Στις 12 Μαρτίου του 1858, στο Cincinnati του Ohaio, από γονείς γερμανο-εβραίους μετανάστες, τον Julius Ochs και την Berta Levy Ochs, γεννιέται ο Adolph Simon Ochs, γνωστός μέχρι σήμερα ως ο πραγματικός ιδρυτής των New York Times.
Στις 12 Μαρτίου του 1858, στο Cincinnati του Ohaio, από γονείς γερμανο-εβραίους μετανάστες, τον Julius Ochs και την Berta Levy Ochs, γεννιέται ο Adolph Simon Ochs, γνωστός μέχρι σήμερα ως ο πραγματικός ιδρυτής των New York Times.
Όταν η οικογένειά του μετακομίζει στο Knoxville του Tenesee, το 1864,ο Ochs σε ηλικία 11 ετών αρχίζει να δουλεύει, ως μεταφορέας στην εφημερίδα Knoxville Chronicle κι έτσι ξεκινάει η καριέρα του στο χώρο των εφημερίδων. Τρία χρόνια μετά, αφήνει το σχολείο και δουλεύει στις εφημερίδες Knoxville Chronicle και Knoxville Times όπου ανέρχεται επαγγελματικά και καταλήγει να δουλεύει για τις δύο εφημερίδες σαν πλανόδιος τυπογράφος.
Η επαγγελματική του εξέλιξη δεν αργεί και αφού καλύπτει δημοσιογραφικά την κηδεία του Andrew Johnson το 1875 εργάζεται ως δημοσιογράφος πια στην εφημερίδα Louisville Courier- Journal όπου και μένει για δύο χρόνια.
Το επιχειρηματικό πνεύμα, η φιλοδοξία και η διάθεσή του για ρίσκο θα φανούν το 1877 όταν, σε ηλικία 19 ετών, δανείζεται 800 δολάρια για να αγοράσει μετοχικό κεφάλαιο στην εφημερίδα Chattanooga Daily Dispatch. Έτσι, επιστρέφει στο Knoxville και με δύο συνεργάτες, κάνει την πρώτη του εκδοτική προσπάθεια στην εφημερίδα Chattanooga Daily Dispatch.
Παρ’όλο που η προσπάθεια οδηγείται σε αποτυχία, ο Ochs ανατρέπει την κατάσταση χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της εφημερίδας για να εκδώσει τον Οδηγό και τον Κατάλογο Επιχειρήσεων της πόλης.
Αυτή η κίνηση τον φέρνει σε επαφή με όλους τους επιχειρηματίες και πολιτικούς της πόλης, με τους οποίους θα κρατήσει επαφή στη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του. Αυτοί θα είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θα τον βοηθήσουν και θα του δανείσουν το κεφάλαιο για να αγοράσει την εφημερίδα Chattanooga Daily Times και θα του προσφέρουν συστάσεις και χρήματα όταν θα αγοράσει και την εφημερίδα The New York Times.
Το 1878, μόλις 20 χρονών, καταφέρνει να δανειστεί τα χρήματα που του χρειάζονται για να αγοράσει την εφημερίδα Chattanooga Daily Times. Λόγω της επιτυχούς έκδοσης του Καταλόγου, των γνωριμιών που έχει κάνει αλλά και της γρήγορης ικανοποίησης των χρεών του, θεωρείται άνθρωπος εμπιστοσύνης. Με την απόκτηση της εφημερίδας, δίνει το προσωπικό του στίγμα και τη δυναμική ως εκδότης, κάτι που θα φανεί ακόμα πιο έντονα όταν αποκτήσει τους New York Times. Αλλάζει ριζικά την Chattanooga Daily Times, ανακοινώνοντας ότι η εφημερίδα θα δημοσιεύει νέα και πληροφορίες, τόσο για τους επαγγελματίες και επιχειρηματίες της πόλης, όσο και για τους αγρότες των περιχώρων της Chattanooga.
