Το τελευταίο διάστημα ολοένα και πιο συχνά, βλέπουν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες, κατηγορίες, φήμες και αντιδράσεις με διαψεύσεις, σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζουν οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες στον παγκόσμιο ιστό.
Η φήμη πως η διαρροή των emails του αμερικανικού Δημοκρατικού κόμματος, έγινε δυνατή μετά από «παρέμβαση» Ρώσων χάκερ, απασχόλησε όχι μόνο την αμερικανική, αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη, ενώ η ίδια η Γερμανίδα καγκελάριος αναγκάστηκε να δηλώσει δημοσίως πως φοβάται «ανάμιξη» της Ρωσίας στην προεκλογική περίοδο της Γερμανίας, σε μια προσπάθεια της πρώτης να καθορίσει ή, τουλάχιστον, να επηρεάσει τις υποθέσεις του μεγάλου γείτονα και εταίρου της στη Δύση.
Η αλήθεια είναι πως κατά τη δεκαετία του 1990 – 2000 και ενώ η Ρωσία προσπαθούσε να συνέλθει από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι μυστικές της υπηρεσίες, ο μόνος, ίσως θεσμός που βγήκε σχεδόν ανέπαφος από την, υπαρξιακών διαστάσεων, κρίση, είχαν ήδη «εγκατασταθεί» στο χώρο του Διαδικτύου. Όλες οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου, υποχρεώθηκαν να εγκαταστήσουν ένα «μαύρο κουτί» με την κωδική ονομασία SORM-2 και να το συνδέσουν μέσω μίας ειδικής γραμμής με τις περιφερειακές διευθύνσεις της FSB. Το γεγονός αυτό ενώ υπήρχε ως φήμη, ή αν θέλετε ως αστικός μύθος μέχρι τις μέρες μας, έρχεται να επιβεβαιωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο σήμερα, λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου δύο συγγραφέων, του Αντρέι Σολντάτοφ και της Ιρίνας Μπόρογκαν με τίτλο «Η μάχη για το Ρωσικό Διαδίκτυο».
Ήταν το καλοκαίρι του 1998 όταν η μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη Βίκα Γιεγκόροβα εργαζόταν ως δημοσιογράφος ενός μικρού, εξειδικευμένου περιοδικού. Η ίδια, από χρόνια, είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τα Μαθηματικά, γι’ αυτό και σπούδασε στο επίζηλο Ινστιτούτο Μηχανικής Φυσικής της Μόσχας. Έχοντας αλλάξει αρκετές θέσεις εργασίας, τελικά βρέθηκε στη σύνταξη του περιοδικού «Ο κόσμος των καρτών», το οποίο ασχολούνταν με τις τεχνολογίες για το τραπεζικό σύστημα. Το περιοδικό δεν ήταν ευρέως γνωστό, ενώ η ίδια η Βίκα δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πιστωτικές κάρτες, την ενδιέφερε όμως η κρυπτογραφία και σύντομα βρέθηκε με αρκετές ενδιαφέρουσες γνωριμίες στο σχετικά μικρό και κλειστό περιβάλλον των κρυπτογράφων.
Ήταν μια ημέρα του Ιουνίου όταν δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από κάποιο νέο γνωστό της, ο οποίος δούλευε σε μια μικρή, άκρως απόρρητη, εταιρεία. Η Βίκα γνώριζε πως όλος ο κλάδος αυτός, συνδεόταν στενά με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία κρατικών επικοινωνιών και πληροφορίας της Προεδρίας της Ρωσικής Δημοκρατίας, η οποία είχε δημιουργηθεί κατά τα πρότυπα της αμερικανικής NSA.
Ήταν η εποχή που η εν λόγω υπηρεσία βρισκόταν σε πόλεμο με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB), την «μητέρα» των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί ένας ανταγωνισμός που είχε σχέση με το ποια από τις δύο θα έχει περισσότερους πόρους και στελέχη, ιδιαίτερα όμως ποιος θα έχει τον έλεγχο της εξαιρετικά κερδοφόρας αγοράς του Διαδικτύου, όπως η κρυπτογράφηση, τις υπηρεσίες της οποίας οι τράπεζες μπορούσαν να αγοράσουν και να χρησιμοποιήσουν μόνο με έγκριση των μυστικών υπηρεσιών.
