Με τον Γκεόργκι Ζότοφ, γνωριστήκαμε για πρώτη φορά το δύσκολο καλοκαίρι του 2014. Είχε έρθει μόνος του, για να δει από κοντά την κατάσταση, να συναντηθεί με πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες. Μέσω ενός κοινού γνωστού ήρθαμε σε επαφή και τον βοήθησα στη δουλειά του. Έτσι γεννήθηκε η φιλία μας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Συναντιόμαστε πότε στη Μόσχα, πότε σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, όταν συμπίπτουν τα δρομολόγιά μας. Η συζήτηση που ακολουθεί έγινε ένα φθινοπωρινό μεσημέρι σε ένα δημοφιλές ουκρανικό εστιατόριο της ρωσικής πρωτεύουσας, στο οποίο συναντηθήκαμε, υποτίθεται, για να απολαύσουμε λίγες στιγμές ανάπαυλας. Ωστόσο, το «δημοσιογραφικό σαράκι» δεν μας άφησε να απολαύσουμε το ουκρανικό λαρδί και την παγωμένη ρωσική βότκα.
Εργάζεστε στη μεγάλη εφημερίδα της ρωσικής πρωτεύουσας, την «Αργκουμέντ ι φάκτι», ως επικεφαλής του τμήματος διεθνών ειδήσεων. Πώς εκτιμάτε την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία, μετά το 2014;
Προσωπικά, η κατάσταση, μου είναι ακατανόητη. Έχω την αίσθηση ότι βλέπω τον καυγά δύο μικρών παιδιών στην αμμουδιά και όχι ενήλικες να συζητούν μεταξύ τους. Καμία πλευρά δεν θέλει να ακούσει την άλλη, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματά της, ουσιαστικά έχουμε το διάλογο δύο κωφών. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η ύπαρξη δύο μέτρων και δύο σταθμών στη διεθνή πολιτική. Κανείς δεν μπορεί να μου εξηγήσει με σαφήνεια στην Ευρώπη γιατί το Κοσσυβοπέδιο μπορεί να είναι ανεξάρτητο, αλλά δεν μπορεί να είναι η Αμπχαζία ή η Κριμαία. Οι μεν μπορούν, ενώ οι δε όχι και στο σημείο αυτό τελειώνουν όλα τα επιχειρήματα. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Ρωσίας από το 2014 έχει συνηθίσει να αποδίδει διάφορα προβλήματα στις επιδιώξεις ξένων δυνάμεων και στον πληθυσμό μας αυτό αρέσει. Μάλλον τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ρωσική Ομοσπονδία, μέσα σε τριάντα χρόνια δεν συνήθισαν τη νέα πραγματικότητα και με μεγάλη χαρά βυθίστηκαν στην προηγούμενη κατάσταση της έχθρας, η οποία βασίλευε μέχρι το 1985. Και αυτό γιατί έτσι όλα γίνονται οικεία και κατανοητά.
Πόσες χώρες έχετε επισκεφτεί ως δημοσιογράφος;
84 χώρες.
Έχετε επισκεφτεί και τη χώρα μας. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από αυτό το ταξίδι;
Συνήθως όταν γίνονται τέτοιες ερωτήσεις συνηθίζεται να απαριθμούμε εγκώμια, θα πω όμως με πάσα ειλικρίνεια πως η Ελλάδα μου αρέσει πάρα πολύ. Πρώτα απ’ όλα γιατί αντιμετωπίζουν με υψηλό αίσθημα επαγγελματισμού τους ξένους ανταποκριτές. Όταν προγραμματίζω ταξίδι στη χώρα σας, δεν χρειάζεται να τηλεφωνώ ασθμαίνων σε κρατικούς αξιωματούχους, πολιτικούς και ειδικούς και να ζητάω συνάντηση. Εννοείται, φυσικά, πως μου αρέσει πολύ το πώς οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τους Ρώσους. Νιώθεις την πραγματική χαρά και φιλοξενία. Φυσικά, αγαπώ την ελληνική κουζίνα, η οποία είναι απλά συγκλονιστική. Τα ψευδοελληνικά εστιατόρια, ακόμη και στο Παρίσι, είναι μια τεράστια ανοησία. Τη γεύση των ελληνικών προϊόντων μπορείς να την απολαύσεις μόνο στην Ελλάδα.
