Tο 2018, μελέτη  του Ινστιτούτου Μελετών Επικοινωνίας  στη Βόρεια Μακεδονία, αποκάλυψε ότι ενώ η τηλεόραση παραμένει η βασική πηγή ενημέρωσης για τις τρέχουσες εξελίξεις σε ποσοστό 60%, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) αποτελούν τη δεύτερη πηγή ενημέρωσης σε ποσοστό 27%. Όπως και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, στο Κόσοβο και τη Σερβία, το Facebook είναι ιδιαίτερα δημοφιλές και στη Βόρεια Μακεδονία. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα το 2018 οι προσωπικοί λογαριασμοί στο Facebook έφθασαν το 1 εκατομμύριο σε μια χώρα που ο πληθυσμός της πλησιάζει μόλις τα 2 εκατομμύρια κατοίκους.

Αναλυτές και δημοσιογράφοι που μετείχαν στην έρευνα ανέφεραν τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης ως την πρώτη πηγή παραπληροφόρησης στη χώρα. Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν αλλά σύμφωνα με υπολογισμούς ο αριθμός των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων στη Βόρεια Μακεδονία φθάνει τις 80. Από αυτές μόνο οι 20 παράγουν ειδήσεις με σοβαρό περιεχόμενο σε καθημερινή βάση.

«Ένα από τα βασικά προβλήματα που συναντάται φυσικά και σε άλλες χώρες, όπως και στην Ελλάδα είναι η «στελέχωση» των αναρίθμητων αυτών ιστοσελίδων. Πολλοί λίγοι οργανισμοί διαθέτουν τα χρήματα να προσλάβουν έμπειρους δημοσιογράφους ή γενικά δημοσιογράφους. Είναι ελάχιστος ο αριθμός των διαδικτυακών μέσων που πραγματικά θέλουν να παράγουν ειδήσεις απο ανθρώπους που ανήκουν στο επάγγελμα του δημοσιογράφου, αναφέρει η Aleksandra Temenugova από το Ινστιτούτο Μελετών Επικοινωνίας.

Αρκετοί από αυτούς τους διαδικτυακούς οργανισμούς δεν έχουν εγγραφεί ως επιχειρήσεις με μητρώο και δεν δημοσιεύουν καν τις διευθύνσεις, τα ονόματα των ιδιοκτητών, πόσο μάλλον των συντακτών και των προϊσταμένων τους.

Αleksandra Τemenugova

Σε μια τέτοια κατάσταση ο αριθμός των πηγών μέσω των οποίων η πληροφόρηση μπορεί να εξαπλωθεί αυξάνεται, επομένως το βασικό πρόβλημα, η «ερασιτεχνική δημοσιογραφία», γίνεται ακόμα πιο φανερή.

Αυτό που ανησυχεί ειδικούς και δημοσιογράφους είναι ότι η παραπληροφόρηση και οι ψευδείς ειδήσεις «ταξιδεύουν» πιο γρήγορα και κερδίζουν πιο εύκολα «έδαφος» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ό,τι φυσικά στα αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης.

«Η τάση παραγωγής και διάδοσης ψευδών ειδήσεων έχει αυξηθεί και καθόλου δεν έχει μειωθεί από το δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου και αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η χώρα ολοκληρώνει σύντομα την ένταξη της στο ΝΑΤΟ» εκτιμά η Biljana Georgievska δημοσιογράφος του τηλεοπτικού σταθμού, Klan Macedonia Television.

«Υπάρχουν πολλά είδη ιστοσελίδων, που είτε συνδέονται με συγκεκριμένα κόμματα εδώ στη Βόρεια Μακεδονία είτε με πηγές σερβικές και ρωσικές που έχουν «στόχο» τα επιτεύγματα της σημερινής κυβέρνησης. Άλλες φορές τα ίδια μέσα «αποκαλύπτουν» βλαβερές συνέπειες της συμμετοχής της χώρας στην ευρωπαϊκή διαδικασία και κυρίως σε ό,τι έπρεπε να κάνει η χώρα για να έχει αυτή την προοπτική δηλαδή την αλλαγή του ονόματος, που την χαρακτηρίζουν ως απώλεια της εθνικής ταυτότητας και συνθηκολόγηση» αναφέρει.

Biljana Georgievska

Με τον προβληματισμό της Georgievska συμφωνεί και ο Ivan Stefanovski από τη δεξαμενή σκέψης “Eurothink” που λέει χαρακτηριστικά πως «η παραπληροφόρηση στη Βόρεια Μακεδονία τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί με κέντρα πολιτικά που αντιτίθενται στην ευρωατλαντική ενσωμάτωση της χώρας».

«Ακούμε συχνά για ρωσικά bots, ψεύτικους λογαριασμούς στο Twitter κτλ. Με όρους πολιτικού περιεχομένου η παραπληροφόρηση έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο για την προώθηση «πολιτικών» ειδικά του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, VMRO-DPMNE. Το κόμμα έχει στη διάθεση του ένα μεγάλο δίκτυο δομών και «συνεργατών», που ταχύτατα διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες υπερ του κόμματος. Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις, ιδιαίτερα στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συμφωνία των Πρεσπών» καταλήγει ο Stefanovski.

