του Μ. Καραμαζίδη
Στις γραμμές που ακολουθούν ο αναγνώστης δεν θα βρει το κείμενο του διάσημου θεατρικού έργου του Α. Π. Τσέχοφ, ούτε κριτική για κάποια από τις παραστάσεις του ανά τον κόσμο. Θα βρει όμως μια ενδιαφέρουσα ιστορία που έχει το «ελληνικό» της ενδιαφέρον, αφού προσπαθεί να ακολουθήσει τις περίεργες διαδρομές προσώπων και κεφαλαίων από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσίας στην Χαλκιδική, αφού όπως είναι γνωστό στα πέρατα της οικουμένης «σαν την Χαλκιδική δεν έχει».
Σε ένα μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της περιοχής του Κρασνοντάρ, τον σταθμό Κουστσέφσκαγια, άγνωστοι (;) επιτέθηκαν στον Αρτιόμ Μαρτινένκο, όταν αυτός προσπάθησε να διοργανώσει την προβολή της ταινίας ερευνητικής δημοσιογραφίας που χρηματοδότησε το Ίδρυμα κατά της διαφθοράς, με τίτλο «Τσάικα», στον τοπικό κινηματογράφο. Ο ίδιος αρνήθηκε μετά από αυτό να μιλήσει στους δημοσιογράφους, ενώ ο υπεύθυνος του κινηματογράφου μίλησε για «επινοημένη ιστορία». Ο Μαρτινένκο επισκέφτηκε το νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διέγνωσαν και κατέγραψαν μώλωπες, αμυχές και εσωτερική αιμορραγία.
Στελέχη των αντιπολιτευτικών κομμάτων της περιοχής με ανακοινώσεις του στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης κατήγγειλαν το γεγονός, καθώς επίσης και το κλίμα τρομοκρατίας που επιβλήθηκε στην περιοχή τις παραμονές έλευσης του δημοσιογράφου, ενώ παράλληλα ανέτρεψαν τον ισχυρισμό του υπευθύνου του τοπικού κινηματογράφου σχετικά με τη διαθεσιμότητα της αίθουσας για την προβολή.
Γιατί όμως αυτή η είδηση από το μακρινό Κρασνοντάρ να ενδιαφέρει τον Έλληνα αναγνώστη; Μήπως είναι η πρώτη ή η τελευταία φορά που δεν επιτρέπεται σε έναν απείθαρχο προς «τοις κείνων ρήμασι» δημοσιογράφο να κοινοποιήσει στο ευρύ κοινό τα αποτελέσματα της έρευνάς του; Το πικάντικο στην υπόθεση είναι ότι έχει και ελληνικό άρωμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή
Η λέξη «Τσάικα» στα ρωσικά σημαίνει γλάρος. Συμπτωματικά, είναι το επίθετο του γενικού εισαγγελέα της χώρας, ο γιος του οποίου Αρτιόμ, ως γνήσιος γλάρος έχει ανοίξει τα φτερά του για τις νότιες θάλασσες, φτάνοντας μέχρι την Ποτίδαια της Χαλκιδικής.
Εκεί, σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων το ξενοδοχείο Pomegranate, είναι μία επένδυση της τάξεως των 25 – 29 εκατομμυρίων ευρώ. Πολλοί ισχυρίζονται πως είναι το καλύτερο πεντάστερο ξενοδοχείο της περιοχής.
Στα εγκαίνια του ξενοδοχείου μάλιστα είχε έρθει ως επίσημος προσκεκλημένος ο υπουργός Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, ο οποίος και εκφώνησε λόγο για τις ελληνορωσικές πολιτιστικές σχέσεις. Στον τοπικό όμως αλλά και στον πανεθνικό Τύπο εκείνο που έκανε εντύπωση από την τελετή των εγκαινίων ήταν τα πολλά πυροτεχνήματα, η συναυλία με τη συμμετοχή πολλών Ρώσων του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου αλλά και γνωστού Έλληνα λαϊκού αοιδού. Εκείνο δε που προκάλεσε πλήθος σχολίων ήταν το κιτς που ήταν διάχυτο σε όλη την εκδήλωση.
Τόσο ο ίδιος ο πατέρας, όσο και ο γιος, έχουν γίνει κατ’ επανάληψη στόχοι δημοσιευμάτων, τα οποία υπογράφουν οι πλέον τολμηροί, γενναίοι και ανεξάρτητοι Ρώσοι δημοσιογράφοι. Ο ίδιος ο γενικός εισαγγελέας αρνείται τις κατηγορίες για διαφθορά και παραμένει ακλόνητος στη θέση του απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη του Κρεμλίνου.
Σύμφωνα με όσα έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας, ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου είναι ο Αρτιόμ Τσάικα, γιος του γενικού εισαγγελέα της Ρωσίας και ο Όλγα Λοπάτινα.