Πώς έχουν διαμορφωθεί όλα αυτά τα χρόνια οι σχέσεις σας με τους δυτικούς δημοσιογράφους;
Δεν έχω παρεξηγηθεί, μετά το 2014 με κανέναν. Παρόλο που έχω συζητήσει με πολλούς. Παλιότερα είχα την ψευδαίσθηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μόλις είχα αρχίζει να εργάζομαι ως δημοσιογράφος, ότι ο Τύπος υποχρεούται να παρουσιάζει δύο τουλάχιστον απόψεις επί του ίδιου θέματος. Αυτό κάναμε τότε. Δυστυχώς, στη συνέχεια είδα ότι σε πολλές δυτικές εφημερίδες υπάρχει αυτολογοκρισία και συγκεκριμένη πολιτική άποψη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους LA Times, εφημερίδα, η οποία μια φορά αναφέρθηκε σε άρθρο μου ως παράδειγμα «της μοσχοβίτικης θεώρησης των πραγμάτων στη Συρία». Εκείνο που έκαναν όμως στην πραγματικότητα ήταν να πάρουν το τμήμα του άρθρου που παρουσίαζε τα «υπέρ» του Μπασάρ Αλ Άσαντ, ενώ τα «κατά» έκαναν πως δεν τα είδαν. Μετά από αυτό έχασα και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για τον Τύπο της Δύσης. Σήμερα είναι της μόδας να γράφουν ότι ο Άσαντ είναι ένας αιμοσταγής δήμιος και ελάχιστοι θα τολμούσαν να τον υπερασπιστούν. Δεν είναι της μόδας και δεν αντιστοιχεί στις διαθέσεις της κοινωνίας.
Αυτό ισχύει και για τους Ουκρανούς δημοσιογράφους;
Και εκεί είναι ανάλογα τα πράγματα. Δεν έχω έρθει σε αντιπαράθεση με κανέναν από τους φίλους μου Ουκρανούς δημοσιογράφους, παρόλο που πολλοί εξ αυτών σήμερα τρέφουν αντιρωσικά αισθήματα. Συνεχίζουμε την επικοινωνία μας, απλά δεν συζητάμε πια τόσο πολύ περί πολιτικής, γιατί θα ήταν σα να παίζουμε με μαχαίρια, πράγμα που σήμαινε πως κάποια στιγμή θα τραυματιζόμασταν. Δούλεψα μαζί με συναδέλφους από την Ουκρανία στο Αφγανιστάν και έχω την καλύτερη άποψη γι’ αυτούς. Με βοήθησαν σε πολλά θέματα όταν είχα ανάγκη, ανταποκρίνονταν και στη συνέχεια, όταν έπρεπε να πάρω συνεντεύξεις από ανθρώπους των ουκρανικών ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, δυστυχώς, ο Τύπος της Ουκρανίας αυτή τη στιγμή έχει ως επίσημη θέση πως αν ο ρωσικός Τύπος ψεύδεται, θα πρέπει αυτός (ο ουκρανικός Τύπος) να λέει ακόμη μεγαλύτερα ψέματα. Για παράδειγμα, όταν διαβάζω στις ουκρανικές εφημερίδες τις απόψεις αναλυτών και πολιτικών σχολιαστών, οι οποίοι με κάθε σοβαρότητα, ισχυρίζονται πως τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και τη Νίκαια, τις οργάνωσε προσωπικά ο Πούτιν, ενώ το «Ισλαμικό κράτος» είναι δικό του σχέδιο, δεν τα θεωρώ πια αστεία πράγματα. Ρωτάω τους φίλους μου δημοσιογράφους: νομίζετε πως οι μυστικές υπηρεσίες της ΕΕ και των ΗΠΑ αποτελούν οργανώσεις ηλιθίων και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος; Εσείς στο Κίεβο αμέσως τα καταλαβαίνετε όλα; Οι συνάδελφοι χαμογελούν αλλά δεν απαντούν. Απλώς είναι αδύνατον να γράψουν με διαφορετικό τρόπο για τη Ρωσία.
Πώς ξεχωρίζετε την αλήθεια από το ψέμα στις πληροφορίες που λαμβάνετε από την εξουσία;
Είναι σχετικά εύκολο να την ξεχωρίσεις, γιατί η ουσία των πολιτικών είναι ότι λένε πάντα ψέματα. Για παράδειγμα, αν η εξουσία δηλώσει πως το ρούβλι θα παραμείνει σε σταθερή ισοτιμία και ότι δεν το απειλεί τίποτα, πρέπει να πας και να αγοράσεις Ευρώ. Ο πληθυσμός έτσι αντιδρά. Λένε ψέματα όλοι και αυτό το κάνουν μονίμως.
