Ενδιαφέρουσα τροπή παίρνει η υπόθεση του νόμου σχετικά με τον έλεγχο των ΜΜΕ στη Ρωσία. Συγκεκριμένα, πριν λίγα χρόνια είχε θεσμοθετηθεί από την Κάτω Βουλή (Δούμα) της Ρωσίας, η ποσόστωση των ξένων κεφαλαίων που μπορούν να κατέχουν μετοχικά μερίδια σε εταιρείες και ομίλους εταιρειών που διαχειρίζονται Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο απαγορεύεται σε πολίτες άλλων χωρών να κατέχουν μετοχικά μερίδια στα ρωσικά ΜΜΕ, με πρόσχημα την «πιθανότητα υπονόμευσης εκ μέρους ξένων δυνάμεων των ηθικών θεμελίων της ρωσικής κοινωνίας ή και την απειλή της εθνικής της ασφάλειας».

Σε πρόσφατη όμως συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας, εντύπωση προκάλεσε η γνωμοδότηση του μέλους του ανωτάτου δικαστικού οργάνου της χώρας Κωνσταντίν Αρανόφσκι, για την υπόθεση του επιχειρηματία Γιεβγκένι Φινκελστέιν, ο οποίος κατέθεσε προσφυγή αντισυνταγματικότητας του εν λόγω νόμου, επειδή απαγορεύει σε πολίτες με διπλή υπηκοότητα να κατέχουν μερίδιο άνω του 20% σε οποιοδήποτε ΜΜΕ.

Σύμφωνα με τον Αρανόφκσι, η θέσπιση αυτών των περιορισμών είναι αντισυνταγματική. Κατά το μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου «οι Ρώσοι θέσπισαν το Σύνταγμα της χώρας, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας και οι συγκρούσεις ενός της κοινότητας δεν δικαιολογούν τον περιορισμό των δικαιωμάτων και της ελευθερίας, ούτε και την ξενοφοβία». Πρώτη απ’ όλους ανέδειξε το θέμα η ρωσική εφημερίδα «Κομερσάντ» (Комерсанть) σε ειδικό δημοσίευμά της.

Ο Κωνσταντίν Αρανόφσκι, ο οποίος είναι το νεότερο σε ηλικία μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, είχε διαφωνήσει με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου για την προσφυγή του Γιεβγκένι Φινκελστέιν ως προς το άρθρο 19.1 του νόμου «Περί ΜΜΕ», ο οποίος ως κάτοχος διπλής υπηκοότητας στερήθηκε το δικαίωμα μετοχών στο Ράδιο Σανς. Σύμφωνα με την πλειοψηφούσα άποψη των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου «ο νόμος ελήφθη για την «επικοινωνιακή ασφάλεια», είναι συνταγματικός, μόνο που χρήζει διορθώσεων και επεξηγήσεων των ορισμών που περιλαμβάνει».

Ο Αρανόφσκι από την πλευρά του σημειώνει πως είναι αντισυνταγματικοί οι περιορισμοί, οι οποίοι όχι μόνο παραβιάζουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά και την «ελευθερία σκέψης και λόγου».

Αναπτύσσοντας το σκεπτικό του το μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσίας, υπερασπίζεται το δικαίωμα έκφρασης όχι μόνο «σωστών σκέψεων και σωστών λέξεων». “Αν επιτρέψουμε στις αρχές να καθορίζουν το περιεχόμενο των μεταδόσεων ή τον κύκλο των ανθρώπων που θα έχουν πρόσβαση σε αυτές με το δικαίωμα να αφαιρούν από αυτές (τις μεταδόσεις σ.σ.) τις «ύποπτες» κατά τη γνώμη τους, τότε θα έχουμε λογοκρισία, έλεγχο των απόψεων και των σκέψεων, σε αντίθεση με τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του Συντάγματος”.

Ο Αρανόφσκι όμως κάνει και ένα βήμα παραπέρα, σημειώνοντας πως καθήκον του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι να ορίσει τι αποτελεί «απειλεί για τις προστατευόμενες αξίες», προς υπεράσπιση των οποίων θεσπίστηκαν οι περιορισμοί. Υπάρχουν όντως «ο κίνδυνος και οι πηγές της διακινδύνευσης;» αναρωτιέται ο  δικαστής στη γνωμοδότησή του.

