Η Τουρκία αποτελεί σήμερα ντε φάκτο μέρος του ισοζυγίου ισχύος και επιρροής στο σύστημα ισορροπιών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και ο υπεύθυνος γι’ αυτό δεν είναι άλλος από τον Ταγίπ Ερντογάν.
Η αναρρίχηση, το 2003, και η μετέπειτα εδραίωση στην εξουσία του ισλαμοσυντηρητικού προέδρου- ισλαμοεθνικιστή κατ’ άλλους- χρησιμοποιώντας κατά περίσταση σιδηρά πυγμή και λαϊκή πειθώ, σηματοδότησε την “μεταμόρφωση” της Άγκυρας από ένα στατικό και συχνά παθητικό, πειθήνιο παράγοντα των ευρωατλαντικών δομών, σ’ ένα δυναμικό, απρόβλεπτο και άκρως διεκδικητικό διεθνή παίκτη. Διεκδικητικό και απαιτητικό απέναντι σε παγκόσμιες δυνάμεις και υπερεθνικές δομές όπως η ΕΕ, διεκδικητικό και απαιτητικό απέναντι στους γείτονες του.
Για αρκετούς, ο Ερντογάν είναι το κόκκινο πανί της πρόκλησης κάτι που αντικειμενικά δυσκολεύει την ψύχραιμη αποτίμηση των κινήσεών του στην πολιτική και διπλωματική σκακιέρα κι απ’ τον κανόνα αυτό δεν απετέλεσε εξαίρεση η πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα.
Με αφορμή το ταξίδι αυτό, τις προοπτικές που ανοίγει για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το πως οι τουρκικές άμεσες επιδιώξεις και απώτερες αξιώσεις εμπλέκονται με άλλα ανοιχτά ζητήματα στην ευρύτερη διεθνή σκηνή, μιλήσαμε με τον διεθνολόγο, διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) Δρ. Κωνσταντίνο Φίλη.
– Έχουν ακουστεί και έχουν γραφτεί πολλά για τον Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια που πρωταγωνιστεί στην τουρκική και διεθνή πολιτική σκηνή. Τον έχουν συγκρίνει κατά καιρούς με διάφορους, “μεγάλους” και μη. Αλλά τί πραγματικά πρεσβεύει αυτή η φυσιογνωμία για την Τουρκία και πως κατόρθωσε να αναδειχθεί σε υπολογίσιμο παγκόσμιο παίκτη;
“Ο Ερντογάν είναι ένας βαθιά θρησκευόμενος μουσουλμάνος που αναρριχήθηκε στην εξουσία συνάπτοντας τακτικές συμμαχίες κόντρα σ’ ένα πολύ σκληρό κατεστημένο όπως ήταν το κεμαλικό, και σ’ έναν μηχανισμό που είχε απλωμένα τα πλοκάμια του σε όλες τις δομές εξουσίας, της δικαστικής περιλαμβανομένης, και βέβαια ενάντια σε ένα παρακράτος.
Η άνοδος του δεν ήταν συγκυριακό φαινόμενο. Ο Ερντογάν δεν είναι σε καμία περίπτωση μια τυχαία προσωπικότητα. Πήρε απ’ το χέρι το πολιτικό Ισλάμ και το έφερε στην εξουσία όπου το εδραίωσε, για πρώτη φορά μετά την σύσταση της τουρκικής δημοκρατίας το 1923.