Κάθε άνθρωπος που έχει γεννηθεί στην ΕΣΣΔ, μπορεί να διαβάσει «ανάμεσα στις γραμμές» στις κυβερνητικές εφημερίδες και να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου.
Ρωτήστε οποιονδήποτε άνθρωπο στο δρόμο κι αμέσως θα αρχίσει να βρίζει την κυβέρνηση λέγοντας πως όλοι είναι καθάρματα και κλέφτες. Βέβαια, στη συνέχεια θα πάνε και θα ψηφίσουν υπέρ αυτών των καθαρμάτων γιατί «δεν υπάρχουν άλλοι».
Ποιο ρόλο διαδραματίζει η σύγχρονη τεχνολογία στη δουλειά σας;
Πολύ σημαντικό. Ξεκίνησα τις δημοσιογραφικές μου αποστολές το 1991 και θυμάμαι πολύ καλά τι τραβούσα για να τηλεφωνήσω στην εφημερίδα και να υπαγορεύσω το άρθρο στις δακτυλογράφους τηλεφωνικώς, επαναλαμβάνοντας μονότονα «Ανοίγουν εισαγωγικά… θαυμαστικό… κλείνουν εισαγωγικά». Η φωτογραφία δε ήταν η απόλυτη φρίκη αφού, εκτός από το να τις εμφανίσω έτσι που να μπορούν να παρουσιαστούν τηλεοπτικώς, έπρεπε να παρακαλέσω διαφόρους για να τις στείλω με τέλεξ.
Μέχρι σήμερα θυμάμαι πως έγραφα με το χέρι στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου γιατί δεν μπορούσα να κουβαλάω μαζί μου γραφομηχανή. Σήμερα είναι παράδεισος. Παίρνω μαζί μου το λάπτοπ στις αποστολές, φορτώνω εκεί τις φωτογραφίες, ένα κλικ με το ποντίκι μου και το άρθρο μαζί με τις φωτογραφίες είναι ήδη στην εφημερίδα. Παίρνω συνεντεύξεις διάρκειας τριών ωρών, αλλά δε χρειάζεται να κουβαλάω μαζί μου κασέτες, μαγνητόφωνο κλπ, αφού έχω Ipad. Αναμφίβολα, είμαι ένας φανατικός χρήστης των σύγχρονων τεχνολογιών, οι οποίες με διευκολύνουν πολύ στη δουλειά μου. Δεν μου αρέσουν μόνο τα πολύ σύγχρονα τηλέφωνα με τις διάφορες νέες εφαρμογές, γιατί με αυτά η διεύθυνση της εφημερίδας μπορεί να σε βρίσκει ανά πάσα στιγμή.
Ταξιδεύετε συχνά στο εξωτερικό και λαμβάνετε μέρος σε πολύ σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής. Ποια είναι η γνώμη σας για τα ζητήματα της συλλογικής ασφάλειας σε μια εποχή απουσίας συμφωνιών ρύθμισης των διεθνών σχέσεων;
Το ζήτημα αυτό είναι πολύ περίπλοκο. Όταν κάποιος επιτίθεται σε κάποιον, η διεθνής κοινότητα ενώνεται και γι’ αυτό αρκεί να θυμηθούμε τον πόλεμο του 1991 κατά του Ιράκ εξαιτίας της εισβολής του στο Κουβέιτ. Άλλες επιχειρήσεις δεν πήγαν τόσο καλά. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά στο Αφγανιστάν, το ίδιο ισχύει για το Ιράκ. Πολλές χώρες έχουν συμφωνίες με τις ΗΠΑ αλλά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτούς τους πολέμους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κατάφερε να πετύχει μια συμφωνία για πολεμική επιχείρηση εναντίον εκείνων που εμπορεύονται ανθρώπους στη Λιβύη, που τους μεταφέρουν κατά χιλιάδες στην Ευρώπη, όπως τους δυστυχείς Αφρικανούς πρόσφυγες. Πολλές απόπειρες διοργάνωσης κάποιας επιχείρησης σκοντάφτουν στις συζητήσεις και τη γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει τίποτα καλό σε όλα αυτά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μετατραπεί σε μια σαθρή και αδιέξοδη δομή. Οι Αμερικανοί, από την άλλη πλευρά, το μόνο που κάνουν είναι να προσπαθούν να βομβαρδίσουν κάποιον με οποιαδήποτε αφορμή, χωρίς να εντρυφήσουν σε βάθος στην πολιτική κατάσταση. Ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ένα θέατρο του παραλόγου.