Κατά τη συνεδρίασης της ολομέλειας του Συνταγματικού Δικαστηρίου ο Αρανόφσκι έθεσε το παραπάνω ερώτημα αλλά ούτε η Μαρίνα Μπεσπάλοβα εκπρόσωπος της Κάτω Βουλής, ούτε ο Αντρέι Κλισάς, εκπρόσωπος της Άνω Βουλής δεν βρήκαν κάτι να απαντήσουν και παρέμειναν σιωπηλοί. Ο τελευταίος απλά κατέθεσε ένα σημείωμα σχετικά με το πως εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα ο αμφιλεγόμενος αυτός νόμος.

Ανταπαντώντας ο δικαστής Αρανόφσκι επεσήμανε πως με την εφαρμογή του νόμου «υπήρξαν χιλιάδες περιπτώσεις αποχώρησης ή μείωσης των συμμετοχών στα κεφάλαια και στις συντακτικές ομάδες ΜΜΕ από τη Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία. Βρετανία κλπ, οι οποίοι αποσύρθηκαν αφού πούλησαν τα μερίδια τους σε ρωσικά πρόσωπα». Οι νέοι όμως ιδιοκτήτες ήταν πολίτες, εκ των οποίων ελάχιστοι είχαν ως έδρα τη Ρωσία και νομικά πρόσωπα με ακατανόητες ρωσικές ονομασίες, ενώ ένα μέρος των ΜΜΕ έπαψε να λειτουργεί. Το γεγονός αυτό κατά το δικαστή Αρανόφσκι είναι μία τρανή απόδειξη πως υπάρχει μια στρέβλωση ως προς την υπεράσπιση των εταιρικών δικαιωμάτων, περιορίστηκε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, παρόλο που κανένα από τα πρόσωπα που υπέστησαν αυτούς τους περιορισμούς, δεν είχε υποπέσει σε κανένα πολιτικό, οικονομικό ή φορολογικό παράπτωμα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι επισημάνσεις του μέλους του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι η φοβία και ο πανικός, δεν μπορούν να λειτουργούν περιοριστικά στα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Θεωρεί μάλιστα πως οποιοσδήποτε περιορισμός θα πρέπει να τεκμηριώνεται με βάση τον αντικειμενικό κίνδυνο ή απειλή για τις υπό προστασία αξίες και αρχές.

Αν «οι φόνοι των αρχών και των πολιτών είναι τεκμηριωμένοι, ώστε αν δεν εφαρμοστούν οι περιορισμοί θα υπάρξουν θύματα, τότε έχουμε στη διάθεσή μας το δικαίωμα της άμυνας, τη διεθνή κατάσταση, τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, την προπαγάνδα και πολλά άλλα, όπου μπορούμε να δράσουμε με ρίσκο, απειλητικά, σχεδιασμένα και αποτελεσματικά, χωρίς όμως να παραβιάζουμε τις συνταγματικές ελευθερίες». Επισημαίνει μάλιστα μετ’ επιτάσεως πως «η δράση μας θα πρέπει να λαμβάνει πάντα υπόψη την ενδεχόμενη ζημιά, αλλά αυτό θα πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς». Ωστόσο, «δεν μπορεί να θεωρείται απειλή καθεαυτή η καταγωγή των προσώπων, των κεφαλαίων, των ιδεών κλπ». Στο βαθμό μάλιστα που στην υπόθεση Φινκελστέιν «οι υποτιθέμενες και κάθε άλλο προφανείς απειλές» για την επικοινωνιακή ασφάλεια δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα έπρεπε να καταγράψει τη νομοθετική αστοχία, αναφέρει ο Αρανόφσκι στη γνωμοδότησή του.

Ο Αρανόφσκι, θυμίζει με ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο την εισαγωγή στο Σύνταγμα της Ρωσίας, όπου αναφέρεται πως η ψήφισή του έγινε με πλήρη συνείδηση πως αποτελεί πλέον μέρος της διεθνούς κοινότητας. Η συμμετοχή αυτή δεν μπορεί να είναι χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις, ωστόσο, «αυτό δεν μπορεί να είναι η αφορμή για να θεωρείται εχθρικό το αλλογενές διεθνές περιβάλλον, μόνο εντός του οποίου είναι δυνατή η ζωή των πολιτισμένων εθνών», ενώ «δεν είναι λίγες οι φορές που το κράτος πολλές φορές δεν λειτουργούν όλα ευρύθμως και η κυβέρνηση με τις πράξεις ή τις παραλείψεις της προκαλεί ζημιά που ισούται με εκείνη των πολεμικών περιόδων».