Απ’ όταν ίδρυσε το AKP, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το 2001, και ως το 2006 έδειξε ένα μεταρρυθμιστικό προφίλ βασισμένο σε τρεις άξονες: α) ιδιαίτερα φιλελεύθερος στο θέμα της οικονομίας, όχι μόνον για τα τουρκικά δεδομένα, β) φιλελεύθερος, συγκριτικά με τους κεμαλιστές, στο θέμα των δικαιωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Κούρδοι αποκτούν φωνή και αναγνωρίζονται ως οντότητα στα χρόνια του κάτι το οποίο μέχρι τότε αρνούνταν να κάνουν οι κεμαλιστές- στην συνέχεια βέβαια τους αντιμετώπισε κι αυτός με τον ίδιο τρόπο. γ) Εναρμονίζει σε σημαντικό βαθμό την τουρκική νομοθεσία με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή υιοθετώντας μια σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Κατόρθωσε έτσι να κερδίσει την υποστήριξη των Δυτικών, ειδικότερα των Ευρωπαίων, οι οποίοι είδαν στο πρόσωπό του έναν μετριοπαθή ισλαμιστή ηγέτη που παρέπεμπε στα πρότυπα της ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας. Η άλλη τακτική συμμαχία του Ερντογάν ήταν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν (τον ιμάμη που σήμερα κατηγορεί ως ενορχηστρωτή του πραξικοπήματος του 2016). Γνωρίζοντας ότι κινδύνευε να έχει την τύχη του Ερμπακάν σε περίπτωση που δεν κατόρθωνε να διεισδύσει στους μηχανισμούς εξουσίας, χρησιμοποίησε το δίκτυο του Γκιουλέν για να το πετύχει, κυρίως ως προς το δικαστικό σύστημα και την αστυνομία,. Ωστόσο, μετά το 2011, η συμμαχία με τον ιμάμη αρχίζει να σπάει. Έτσι λοιπόν, οι δύο κυριότεροι σύμμαχοί του στην φάση αναρρίχησης του στην εξουσία ήταν η Δύση και ο Γκιουλέν”.
-Κατά κάποιο τρόπο, η αναγγελία της επίσκεψής του στην Αθήνα, ήταν μια έκπληξη. Ως γνωστόν ο Ερντογάν είναι ένας πολιτικός που δεν αφήνει ευκαιρία να πάει χαμένη. Είδε, λοιπόν, την ελληνική πρόσκληση ως ευκαιρία, κι αν ναι, για ποιο απ’ όλα τα μέτωπα που έχει ανοίξει; Σε τι πραγματικά αποσκοπούσε η επίσκεψή του εδώ δεδομένου ότι δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά κάτι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
“Θα περίμενε κανείς ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα αξιοποιούσε την επίσκεψη αυτή για να προβεί σε κάποιο άνοιγμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς βρίσκεται σε απομόνωση από τα περισσότερα κράτη-μέλη της και έχει ανάγκη τους Ευρωπαίους λόγω της υποχώρησης της τουρκικής οικονομίας. Οι ευρωπαϊκές εταιρίες είναι οι πρώτες σε επενδύσεις στην χώρα του και η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της. Εφόσον ο Ερντογάν έχει βασίσει ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής κυριαρχίας του στην οικονομία, δεν έχει την πολυτέλεια να έρθει αντιμέτωπος με την ΕΕ τη στιγμή μάλιστα που οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ διανύουν δύσκολη περίοδο. Προδιαγράφονται δε ακόμα πιο δύσκολες λόγω της υπόθεσης (Ρεζά) Ζάραμπ.
Θα περιμέναμε λοιπόν ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα αξιοποιούσε την ευκαιρία της παρουσίας του στην Αθήνα για να απευθυνθεί στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, φαίνεται όμως ότι ο εγωϊσμός του δεν τον άφησε να το κάνει, ίσως επειδή δεν ήθελε να φανεί ότι η Αθήνα μπορεί να γίνει ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Ίσως δεν ήταν έτοιμος και για κάτι τέτοιο, πάντως την ευκαιρία την έχασε.
Ήρθε στην Ελλάδα θέτοντας τη δική του ατζέντα, μ’ έναν τρόπο που τουλάχιστον δημόσια εγκλώβισε τις συζητήσεις και τις περιόρισε σε ζητήματα που ήταν ψηλά στην ατζέντα της Τουρκίας, αλλά όχι της Ελλάδας. Η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να συζητά για την Συνθήκη της Λωζάνης, ούτε για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης”.
-Στην συνέντευξή του στο “Βήμα της Κυριακής” είπε ότι “μας δεσμεύει η Λωζάνη με εξαίρεση τη Θράκη” και πως “υπάρχουν πολλές εκκρεμότητες στο Αιγαίο”. Τι σημαίνει αυτή η δήλωση;
“Ο Ερντογάν δεν διαθέτει νομικά επιχειρήματα για να στηρίξει τις απόψεις του, νομίζω μάλιστα πως δεν τον ενδιαφέρει η νομική ερμηνεία της Συνθήκης της Λωζάνης, τον ενδιαφέρει να δημιουργήσει μια κατάσταση απειλής προς πάσα κατεύθυνση.
