» (https://www.facebook.com/notes/θα…), έγραφα «… δεν υπάρχει τίποτα που να επιβάλλει βιασύνη. Αντίθετα, χρειάζεται ένα διάλειμμα καταλλαγής, περίσκεψης και αναστοχασμού. Και τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης όχι μόνο πρέπει να το απαιτήσουν αλλά και να το επιβάλουν. Μπορούν. Το διάλειμμα επιβάλλεται επειδή πρέπει να υπάρξει αναμονή έως ότου δημοσιοποιηθεί η απόφαση με το πλήρες σκεπτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο, εφόσον μιλάμε με όρους Κράτους Δικαίου, είναι φυσικό να καθορίσει τα επόμενα βήματα. Κατά δεύτερον, επιβάλλεται επειδή εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα η σύνθεση του Ε.Σ.Ρ. πρέπει να φύγει από τα συνήθη στερεοτυπικά και να αντιμετωπισθεί με ιδιαίτερη σοβαρότητα …». Στη συνέχεια πρότεινα μια συγκεκριμένη μέθοδο (τύπου open gov) που θα μπορούσε να διασφαλίσει τη στελέχωση του ΕΣΡ από ανθρώπους εγνωσμένου κύρους που να καλύπτουν τις «ειδικότητες» που σχετίζονται –κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο- με τον διαρκώς εξελισσόμενο χώρο των media.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρότειναν αυτό το διάλειμμα. Κυρίως δεν επέμειναν ότι η δημοσίευση της απόφασης και του σκεπτικού του Σ.τ.Ε. προηγείται κάθε νομοθετικής ή άλλης ενέργειας, ώστε να ειναι σαφή τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν στη συνέχεια. Στάθηκαν, κυρίως, στην ανάγκη μερικής ή ολικής κατάργησης του νόμου Παππά.
Αν είχαν μείνει εδώ μικρό θα ήταν το πρόβλημα. Το χειρότερο ήταν πως ακολούθως ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι πάτησαν την πεπονόφλουδα, τσίμπησαν το δόλωμα του ανασυρθέντος προπαγανδιστικού ευρήματος και μπήκαν, ως μη όφειλαν, στην ονοματολογία για το ΕΣΡ. Ας πάει κι αυτό το… παλιάμπελο. Το τρισχειρότερο ήταν πως ακολούθως οι βουλευτές τους στη Διάσκεψη, αρκούμενοι στην εγγύηση Βούτση και χωρίς να έχει καν προηγηθεί ή –έστω- πρόχειρη και ατελής νομοθέτηση, υπερψήφισαν την πρόταση που κατέθεσε ο Π.τ.Β. με μια σύνθεση για το ΕΣΡ “επαγγελματικά” ανάπηρη και πολιτικά άκρως προβληματική. Η στροφή αυτή επιβεβαιώθηκε για το ΠΑΣΟΚ στη Βουλή με την υπερψήφιση όλων των τροπολογιών Παππά ενώ το Ποτάμι διόρθωσε –εν τινι μέτρω- τη στάση των βουλευτών του στη Διάσκεψη, διαφοροποιούμενο στη σχετική ψηφοφορία.
Η “χείρα βοηθείας” είχε δοθεί. Αντί να πιεί το πικρό ποτήρι της ήττας ως το τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε να μεταθέτει και πάλι το πρόβλημα. Να επιτυγχάνει λήθη για την αντισυνταγματικότητα του νόμου και το κενό έως τη δημοσιοποίηση του σκεπτικού του Σ.τ.Ε. και να “τα ρίχνει” όλα στην ανυπαρξία του ΕΣΡ και τις ευθύνες γι αυτό της Ν.Δ.
Τι άλλαξε, λοιπόν, και υπήρξε σχετικά θετική κατάληξη που επανέφερε το… σύννεφο της ήττας επί της κεφαλής των κυβερνώντων;
Η Νέα Δημοκρατία διέγνωσε γρήγορα τους νέους συσχετισμούς που διαμόρφωσε η στάση του ΠΑΣΟΚ και των βουλευτών του Ποταμιού στη Διάσκεψη. Αποφάσισε εύλογα να μην πάρει τον μουτζούρη του αδιάλλακτου. Σε πρώτη φάση πρότεινε ως Πρόεδρο του ΕΣΡ τον πρώην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Αθ. Κουτρομάνο, πρόταση που έγινε ευνοϊκά αποδεκτή. Στη συνέχεια υπήρξε η απαγγίστρωση του Ποταμιού στα Βουλή από τη στάση των βουλευτών του, καθώς και η ηχηρή διαφοροποίηση Βενιζέλου από τη στάση που κράτησε στη σχετική ψηφοφορία η Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Η σύγκληση της Διάσκεψης των Προέδρων πήρε αναβολή. Η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στο διάστημα αυτό υπήρξε, απ’ ότι φαίνεται, σκληρή. Το αποτέλεσμά της φάνηκε τόσο με τις υποχωρητικές δηλώσεις των κυβερνητικών περί του αριθμού των αδειών όσο και με την πρόταση που κατέθεσε ο κ. Βούτσης στη νέα Διάσκεψη όσον αφορά τη σύνθεση του ΕΣΡ, η οποία δεν περιλάμβανε μόνο τον κ. κ. Κουτρομάνο ως Πρόεδρο αλλά και πλήρη “αποσυριζισμό” της πλειοψηφίας του. Ένα ακόμα “αγκάθι” που περιλάμβανε η πρόταση Βούτση απεσύρθη έπειτα από σχετική κινητοποίηση στη διάρκεια της Διάσκεψης. Έτσι φτάσαμε στην τελική κατάληξη και σε αυτό που αποκάλεσα εισαγωγικά ως μια σύνθεση του ΕΣΡ καλύτερη από πολλές προηγούμενες της ιστορίας του. Και επιπλέον στην τελεσίδικη εμπέδωση –παρά τα ενδιάμεσα βραχυκυκλώματα- του κλίματος ήττας για την όλη κυβερνητική μεθόδευση.