Η εφημερίδα πια, προσανατολίζεται στην καθαρή δημοσιογραφία και υπό την καθοδήγησή του, δημοσιεύει νέα τοπικά, εθνικά αλλά και παγκόσμια και σύμφωνα με τις αρχές του Ochs θα μείνει ανεξάρτητη πολιτικά παρά την υπεράσπιση των αρχών του κόμματος των Δημοκρατικών. Μέσα σε ένα χρόνο, η εφημερίδα εξελίσσεται σε σημείο αναφοράς.
Η επαγγελματική επιτυχία, συνδυάζεται με την προσωπική ευτυχία όταν το 1883-1884 , παντρεύεται την Ιφιγένεια Μίριαμ Γουάιζ (Effie), η οποία είναι κόρη του ραβίνου του Σινσινάτι, Ισαάκ Μάιερ Γούαιζ, ιδρυτή του Αναμορφωμένου Ιουδαισμού στην Αμερική και του Κολεγίου της Έβραικής Ένωσης (Hebrew Union College).
Επεκτείνοντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα και εμπλεκόμενος στα κοινά του τόπου, το 1892, επενδύει στο καινούριο κτίριο της εφημερίδας Chattanooga Times Building που θεωρείται μία εντυπωσιακή επένδυση στην αναπτυσόμενη πόλη. Τον ίδιο χρόνο γεννιέται η μοναχοκόρη του Iphegene Bertha Ochs.
Η Ιφιγένεια θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των New York Times μέσω του μετοχικού κεφαλαίου που θα της αφήσει ο πατέρας της αλλά και μέσω του συζύγου της, Arthur Hays Sulzberger, που θα γίνει εκδότης των New York Times, μετά το θάνατο του Ochs.
Ο Ochs, συνεχίζει την ανάπτυξη της εφημερίδας του επανατοποθετώντας τα κέρδη, ,επεκτείνοντας την τηλεγραφική υπηρεσία του Associated Press και προσλαμβάνοντας προσωπικό, καθώς και τους δύο αδερφούς του, Μίλτον και Τζωρτζ. Αυτή η επιτυχία τον οδηγεί σε επενδύσεις στην πόλη της Chattanooga, τόσο σε δημοτικά έργα και επιδιορθώσεις όσο και σε ιδιωτικές αγορές ακινήτων. Όμως η αγορά ακινήτων καταρρέει αφήνοντας τον Ochs με χρέη. Παρ’όλο που καταφέρνει να ξεχρεώσει, δεν έχει τα ίδια κέρδη.
Έτσι, το 1895, αποφασίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για να επανέλθει στο προηγούμενο επίπεδο κερδών, είναι να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του και το καλύτερο μέρος είναι η Νέα Υόρκη.
Μία αναποδιά, θα καταλήξει να είναι η αρχή μιας οικογενειακής αυτοκρατορίας που θα αλλάξει την ιστορία του Τύπου στην Αμερική και θα απολαμβάνει παγκόσμια φήμη μέχρι και σήμερα. Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να αγοράσει την εφημερίδα New York Mercury, το 1896 μαθαίνει ότι η εφημερίδα New York Times είναι προς πώληση. Εκείνη την περίοδο, η εφημερίδα έχανε χρήματα και υπήρχαν πολλοί ανταγωνιστές. Χωρίς δικά του χρήματα, ο Ochs, πείθει την Επιτροπή Αναδιοργάνωσης της εφημερίδας ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να την κάνει μία βιώσιμη επιχείρηση. Έτσι, στην ηλικία των 36 ετών, δανείζεται ξανά χρήματα και αποκτά την εφημερίδα.
Εκείνη την εποχή η εφημερίδα είχε πολύ λίγα άρθρα χωρίς προκαταλήψεις και πολλά κομμάτια που ο ίδιος θεωρούσε δημοσιότητας (δελτία τύπου θα λέγαμε σήμερα)κι όχι δημοσιογραφικά. ΄Ετσι, ξεκινά να δημιουργεί την εφημερίδα που είχε φανταστεί: μία εφημερίδα που θα είναι αρχείο γεγονότων.
