Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας φέρουν μέσα τους -πολλαπλά- νοήματα, που «κατοικούν» στο μυαλό μας. Η απόσταση νοήματος του «τι διαβάζω» και του «τι καταλαβαίνω» πολλές φορές είναι τεράστια. Τις περισσότερες φορές αυτά που καταλαβαίνουμε δεν εξαρτώνται από το τι διαβάζουμε, αλλά από το «τι μπορούμε», «τι θέλουμε» ή/και «τι μας είναι βολικό» να καταλάβουμε, και αυτό είναι μία ασυνείδητη διαδικασία. Πάρτε ως παράδειγμα τις παρακάτω προτάσεις:

α) «ο δάσκαλος μαγειρικής είπε ότι θα τους κάνει σάντουιτς» και
β) «ο κανίβαλος είπε ότι θα τους κάνει σάντουιτς».

Σε τηλεοπτική διάλεξή του για τα Μέσα Επικοινωνίας το 1979 ο καναδός φιλόσοφος Μ.McLuhan περιέγραψε το «διάβασμα» ως μία γρήγορη μαντεψιά νοήματος. Σκεφτείτε, λοιπόν, ποια -διακριτά- νοήματα «μαντέψατε» για τη λέξη «κάνει» στην κάθε πρόταση για τα σάντουιτς.

Τι διαβάζω σε τίτλο Ειδήσεων:
«Πέθαναν δύο εθελοντές που έκαναν το εμβόλιο της Pfizer»

Τι καταλαβαίνω από τον τίτλο Ειδήσεων:
«Πέθαναν δύο εθελοντές επειδή έκαναν το εμβόλιο της Pfizer»

Στο -σχετικά- πρόσφατο παράδειγμα των τίτλων που κατέκλεισαν το διαδίκτυο έχουμε δύο βασικές πληροφορίες: α) «νεκροί-εμβολιασθέντες-εθελοντές» και β) «εμβόλιο-Pfizer». Δεν έχουμε, όμως, κάποια πραγματική πληροφορία για τη σχέση μεταξύ των δύο, παρά μόνο την εικάζουμε. Εικάζουμε-μαντεύουμε, δηλαδή, ότι «ο εμβολιασμός προκάλεσε τον θάνατό τους», ακόμη κι αν αυτό δεν διατυπώνεται πουθενά.

Μαντεύουμε, όμως, με ακρίβεια;

Κάποιοι, εδώ, θα πουν «Μα καλά, τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;». Και άλλοι θα απαντήσουν «μάλλον είναι ο Όκαμ που ακονίζει το ξυράφι του, ψιθυρίζοντας: “κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες”».

Ο άνθρωπος προκειμένου να επιβιώσει στο επικίνδυνο φυσικό περιβάλλον, από τα πρώτα στάδια της ζωής του στη Γη, αναγκάστηκε να λαμβάνει γρήγορες αποφάσεις. Έτσι, «εκπαίδευσε» το μυαλό του να λειτουργεί καταναλώνοντας τη λιγότερη δυνατή ενέργεια, πετυχαίνοντας παράλληλα την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, προκειμένου να εξασφαλίσει τον υπέρτατο σκοπό της επιβίωσης, θυσιάζοντας όμως την ακρίβεια των εκτιμήσεών του. Αυτό το χαρακτηριστικό μας ακολουθεί -εξελικτικά- μέχρι και σήμερα, ακριβώς γιατί οι πρόγονοί μας που το ανέπτυξαν τότε, όντως, διασφάλισαν την επιβίωσή τους και μέσω της αναπαραγωγής το κληροδότησαν στις επόμενες γενιές.

Κάπως έτσι και σήμερα, στον «Γαλαξία του Διαδικτύου» και του καταιγισμού πληροφοριών, το χαρακτηριστικό αυτό καθίσταται χρήσιμο και χρηστικό προκειμένου να ερμηνεύουμε, να νοηματοδοτούμε, και τελικά, να (νιώθουμε ότι) ελέγχουμε τις αμέτρητες πληροφορίες, που δεχόμαστε από το κοινωνικό-ψηφιακό περιβάλλον. Ο «υποκατωφλικός νους», ο χρόνια «εκπαιδευμένος», σε ασυνείδητο επίπεδο συνεχίζει να λειτουργεί και να προσπαθεί να μας βοηθήσει να ζήσουμε, χωρίς να ενδιαφέρεται για την ακρίβεια των εκτιμήσεων που κάνει, και που εμείς δεν συνειδητοποιούμε.

