Οι σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ πέρασαν σε μία νέα φάση, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Πρόκειται για την σοβαρότερη κρίση ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους γεωπολιτικούς παίκτες στη νεότερη ιστορία. Το προηγούμενο επεισόδιο είχε να κάνει με την σύγκρουση στη Νότια Οσετία και τον πόλεμο με την Γεωργία το 2008, το οποίο ωστόσο δεν είχε προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις εκ μέρους του ΝΑΤΟ και της Δύσης εν γένει.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά τα γεγονότα στην Κριμαία, το επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία από την μια πλευρά και το ΝΑΤΟ με την Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη, είναι στην περιοχή του παγωμένου μηδέν. Εκτός αυτού, τα γεγονότα στην Κριμαία, ενίσχυσαν τη στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, γεγονός που η Ρωσία εκλαμβάνει ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια.
Παράγοντες ενίσχυσης της έντασης
Η πρώτη παραδοχή που πρέπει να κάνουμε στο συγκεκριμένο θέμα είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα γεγονότα του 2008 και του 2014.
Για την Ρωσία, η επιχείρηση προσάρτησης της Κριμαίας ήταν μία προληπτική αντίδραση της Μόσχας σε μία απειλή κατά των συμφερόντων της, μετά την αλλαγή κυβέρνησης στο Κίεβο. Αντίστοιχα, η επιχείρηση καταναγκασμού της Γεωργίας να υπογράψει συνθήκη ειρήνης, ήταν απάντηση σε μία άμεση και ξεκάθαρη στρατιωτική επιθετικότητα, με θύματα Ρώσους στρατιωτικούς μελών της ειρηνευτικής δύναμης.
- Η κριμαϊκή επιχείρηση της Ρωσίας οδήγησε σε ανατροπή της γεωστρατικής και πολιτικής κατάστασης. Το 2008 η ρωσική παρέμβαση και η επακόλουθη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση του status quo κατά την ρωσική πλευρά.
- Η κρίση στη Νότια Οσετία διήρκησε ένα μήνα περίπου. Η ουκρανική κρίση διαρκεί μέχρι σήμερα, έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της Κριμαίας και μετεξελίχθηκε σε αντιπαράθεση του Κιέβου με τις αυτοανακηρυχθείσες περιοχής του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.
- Τέλος, ριζική είναι η διαφορά στην επίδειξη των επιτευγμάτων της ρωσικής στρατιωτικής μεταρρύθμισης, η οποία, κατά την ρωσική πλευρά, οδήγησε σε άνοδο της πολεμικής ετοιμότητας των Ενόπλων Δυνάμεών της.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να θυμίσουμε πως ο σύντομος πόλεμος στον Καύκασο, αποκάλυψε τις περιορισμένες δυνατότητες των ρωσικών στρατευμάτων, να διεξάγουν μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις, καθώς και την τεχνολογική και οργανωτική τους υστέρηση. Η νίκη τότε είχε αποδοθεί στην αριθμητική υπεροχή της ρωσικής πλευράς. Τα παραπάνω, ίσως λειτούργησαν «καταπραϋντικά» για τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Η εν συνεχεία συμμετοχή της Ρωσίας στις διαπραγματεύσεις για την ειρηνική διευθέτηση του προβλήματος, σύμφωνα με το σχέδιο των Μεντβέντεφ – Σαρκοζί, προφανώς δημιούργησε την ψευδαίσθηση σε πολλούς, ότι η Ρωσία υποχώρησε στις πιέσεις της Δύσης. Προφανώς, δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Μόσχα είχε πετύχει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους που είχε θέσει και δεν ενδιαφερόταν για κάτι παραπάνω. Ωστόσο, εκείνο που μάλλον δεν μελετήθηκε επαρκώς τότε, ήταν η κατηγορηματική επιδίωξη της Ρωσίας να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα και πέραν των συνόρων της, με προσφυγή μάλιστα, στην στρατιωτική ισχύ.
Μόνο με βάση τα παραπάνω μπορεί να ερμηνευτεί η έκπληξη ή μάλλον καλύτερα το σοκ που βίωσε η Δύση και το ΝΑΤΟ τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2014. Η ταχύτητα και η μυστικότητα με την οποία διεξήχθη η επιχείρηση, κατέλαβε εξαπίνης το ΝΑΤΟ, πράγμα που ομολόγησαν δημόσια ανώτατοι επιτελικοί αξιωματικοί του.