Ο Αρτιόμ Τσάικα έχει απασχολήσει τον Τύπο αλλά και τη δικαιοσύνη (;) της χώρας του. Σύμφωνα με μαρτυρικές καταθέσεις φέρεται ότι πουλούσε προστασία σε παράνομα καζίνο τόσο στη Μόσχα, όσο και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας. Η έρευνα τέθηκε στο αρχείο.
Σύμφωνα με άλλες μαρτυρικές καταθέσεις αστυνομικών οργάνων, ο ίδιος είχε παραχωρήσει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του πατέρα του σε δύο άτομα από την Ινγκουσετία (μικρή δημοκρατία στον Βόρειο Καύκασο που γειτονεύει με την Τσετσενία), οι οποίοι συνελήφθησαν επιβαίνοντες αυτού του αυτοκινήτου γεμάτου όπλα και ναρκωτικά. Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο.
Μέχρι σήμερα και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις σχετικά με την προέλευση των χρημάτων του, ο νεαρός Τσάικα αρνείται να δώσει εξηγήσεις, στηριζόμενος στις πλάτες του πανίσχυρου πατέρα του.
Δημοσιεύματα του ρωσικού Τύπου αναφέρουν πως ο γιος του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσίας, κατέθεσε στις ελληνικές αρχές όχι το ρωσικό του διαβατήριο, αλλά το έγγραφο άδειας παραμονής στην Ελβετία, όπου έχει την έδρα πολλών από τις επιχειρήσεις του.
Ο δεύτερος, φερόμενος ως ιδιοκτήτης, είναι η Όλγα Λοπάτινα. Εδώ η ιστορία γίνεται ακόμη καλύτερη. Η Όλγα Λοπάτινα είναι η πρώτη σύζυγος, του αναπληρωτή γενικού εισαγγελέα της Ρωσίας, Γκενάντι Λοπάτιν. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην τελευταία φορολογική της δήλωση το 2011 η Όλα Λοπάτινα δήλωσε μηδενικό εισόδημα, ενώ την ίδια στιγμή δηλώνει συνιδιοκτήτρια της εταιρείας «Ζάχαρη του Κουμπάν». Μέχρι εδώ τίποτα μεμπτό. Ποιοι όμως είναι οι άλλοι ιδιοκτήτες αυτής της εταιρείας: ο Σεργκέι Τσάπκα και ο Βιατσεσλαβ Τσεποβιάζ, οι οποίοι πρόσφατα και πολύ βολικά καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά ο πρώτος και είκοσι χρόνια ο δεύτερος, για τη δολοφονία δώδεκα ανθρώπων, εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν ανήλικα παιδιά. Ακόμη πιο «πικάντικη» είναι η ιστορία του τέταρτου μετόχου αυτής της εταιρείας. Πρόκειται για τη Ναντιέζντα Σταροβέροβα, η οποία είναι σύζυγος ενός άλλου πρώην υψηλόβαθμου στελέχους της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσίας του Αλεξέι Σταροβέροφ, ο οποίος «απολύθηκε» από την υπηρεσία, όταν η αστυνομία σε μία επιδρομή στο αρχοντικό του έξω από την Μόσχα, συνέλαβε μια συμμορία ληστών, οι οποίοι είχαν ληστέψει και δολοφονήσει δεκατέσσερα άτομα σε έναν από τους πολλούς προαστιακούς αυτοκινητόδρομους της Μόσχας. Στην ίδια επιδρομή, η αστυνομία ανακάλυψε ένα κρησφύγετο με μεγάλη ποσότητα όπλων και πυρομαχικών. Για τους επικεφαλής των συμμοριών αυτών ο ρωσικός Τύπος αναφέρει πως πουλούσαν «προστασία και εξυπηρέτηση» σε διάφορους μικρούς και μεγάλους επιχειρηματίες.
Σήμερα, οι Τσάικα και Λοπάτινα, έχουν αγοράσει επαύλεις στα δύο πρώτα πόδια της Χαλκιδικής, ενώ στο τρίτο, στο Άγιος Όρος, έρχεται τακτικά ο πατέρας Τσάικα, για να βρει την ηρεμία του και να αναλογιστεί τα προβλήματα που έχει στον αγώνα κατά της διαφθοράς στη Ρωσία.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ταινία που ήταν η αφορμή για το σημείωμα αυτό.
Η ταινία αυτή τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Artdoc, ωστόσο το Υπουργείο Πολιτισμού της Ρωσίας δεν του έδωσε άδεια προβολής στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας. Οι φήμες ότι αυτό συνέβη επειδή στην ταινία γίνεται εκτενής αναφορά στο ρόλο του σημερινού υπουργού Πολιτισμού Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε απορρίφθηκαν από τα υπηρεσιακά στελέχη αυτού του υπουργείου.