Η Βίκα πήγε στη συνάντηση, δελεασμένη από την υπόσχεση του γνωστού της, πως οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για τις τεχνολογίες που αφορούν στις πιστωτικές κάρτες. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε κάπου στη Μόσχα και μόλις η Γιεγκόροβα πήρε στα χέρια της το φάκελο, κατάλαβε από την πρώτη κιόλας σελίδα, πως οι πληροφορίες που περιείχε δεν αφορούσαν τις πιστωτικές κάρτες. Ήταν το προσχέδιο κάποιου εγγράφου, στο πάνω μέρος του οποίου υπήρχε η ένδειξη «συμφωνήθηκε», υπογραφές όμως, συμπεριλαμβανομένου του υποδιευθυντή της FSB δεν υπήρχαν.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου, όλες οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου θα έπρεπε να εγκαταστήσουν ειδικές συσκευές, «μαύρα κουτιά», τα οποία θα ήταν συνδεδεμένα με την FSB. Κάτι τέτοιο θα της επέτρεπε μυστικά να έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το οποίο το 1998 ήταν το βασικό μέσο επικοινωνίας στο Διαδίκτυο. Το «μαύρο κουτί» με την κωδική ονομασία SORM ήταν ένα «σύστημα τεχνικών μέσων για τη διασφάλιση των διωκτικών επιχειρήσεων» στα δίκτυα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κοντολογίς, η ουσία ήταν η παρακολούθηση ατόμων ή ομάδων μέσω του Διαδικτύου.
Η Γιεγκόροβα κατάλαβε πως είχε να κάνει με μια διαρροή, προκειμένου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία κρατικών επικοινωνιών και πληροφορίας της Προεδρίας της Ρωσικής Δημοκρατίας να εκθέσει την FSB.
Η ίδια δεν ήξερε τι να κάνει, έπρεπε όμως να αποφασίσει και μάλιστα αμέσως. Άρχισε να τηλεφωνεί σε γνωστούς της, οι οποίοι εργάζονταν σε διάφορα μεγάλα περιοδικά πληροφορικής. Γνώριζε, επίσης, πολύ καλά, πως είχε στα χέρια της ένα πολιτικό σκάνδαλο, μόνο που δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά, θυμήθηκε τον Ανατόλι Λεβεντσούκ, έναν σαραντάρη από το Ροστόφ ο οποίος είχε τη φήμη του επενδυτικού γκουρού στο χώρο των ειδικών του ρωσικού Διαδικτύου. Είχε μάλιστα τη φήμη του φιλελεύθερου και του μαχητικού ακτιβιστή για την ελεύθερη αγορά χωρίς τις κρατικές παρεμβάσεις. Το 1994 είχε ιδρύσει την ιστοσελίδα «Libertarium.ru», μια ιστοσελίδα για τις τεχνολογίες της ελευθερίας στον ψηφιακό κόσμο, η οποία, στη συνέχεια, μετατράπηκε στο βασικό φόρουμ και πηγή πληροφόρησης για την ελευθεριότητα και ταυτόχρονα, ο χώρος απ’ όπου ξεκινούσαν διάφορες εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.
Ο Λεβεντσούκ αμέσως κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, καθότι ήταν γνώστης της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μυστικών υπηρεσιών. Διάβασε το έγγραφο κι αμέσως αποφάσισε ότι πρέπει να δράσει, εφόσον σύντομα η FSB θα μπορούσε να δρα ανεξέλεγκτη παρακολουθώντας τα πάντα στο Διαδίκτυο. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η μυστική υπηρεσία θα ήταν υποχρεωμένη να έχει δικαστική εντολή, ωστόσο, την ίδια στιγμή, μπορούσε να μην το επιδείξει σε κανέναν, ούτε καν στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου, με την δικαιολογία πως πρόκειται για «απόρρητη κρατική πληροφορία». Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με το έγγραφο, τα έξοδα αγοράς και εγκατάστασης των «μαύρων κουτιών» επιβάρυναν τις ίδιες τις εταιρείες. Το σύστημα SORM ουσιαστικά ήταν μια «κερκόπορτα» μέσω της οποίας η μυστική υπηρεσία αποκτούσε πρόσβαση στα δεδομένα ανύποπτων χρηστών του Διαδικτύου.
