Τους τελευταίους δύο μήνες, γίναμε μάρτυρες μίας ολομέτωπης, δόλια και αήθους επίθεσης κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με αφορμή την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του, να κινήσει τις διαδικασίες για την έκδοση Τόμου Αυτοκεφαλίας για την Εκκλησία της Ουκρανίας.
Στην επίθεση αυτή συμμάχησαν κατά ένα, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο τρόπο, ακροδεξιοί σχηματισμοί, ακροαριστερά γκρουπούσκουλα, συντηρητικοί κύκλοι της Εκκλησίας με μακρόχρονους, οικονομικούς κατά κύριο λόγο, δεσμούς με τη Ρωσική Εκκλησία, αλλά και οι αυτοαποκαλούμενοι “αριστεροί θεολόγοι”, μεγάλος αριθμός των οποίων σιτίζεται σε κρατικές θέσεις.
Ένα από τα επιχειρήματα ( ; ) που ανασύρουν από την “φαρέτρα” τους, όλες αυτές οι δυνάμεις, τις οποίες για λόγους οικονομίας της συζήτησης μπορούμε να αποκαλούμε εφεξής “αντιδυτικό μέτωπο”, είναι η δήθεν διάβρωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες. Το επιχείρημα αυτό, χωρίς καμία απολύτως απόδειξη, περιφέρεται σε “αδέσποτες” ιστοσελίδες και μπλογκ, από τα οποία απουσιάζει κάθε αναφορά ή έστω νύξη για το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς ή το όνομα του διαχειριστή τους, αλλά και σε ορισμένα κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενα “πρακτορεία εκκλησιαστικών ειδήσεων”.
Οι διαπρύσιοι αυτοί οπαδοί της “θρησκευτικής καθαρότητας” του αντιδυτικού μετώπου, ωστόσο, είτε λησμονούν είτε αγνοούν τις ιδιαίτερες σχέσεις που είχε κατά το παρελθόν ο αφανής εργοδότης τους με τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή
Αμέσως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ., υπήρξε αυξημένο δημόσιο ενδιαφέρον για τις σχέσεις της Επιτροπής Κρατικής Ασφαλείας (ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ.) με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (Ρ.Ο.Ε.), στα πλαίσια μίας διαδικασίας αναστοχασμού του πρόσφατου σοβιετικού παρελθόντος.
Αφορμή στάθηκε Έκθεση της Επιτροπής του προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την διερεύνηση των αιτιών και των συνθηκών της απόπειρας πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1991. Στο συγκεκριμένο έγγραφο γινόταν αναφορά στις ηγετικές φιγούρες των ιεραρχών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας “για την αντισυνταγματική αξιοποίηση από την Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ.Σ.Ε. και των οργάνων της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. της Ε.Σ.Σ.Δ. μίας σειράς εκκλησιαστικών οργάνων για ιδιοτελείς σκοπούς, μέσω της στρατολόγησης και διάβρωσης αυτών των οργάνων μέσω των πρακτόρων τους” .
Τα μέλη της επιτροπής που συστάθηκε είχαν πρόσβαση στα έγγραφα της 4ης και 5ης Διεύθυνσης της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με τις σχέσεις μεταξύ της υπηρεσίες και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη συνέχεια πολλά από τα έγγραφα αυτά δημοσιοποιήθηκαν από τους Λ. Πονομαριόφ, Β. Πολόσιν και Γ. Γιακούνιν, τα άρθρα και τα βιβλία των οποίων έτυχαν μεγάλης δημοσιότητας και προκάλεσαν θυελλώδεις συζητήσεις, αφού έθιγαν ένα κολοσσιαίας σημασίας ζήτημα για τη ρωσική κοινωνία: την διείσδυση των μυστικών υπηρεσιών στα ιερά καθιδρύματα, την ανάμειξή τους τόσο στην εσωτερική τους λειτουργία, όσο και στις διεθνείς τους δραστηριότητες.