Η προσέγγισή του είναι πως αν η Τουρκία χάσει σε κάποιο από τα μέτωπα που αποτελούν προτεραιότητά της, όπως αυτό της Μέσης Ανατολής, και πως αν τα συμφέροντά της σ’ αυτήν την ζωτικής σημασίας περιοχή αγνοηθούν, ή αν κρίνει ότι οι Δυτικοί -το αφήγημα του Ερντογάν στο εσωτερικό- στηρίζουν τους εχθρούς της, βλέπε Γκιουλέν, Κούρδοι του PKK, της Συρίας κλπ, τότε μπορεί να φτάσει στο σημείο ακόμα και να επιχειρήσει κάποιου είδους αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, όχι με νομικά μέσα, αλλά μέσω της ισχύος. Δεν μιλάμε για υπαρκτή απειλή αλλά για προσπάθεια του Ερντογάν να δημιουργήσει αυτή την πιθανότητα για να μπορέσει να εξασφαλίσει ή να προωθήσει καλύτερα τα τουρκικά συμφέροντα σε διάφορα μέτωπα.
Πρόκειται περισσότερο για μια οιωνεί απειλή και λιγότερο για πραγματική, διότι αν θέλεις να υλοποιήσεις μια απειλή συνήθως δεν την προαναγγέλλεις”.
-Ειπώθηκε ότι ήταν μια επίσκεψη που προκάλεσε ένταση και σύγχυση. Για “επίσκεψη – φιάσκο” έκανε λόγο η αντιπολίτευση. Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η αποτίμηση αυτού του ταξιδιού; Ποια πλευρά βγήκε-αν βγήκε-περισσότερο κερδισμένη;
“Μπορούμε να κρίνουμε το ταξίδι Ερντογάν μόνον από πλευράς εντυπώσεων και εικόνας. Δεν μπορεί κανένας, με εξαίρεση αυτούς που συμμετείχαν στις συνομιλίες, να πει με βεβαιότητα ποια είναι τα αποτελέσματά του. Διότι η ουσία της επίσκεψης βρίσκεται στην κατ’ ιδίαν συζήτηση Τσίπρα-Ερντογάν. Η ουσία του ταξιδιού βρίσκεται στην συμφωνία επαναφοράς των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, και κυρίως των διερευνητικών επαφών που είχαν παγώσει τα τελευταία χρόνια. Η ουσία βρίσκεται σε μια σειρά άλλων συμφωνιών, ή και διαφωνιών, που υπήρξαν κατ’ ιδίαν και οι οποίες δεν έχουν βεβαίως γνωστοποιηθεί σε εμάς.
Σε επίπεδο εικόνας και εντυπώσεων, τα πράγματα είναι θετικά για τον Ερντογάν ως προς το εγχώριο ακροατήριό του, αλλά έχασε ακόμη περισσότερο ως προς το ευρωπαϊκό, μιλώντας περί αναθεώρησης μιας συνθήκης η οποία έχει ορίσει σύνορα.
Βεβαίως, ήταν θετική η εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού καθώς τοποθετήθηκε σε ζητήματα φλέγοντα όπως η Αγία Σοφία, το Κυπριακό, η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης -ως εσωτερικό ζήτημα της Ελλάδας – όπου εκεί είδαμε τον Ερντογάν, αν όχι να αναδιπλώνεται, σίγουρα να μην απαντά ευθέως.
Υπ’ αυτή την έννοια είναι κερδισμένη η ελληνική πλευρά. Αλλά αν κρίνουμε με βάση το παρελθόν, δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι αυτός ο Ερντογάν, εν έτει 2017, θα θελήσει να κάνει κάποιους συμβιβασμούς προς την Ελλάδα ενώ φλερτάρει τόσο έντονα με το εθνικιστικό στοιχείο στο εσωτερικό της χώρας του”.