Εν μέρει, βέβαια, μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα του μειωμένου ρόλου που διαδραμάτιζε η ατλαντική συμμαχία μετά την λήξη του Ψυχρού πολέμου, κυρίως όμως με το χαμηλό επίπεδο των αναλύσεων των υπηρεσιών του για την Ρωσία. Προφανώς, μελετώντας το πυρηνικό οπλοστάσιο, την αντιπυραυλική άμυνα της Ρωσίας, αλλά και τις εξελίξεις στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίας, το ΝΑΤΟ δεν έδωσε τόσο μεγάλη προσοχή σε άλλα ζητήματα. Όπως και να είχαν όμως τα πράγματα, παραμένει το γεγονός της πλημμελούς κατανόησης της Ρωσίας από τους δυτικούς θεσμούς.
Η επιχείρηση στην Κριμαία θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα υπόδειγμα πετυχημένης υλοποίησης της στρατηγικής fait accompli, δηλαδή του τετελεσμένου γεγονότος. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία ασήμαντη σύγκρουση η οποία εξελίχθηκε ραγδαία, χωρίς να αφήνει στον αντίπαλο χρόνο για να αναστοχαστεί την στρατηγική και την τακτική του, υποχρεώνοντάς τον πρακτικά, να αποδεχτεί την κατάσταση. Το συμπέρασμα όμως, εκ των υστέρων, είναι ότι το ΝΑΤΟ κατανόησε πως η Ρωσία πλέον είναι έτοιμη να διεξάγει προληπτικές επιχειρήσεις που θα αποσκοπούν στην αλλαγή του status quo και οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μία μακρόχρονη κρίση.
Οι Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ μετά το 2014 έλαβαν μία σειρά μέτρα με πρώτο και κύριο την European Reassurance Initiative (ERI), η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των συμμάχων και κυρίως των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στην σταθερή επιδίωξη των Η.Π.Α. να διασφαλίζει και να εγγυάται την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα των χωρών αυτών, έναντι της ρωσικής επιθετικότητας. Η ERI περιλαμβάνει:
- αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας του ΝΑΤΟ
- αύξηση του αριθμού των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων
- δημιουργία αποθεμάτων για τις περιόδους κρίσης
- ανάπτυξη των υποδομών
- ανάπτυξη των σχέσεων με τα νέα μέλη του ΝΑΤΟ
Ο προϋπολογισμός της ERI για το 2015 ήταν 985 εκατομμύρια δολάρια, το 2016 περίπου 790 εκατομμύρια δολάρια, ενώ για το 2017 το ποσό αυτό τετραπλασιάστηκε κι έφτασε τα 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι δαπάνες για την ενίσχυση της παρουσίας των νατοϊκών δυνάμεων αυξήθηκε κατά δύο σχεδόν φορές και ξεπέρασαν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ 1,9 δισεκατομμύρια διατέθηκαν για την ανάπτυξη στρατιωτικών αποθεμάτων στην Ευρώπη.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως για το 2016 οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας ήταν 3,8 τρισεκατομμύρια ρούβλια, δηλαδή περίπου 63 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 4,5% του Α.Ε.Π., χωρίς να συμπεριλαμβάνει 800 δισεκατομμύρια ρούβλια (13 δισεκατομμύρια δολάρια ή 1% του Α.Ε.Π.) για την πληρωμή των δανείων του κλάδου της πολεμικής βιομηχανίας. Κοντολογίς, οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας είναι το 5,4% των συνολικών δαπανών των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ. Για το διάστημα 2017 – 2019 η Ρωσία σχεδιάζει να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες στο επίπεδο των 2,7 – 2,8 τρισεκατομμυρίων ρουβλίων.
Ποιες απειλές βλέπει η Ρωσία
Η Ρωσία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσει το στρατιωτικό της δυναμικό. Βασικές της προτεραιότητες είναι η Αρκτική και η Κριμαία, τα νοτιοδυτικά της σύνορα, δηλαδή οι παραμεθόριες περιοχές με την Ουκρανία.
Στις τελευταίες περιοχές έχει αναπτύξει τρεις αυτοκινούμενες μεταρχίες: την 114η στην περιοχή του Σμολένσκ και του Μπριάνσκ, την 3η στο Βορόνεζ και το Μπέλγκοροντ και την 150η στην περιοχή του Ροστόφ. Επανασυστάθηκε η 1η μεραρχία τεθωρακισμένων στο Οντίντσονο και η 8η μεραρχία στο Νοβοτσερκάσκ, ενώ στην πόλη του Βορόνεζ επανήλθε η διοίκηση της 20ης στρατιάς.