Ιδιαίτερη σημασία έχει το σημείο εκείνο όπου ο Αρανόφσκι υπογραμμίζει «πως σε απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο και με αισθήματα δυσπιστίας απέναντι σε κάθε τι ξένο, ο πολυεθνικός λαός της Ρωσίας θα έχανε κάθε νόημα των επιδιώξεών του». Στο σημείο αυτό παραθέτει προηγούμενες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας, όπου αναφέρεται πως η «Ρωσία δεν νοεί τον εαυτό της εκτός της διεθνούς κοινότητας», η ιδιότητα του «ξένου πράκτορα» δεν προϋποθέτει αρνητικά φορτισμένη σημασία, η ύπαρξη άδεια παραμονής ενός αλλοδαπού δεν του απαγορεύει να είναι μέλος εκλογικής επιτροπής, ενώ η χρηματοδότηση ΜΚΟ «δεν θέτει εν αμφιβόλω την νομιμοφροσύνη τους έναντι του κράτους». Κάθε άλλη προσέγγιση θα ήταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα, το οποίο υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την αξιοπρέπεια της προσωπικότητας και να μην επιτρέπει την καταπάτησή της».

«Η ξενοφοβία είναι μία παλιά και ανθεκτική αντίδραση, η οποία μάλλον οδηγεί σε παρανοήσεις, παρά προσανατολίζει σε υπαρκτούς κινδύνους» και αναφέρει το παράδειγμα του Σχεδίου Ντάλες, το οποίο συνέγραψαν εκείνοι που είχαν σκαρφιστεί και τα Πρωτόκολλα της Σιών, με σκοπό να φοβούνται όλοι και να ενοχοποιούν για κάθε τι τους ξένους».

Η γνωμοδότηση του Κωνσταντίν Αρανόφσκι έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την εσωτερική πολιτική σκηνή της Ρωσίας, αλλά γενικότερα, γιατί αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα υπεράσπισης των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών, οι οποίες παραβιάζονται ασύστολα μέσα σε ένα πλαίσιο καταστολής κάθε αντίθετης γνώμης. Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, γιατί κατά τη γνώμη πολλών νομομαθών της Ρωσίας αποτελεί ένα «Μανιφέστο συνταγματικής κρίσης στην εποχή του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και των fake news».

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο Aranovksi

Ο πενηνταπεντάχρονος σήμερα Κωνσταντίν Αρανόφσκι, είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Άπω Ανατολής. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του τότε Λένινγκραντ και σήμερα Αγίας Πετρούπολης. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στα πατρώα εδάφη και διδάσκει στο alma mater Πανεπιστήμιο της Άπω Ανατολής, ενώ ήταν και επικεφαλής της εκλογικής επιτροπής της περιοχής Πριμόριγιε. Πριν το διορισμό του στο Συνταγματικό Δικαστήριο, θεωρούνταν ως ένας από τους πλέον έγκυρους συνταγματολόγους της Ρωσίας, εξειδικευμένος στα συντάγματα άλλων χωρών, ενώ το σύγγραμμά του για αυτό το θέμα γνώρισε επανειλημμένες εκδόσεις.

Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών προδιδακτορικών του σπουδών, ήταν συμφοιτητής με τον Ντμίτρι Μεντέντιεφ, πρωθυπουργό και πρόεδρο της Ρωσίας στη συνέχεια, ο οποίος και τον διόρισε το 2010 στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας.

Το 2015 δημοσιοποιήθηκε η γνωμοδότησή του σχετικά με μία προσφυγή που αφορούσε τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, οι οποίοι επέτρεπαν τη διεξαγωγή ερευνών, οι οποίες παραβίαζαν το δικηγορικό απόρρητο. Τότε είχε προκαλέσει εντύπωση η δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία «δεν μπορούμε να θυσιάσουμε τα συνταγματικά δικαιώματα στον υπερβάλλοντα ζήλο της διοίκησης και να θεωρούμε αναμάρτητη την ανακριτική διαδικασία».