«Αυτές οι υποσυνείδητες πλευρές όλων όσων μας συμβαίνουν μπορεί να φαίνεται ότι παίζουν πολύ μικρό ρόλο στην καθημερινή μας ζωή, αλλά είναι οι σχεδόν αόρατες πηγές των συνειδητών μας σκέψεων»
(Κάρλ Γιούνγκ)

Ακόμα κι αν δεν ανοίξαμε το άρθρο με τίτλο «Πέθαναν δύο εθελοντές που έκαναν το εμβόλιο της Pfizer», ώστε να διαβάσουμε ότι «…σε σύνολο 37.796 εθελοντών καταγράφηκαν 6 θάνατοι – Οι 4 πήραν το φάρμακο placebo και οι άλλοι δύο κατέληξαν από φυσικά αίτια», η ανάγνωση του τίτλου ήταν επαρκής για να «καταλάβουμε» ότι πέθαναν εξ αιτίας του εμβολίου, μεταφράζοντας αυτόματα το «που» ως «επειδή», και αναγνωρίζοντας έτσι μία αιτιώδη σχέση· μια αιτιώδη σχέση, που βασίζεται στο κριτήριο της χρονικής προτεραιότητας της αιτίας (αντίστοιχα μπορούμε -εσφαλμένα- να θεωρήσουμε την αστραπή ως αιτία της βροντής), οδηγώντας στη λογική πλάνη «μετά από αυτό, άρα εξ αιτίας αυτού(post hoc ergo propter hoc)»· μία εσφαλμένη αιτιώδη σχέση, η οποία επιβεβαιώνει το αίσθημα του φόβου απέναντι στο νέο και άγνωστο, χωρίς καν να χρειαστεί να καταναλώσουμε την ενέργεια που απαιτεί η προσεκτική ανάγνωση του άρθρου.

Βέβαια, η (προσεκτική) ανάγνωση του άρθρου δεν προεξοφλεί σε καμία περίπτωση με βεβαιότητα μία διαφορετική (από)κωδικοποίηση νοήματος του τίτλου της είδησης, αφού τα «νοήματα κατοικούν στο μυαλό μας». Ως άνθρωποι τείνουμε να έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις αισθήσεις μας απ’ όσο θα έπρεπε. Ακόμα και να υποδείξετε σε κάποιον ότι εδώ υπάρχει ένα σφάλμα στην αναγνώριση της αιτιότητας, ενδέχεται να δυσκολευτεί να το καταλάβει, όπως για παράδειγμα, οι περισσότεροι δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι στην παρακάτω εικόνα (Εικόνα 1) τα τετράγωνα Α και Β έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αν δεν απομονώσουμε τα στοιχεία (Εικόνα 2).

[Εικόνα 1] Πηγή: Πώς το ασυνείδητο εξουσιάζει το μυαλό σου (Καθημερινή Φυσική)

[Εικόνα 2] Πηγή: Paramedic decision-making: Expert evaluation of a new decision-making model

Φυσικά, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου μπορείτε να συναντήσετε μία περισσότερο αμυντική στάση απέναντι σε προσπάθειες ανάδειξης ενός «στραβοπατήματος» του ασυνείδητου νου κάποιου. Σε κανέναν δεν αρέσει να του λένε ότι «κάνει λάθος», και τότε κινητοποιούνται μηχανισμοί (αυτό)άμυνας. Η εκλογίκευση, για παράδειγμα, είναι μία τέτοια τακτική (αυτό)προστασίας, που πολλές φορές καταλήγει στην επίκληση σε ανυπόστατες συνωμοσίες κάθε είδους. Στο παράδειγμα της φωτογραφίας με τη σκακιέρα, λόγου χάρη, κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι «είναι πειραγμένη», όμως δεν είναι. Όπως και να έχει, σε αυτήν την περίπτωση, επανέρχεται ο Όκαμ με το ξυράφι του, για να μας υπενθυμίσει να μην κάνουμε περισσότερες εικασίες από όσες χρειάζονται.

