Ποτέ μην αφήνεις μία κρίση να πάει χαμένη: η φράση αποδίδεται στον Ουίνστον Τσόρτσιλ και, φαίνεται, πως απασχολεί έντονα, εκείνους που χαράσσουν την γεωπολιτική της Ρωσίας, στις μέρες μας.
Η πανδημία και οι ρωγμές που παρουσιάστηκαν στο παγκόσμιο σύστημα διεθνών σχέσεων εξαιτίας της, όπως δείχνουν τα πράγματα, απασχολούν σοβαρά τα ρωσικά think tank, οι ερευνητές των οποίων, αφού συνειδητοποίησαν την φενάκη της ρωσικής προπαγάνδας κατά τους πρώτους μήνες, περί επικείμενης «κατάρρευσης του δυτικού συστήματος», επανέρχονται αναγκαστικά σε πιο ψύχραιμες εκτιμήσεις.
Έτσι, εκεί που στην αρχή θεωρούσαν την πανδημία, μία ξεκάθαρη απειλή τόσο για την διεθνή θέση της χώρας, όσο και για την σταθερότητα του πολιτικού συστήματος στο εσωτερικό, το τελευταίο διάστημα, αργά και σταθερά, διατυπώνουν την άποψη πως για την Ρωσία, οι δυνατότητα που αναδύονται για την μετά-covid-19 εποχή, έχουν, κατά κύριο λόγο τακτικό και συγκυριακό χαρακτήρα, ενώ οι απειλές, στρατηγικό και συστημικό. Βασική τους ανησυχία είναι η διασφάλιση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ρωσίας στην μάχη κατά του κορονοϊού, είτε αφορά την στατιστική των μολύνσεων και των θανάτων, είτε του μεγέθους της οικονομικής ζημιάς που θα υποστεί η χώρα. Και αυτό, γιατί κατανοούν πλήρως πως κάθε αποτυχία στους δύο αυτούς τομείς, θα επιβαρύνει την γεωπολιτική θέση, αλλά και τις διπλωματικές προσπάθειες της χώρας.
Εκείνο που απασχολεί ιδιαίτερα τους ιθύνοντες της γεωπολιτικής στρατηγικής της Ρωσίας, είναι η υποστήριξη της προσέγγισης που έχουν διατυπώσει από το 2008, σύμφωνα με την οποία οι διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίζονται από μία κατάσταση, την οποία μεταφορικά θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε με εκεί την περίοδο που ακολούθησε την σύνοδο της Βεστφαλίας.
Για να ενισχύσουν το επιχείρημά τους αυτό, προβάλουν και υπογραμμίζουν την επάνοδο του «εθνικού κράτους» στο προσκήνιο, καθώς επίσης και το προπαγανδιστικό επιχείρημα της έλλειψης αλληλεγγύης και συμπαράστασης μεταξύ των χωρών του δυτικού στρατοπέδου κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση των διεθνών, υπερεθνικών οργανισμών (βλέπε Ευρωπαϊκή Ένωση), τους οποίους κατηγόρησαν για πλημμελή υπεράσπιση των ηθικών αρχών που διακήρυτταν. Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν αυτή την άποψη, αλλά αυτό, φαίνεται, πως δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Η υπόθεση εργασίας, την οποία κλήθηκαν να υποστηρίξουν, είναι πως η Δύση θα προχωρήσει σε μία «διόρθωση» των γεωπολιτικών της προτεραιοτήτων, πράγμα που πιθανόν να σημάνει το τέλος της περιόδου, όταν η Ρωσία αποτελεί τον «Νο 1» κίνδυνο και απειλή για τον δυτικό σχηματισμό. Οι εκλογές στις Η.Π.Α. όμως, αλλά και η εν τοις πράγμασι ενδυνάμωση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επέδειξε άριστα αντανακλαστικά στην αλληλεγγύη (θεραπεία ασθενών από χώρες που πλήττονταν βαριά από την πανδημία σε άλλες χώρες, συλλογική διαπραγμάτευση και αγορά εμβολίων, πακέτο στήριξης της οικονομίας κ.λπ., προφανώς θα αναγκάσουν την Ρωσία, να επανεξετάσει αυτή την υπόθεση εργασίας. Είναι, εξάλλου, προφανές, ότι παρόμοιες μετατοπίσεις στην εξωτερική πολιτική της Δύσης, είναι δύσκολο να γίνουν το επόμενο διάστημα και, συνεπώς, η Μόσχα, δεν μπορεί να περιμένει τις «μικρές ανάπαυλες» σε ορισμένα φλέγοντα ζητήματα, όπως αυτό των κυρώσεων λόγω της Κριμαίας ή την διευθέτηση του ζητήματος με το αποσχιστικό κίνημα των ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας.
Αντίστοιχες, είναι οι προσδοκίες, για βελτίωση της γεωπολιτικής θέσης της Ρωσίας σε άλλες περιοχές του κόσμου και, ιδιαίτερα, στην Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ωστόσο, τόσο η Συρία και η Λιβύη, όσο και ορισμένες χώρες της Αφρικής (Σουδάν – νέος σταθμός εξυπηρέτησης πολεμικών πλοίων και Κεντροαφρικανική Δημοκρατία), δεν μπορούν να ενισχύσουν, παρά μόνο σε τοπικό επίπεδο, την ρωσική παρουσία στις ανοιχτές θάλασσες του νότιου ημισφαίριου.