Γι αυτή την κατάληξη δεν δικαιούνται, βέβαια, να κομπορημονούν αυτοδοξαζόμενοι –όπως και κάνουν- όσοι ευθύνονται για τη στροφή του ΠΑΣΟΚ και των βουλευτών του Ποταμιού στην προηγούμενη Διάσκεψη. Την παρτίδα –κακά τα ψέμματα- έσωσαν οι αντιδράσεις που υπήρξαν σ’ εκείνη τη στάση τους και, κυρίως, η Νέα Δημοκρατία που επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά. Αν είχαμε μείνει στα όσα ψήφισαν στην προηγούμενη Διάσκεψη η κατάληξη θα ήταν εντελώς διαφορετική. Ο κ. Βούτσης ή θα είχε δέσει χειροπόδαρα την αντιπολίτευση και θα έβαζε από το παράθυρο (το νέο ελεγχόμενο ΕΣΡ, δηλαδή) τη στρατηγική που έβγαλε από την πόρτα το Σ.τ.Ε. ή θα μετέθετε το πρόβλημα από την απόφαση του Σ.τ.Ε. στην δήθεν άρνηση να συγκροτηθεί το Ε.Σ.Ρ.
Τέλος καλό όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς.
Μπορεί να αποφεύχθηκε τελικά ο νέος αποπροσανατολισμός, μπορεί να συμφωνήθηκε ικανοποιητική σύνθεση του Ε.Σ.Ρ αλλά με δεδομένη τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, την απουσία σαφούς και συντονισμένης τακτικής, τις εξ ανάγκης επιλογές κ.ο.κ. υπάρχουν ανοιχτά θέματα.
Καθώς είναι ακόμα άγνωστο το σκεπτικό της απόφασης του Σ.τ.Ε. είναι σχεδόν σίγουρο πως θα χρειαστεί και νέα νομοθέτηση μετά από τη δημοσίευσή του κι αυτό προδιαθέτει για νέες περιπέτειες. Στην παρούσα δε φάση επειδή τα κενά, οι αντιφάσεις και τα προβλήματα του τωρινού πλαισίου (μετά και τις τροποποιήσεις που έγιναν) είναι οφθαλμοφανή είναι εύκολο να υπάρξουν εμπλοκές. Ήδη ορισμένες δηλώσεις κυβερνητικών περί “γρήγορου διαγωνισμού” αποδεικνύουν πως τον… συριζαίο κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς.
Έπειτα επειδή η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την επιλογή των μελών του Ε.Σ.Ρ. ήταν fast track και στα γνωστά μονοπάτια δεν είναι απόλυτα σίγουρο πως η όντως καλή σύνθεσή του θα αντέξει το βάρος των μεγάλων ευθυνών που της ανατίθενται. Ας ελπίσουμε πως θα φροντίσει το ίδιο –και δεν θα εμποδιστεί- να πλαισιωθεί απ’ ότι καλύτερο υπάρχει σε ανθρώπινο δυναμικό το οποίο γνωρίζει από διάφορες οπτικές γωνίες τον χώρο των media.
Το νέο ΕΣΡ, το οποίο διαθέτει κι άλλους νομικούς πέρα από τον Πρόεδρό του ας εκμεταλευθεί το διάστημα έως τη δημοσιοποίηση της απόφασης του Σ.τ.Ε. Έως τότε ας οπλισθεί με σθένος και υπομονή για τις ενδιάμεσες παρεμβατικές τρικλοποδιές από την κυβέρνηση, καθότι “έξις δευτέρα φύσις”. Και, βέβαια ας προετοιμασθεί κατάλληλα -στελεχικά και προγραμματικά- για την επόμενη μέρα.
Κλείνοντας, όλα όσα έχουν αναφερθεί στο κείμενο οδηγούν σε πολύ πικρά συμπεράσματα για μια μερίδα των πολιτικών δυνάμεων του “ενδιάμεσου χώρου”.
Είναι ανόητο να θεωρείς πως με μικροτακτικισμούς και “ισοαποστακισμούς” κατοχυρώνεις εναλλακτική ταυτότητα.
Είναι θλιβερό να μετατρέπεις μια βαριά ήττα του –έως χθες- αντιπάλου σου σε δικό σου εσωτερικό πρόβλημα.
Είναι αθεράπευτα αφελές όταν ένας επικίνδυνος και αδίστακτος αντίπαλός βρίσκεται –έπειτα και από δικά σου χτυπήματα- στο έδαφος, αντί να του δίνεις τη χαριστική βολή, να καλείς το… «Πρώτων Βοηθειών».
Εκτός, βέβαια, κι αν δεν τον βλέπεις σαν αντίπαλο αλλά σαν τον… παραστρατημένο και μεθυσμένο γείτονα. Κάτι τέτοιο υποδηλώνουν οι πληροφορίες για το σχετικό… δούναι και λαβείν που περιείχε το ρεπορτάζ του Γ. Παπαχρήστου (12/11-ΝΕΑ).
Αυτό, όμως, είναι πολύ χειρότερο από την ανικανότητα, την αφέλεια ή το στιγμιαίο λάθος.
Είναι εγκληματικό.
Ας μείνουμε προς το παρόν σ’ αυτά.
Κι ας σκεφθούμε την επόμενη μέρα σε όλα τα πεδία –θεσμικό, μιντιακό, πολιτικό- αφού πρώτα διδαχθούμε, αντί να κομπορημονούμε, για τα λάθη της προηγούμενης.