«Ο τρόπος που λειτουργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως επιχειρήσεις προάγουν τον «κιτρινισμό» αλλά αυτό αποτελεί μέρος του προβλήματος» αναφέρει από την πλευρά του ο Filip Stojanovski διευθυντής του fact checking service, Metamorphosis. «Στη Βόρεια Μακεδονία είχαμε ένα πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα (πριν την κυβέρνηση Ζάεφ): Ένα «κράτος υπό αιχμαλωσία» (state capture), ένα καθεστώς όπου ένα πολιτικό κόμμα (ή συμμαχία) θέτει τη λειτουργία του κράτους υπό τον έλεγχο ενός και μόνο πολιτικού κέντρου. Αυτό ηταν το βασικό πρόβλημα της «κατάρρευσης» της δημοκρατίας, που επέτρεψε την παραπληροφόρηση να αποτελεί μια κανονικότητα στη χώρα».

Για παράδειγμα, αναφέρει ο Stojanovski, «ο «δεσποτικός» έλεγχος της δικαιοσύνης είχε επιφέρει ατιμωρησία για τη διάδοση της ρητορικής μίσους, που αποτελεί ποινικό αδίκημα στη Βόρεια Μακεδονία». «Από τη στιγμή που οι νόμοι δεν εφαρμόζονταν, ή εφαρμόζονταν επιλεκτικά, φερέφωνα του κυβερνώντος κόμματος μπορούσαν να εμφανίζονται σε μέσα ενημέρωσης με φωτογραφίες δημοσιογράφων ή ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών χαρακτηρίζοντας τους «προδότες» και παροτρύνοντας τους πολίτες να τους λιντσάρουν» αναφέρει χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, διάφοροι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κοινοποιούσαν το υλικό μέσω Facebook και Twitter.

Filip Stojanovski

Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία (3/4) των καταγεγραμμένων καταγγελιών στο Συμβούλιο Δεοντολογίας των ΜΜΕ στη Βόρεια Μακεδονία το 2018 αφορούσε ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μη ισορροπημένα ρεπορτάζ ή ειδήσεις που δεν είχαν αναφορά σε μια τουλάχιστον πηγή με το 60% αυτών των καταγγελιών να αφορά δημοσιεύματα σε ιστοσελίδες.

Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί πάντως επιχείρησαν από κοινού να δώσουν «μάχη» για να αναχαιτιστεί το ανεξέλεγκτο «κύμα» παραπληροφόρησης. Τον περασμένο Οκτώβριο ο Σύνδεσμος Δημοσιογράφων της (Βόρειας) Μακεδονίας, η Ανεξάρτητη Ένωση Δημοσιογράφων και Εργαζόμενων στα ΜΜΕ και το Συμβούλιο Δεοντολογίας συμφώνησαν και συνέταξαν ένα κοινό κείμενο με τα κριτήρια που θα προστατεύουν και θα προωθούν την αξιόπιστη δημοσιογραφία και στο διαδίκτυο.

Στο κείμενο ανάμεσα σε άλλα αναφέρουν ότι τα μέσα ενημέρωσης στο διαδίκτυο θα πρέπει να έχουν καταγεγραμμένα στοιχεία στα αρμόδια Συμβούλια και Ενώσεις, που θα αφορούν την ιδιοκτησία τους, τα στελέχη της διοίκησης αλλά και τους δημοσιογράφους που θα αποδέχονται τους κώδικες δεοντολογίας. Με το κείμενο αυτό απήυθυναν έκκληση στις αρχές να ελέγχουν αυτά τα κριτήρια όταν εκδίδουν διαπιστεύσεις σε δημοσιογράφους. Έκκληση απηύθυναν και στις διαφημιστικές εταιρείες να ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης με τα οποία προτίθενται να συνεργαστούν βάσει των παραπάνω κριτηρίων.

«Fact checking» ή ακολουθώντας βασικούς κανόνες δημοσιογραφίας;

Η μάχη εναντίον της παραπληροφόρησης στη Βόρεια Μακεδονία είναι πολυεπίπεδη. Δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους αλλά και την κοινωνία των πολιτών, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και διάφορους θεσμούς. Όλοι μαζί ή ξεχωριστά δίνουν μια «μάχη» με αυτό τον ασύμμετρο  πόλεμο.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα λειτουργούν πέντε συνολικά  fact checking services τα οποία στην πλειοψηφία τους χρηματοδοτούνται από ξένες πρεσβείες όπως αυτή των ΗΠΑ, κάτι που δεν αποκρύπτεται φυσικά στην ταυτότητα λειτουργίας τους. Πρόκειται για τις: f2n2: https://f2n2.mk/en/, factchecking, http://factchecking.mk, vistinomer https://vistinomer.mk/, investigative reporting lab Macedonia, https://irl.mk/en/, Metamorphosis: https://metamorphosis.org.mk/en/

Οι διαφορές τους είναι μικρές σε ό,τι αφορά την λειτουργία τους, με μόνη εξαίρεση το Investigative Reporting Lab στο οποίο μετέχουν κατά κύριο λόγο δημοσιογράφοι, με επικεφαλής την Saska Cvetkovska και το οποίο δεν αποκαλύπτει απλά τις ψευδείς πληροφορίες, αλλά συνεργαζόμενο με άλλες δημοσιογραφικές συνέργειες στο εξωτερικό, όπως το  Organized Crime and Corruption Reporting Project, διεξάγουν έρευνες με αφορμή κάποιες συγκεκριμένες υποθέσεις παραπληροφόρησης, όπως την έρευνα για το πώς διεξήχθη η εκστρατεία εναντίον του δημοψηφίσματος, τον Σεπτέμβριο του 2018.