Ποια ήταν η πιο επικίνδυνη στιγμή στη δημοσιογραφική σας ζωή μέχρι σήμερα;
Η απέλαση από το Ιράν το 2008 και η σύλληψή μου στη Συρία το 2013. Αυτές ήταν δύο στιγμές της ζωής μου που δεν θα τις χαρακτήριζα ως τις καλύτερες. Η δουλειά στον πόλεμο στη Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο, τη Γεωργία, στο Τατζικιστάν, στο Αφγανιστάν, δεν ήταν κάτι που θα το έλεγα πως πήγαινα σε γιορτή, εκεί όμως αρκούσε να τηρείς τους γενικούς κανόνες ασφαλείας και όλα κυλούσαν ομαλά. Εγώ είμαι υπερβολικά προσεκτικός.
Πώς αποφύγατε τις προσπάθειες χειραγώγησης εκ μέρους της εξουσίας; Ποιο περιστατικό θυμάστε εντονότερα;
Δεν μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Κανείς δεν προσπάθησε να με χειραγωγήσει και κανείς δεν μου τηλεφώνησε από το Κρεμλίνο. Είναι αλήθεια ότι μια φορά, το εβδομαδιαίο όργανο στο οποίο εργάζομαι προειδοποιήθηκε επισήμως από το Υπουργείο Τύπου για ένα δημοσίευμά μου. Θυμίζω πως μετά από τρεις τέτοιες προειδοποιήσεις, οι αρχές κλείνουν την εφημερίδα. Αλλά και πάλι, σ’ εμένα δεν είπαν τίποτα παρόμοιο όπως, πρόσεξε, εν γένει μην κάνεις αυτό ή το άλλο. Γράφω για όποιο θέμα επιλέξω, σε εμάς υπάρχει μια γενική αποτίμηση κι αυτή δεν είναι άλλη από τις προτιμήσεις των αναγνωστών. Γενικά, θεωρώ πως στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας θεωρούν ως το βασίλειο του αυταρχισμού ανά Βόρεια Κορέα, μόνο που αυτό δεν είναι αλήθεια. Αναμφίβολα, τα κρατικά ΜΜΕ υπερβάλουν με την κολακεία που δείχνουν μόνο που αυτό χαρακτηρίζει τα κρατικά ΜΜΕ σε οποιαδήποτε χώρα. Έντιμα σας λέω πως η απλή, συνηθισμένη κριτική των αναγνωστών, είναι χειρότερη από οποιαδήποτε κρατική λογοκρισία. Μπορεί να έχεις σκεφτεί να κάνεις ένα εκπληκτικό ρεπορτάζ, αλλά θα σου πουν πως οι αναγνώστες δεν πρόκειται να το εκτιμήσουν, δεν υπάρχει λόγος να ξοδέψουμε χρήματα για να σε στείλουν σε αποστολή. Βλέπετε, το γούστο του αναγνώστη σήμερα είναι δύσκολο να ικανοποιηθεί, ενώ ταυτόχρονα, οι εφημερίδες δεν περνούν και την πιο ευχάριστη περίοδο στην ιστορία τους. Θέλω, επίσης, να σημειώσω πως είναι πολύ πιο απλό να ικανοποιήσεις το γούστο των μαζών, το οποίο στη συγκεκριμένη στιγμή είναι: δεν αγαπάμε την Αμερική, εμείς είμαστε οι καλύτεροι κλπ. Ναι, αυτό θέλουν αυτή τη στιγμή οι αναγνώστες μας.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η διαφορά ανάμεσα στην άποψη του δημοσιογράφου και την προπαγάνδα;
Η προσωπική άποψη είναι όταν γράφεις αυτά που είδες. Ακόμη κι αν αυτό συμπίπτει με εκείνα που γράφουν τα κρατικά ΜΜΕ. Δεν μπορείς να το αποφύγεις. Για παράδειγμα, δεν μου άρεσε καθόλου το καθεστώς στη Γεωργία επί της προεδρίας του Σαακασβίλι και αυτό συνέπιπτε με την άποψη του Κρεμλίνου. Ωστόσο, αδιαφορώ παντελώς γι’ αυτό. Δεν είμαι υποχρεωμένος να αγαπήσω έναν δικτάτορα μόνο και μόνο γιατί δεν τον αγαπάει το Κρεμλίνο. Η χειρότερη περίπτωση προπαγάνδας, κατά τη γνώμη μου, είναι όταν κάποιος ξέρει ότι λέει ψέματα, μα συνεχίζει να το κάνει, με την αυταπάτη ότι πιστεύει αυτά που λέει. Γιατί τον πληρώνουν. Γιατί δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει. Γιατί φοβάται πως στη θέση του θα βρουν κάποιον άλλον, πολύ χειρότερο από αυτόν. Φυσικά, υπάρχουν και τα «αηδόνια», εκείνοι που πραγματικά πιστεύουν αυτά που λένε. Στη Ρωσία έχουμε πάρα πολλούς τέτοιους δημοσιογράφους, το ίδιο στην Ουκρανία, στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λένε ανοησίες και ψέματα, θεωρούν όμως ότι αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να σκεφτούν. Δεν το θέλουν. Ο Πούτιν, κατ’ αυτούς, είναι ο καλύτερος όλων ή ο πληθυσμός της Κριμαίας στενάζει υπό τον ζυγό της Ρωσίας ή -το διάβασα στην Daily Mirror- ο Άσαντ είναι ανθρωποφάγος: ορίστε μερικά από τα ευτελή κλισέ, που είναι πολύ βολικά για τους δημοσιογράφους.