-Το προσφυγικό αναδεικνύεται σε ζήτημα της στρατηγικής σφαίρας δοκιμάζοντας τις αντοχές διμερών και πολυμερών σχέσεων. Η Τουρκία έπαιξε εδώ σκληρό παιχνίδι με τους Ευρωπαίους, πάντα με διεκδικητική στάση. Υπήρξαν πληροφορίες για μυστική συμφωνία Τσίπρα-Ερντογάν ώστε να κάνει αποδεκτές στο μέλλον η Τουρκία επαναπροωθήσεις προσφύγων όχι μόνο από τα νησιά του Αιγαίου αλλά και από την ενδοχώρα κατά παρέκκλιση του πλαισίου της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας. Θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτό μια χειρονομία καλής θέλησης εκ μέρους του Ερντογάν, ή ενδεχομένως κρύβει κάτι άλλο;
“Θα μου έκανε εντύπωση να πρότεινε η Ελλάδα στην Τουρκία κάτι σε διμερές επίπεδο κατά παρέκκλιση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, διότι σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα κινδύνευε να βρεθεί εκτεθειμένη έναντι των Ευρωπαίων. Αν όμως υποθέσουμε ότι αυτή η πρόταση τυγχάνει της σιωπηρής έγκρισης των τελευταίων, τότε η αποδοχή της από πλευράς Τουρκίας ασφαλώς και συνιστά μια κίνηση καλής θέλησης. Δεν είναι πάντως κάτι θεαματικό που θα οδηγήσει σε ελληνο-τουρκική προσέγγιση και δεν γνωρίζουμε αν επίσης θα οδηγήσει στην αναστολή των προσφυγικών ροών”.
-Υπάρχει μια ιδιόμορφη κατάσταση σήμερα στην Τουρκία. Ο κεμαλισμός ως κυρίαρχο ιδεολογικό κατασκεύασμα έχει υποχωρήσει, έχει διαμορφωθεί ένα προσωποπαγές σύστημα εξουσίας με ελάχιστες συναινέσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό, που καταφεύγει συχνά στην εμπρηστική ρητορική, την αναμόχλευση οδυνηρών ιστορικών μνημών, που υποδαυλίζει το διχασμό. Αλλά πόσο σταθερό και ακλόνητο είναι στην πραγματικότητα το σύστημα εξουσίας του Ερντογάν; Δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να απειλήσει την παντοδυναμία του;
“Εφόσον δεν προκύψει κάτι απρόοπτο, και δεν τον αγγίξουν προσωπικά οι ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν εις βάρος του γιου του Μπιλάλ, εις βάρος του ευρύτερου οικογενειακού περίγυρού του αλλά και εις βάρος του ίδιου στο πλαίσιο της υπόθεσης Ζάραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή την στιγμή που μιλάμε ο Ερντογάν είναι ακλόνητος. Βεβαίως, το ότι είναι ακλόνητος δεν σημαίνει ότι η Τουρκία είναι σταθεροποιημένη. Θα έλεγα ότι συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο: Όσο ο Ερντογάν ενισχύεται, τόσο δημιουργούνται συνθήκες αποσταθεροποίησης στην Τουρκία. Και ο τρόπος που έχει επιλέξει ο ίδιος να ενισχύσει την εξουσία του κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, είναι τέτοιος που εντείνει πολλές φορές σε ακραίο σημείο την πόλωση και τον διχασμό”.
-Αρκετοί αναλυτές, ως επί το πλείστον Αμερικανοί, θεωρούν ότι η Τουρκία θα είναι το επόμενο καταρρέον κράτος στη Μέση Ανατολή. Με δεδομένο- όπως έχετε κι εσείς επισημάνει- ότι για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες η Άγκυρα στερείται στέρεων συμμαχιών, δεν θα μπορούσε αυτή η άποψη να έχει λογική βάση;
“Πρώτον: Αυτό είναι ένα σενάριο απευκτέο τόσο για τους Αμερικανούς όσο και για τους Ευρωπαίους και πολύ περισσότερο για την Ελλάδα. Δεύτερον: Η Τουρκία διαθέτει ισχυρές θεσμικές δομές ώστε να αποφύγει την τύχη άλλων μουσουλμανικών χωρών παρά το γεγονός ότι η απουσία διάδοχης κατάστασης θα μπορούσε σε περίπτωση απροσδόκητων εξελίξεων να περιπλέξει παρά πολύ σοβαρά τα πράγματα. Παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες της, παρά το ότι έχει απομακρυνθεί από την Δύση, παρά τον προσανατολισμό της προς την Ανατολή, παρά το γεγονός ότι είναι βυθισμένη στα προβλήματα της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα το συριακό, παρά το ότι η οικονομία της βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, δεν νομίζω ότι η Τουρκία με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, θα μπορούσε να κατακερματιστεί όπως συνέβη με κάποιες άλλες μουσουλμανικές ή αραβικές χώρες”.