Οι μετακινήσεις αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι μέχρι το 2014 η Ρωσία δεν ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς στα σύνορα με την Ουκρανία. Δεδομένης όμως της αλλαγής της κατάστασης αλλά και τουσυνεχιζόμενου υβριδικού πολέμου στις ανατολικές περιοχές, προέκυψε η ανάγκη να καλυφθεί το κενό στην άμυνα αυτής της στρατηγικά κρίσιμης για την άμυνα της Ρωσίας περιοχής, αλλά και να ενισχυθεί η δυνατότητά της να αντιδράσει εγκαίρως.
Αντίστοιχες κινήσεις γίνονται σε σε άλλες στρατιωτικές περιοχές. Στην Κεντρική στρατιωτική επιτροπή ανασυστάθηκε η 90η μεραρχία τεθωρακισμένων στο Τσελιάμπινσκ, ενώ στη Νότια στρατιωτική επιτροπή η 42η μηχανοκίνητη μεραρχία στην Τσετσενία. Θα πρέπει να σημειωθεί πως πολλές από αυτές τις αποφάσεις συνδέονται όχι τόσο με την αύξηση των δυνάμεων, αλλά με περικοπές και ανασχηματισμούς στα πλαίσια του μεταρρυθμιστικού προγράμματος 2000 – 2020.
Στις βορειοανατολικές περιοχές της Ρωσίας, δηλαδή εκείνες που συνορεύουν με τις χώρες της Βαλτικής, οι κινήσεις της είναι πολύ προσεκτικές, αλλά και στοχευμένες. Έτσι στην περιοχή του Καλίνινγκραντ ιδρύθηκε η διοίκηση του 11ου σώματος στραρού, ενώ το 7ο ανεξάρτητο μηχανοκίνητο σύνταγμα της φρουράς, μετανομάστηκε σε ταξιαρχία.
Προβλήματα αντιμετωπίζει η Ρωσία με τον στόλο της Βαλτικής, όπου στα μέσα του 2016 η πολιτική ηγεσία της χώρας αναγκάστηκε να αποστρατεύσει το σύνολο των ανώτατων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένου και του αντιναύαρχου Βίκτωρ Κραβτσούκ, για “σοβαρές παραλείψεις στην οργάνωση της πολεμικής ετοιμότητας, της καθημερινής εκπαίδευσης του προσωπικού, την μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την παράταξη του προσωπικού, την αδιαφορία έναντι των υφισταμένων, καθώς επίσης και για απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης στις υπηρεσιακές αναφορές”. Την ίδια περίοδο καταγράφηκε απότομη αύξηση της εγκληματικότητας στους κόλπους του πολεμικού ναυτικού.
Η Λευκορωσία
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση της Λευκορωσίας, η οποία συνδέεται στενά με την Ρωσία και στρατιωτικά και πολιτικά. Το καθεστώς Λουκασένκο εν γένει, ακολουθεί την πολιτική της Μόσχας σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο και συμμερίζεται τις απόψεις της σχετικά με τον εκ Δυσμάς κίνδυνο του ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι το Μινσκ ακολουθεί μία δική του εξωτερική πολιτική, αποφεύγοντας την άμεση αντιπαράθεση με τη Δύση και, επιπλέον, δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις θέσεις της Μόσχας. Αυτό φάνηκε τόσο στην άρνησή του να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας, όσο και στην εξαιρετική προσεκτική πολιτική του στο ζήτημα της Κριμαίας. Επιπλέον, θα πρέπει να τονίσουμε πως η Ρωσία δεν έχει σημαντική στρατιωτική παρουσία στην Λευκορωσία, αφού διαθέτει στα εδάφη αυτής της χώρας μόνο συστήματα ραντάρ και προειδοποίησης για πυραυλική επίθεση, καθώς και σταθμούς τηλεπικοινωνιών. Το 2016 οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνία για τη δημιουργία ενιαίου περιφερειακού συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία ρωσικής αεροπορικής βάσης που όμως δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι στιγμής.
