Το 1959 ο Μπορίς Παστερνάκ τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για το μυθιστόρημα του «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Η ηγεσία του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ, μετά τις αποτυχημένες της προσπάθειες να υποκλέψει το χειρόγραφο, να εμποδίσει την έκδοση και στη συνέχεια την βράβευση του ποιητή, έδωσε εντολή για την οργάνωση «παλλαϊκών συγκεντρώσεων» καταδίκης του «αποστάτη» συγγραφέα. Μόνιμη επωδός των ομιλητών σε όλες αυτές τις συγκεντρώσεις ήταν: «Το βιβλίο του Παστερνάκ δεν το έχω διαβάσει, καταδικάζω ωστόσο απερίφραστα το περιεχόμενό του».

Προφανώς ο σύλλογος των δασκάλων στο σχολείο της πόλης Κρόμι, ενός αστικού τύπου χωριού της περιοχής Ορλόφ, σε απόσταση 400 χιλιομέτρων από την Μόσχα και με πληθυσμό περίπου επτά χιλιάδες κατοίκους, είναι αμφίβολο αν γνωρίζουν αυτή την ιστορία. Γνωρίζουν, παρόλα αυτά, ότι κάθε τι που δεν εντάσσεται στην επίσημη «πατριωτική» ιδεολογία της Ρωσίας του 21ου αιώνα, πρέπει να εξοβελίζεται στο πυρ το εξώτερον. Στη συνέλευση του συλλόγου ήταν παρούσα και η βοηθός εισαγγελέα της περιοχής, η οποία χειρίστηκε την υπόθεση «Μπίβσεφ».

Συνεδρίασαν σε πλήρη απαρτία και ο ένας μετά τον άλλον σηκωνόταν και καταδίκαζαν το συνάδελφό τους Αλεξάντρ Μπίβσεφ, επειδή την ημέρα που η Άνω Βουλή της Ρωσίας ζήτησε από τον Βλαντίμιρ Πούτιν να κηρύξει τον πόλεμο στην Ουκρανία, δημοσίευσε στο προσωπικό του ιστολόγιο στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης Vkontakte (το ρωσικό Facebook), ένα ποίημα, το οποίο, σύμφωνα με το κατηγορητήριο του δικαστηρίου, που είχε καταδικάσει τον ποιητή και δάσκαλο σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας:

«υλοποιώντας την εγκληματική του σκέψη, την 1η Μαρτίου 2014, στις Οκτώ και εικοσιτέσσερα λεπτά μετά μεσημβρίαν, στο διαμέρισμά του, σκοπίμως, με στόχο την προπαγάνδα και την προσέλκυση οπαδών για τις ιδέες του εθνικισμού, δημοσίευσε στο προσωπικό του ιστολόγιο στην σελίδα κοινωνικής δικτύωσης «Vkontakte» ένα ποίημα, το οποίο περιείχε στοιχεία πρόκλησης εχθρότητας απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων με βάση τα χαρακτηριστικά της εθνικότητας, της γλώσσας, της καταγωγής τους- «Ρώσους».

Ο σύλλογος στην πρώτη του συνεδρίαση αποφάσισε να τον τιμωρήσει με μια απλή παρατήρηση, ωστόσο στη συνέχεια ο διευθυντής του σχολείου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την τοπική εισαγγελία όπου του υποδείχτηκε πως το ζήτημα δεν μπορεί να κλείσει με μια τέτοια ποινή και πως ο σύλλογος θα πρέπει να συνεδριάσει εκ νέου και να λάβει τη σωστή απόφαση. Για να διασφαλιστεί η λήψη της σωστής απόφασης, αποφασίστηκε να είναι παρούσα και η εισαγγελέας που είχε αναλάβει την υπόθεση και η οποία λίγο αργότερα πήρε προαγωγή. Ο Αλεξάντρ Μπίβασεφ απολύθηκε και επαναπροσλήφθηκε πέντε φορές, μέσα από μια τραγελαφική διαδικασία, όπου το πρωί υπέγραφε την απόλυσή του ο διευθυντής και το ίδιο απόγευμα υπέγραφε την πρόσληψή του.

Η δημοσίευση αυτή του ποιήματος ήταν αρκετή για να ξεσπάσει μια εκστρατεία πιέσεων και προπηλακισμών, με αποκορύφωμα αφενός με την καταδίκη του και, αφετέρου, την απόλυσή του από τη θέση του δασκάλου με απόφαση του συλλόγου των διδασκόντων. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν λίγο καιρό του είχε προταθεί η θέση του διευθυντή, την οποία όμως αρνήθηκε, πιστός και αφοσιωμένος στη δουλειά που αγαπάει, δηλαδή να διδάσκει τα παιδιά της γενέθλιας πόλης του.

Πριν από όλα αυτά ο Αλεξάντρ Μπίβσεφ, είχε δημοσιεύσει το 1998 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Σκέψεις για την Ρωσία», με τη βοήθεια του τοπικού βουλευτή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας, ενώ το 2013 η δεύτερη ποιητική συλλογή του με ποιήματα για τον «Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο» εκδόθηκε με την υποστήριξη του δημάρχου της πόλης Οριόλ. Εργαζόμενος επί είκοσι χρόνια στο τοπικό σχολείο ως δάσκαλος Γαλλικών και Γερμανικών, με μισθό 10.000 ρούβλια του μήνα, δηλαδή 250 ευρώ, ο Μπίβσεφ ήταν αγαπητός σε μαθητές και συναδέλφους. Σήμερα ζει σε ένα διαμέρισμα πενταώροφου κτιρίου, της γνωστής αρχιτεκτονικής της εποχής του Χρουστσόφ, μαζί με τους υπέργηρους γονείς του. Οι γείτονες του έκοψαν την καλημέρα, πολλοί εξ αυτών πήγαν μάρτυρες κατηγορίας στο δικαστήριο λέγοντας πως τα ποιήματά του εχθρεύονται «τους Ρώσους και την Ρωσία», ζητώντας την παραδειγματική του τιμωρία και την απόλυσή του από το σχολείο «γιατί συναναστρέφεται με παιδιά».