-Ο Τούρκος πρόεδρος έχει δημιουργήσει το γνωστό αφήγημα για τα “σύνορα της καρδιάς μας”, δηλαδή τις περιοχές στις οποίες εξαπλώνονταν κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από την Ευρώπη ως την Αραβική Χερσόνησο και στις οποίες προφανώς η Τουρκία δικαιούται σήμερα να ασκεί την επιρροή της. Τι υποδηλώνει αυτό το στόρι; Είναι μόνον προς εσωτερική κατανάλωση, για να χαϊδεύει τα αυτιά των οπαδών του;
“Πρώτα απ’ όλα δείχνει μεγαλομανία. Κατά δεύτερο λόγο, δείχνει την πρόθεση της Τουρκίας να δημιουργήσει εστίες επιρροής σε διάφορα σημεία του πλανήτη αξιοποιώντας τις μουσουλμανικές μειονότητες που υπάρχουν σε αυτά. Σαφώς και πρόκειται για επεξεργασμένο σχέδιο το οποίο λειτουργεί ως εξής: Μουσουλμανικοί πληθυσμοί- ακόμα καλύτερα όταν είναι τουρκογενείς, ή όταν η Άγκυρα τους βαφτίζει τουρκικούς, όπως π.χ. στην Θράκη- που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή περιοχές μακριά από τα άμεσα ζωτικά τουρκικά συμφέροντα, είναι δυνατόν να προσεταιριστούν και να αναπτυχθεί μαζί τους ένα δίκτυο επαφών και χρηματοδότησης, ώστε να υπάρχει ένα επιπλέον εργαλείο πίεσης έναντι διαφόρων εθνικών κυβερνήσεων”.
-Η Αθήνα διεμήνυσε για άλλη μια φορά ότι στηρίζει αυτό που αποκαλείται “ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας”. Ωστόσο, η Κομισιόν έχει κάνει λόγο για “στροφή προς τα πίσω” όσον αφορά στην εκπλήρωση των κριτηρίων ένταξης της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό μπλοκ, ιδιαίτερα στους τομείς της ελευθερίας της έκφρασης και του κράτους δικαίου. Υπάρχει στ’ αλήθεια ευρωπαϊκή προοπτική για την Τουρκία;
“Αυτή την στιγμή, η απάντηση είναι κατηγορηματικά “όχι”. Είναι πολύ δύσκολο όσο έχουμε αυτό το ισλαμο-εθνικιστικό υπόδειγμα διακυβέρνησης στην Τουρκία, να δούμε κάποια διαφοροποίηση. Νομίζω πως και οι δύο πλευρές έχουν αρχίσει να εξετάζουν την προοπτική ανάπτυξης μιας ειδικής σχέσης. Αυτή μπορεί για τυπικούς λόγους να διατηρεί ανοιχτό το σενάριο της ένταξης, στην πραγματικότητα όμως θα αφορά μια αμοιβαία επωφελή σχέση σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος”.
Σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας: “Η νυν τουρκική ηγεσία εδώ και αρκετά χρόνια ακολουθεί σκόπιμα πολιτική εξισλαμισμού της χώρας” είχε πει ο Πούτιν όταν οι Τούρκοι κατέρριψαν το ρωσικό μαχητικό στην Συρία πριν δύο περίπου χρόνια. Χτες όμως, πήγε στην Άγκυρα για να τα πει με τον Ερντογάν για την Συρία και την Ιερουσαλήμ μετά την απόφαση Τραμπ. Τι είδους σχέση υπάρχει ανάμεσά τους; Είναι τόσο οπορτουνιστές και οι δύο;
“Πρόκειται για μία σχέση τακτικισμού που στην παρούσα φάση εμφανίζει πράγματι χαρακτηριστικά οπορτουνισμού.
Ωστόσο, όσο η Τουρκία απομακρύνεται από την Ευρώπη και συνολικά από την Δύση, προφανώς έχει περισσότερους λόγους να έρχεται πιο κοντά με την Ρωσία. Ο Ερντογάν μπορεί και συνομιλεί πιο εύκολα με τον Πούτιν απ’ ότι με τους απαιτητικούς σε θέματα δημοκρατίας, Ευρωπαίους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Ρωσία μπορεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να υποκαταστήσει τη Δύση στον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας, αλλά όσο μια κατάσταση παγιώνεται, τόσο πιο δύσκολη θα είναι στη συνέχεια η επαναφορά της στην πρώτερη θέση της… Θα πρέπει να πούμε πως στην σχέση Τουρκίας-Ρωσίας, τουλάχιστον ως προς το συριακό, η Τουρκία έχει ρόλο κομπάρσου.