Η γεωστρατηγική σημασία της Λευκορωσίας έγκειται στον αποκαλούμενο “διάδρομο του Σουβάλσκ”, η κατάληψη του οποίου μπορεί να αποκόψει εντελώς τις χώρες της Βαλτικής από την χερσαία επικοινωνία της με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η Λευκορωσία είναι μία “υγειονομική ζώνη” ανάμεσα στην Ρωσία και το ΝΑΤΟ, πράγμα που υποχρεώνει τους δύο αντιπάλους να μην επιθυμούν καμία αλλαγή στο υφιστάμενο status quo. Εννοείται πως η Ρωσία θα αντιμετωπίσει ως casus beli κάθε προσπάθεια αποσταθεροποίησης του καθεστώτος στην Λευκορωσία ή έστω την αύξηση της στρατιωτικής και πολιτικής πίεσης του ΝΑΤΟ προς αυτή την χώρα.
Η Ουκρανία
Το μέτωπο με την Ουκρανία, η Αρκτική και η Κριμαία, δείχνουν να είναι οι άμεσες προτεραιότητες της Ρωσίας αυτήν την περίοδο.
Η Κεντρική Ασία και η ρωσική Άπω Ανατολή είναι έμμεσες προτεραιότητες ως προς την ανακατονομή της ισχύος των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
Κατά την κυρίαρχη σχολή σκέψης της ρωσικής ηγεσίας, οι βασικοί κίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια της χώρας προέρχονται από το ΝΑΤΟ αλλά και από τις φιλοδοξίες ορισμένες ασιατικών κρατών.
Η Μόσχα προφανώς δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το ΝΑΤΟ, πολύ δε περισσότερο μία στρατιωτική σύγκρουση μαζί του. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της συμμαχίας, συμπεριλαμβανομένων της ERI και των μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων κοντά στα ρωσικά σύνορα, αλλά και η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, μαζί με την ανάπτυξη του αμερικανικού αντιπυραυλικού συστήματος, προκαλεί νευρικότητα και εκλαμβάνεται ως απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας και, κυρίως για την περιοχή του Καλίνινγκραντ.
Ανεξάρτητα όμως από την ένταση που κυριαρχεί, το επίπεδο διακινδύνευσης παραμένει χαμηλό, αφού και οι Η.Π.Α. και η Ρωσία, είναι ικανοποιημένες από την υπάρχουσα κατάσταση. Οι μεν ΗΠΑ αύξησαν με μικρό κόστος τα στρατιωτικά τους αποθέματα, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα ασφάλειας των συμμάχων τους, η δε Ρωσία, δεν θεωρεί αυτές τις κινήσεις ως άμεση απειλή για την ίδια.
Εκείνο που θα προκαλέσει σίγουρα τη ρωσική αντίδραση, απρόβλεπτη εν πολλοίς, είναι μία πιθανή ένταση στην δραστηριότητα της συμμαχίας κοντά στα ρωσικά σύνορα. Σε μία τέτοια περίπτωση, πολύ πιθανόν η Ρωσία να λάβει συμπληρωματικά, ασύμμετρα μέτρα για την διασφάλιση των βορειοδυτικών της συνόρων. Ας μην λησμονούμε την ύπαρξη πολυάριθμων ρωσόφωνων κοινοτήτων και στις τρεις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά.
Ούτε η Ρωσία, ούτε το ΝΑΤΟ αυτή την περίοδο, έχουν κανένα συμφέρον για την αλλαγή προς το καλύτερο. Το επίπεδο των μεταξύ τους σχέσεων, είναι ικανοποιητικό, αφού και οι δύο πλευρές αποφεύγουν κινήσεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποσταθεροποιητικά. Συνεχίζονται οι επαφές σε ανώτατο επίπεδο μεταξύ του αρχηγού του γενικού επιτελείου των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων Βαλέρι Γκεράσιμοφ με τον αρχηγό των νατοϊκών στρατευμάτων στην Ευρώπη, αλλά και με τον ομόλογό του των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Καταβάλλονται επίσης προσπάθειες για πολιτικές διαβουλεύσεις, χωρίς ωστόσο να θίγονται θεμελιώδη ζητήματα, όπως αυτό της Κριμαίας. Θα λέγαμε ότι μάλλον κυριαρχεί ένα πνεύμα real politic ανεξάρτητα από τις επίσημες δηλώσεις και των δύο πλευρών. Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η περίοδος, είναι κάτι που θα το μάθουμε στο μέλλον.