Μαζί με την Βίκα, πήγαν στο σπίτι του, σκάναραν το έγγραφο και την επόμενη ημέρα το δημοσιοποίησαν στην ιστοσελίδα librartarium. Η εξέλιξη αυτή, προφανώς, ήταν κάτι που δεν περίμεναν εκείνοι που διέρρευσαν το υλικό, με στόχο να φτάσει στα χέρια της Γιεγκόροβα. Εκείνο που υπολόγιζαν ήταν ότι η νεαρή δημοσιογράφος, θα το έδινε στον διευθυντή του μικρού περιοδικού στο οποίο εργαζόταν κι εκείνος, το πολύ πολύ, να έγραφε κάποια πικρόχολο σχόλιο σε μία από τις σελίδες του επόμενου τεύχους. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας κρατικών επικοινωνιών και πληροφορίας της Προεδρίας της Ρωσικής Δημοκρατίας ήθελαν απλά να ρίξουν μια προειδοποιητική βολή προς την FSB ώστε η τελευταία να ξέρει πως η πρώτη γνωρίζει τα σχέδιά της. Δυστυχώς για εκείνους όμως το έγγραφο έπεσε στα χέρια του Λεβεντσούκ, ο οποίος ξεκίνησε ολόκληρη εκστρατεία ενημέρωσης της ρωσικής κοινής γνώμης και άρχισε τη συλλογή υπογραφών κατά του SORM, με παράλληλες εμφανίσεις σε δημοφιλείς τηλεοπτικές εκπομπές. Στη συνέχεια, ετοίμασε ερωτηματολόγια, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου στην επικοινωνία τους με την FSB. Η υπόθεση προκάλεσε σεισμικές δονήσεις στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας. Η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση ήταν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής κοινότητας του κλάδου των τηλεπικοινωνιών και του Διαδικτύου. Στη συνέχεια, η υπόθεση έγινε γνωστή διεθνώς, φέροντας σε δύσκολη θέση τη ρωσική ηγεσία. Η προδοσία όμως δεν άργησε. Μέρος των εταιρειών, προσπάθησαν αρχικά να αντισταθούν, στη συνέχεια όμως συμβιβάστηκαν με τις μυστικές υπηρεσίες και εγκατάστησαν τα «μαύρα κουτιά». Όπως αναφέρει ο ίδιος στους συγγραφείς του βιβλίου «Όλα τελείωσαν πολύ θλιβερά. Κέρδισα ένα χρόνο. Και λοιπόν; Μετά από λίγο η υπόθεση δεν ενδιέφερε κανέναν». Στο μεταξύ διάφοροι γνωστοί και άγνωστοί του μετέφεραν τους χαιρετισμούς της FSB με την υπόσχεση πως «δεν θα ξεχάσουμε τι έκανες και κάποτε θα το πληρώσεις».
Αξίζει να σημειώσουμε πως την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη οι δημοφιλείς σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Ήταν η εποχή κατά την οποία όμως το Διαδίκτυο είχε προλάβει να αλλάξει τους κανόνες της δημόσιας συζήτησης. Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, στο Διαδίκτυο υπήρχε η δυνατότητα της αμφίδρομης σχέσης και του σχολιασμού από τους χρήστες. Η δημοφιλία των ιστοσελίδων και των φόρουμ του Λεβεντσούκ ήταν τεράστια την εποχή εκείνη, πράγμα που ανησύχησε πολλούς.
Για την ιστορία αναφέρουμε πως μετά το SORM, είχαμε τις βελτιωμένες εκδόσεις του SORM-2 και SORM-3, η τελευταία μάλιστα, έχει τη δυνατότητα να συνεργάζεται με όλες τις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες της Ρωσίας ταυτόχρονα.
Το SORM δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια γενικευμένη παρακολούθηση των χρηστών του Διαδικτύου, προσδίδοντας νέες διαστάσεις στην λέξη «παρακολούθηση» με ότι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, συλλογική ή ατομική ζωή των Ρώσων πολιτών.