Δεν είναι αυτή η οποία επιβάλει την ατζέντα της, αλλά η πλευρά που είναι υποχρεωμένη να αποδέχεται την ρωσική ατζέντα και σε σχέση με τον Άσαντ και σε σχέση με άλλα ζητήματα μόνον και μόνον επειδή ο απώτερος στόχος της είναι να μπορέσει να ανακόψει την δυναμική των Κούρδων της Συρίας”.
-Μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ: Τι σημαίνει αυτό το νέο στοιχείο στην ευρύτερη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής;
Υπάρχει μια σημαντική συνεργασία που έχει αρχίσει από το 2010. Προφανώς οι συνθήκες έχουν επιταχύνει τις εξελίξεις και έχουν ενισχύσει αυτή την συνεργασία. Αν η Τουρκία είχε επαφές με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, τα πράγματα πιθανότατα θα ήταν διαφορετικά. Κάποια στιγμή, αν και δεν διαφαίνεται αυτό στο ορατό μέλλον, οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας-Αιγύπτου-Ισραήλ πιθανόν να επανακάμψουν. Στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα θα πρέπει να έχει διασφαλίσει πως δεν θα επηρεαστούν αρνητικά οι σχέσεις της με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Άρα, θα πρέπει να έχουν εδραιωθεί σε διάφορα επίπεδα κι όχι μόνον στο ενεργειακό που είναι ένα πολύ ανοιχτό θέμα. Σαφώς οι ελληνο-ισραηλινές και ελληνο-αιγυπτιακές σχέσεις έχουν περισσότερα στρατηγικά χαρακτηριστικά απ’ ότι οι σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας, αλλά σε κάθε περίπτωση υπόκειται στην προϋπόθεση της μη βελτίωσης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο”.
-Θεωρείτε ότι η συμμαχία μας με το Ισραήλ επιβαρύνει την σχέση μας με τον αραβικό κόσμο;
“Αν δεν υπήρχε η Αίγυπτος στο κάδρο, θα έλεγα “ναι”. Εφόσον υπάρχει η χώρα αυτή, θα έλεγα μάλλον όχι…”
-Δυτικά Βαλκάνια: Ελληνικές πρωτοβουλίες με φόντο την αναβίωση των εθνικισμών, η τετραμερής του Βελιγραδίου την περασμένη εβδομάδα, κρίσεις εθνικής ταυτότητας σε ΠΓΔΜ και Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αλλά και καθολική επιθυμία ευρωατλαντικής ένταξης, ο φόβος της Ουάσιγκτον για την ρωσική επιρροή στην περιοχή, η δεδομένη επιρροή της Άγκυρας αλλά και η διείσδυση της Κίνας. Ποιες είναι οι προοπτικές γι’ αυτή την ασταθή περιοχή της Ευρώπης σήμερα;
“Αυτή την στιγμή που μιλάμε, η πρόγνωση για τα Βαλκάνια είναι δυσοίωνη. Και αυτό διότι, τα δυτικά Βαλκάνια μαστίζονται από την αναβίωση των εθνικισμών, από τεράστια οικονομικά προβλήματα, από πολύ έντονα φαινόμενα διαφθοράς, από εθνοτικές διαφορές-βλέπε σλαβικό στοιχείο εναντίον αλβανικού και τούμπαλιν- ενώ η απουσία ευρωπαϊκής προοπτικής- ακόμα κι αν το τελευταίο διάστημα η ΕΕ προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα αυτής της συζήτησης- δεν βοηθάει καθόλου, αντιθέτως επιδεινώνει την κατάσταση. Από ΄κει και πέρα, έχουμε έναν ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, ενώ στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός θα έπρεπε να είναι μεταξύ Δύσης και Κίνας.