Από την άλλη πλευρά, οι απειλές είναι πιο ξεκάθαρες και δεν προέρχονται από το εξωτερικό, μα από το εσωτερικό της ίδιας της Ρωσίας και συγκεκριμένα από την κατάσταση της οικονομίας της.
Είναι κοινός τόπος, μεταξύ των Ρώσων οικονομολόγων και πολιτικών αναλυτών, πως η ρωσική οικονομία, η οποία διανύει μία περίοδο βαθιάς κρίσης από το 2012, θα υποστεί πολύ μεγαλύτερη ζημιά απ’ ότι η οικονομία πολλών άλλων χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί και η δυσοίωνος προοπτική αύξησης των τιμών των ενεργειακών πρώτων υλών στην διεθνή αγορά, οι οποίες αποτελούν και την μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος του ρωσικού προϋπολογισμού.
Αυτό, μοιραία, θα οδηγήσει στην μείωση των οικονομικών πόρων της χώρας και, συνακόλουθα, στην επανεξέταση των προοπτικών εξόδου από την κρίση και την προσέγγιση του μέσου όρου ανάπτυξης των υπόλοιπων χωρών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως αυτή η μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων, απασχολεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τους υπεύθυνους της γεωπολιτικής της Ρωσίας, αφού είναι προφανές ότι η άμυνα και η εξωτερική πολιτική θα υποστούν περικοπές στους προϋπολογισμούς τους, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις δυνατότητας υλοποίησης διαφόρων σχεδίων και προγραμμάτων. Αυτό, φυσικά, θα σημαίνει μικρότερη χρηματοδοτική υποστήριξη συμμάχων και εταίρων της Ρωσίας, όπως η Συρία, η Βενεζουέλα κ.ά. αλλά και υποβαθμισμένη συμμετοχή σε πολυδάπανες πολυεθνικές πρωτοβουλίες όπως εκείνη για την κλιματική αλλαγή. Ταυτόχρονα, απομείωση θα υποστεί και το brand name της Ρωσίας, εφόσον το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της χώρας, παραμείνει το ίδιο με αυτό που ήταν πριν την κρίση.
Επακόλουθο των ανωτέρω, θα είναι η ενίσχυση των απομονωτικών διαθέσεων της ρωσικής κοινωνίας. Η δημόσια και πλουσιοπάροχη υποστήριξη χωρών, σε άλλες ηπείρους (Βενεζουέλα, Συρία, Λιβύη, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Σουδάν κ.λπ), έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο της ρωσικής κοινωνίας, οι πολίτες της οποίας δοκιμάζονται σκληρά εδώ και πολλά χρόνια λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Έτσι το μοντέλο που έγινε αποδεκτό μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και αποτέλεσε το θεμέλιο της «Ρωσίας ως παγκόσμιας υπερδύναμης», είναι πολύ πιθανόν να μην έχει την «σύμφωνη γνώμη» της κοινωνίας, πράγμα που θα υποχρεώσει το Κρεμλίνο να αναπροσαρμόσει την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, προκειμένου να μην κατηγορηθεί για αλόγιστες δαπάνες των περιορισμένων έτσι κι αλλιώς πόρων της χώρας».
Ανάλογη επίδραση θα έχει στην ρωσική εξωτερική πολιτική και η ενίσχυση της διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, μεταξύ Η.ΠΑ. και Κίνας. Αυτό όμως μένει να ξεκαθαριστεί μετά τον Ιανουάριο και την ανάληψη της εξουσίας από τον Τζο Μπάιντεν, όταν θα μάθουμε τις προτεραιότητες της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό. Η προσπάθεια της Ρωσίας για εγκαθίδρυση ενός πολυπολικού συστήματος διεθνών σχέσεων με ευθεία αμφισβήτηση της μεταπολεμικής διευθέτησης, πάντως, δεν δείχνει να στέφεται με επιτυχία.
Ωστόσο, η φερόμενη προσέγγιση Ρωσίας – Κίνας, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, ακριβώς λόγω της τεράστιας διαφοράς που έχουν οι δύο χώρες σε επίπεδο οικονομικών δυνατοτήτων. Η προσέγγιση αυτή, αφορά σε πολύ συγκεκριμένους τομείς, κυρίως της αγροτικής οικονομίας και εξωτερικού εμπορίου από τις περιοχές της Άπω Ανατολής, αλλά και της εξαγωγής ενεργειακών πρώτων υλών που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει η κινεζική οικονομία. Αυτή όμως η ασυμμετρία δυνατοτήτων μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, κάνει ακόμη πιο προβληματική την ανάπτυξη σχέσεων της Ρωσίας με ανταγωνιστές της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού ωκεανού (Ινδία, Βιετνάμ, Ιαπωνία).
Θα μπορέσει η Ρωσία να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της στην εξωτερική πολιτική στο άμεσο μέλλον; Θα καταφέρει να δει πιο ρεαλιστικά την θέση της στο παγκόσμιο σύστημα κατανομής ισχύος; Θα θελήσει να προσαρμόσει τις φιλοδοξίες της, σύμφωνα με τις πραγματικές της δυνατότητες; Απαντήσεις σε αυτά, αλλά και σε πολλά άλλα ερωτήματα, θα πάρουμε κατά το επόμενο, μετά την κρίση διάστημα και σε συνάρτηση πάντα με την κατάσταση στο εσωτερικό της και ιδίως με την οικονομία της. Ωστόσο, θα ήταν κρίμα, για την μεγάλη αυτή χώρα «να αφήσει αυτήν την κρίση να πάει χαμένη».