Η Επιτροπή, ανακάλυψε την ύπαρξη πρακτόρων – ιερωμένων. Τον Απρίλιο του 1992 δημοσιεύτηκε η συνέντευξη του αρχιεπισκόπου Βιλένσκ και Λετονίας Χρυσοστόμου, στην οποία δήλωνε “Συνεργαζόμουν με την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. αλλά δεν ήμουν καταδότης” και στη συνέχεια ομολόγησε: “Ναι, εμείς, σε κάθε περίπτωση εγώ, και αναφέρομαι πρώτα και κύρια στον εαυτό μου, συνεργαζόμασταν με την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Συνεργαζόμουν και έδινα αναφορές, είχα τακτικές συναντήσεις, λογοδοτούσα. Έχω και το δικό μου ψευδώνυμο, παρατσούκλι, όπως το λένε αυτοί, με αποκαλούσαν “Αναστηλωτή”. Συνεργαζόμουν μαζί τους ενσυνείδητα, υπό την έννοια ότι ακολουθούσα μία συγκεκριμένη πολιτική, τόσο εκκλησιαστική, όσο και πολιτική, όπως την αντιλαμβανόμουν, με την βοήθεια αυτών των υπηρεσιών. Δεν ήμουν ποτέ καταδότης, δεν ήμουν πληροφοριοδότης… Την ίδια στιγμή, μεταξύ ημών των αρχιερέων, και πολύ περισσότερο μεταξύ των κληρικών, υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ανάξιων και ανήθικων ανθρώπων. Αυτή τους την ανηθικότητα, λόγω της μη ύπαρξης σε εμάς εκκλησιαστικού δικαστηρίου, εκμεταλλευόταν η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Τους προστάτευαν από εμάς, τους εν ενεργεία επισκόπους και δεν μπορούσαμε να τους τιμωρήσουμε”.
Όπως ήταν φυσικό, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αντέδρασε. Η έντονη κριτική που άσκησε η Επιτροπή προκάλεσε την οργίλη αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας. Ο τότε πατριάρχης Αλέξιος ο Β’ απευθυνόμενος στους ιερείς Γ. Γιακούνιν και Γ. Εντελστέιν, δήλωσε πως τα άρθρα τους για τις σχέσεις της Εκκλησίας με την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. “είναι γεμάτα βλασφημίες κατά της Εκκλησίας”.
Ο πρόεδρος του Τμήματος Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης του Πατριαρχείου της Μόσχας, ηγούμενος Ιωάννης (Εκονόμτσεφ), υπογράμμιζε σε υψηλούς τόνους πως δεν μπορεί να υπάρχει η ίδια προσέγγιση για όλους εκείνους που λειτουργούσαν ως πράκτορες. Εξηγούσε δε την απουσία δηλώσεων εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου με το επιχείρημα “δεν μπορούμε να ασκήσουμε διώξεις εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, από την στιγμή που δεν υπάρχουν τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις”.
Στις αρχές του 1992 η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δήλωσε πως οι ενέργειες της κοινοβουλευτικής επιτροπής είναι ανάμειξη στις εσωτερικές της υποθέσεις. Οι εργασίες της Επιτροπής του Ανώτατου Σοβιέτ σταμάτησαν. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε η Επιτροπή της Αρχιερατικής Συνόδου για την μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων που της χορήγησε η επιτροπή του Κοινοβουλίου, ώστε να προχωρήσει εσωτερική έρευνα. Σε ορισμένες επιστολές του πατριάρχη Αλέξιου Β’ υπήρξαν αναφορές στο ζήτημα της μετάνοιας όχι μόνο για τους πιστούς, αλλά και για την ίδια την Εκκλησία. Τον Φεβρουάριο του 1993 σε μία επιστολή του αναφέρει: “Ήρθε η ώρα της μετάνοιας… Μετανοούμε για εκείνους από εμάς, οι οποίοι δεν υπερασπίστηκαν με σθένος την πίστη τα χρόνια των διώξεων, φάνηκαν λιπόψυχοι και, Θεός φυλάξοι, βοήθησε τους διώκτες, οι οποίοι επιτέθηκαν στην Εκκλησία του Θεού, προκαλώντας πόνο και θάνατο στους χριστιανούς”.