Τελικά, «τα ΜΜΕ “τα παίρνουν” για να… μας παραπλανούν»;

Μπορεί να «αγαπάμε» τις εύκολες και βολικές απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, όπως είπαμε και εξηγήσαμε παραπάνω, ωστόσο καλό είναι να έχουμε μία πιο ψύχραιμη και κριτική ματιά σε τέτοιου είδους βαρύγδουπες θέσεις. Να θυμόμαστε πάντα ότι «οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν και εξαιρετικές αποδείξεις», ακόμα κι αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να καταναλώσουμε ενέργεια για να τις βρούμε.

Για αρχή, να πούμε ότι ένας τίτλος, που οδηγεί σε παραπλανητικούς συλλογισμούς (όπως στο παράδειγμα με το εμβόλιο) δεν συνεπάγεται αξιωματικά πρόθεση, (πόσο δε μάλλον χρηματισμό, που υποκινεί την πρόθεση για παραπλάνηση). Παραπάνω εξηγήθηκε πόσο εύκολα το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να παραπλανηθεί από το ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού του. Σχέσεις συναλλαγής-διαπλοκής μέσων και εξουσίας ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι μπορεί και να υπάρξουν, ωστόσο σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο ή εξήγηση-πασπαρτού για κάθε τίτλο που επιφέρει παραπλανητικούς συλλογισμούς. Ένα αποτέλεσμα δεν αποτελεί πάντα μία επιτυχημένη -εμπρόθετη- προσπάθεια εξυπηρέτησης ενός σκοπού.

Είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψιν ότι ο δημοσιογραφικός λόγος μπορεί να εμφορείται από διακριτές μεροληψίες, οι οποίες οδηγούν στη δημιουργία μηνυμάτων-περιεχομένου, που ενδέχεται να κινητοποιούν παραπλανητικούς συλλογισμούς από τα ακροατήρια. Ένας δημοσιογράφος, για παράδειγμα, μπορεί να μεροληπτεί ασυνείδητα, χωρίς πρόθεση, και αυτό να οφείλεται στην ανθρώπινη φύση του, δηλαδή στο δικό του ασυνείδητο νου, στις δικές του «μαντεψιές», πράγμα που μπορεί να καθοδηγήσει -αθέλητους- παραπλανητικούς συλλογισμούς από το κοινό.

«… Ε-Class …»

https://twitter.com/i/status/1337359500307816450

Παράλληλα, η μεροληψία μπορεί να είναι «διαρθρωτική», δηλαδή να οφείλεται στη φύση του επαγγέλματος, στη «λογική του Μέσου» και στον τρόπο που ένας δημοσιογράφος έχει εκπαιδευτεί να μετατρέπει τα «γεγονότα» σε «ειδήσεις», δημιουργώντας ένα ειδησεογραφικό περιεχόμενο, παραλείποντας, για παράδειγμα, «ασήμαντες» –κατά την κρίση του– πληροφορίες, ή πλαισιώνοντας το γεγονός με μεγάλη συναισθηματική ένταση που θα αυξήσει την «κατανάλωση» της είδησης [βλ. Σαμαράς: «Περί Αντικειμενικότητας και (Α)μεροληψίας στις Ειδήσεις»].

Ας μη ξεχνάμε ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί είναι επιχειρήσεις, οι οποίες «πουλάνε» διαφημιστικό χώρο (αν μιλάμε για εφημερίδα ή διαδικτυακές ιστοσελίδες) ή χρόνο (αν μιλάμε για τηλεόραση ή ραδιόφωνο). Η τιμή του χώρου ή του χρόνου των διαφημίσεων, εξαρτάται από τις πωλήσεις μίας εφημερίδας, την ακροαματικότητα ενός ραδιοφωνικού σταθμού, την τηλεθέαση ενός τηλεοπτικού σταθμού, ή την επισκεψιμότητα (a.k.a. «clicks») ενός διαδικτυακού blog. Έτσι, όσο πιο δημοφιλής είναι ένας ειδησεογραφικός οργανισμός, και τα προγράμματα αυτού στα ακροατήρια, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το κόστος της διαφήμισης, επομένως και τα κέρδη του ως επιχείρηση. Είναι, όμως, ανεξέλεγκτα τα ΜΜΕ και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους; Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, και το ειδησεογραφικό τους περιεχόμενό υπόκεινται σε έναν κώδικα δεοντολογίας και σε ένα νομικό καθεστώς, ενώ ελέγχονται από θεσμικούς φορείς με σκοπό να κατοχυρώνεται η ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης, η αυτονομία και αξιοπρέπεια του δημοσιογράφου και να θωρακίζεται η ελευθεροτυπία έπ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας. Στον αχανή χώρο του διαδικτύου, και της ελεύθερης διακίνησης fake news, βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά…