Στα υπόλοιπα fact checking services μετέχουν κατά κύριο λόγο μη δημοσιογράφοι, αλλά αναλυτές.

Ο Filip Stojanovski διευθυντής του fact checking service, Metamorphosis περιγράφει τη μεθοδολογία της υπηρεσίας του λέγοντας πως επί της ουσίας αυτό που επιχειρείται είναι η ανίχνευση της πηγής μιας είδησης ή ενός ρεπορτάζ. «Εχουμε στη διάθεση μας μια σειρά ερωτήσεων ως «εργαλείων»: παρουσία ή απουσία, είδος πηγής (επίσημη, ανεπίσημη, ανώνυμη), σχετικών πηγών, πλουραλισμό – χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες δηλώσεις, διαφορετικές και από ποιους». Είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο «εκπαιδεύονται» οι πολίτες να αναζητούν τις πηγές της πληροφόρησης τους αλλά και να αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική είναι αυτή η διαδικασία.

Είναι όμως χρήσιμες αυτές οι υπηρεσίες στους δημοσιογράφους;

Η Biljana Georgievska θεωρεί πως το παραγόμενο υλικό καθυστερεί αρκετά ιδιαίτερα για τους δημοσιογράφους στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης.

«Οι υπηρεσίες fact checking, που λειτουργούν υπό την αιγίδα κάποιων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ή πρακτορείων ειδήσεων, δυστυχώς δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των δημοσιογράφων που εργάζονται ειδικά στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα καθώς το αποτέλεσμα της δουλειάς τους έρχεται χρονικά πολύ αργά για εκείνους» αναφέρει «Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να είναι πιο ορατά. Έως τώρα δεν έχει χρειαστεί να τις χρησιμοποιήσω ή το κάνω σχεδόν σπάνια. Κάποιες φορές διαβάζω κάποιες από τις αναρτήσεις τους στο Facebook μόνο και μόνο από περιέργεια, αλλά όχι από ανάγκη» προσθέτει.

Επομένως, κατά κύριο λόγο οι δημοσιογράφοι βασίζονται στα κλασικά εργαλεία της δουλειάς τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επαρκούν. «Η τακτική του ελέγχου μιας είδησης από τουλάχιστον δύο πηγές, σήμερα μοιάζει ξεπερασμένη» τονίζει η Biljana Georgievska. «Προσωπικά είτε ελέγχω την πληροφορία με όσο πιο συναφή μέσα ενημέρωσης γίνεται ή επιχειρώ να την τσεκάρω απευθείας με την πηγή μου. Όταν λέω «συναφή» εννοώ ότι έχω μια λίστα από ειδησεογραφικές ιστοσελίδες ή τηλεοπτικά κανάλια όπου εργάζονται αξιόπιστοι δημοσιογράφοι, τους οποίους γνωρίζω προσωπικά και που σέβονται και τηρούν τους κώδικες δεοντολογίας».

Από την πλευρά τους, μέλη των fact checking services εκτιμούν πως αν υπήρχε περισσότερη συνεργασία με τους δημοσιογράφους τα «ανακλαστικά» τους θα ήταν πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά. Επίσης θεωρούν πως η προσπάθεια τους δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς τα μέσα ενημέρωσης σπάνια θέλουν να εμπλακούν σε δημόσιες συζητήσεις για το τι είναι «ποιοτική δημοσιογραφία».

Ο Filip Stojanovski επισημαίνει πάντως ότι η διαδικασία ελέγχου μιας είδησης ή πληροφορίας είναι ούτως ή άλλως βασική αρχή της δημοσιογραφίας. Παρ’ όλα αυτά αναφέρει πως υπάρχει αγαστή συνεργασία της υπηρεσίας του «με μέσα ενημέρωσης που έχουν κοινές αξίες» με την ομάδα του. «Αναδημοσιεύουν τα άρθρα μας και συμμετέχουν με τις ομάδες τους σε διάφορες δραστηριότητες» προσθέτει.

Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία των συγκεκριμένων υπηρεσιών (fact checking services) έχει βασικό στόχο την «παιδεία στα ΜΜΕ» στο να ξεχωρίζουν οι πολίτες τι είναι είδηση και τι όχι, τι αποτελεί παραπληροφόρηση, ψευδή είδηση, πώς να αναζητούν τις «πηγές» όσων ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων διαβάζουν κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας