Το να πούμε ότι το 2022 συνέβησαν πολλά είναι μάλλον μια συγκρατημένη δήλωση. Πάνω από όλα, ο απρόκλητος και αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Για να βγάλουν νόημα από τη χρονιά, πολλά μέσα ενημέρωσης συνέταξαν ανακεφαλαιώσεις στο τέλος του έτους, best-ofs και “listicles”. Το ίδιο και το EUdisinfo. Ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση της κατάστασης της ακαδημαϊκής έρευνας σχετικά με τη χειραγώγηση της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης της παραπληροφόρησης.
Αν αναλογιστούμε τον τεράστιο όγκο των ακαδημαϊκών ερευνών που περιέχουν τη λέξη-κλειδί “παραπληροφόρηση”, έναν από τους πιο δημοφιλείς όρους που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συζητήσεις, φαίνεται ότι έχουμε περάσει μια κορυφή. Το 2017, όχι περισσότερα από 5.490 άρθρα αναφέρονταν στην παραπληροφόρηση, σύμφωνα με το Google Scholar, το μεγαλύτερο αποθετήριο ακαδημαϊκών συγγραμμάτων στον κόσμο. Μέχρι το 2020, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 16.500 και το 2021 κορυφώθηκε στον εντυπωσιακό αριθμό των 23.200. Αυτό σημαίνει σχεδόν τρεις ακαδημαϊκές εργασίες κάθε ώρα καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Ακολουθεί μια επιλογή από τις σχετικές με την παραπληροφόρηση έρευνες που δημοσιεύτηκαν το 2022. Ο κατάλογος αυτός δεν αποτελεί ούτε ολοκληρωμένη ούτε αντιπροσωπευτική επισκόπηση όλων των ερευνών που διεξάγονται. Είναι όμως μερικές από αυτές που θεωρήσαμε ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Για να είμαστε δίκαιοι, η παραπληροφόρηση είχε γίνει κάποια στιγμή πολύ της «μόδας».
Δημοσιογράφοι, δεξαμενές σκέψης, αναλυτές, υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, πολιτικοί -όλοι ήθελαν να συμμετάσχουν σε αυτό. Η εστίαση της προσοχής στα προβλήματα είναι κάτι θετικό. Η οικοδόμηση μιας επιφανειακής σπουδαιότητας γύρω από αυτά, όχι και τόσο. Αλλά παρά το ντόρο που έγινε, την υπερβολική φασαρία, η παραπληροφόρηση ως ζήτημα ήρθε για να μείνει.
Ωστόσο, μετά από όλες αυτές τις συζητήσεις, αναλύσεις, άρθρα και κεντρικές ομιλίες, δεν πιστεύουν όλοι ότι η παραπληροφόρηση έχει αρνητικό αντίκτυπο στον πραγματικό κόσμο. Εξετάζοντας την ακαδημαϊκή έρευνα σχετικά με τη συγκεκριμένη πτυχή της παραπληροφόρησης, υπάρχει εκπληκτικά λίγη.
Αν και είναι δύσκολο να «βάλουμε το δάχτυλο» στην ακριβή επίδραση που έχει η χειραγώγηση της πληροφόρησης στις κοινωνίες μας και σε εμάς ως άτομα, δεν είναι αδύνατο.
Ακόμη και αν η έρευνα σχετικά με τον αντίκτυπο της παραπληροφόρησης απέχει πολύ από το να είναι πειστική, ορισμένα χαρακτηριστικά μπορούν να κάνουν την επιτυχία μιας επιχείρησης χειραγώγησης πληροφοριών πιο πιθανή. Σε μια βιβλιογραφική ανασκόπηση για το Σουηδικό Πανεπιστήμιο Άμυνας, ο Claes Wallenius περιέγραψε τέσσερα από αυτά. Πρώτον, η πρόθεση χειραγώγησης του αποστολέα είναι κρυφή. Δεύτερον, κρύβεται η ανταγωνιστική πρόθεση του αποστολέα. Τρίτον, το μήνυμα δεν απέχει πολύ από την παρούσα άποψη του παραλήπτη. Και τέλος, το μήνυμα κατασκευάζεται συναισθηματικά και όχι ορθολογικά. Αν αυτό ακούγεται οικείο, είναι επειδή η Ρωσία παίζει τα περισσότερα από αυτά τα χαρτιά εδώ και χρόνια.
Ένα θέμα που τίθεται πολύ συχνά στις συζητήσεις σχετικά με τη χειραγώγηση των ξένων πληροφοριών είναι η παρέμβαση στις εκλογές. Μια ομάδα επιστημόνων από ιταλικά, φινλανδικά και αμερικανικά πανεπιστήμια μελέτησε τον αντίκτυπο των παραπλανητικών πληροφοριών στις ψήφους υπέρ των λαϊκιστικών κομμάτων στις ιταλικές εκλογές του 2018. Διαπίστωσαν ότι η έκθεση σε παραπλανητικές πληροφορίες ευνοεί τα λαϊκιστικά κόμματα ανεξάρτητα από την προηγούμενη υποστήριξή τους, αλλά και ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί να εξηγήσει το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης του λαϊκισμού.
Όλα είναι στο μυαλό μας
Η πρόσληψη της λανθασμένης πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης είναι συνυφασμένη με τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό μας. Ο μεγάλος όγκος ερευνών σχετικά με τις ψυχολογικές πτυχές της χειραγώγησης της πληροφορίας εξηγεί το γιατί.
Σε ένα άρθρο για την επιθεώρηση Nature Review Psychology, οι Ullrich K. H. Ecker κ.ά. εξέτασαν τους γνωσιακούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς παράγοντες που οδηγούν τους ανθρώπους να διαμορφώνουν ή ακόμη και να επικροτούν προσυπογράφοντας μια λανθασμένη άποψη. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι λανθασμένες πεποιθήσεις προκύπτουν γενικά μέσω των ίδιων μηχανισμών που δημιουργούν τις ακριβείς πεποιθήσεις, αυτές που δημιουργούνται κατόπιν αξιόπιστων αποδείξεων. Πρόκειται για ένα μείγμα γνωσιακών παραγόντων όπως η διαισθητική σκέψη και κοινωνικο-συναισθηματικών παραγόντων.
Όταν αποφασίζουν τι είναι αλήθεια, οι άνθρωποι συχνά μεροληπτούν ώστε να πιστεύουν στην εγκυρότητα των πληροφοριών και να εμπιστεύονται τη διαίσθησή τους αντί να σκέφτονται.
Επίσης, η επανάληψη αυξάνει την πίστη τόσο στις παραπλανητικές πληροφορίες όσο και στα γεγονότα.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, οι Álex Escolà-Gascón et al διερεύνησαν τα ψυχοπαθολογικά προφίλ που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους που είναι επιρρεπείς στην κατανάλωση παραπλανητικών πληροφοριών. Αφού διεξήγαγαν μια σειρά δοκιμασιών σε περισσότερους από 1.400 εθελοντές, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα με υψηλές βαθμολογίες στη σχιζοτυπία (μια κατάσταση που δεν διαφέρει πολύ από τη σχιζοφρένεια), την παράνοια και τον ιστριονισμό, ευρύτερα γνωστό ως δραματική διαταραχή προσωπικότητας είναι πιο ευάλωτα στις αρνητικές επιπτώσεις των παραπλανητικών πληροφοριών. Τα άτομα που δεν ανιχνεύουν παραπλανητικές πληροφορίες τείνουν επίσης να είναι πιο αγχώδη, ευεπίφορα και ευάλωτα σε έντονα συναισθήματα.
Δυστυχώς, ακόμη και όταν οι άνθρωποι αναγνωρίζουν παραπλανητικές πληροφορίες στο διαδίκτυο, πολλοί τείνουν να παραμένουν αδρανείς αντί να τις αμφισβητούν. Οι Selin Gurgun et al έθεσαν ως στόχο να κατανοήσουν το γιατί. Εν συντομία, πολλοί πιθανοί λόγοι μπορούν να εξηγήσουν τη σιωπή στο διαδίκτυο απέναντι στις παραπλανητικές πληροφορίες, αλλά εμπίπτουν σε μία από τις έξι ακόλουθες κατηγορίες: προσανατολισμός στον εαυτό, προσανατολισμός στις σχέσεις, προσανατολισμός στους άλλους, προσανατολισμός στο περιεχόμενο, ατομικά χαρακτηριστικά και τεχνικοί παράγοντες.
Ακόμα χειρότερα, ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται ότι όχι μόνο πιστεύουν παραπλανητικές πληροφορίες, αλλά και επιδοκιμάζουν, υποστηρίζουν παραπλανητικές πληροφορίες που δεν πιστεύουν. Σε ένα άρθρο για το Current Opinion in Psychology, οι Daniel A. Effron και Beth A. Helgason εξέτασαν έρευνες σχετικά με τρεις ψυχολογικούς παράγοντες που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να υιοθετούν την παραπληροφόρηση: την κομματικοποίηση, τη φαντασία και την επανάληψη. Συνοπτικά, η κομματικοποίηση μπορεί να μειώσει τα ηθικά πρότυπα, η φαντασία και η κομματικοποίηση μπορούν και οι δύο να κάνουν το ευρύτερο νόημα του ψεύδους να φαίνεται αληθινό και η επανάληψη μπορεί να αμβλύνει τις αρνητικές αντιδράσεις των ανθρώπων στις ψευδείς πληροφορίες.
Σε αναζήτηση λύσεων: από τη διάψευση στην προ-διάψευση
Ευτυχώς, δεν είναι όλα καταδικασμένα. Ενώ η παραπληροφόρηση δεν είναι αστείο θέμα, το χιούμορ μπορεί να είναι μια αποτελεσματική απάντηση. Οι Mark Boukes και Michael Hameleers διεξήγαγαν ένα πείραμα για να συγκρίνουν τα αποτελέσματα, την επίδραση στους ανθρώπους του fact check, της απόδειξης με βάση τον έλεγχο γεγονότων και την επίδραση μετά από χιουμοριστική ή σατυρική αντιμετώπιση. Διαπίστωσαν ότι και οι δύο μορφές ελέγχου των γεγονότων – πραγματικές και σατιρικές – ήταν εξίσου αποτελεσματικές στη μείωση της συμφωνίας με τις ψευδείς πληροφορίες και της θεωρούμενης αξιοπιστίας τους. Ο τακτικός έλεγχος των γεγονότων ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός μεταξύ των ατόμων που συμφωνούσαν με τις πληροφορίες που ελέγχθηκαν, ενώ ο σατιρικός έλεγχος των γεγονότων ήταν εξίσου αποτελεσματικός σε όλους τους τομείς.
Παρά τη χρησιμότητά τους, ο έλεγχος γεγονότων και η διάψευση έχουν ορισμένους θεμελιώδεις περιορισμούς. Ο ένας είναι ότι η διάψευση αντιδρά σε κάτι που έχει ήδη συμβεί. Με άλλα λόγια, είμαστε πάντα ένα βήμα πίσω από τον αντίπαλο.
Ένας άλλος περιορισμός είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ελεγκτές γεγονότων (factcheckers) στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το ίδιο κοινό στο οποίο στοχεύουν οι κακόβουλοι παράγοντες. Ως απάντηση, οι ερευνητές αναζητούν τώρα τρόπους να προσεγγίσουν τους ανθρώπους πριν τους φτάσουν οι παραπλανητικές πληροφορίες.
Μια τέτοια προσέγγιση είναι το prebunking ή ο ψυχολογικός εμβολιασμός. Τα ακαδημαϊκά βαριά ονόματα Jon Roozenbeek, Sander van der Linden κ.ά. θέτουν τη θεωρία σε δοκιμασία. Βασιζόμενοι στα αποτελέσματα επτά ερευνών με σχεδόν 30.000 συμμετέχοντες, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα βίντεο “εμβολιασμού” μπορούν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση ψυχολογικής αντίστασης ενάντια σε κοινές τεχνικές χειραγώγησης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης υπερβολικά συναισθηματικής γλώσσας, της ασυνέπειας, των ψευδών αντιθέσεων, του αποδιοπομπαίου τράγου και των επιθέσεων ad hominem. Ακόμη περισσότερο, διαπίστωσαν ότι αυτά τα βίντεο είναι αποτελεσματικά όχι μόνο σε εργαστηριακό περιβάλλον αλλά και σε μια πλατφόρμα διαμοιρασμού βίντεο στην πραγματική ζωή και επομένως μπορούν εύκολα να εφαρμοστούν σε κλίμακα.