Είναι, λοιπόν, σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψιν ότι διαβάζοντας ειδήσεις, στην πραγματικότητα «μαντεύουμε» το νόημα και την αλήθεια των γεγονότων. Το κατά πόσο «μαντεύουμε» με ακρίβεια ή όχι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, ένας εκ των οποίων μπορεί και να είναι η προπαγάνδα, η συναλλαγή, δηλαδή «η ανάγκη κάποιου να πληρώσει, ώστε κάποιος άλλος -που κατέχει “τα Μέσα”- να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα». Η επιβεβαίωση της υπόθεσης, όμως, προϋποθέτει και απαιτεί ισχυρές αποδείξεις. Όπως αναφέραμε, μία λάθος «μαντεψιά» μπορεί να οφείλεται ακόμα και στον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο των Μέσων, ή ακόμα και στον τρόπο που ο δημοσιογράφος (ή ο απλός χρήστης των social media – ο «καθημερινός δημοσιογράφος») παρουσιάζει τα γεγονότα, είτε γιατί τα αντιλαμβάνεται εσφαλμένα, είτε γιατί «έτσι έχει μάθει να τα παρουσιάζει» ως επαγγελματίας (με ή χωρίς εισαγωγικά). Με την αντίληψη-πασπαρτού ότι «τα Μέσα “τα παίρνουν”, για να…», στην πραγματικότητα πιστεύουμε ότι αντιστεκόμαστε στην παραπλάνηση, ξεχνάμε τη λεπίδα του Όκαμ, και τελικά εκπληρώνουμε την προφητεία που προσπαθούσαμε να αποφύγουμε. Κατρακυλάμε, δηλαδή, στην κινούμενη άμμο της αυτό-παραπλάνησης και της παραπληροφόρησης, προσπαθώντας να αποφύγουμε την ετερο-παραπλάνηση. Άραγε, ποιος πραγματικά επωφελείται και ποιος πλήττεται από αυτό;

Καταληκτικά, λοιπόν, όπως και το ακροατήριο, έτσι και ο δημοσιογράφος δεν είναι, αλλά ούτε και μπορεί να είναι εντελώς αμερόληπτος με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Αυτό που γίνεται και χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψιν είναι πως θα πρέπει να ορίσουμε συγκεκριμένα κριτήρια οργάνωσης της μεροληψίας μας, είτε ως δημοσιογράφοι που μετατρέπουμε ένα γεγονός σε είδηση, είτε ως δέκτες ειδησεογραφικού περιεχομένου που αξιολογούμε τις πληροφορίες [βλ. Σαμαράς: «Fake News: Μία Αναδυόμενη Ερευνητική Θεματολογία»], ούτως ώστε να αποφεύγουμε την παραπλάνηση και την παραπληροφόρηση, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Ο εγγραμματισμός και η εκπαίδευση στα νέα και παραδοσιακά Μέσα (media literacy) -δηλαδή η ανάπτυξη δεξιοτήτων για τον τρόπο λειτουργίας, χρήσης, και ρόλου των Μέσων στην κοινωνία- είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης, αλλά και της παραπλάνησης, τουλάχιστον, από τις μεροληψίες που ενυπάρχουν στο περιεχόμενο των ΜΜΕ. Αυτό, βέβαια, δεν αποτελεί πανάκεια, αλλά μία ορθή και ορθολογική κατεύθυνση προς την εξυγίανση του δημοσίου διαλόγου και τη διασφάλιση θεμελιωδών αρχών της Δημοκρατίας.