Πόσα βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα και σε ποιο λογοτεχνικό είδος τα κατατάσσετε;
15 βιβλία και αυτή την περίοδο γράφω το 16ο. Το λογοτεχνικό είδος που διακονώ είναι ένα μείγμα σάτιρας, μεταμοντερισμού, θρίλερ, μαύρου χιούμορ και φρίκης. Είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί (γελάει).
Δεν είναι κάτι πολύ εξειδικευμένο, αρέσει όμως στους αναγνώστες κι αυτό φαίνεται αφού μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί πάνω από μισό εκατομμύριο αντιτύπων των βιβλίων μου.
Πώς συνδυάζεται η δημοσιογραφία με τη συγγραφική δραστηριότητα;
Στην πραγματικότητα με πολύ δυσκολία και ποτέ δεν μου άρεσε να τις μπερδεύω. Δύο δουλειές ταυτόχρονα απορροφούν πολύ χρόνο αλλά κατά κύριο λόγο είμαι δημοσιογράφος. Όταν γράφω στον ελεύθερο χρόνο μου, συνήθως χρειάζομαι ένα χρόνο. Και το γεγονός ότι γράφω χωρίς να πιέζομαι από διάφορες συνθήκες, το θεωρώ πλεονέκτημα. Επιπλέον μου αρέσει το γεγονός ότι δεν έχω περιορισμούς ως προς την έκταση. Στην εφημερίδα έτσι κι αλλιώς δεν δημοσιεύουν ποτέ μεγάλα κείμενα.
Με ποιον δημοσιογράφο του παρελθόντος θα θέλατε να συναντηθείτε;
Με τον Μαρκ Τουέιν.
Πώς αντιμετωπίζετε τα ζητήματα αυτολογοκρισίας του σύγχρονου δημοσιογράφου και με ποιον τρόπο αυτά αποτελούν εμπόδιο στη δουλειά του;
Η αυτολογοκρισία είναι κάτι που πρέπει να διαθέτει ο δημοσιογράφος όχι στον τομέα της πολιτικής, αλλά σε εκείνα τα ζητήματα που έχουν σχέση με το κακό που μπορεί να προξενήσει με τα άρθρα του. Για παράδειγμα, μια γυναίκα στο Ιράκ μου διηγήθηκε λεπτομερώς πως αμερικανοί στρατιώτες δολοφόνησαν μια ομάδα αμάχων, μα εγώ δε δημοσίευσα την φωτογραφία της, γιατί τόσο η ίδια όσο και η οικογένειά της θα μπορούσαν να χάσουν τη ζωή τους μετά από τέτοιες αποκαλύψεις από τους άντρες των μυστικών υπηρεσιών του Ιράκ. Η νέα εξουσία στη χώρα αυτή δεν είναι καλύτερη από εκείνη του Σαντάμ Χουσείν. Όταν όμως δεν αναφέρεις την πηγή σου, αμέσως διατυπώνονται επιφυλάξεις ότι είναι επινοημένες ιστορίες. Ωστόσο, θα πρέπει να κατανοούμε, ανεξάρτητα από το μέγεθος του πειρασμού, πως από εσένα και τη δουλειά σου, εξαρτάται μια ανθρώπινη ζωή.