Την πρώτη του μέρα ως εκδότης, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί η εφημερίδα, κάνοντας σαφές ότι η εφημερίδα θα “παρουσίαζε τα νέα αντικειμενικά, χωρίς φόβο και χωρίς να κάνει χάρες, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, συμφέροντα και αιρέσεις” κι ότι θα απευθύνεται σε “λογικούς, σκεπτόμενους αναγνώστες”.
Ταυτόχρονα, ρίχνει την τιμή πώλησης από 3 σεντς ανά φύλλο στο 1 σεντ, αυξάνοντας ραγδαία τις πωλήσεις. Όταν ανέλαβε ως εκδότης, η εφημερίδα είχε λιγότερους από 10,000 αναγνώστες. Από το 1896 έως το 1935 με τις αλλαγές που θα κάνει, αυξάνει την ημερήσια κυκλοφορία θεαματικά αφού τη δεκαετία του 1920, η εφημερίδα φτάνει να έχει περίπου 800.000 αναγνώστες.
Ο Ochs με σλόγκαν “Όλα τα νέα που αξίζει να τυπωθούν”, αλλάζει ολόκληρη τη φιλοσοφία της εφημερίδας. Το σλόγκαν αυτό ήταν ένα άμεσο σχόλιο προς τον Κίτρινο Τύπο και συγκεκριμένα προς τα έντυπα New York World και New York Journal. Ο Ochs είχε ορκιστεί ότι η εφημερίδα του δε θα γινόταν ποτέ σαν κι αυτά τα έντυπα.
Οι NYT καλύπτουν οικονομικά νέα, το χρηματιστήριο, την αγορά ακινήτων και δικαστικά νέα. Άλλες βελτιώσεις συμπεριλαμβάνουν την αγορά περισσότερων τηλεφωνικών συσκευών, γραφομηχανών για το Times Annex, ένα Κυριακάτικο εικονογραφημένο περιοδικό, την Κυριακάτικη Επιθεώρηση Βιβλίων. Δημιουργεί συγκεκριμένα κριτήρια για τις διαφημίσεις, καταργεί τις ρομαντικές λογοτεχνικές σειρές και εγκαινιάζει τα γράμματα αναγνωστών με θετικά ή αρνητικά σχόλια. Ολα αυτά σε μια εποχή που οι εφημερίδες εκδίδουν ό,τιδήποτε για να κερδίσουν αναγνώστες (τί μου θυμίζει;). Μέσα στον πρώτο χρόνο με εκδότη τον Ochs, η κυκλοφορία της εφημερίδας διπλασιάζεται και πουλάει πλέον διαφημιστικό χώρο.
Ο Ochs χρησιμοποιεί τη νέα τεχνολογία για να κυκλοφορήσει η εφημερίδα σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές εκτός Νέας Υόρκης και το 1904, η εφημερίδα κάνει την πρώτη επι τόπου ασύρματη μετάδοση ναυτικής αψιμαχίας κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου. Τον ίδιο χρόνο ο Ochs μετακινεί την εφημερίδα στην Times Square.
Υπό την καθοδήγησή του, η εφημερίδα New York Times, γίνεται η πιο διάσημη Αμερικανική καθημερινή εφημερίδα, με πωλήσεις άνω του 1,000,000 έχοντας κερδίσει 94 βραβεία Pulitzer.
Από το 1900 και μέχρι το θάνατό του είναι ένας από τους διευθυντές του Associated Press. Σταδιακά, διευρύνει την εφημερίδα και το 1913, ξεκινά την έκδοση του Καταλόγου των New York Times (New York Times Index), το 1914 δημιουργεί το Περιοδικό Τρέχουσας Ιστορίας (Current History Magazine), ένα περιοδικό που αρχικά είχε σαν στόχο την κάλυψη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1925 ξεκινάει τη χρηματοδότηση έκδοσης του Λεξικού Αμερικανικών Βιογραφιών (Dictionary of American Biography), ενός βιβλίου που περιείχε τις βιογραφίες των σημαντικότερων Αμερικανών.
Ο Ochs, πεθαίνει στις 8 Απριλίου 1935 στην Chattanooga του Tenessee, τον τόπο γέννησης και αρχής της καριέρας του.