Διότι η Ρωσία έχει μια αρκετά πιο οπορτουνιστική θεώρηση για τα Βαλκάνια απ’ ότι για την Μέση Ανατολή. Νομίζω ότι οι Αμερικανοί σφάλλουν όταν ρίχνουν όλο το βάρος της προσπάθειας τους στα Βαλκάνια στην απόκρουση της ρωσικής επιρροής λησμονώντας ότι η Κίνα είναι αυτή που έχει αρχίσει να διεισδύσει έντονα στην περιοχή και στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη φθάνοντας σταδιακά μέχρι και τις χώρες της Βαλτικής. Εφόσον τα δυτικά Βαλκάνια αποτελέσουν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας-ΗΠΑ-ΕΕ-Ρωσίας, τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο.
Η μόνον ουσιαστική προοπτική για την περιοχή είναι ένα μείγμα αποκατάστασης της ευρωπαϊκής πορείας της και επενδύσεων από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων και από την Κίνα. Ωστόσο, θεωρώ το δεύτερο πιθανότερο από το πρώτο… Είναι δύσκολο για την Ευρώπη στη φάση που βρίσκεται σήμερα, αλλά και λόγω της κατάστασης που βρίσκονται τα Βαλκάνια, να κάνει σοβαρή συζήτηση για την προοπτική ένταξης στην ΕΕ χωρών των δυτικών Βαλκανίων. Η ΕΕ εν αντιθέσει με το ΝΑΤΟ, υπόκειται σε μια γραφειοκρατία και θέτει προϋποθέσεις και διαδικασίες στις οποίες δεν είναι εύκολο να ανταποκριθούν χώρες με προβλήματα όπως η Αλβανία ή η ΠΓΔΜ, ή ακόμα χειρότερα η Βοσνία-Ερζεγοβίνη που είναι ένα σχεδόν αποτυχημένο κράτος”.
-Ευρωπαϊκή Ένωση: Περισσότερο από ποτέ οι εντάσεις και οι φυγόκεντρες δυνάμεις έχουν ενισχυθεί. Πρόσφατα είχαμε τη συμφωνία για τους όρους του Brexit εν μέσω αντεγκλήσεων Δουβλίνου και Ενωτικών της Βόρειας Ιρλανδίας, στη Γερμανία το άστρο της Μέρκελ τρεμοσβήνει και στον ορίζοντα διαφαίνεται πολιτική αστάθεια, στην Πολωνία έγινε το μεγάλο συλλαλητήριο των ακροδεξιών. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, ο Μάρτιν Σουλτς ζητά ως το 2025 να έχουν σχηματιστεί οι “Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”. Ποια-και πως θα είναι- η επόμενη μέρα για το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Θα μπορούσε ποτέ η ΕΕ να διαλυθεί όπως διαλύθηκε πριν από 25 χρόνια η Γιουγκοσλαβία;
“Όχι. Δεν νομίζω ότι μπορεί να διαλυθεί, αλλά δεν νομίζω επίσης ότι υπάρχει σήμερα σοβαρή προοπτική εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης στο πρότυπο μιας ομοσπονδοποίησης της ΕΕ. Η προοπτική αποσύνθεσης δεν υφίσταται διότι ακόμα είναι νωπές οι μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του γεγονότος ότι μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες- ένα διάστημα που είναι σταγόνα στον ωκεανό του ιστορικού χρόνου-οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους. Πιστεύω επίσης ότι μια μεγάλη μερίδα πολιτών, που κατά πάσα πιθανότητα είναι η πλειοψηφία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, θέλει την Ευρωπαϊκή Ένωση με όλα τα λάθη, τις παραλείψεις της και τις αδυναμίες της. Απ’ την άλλη, είναι πάρα πολύ δύσκολο έχοντας το Brexit απ’ τη μια, τις χώρες του Βίζενγκραντ απ’ την άλλη και με τις υφιστάμενες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών, να δούμε μια τέτοια συνολική εμβάθυνση. Όμως, σε επιμέρους επίπεδο – οικονομία, εμπόριο, ασφάλεια, άμυνα, εξωτερική πολιτική- η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να προχωρήσει μεταξύ κάποιων εκ των κρατών-μελών. Μια Ευρώπη των περιφερειών ή κάποιων κύκλων, όπου θα υπάρχει ένας μικρός πυρήνας κρατών με στενή συνεργασία σε διάφορα επίπεδα και θα περικλείεται από έναν πιο ευρύ πυρήνα. Στην παρούσα φάση, αυτό φαίνεται να είναι το πιο ρεαλιστικό σχέδιο”.