Στο μεταξύ, πολλά περιοδικά, συνέχιζαν την δημοσίευση εγγράφων που ανακαλύφθηκαν σε αρχεία. Ο Β. Πολόσιν, δημοσιοποίησε διάφορες εκθέσεις της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, σύμφωνα με τις οποίες κατά την δεκαετία του 1970 η ανάμειξη της υπηρεσίας στις διεθνείς δραστηριότητες των ιερών καθιδρυμάτων, είχε φτάσει στο απόγειό της. Από τα έγγραφα αυτά, ο αναγνώστης πληροφορήθηκε πως στις Γενικές Συνελεύσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, αλλά και άλλων διεθνών οργάνων, η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, έστελνε δεκάδες πράκτορες ιερείς. Οι πράκτορες αυτοί είχαν διάφορες αποστολές: την προώθηση σε θέση – κλειδιά των κατάλληλων υποψηφίων, την ψήφιση έτοιμων εκ των προτέρων αποφάσεων, δηλώσεων, ψηφισμάτων, τα οποία προωθούσαν την πολιτική των λεγόμενων σοσιαλιστικών κρατών. Παράλληλα, διεξήγαγαν διάφορες κατασκοπευτικές επιχειρήσεις με στόχο διάφορα “πρόσωπα” κλπ. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ συμμετείχε ενεργά στη συγγραφή της ανοιχτής επιστολής του πατριάρχη Ποιμένα προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ntw York Times.
Στις 13 Μαρτίου 1986 η γραμματεία της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε, έστειλε στο Συμβούλιο θρησκευτικών υποθέσεων του Υπουργικού Συμβουλίου της Ε.Σ.Σ.Δ. και την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., εντολή για την προετοιμασία ενός σχεδίου για την δημιουργία μηχανισμού ανάδειξης στελεχών από τον κλήρο. Είχε προηγηθεί το 1967, η πρωτοβουλία του Γιούρι Αντρόποφ, σύμφωνα με την οποία ιδρύθηκε η 5η Διεύθυνση της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, αρμοδιότητα της οποίας ήταν όλα τα ζητήματα που είχαν σχέση με τον έλεγχο της θρησκευτικής ζωής.
Η επιχείρηση “Βατικανό”
Ας μην ξεχνάμε πως ο Ψυχρός πόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη και μία από τις βασικές αποστολές της μυστικής αστυνομίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., ήταν η αποκαλούμενη “βατικάνεια πολιτική”.
Τον Μάιο του 1964 ο αντιπρόεδρος της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ Σ. Μπάνικοφ, με αναλυτική του έκθεση, ενημέρωσε την Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε., σχετικά με την νέα τακτική του Βατικανού, την πολιτική του πάπα της Ρώμης Ιωάννη ΚΓ’, η οποία , κατά την μυστική αστυνομία, ήταν η “αναζήτηση νέων μεθόδων και δράσεων της Καθολικής εκκλησίας που θα αποσκοπούν στη διατήρηση και διεύρυνση της επιρροής της στις μάζες”. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. εκτιμούσε πως η πολιτική του Βατικανού ήταν να προσεγγίσει την Προτεσταντική και άλλες εκκλησίες, με στόχο τη “δημιουργία ενιαίου μετώπου κατά των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και του κομμουνιστικού κινήματος σε όλο τον κόσμο”. Ο Μπάνικοφ στην έκθεσή του σημείωνε: “Ο πάπας Παύλος ΣΤ’, ο οποίος εξελέγη το 1963, τάσσεται υπέρ των ευέλικτων, καμουφλαρισμένων μεθόδων πολέμου κατά του κομμουνισμού”.
Στις αρχές του 1971 η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, ενημέρωνε την Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. ότι το Βατικανό ετοιμάζει “εκτεταμένη επίθεση κατά του αθεϊσμού” και την υλοποίηση του επονομαζόμενου “προγράμματος εκκλησιαστικής πολιτικής υπονόμευσης της Σοβιετικής Ένωσης”, το οποίο είχε καταρτήσει από το 1968. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε τον χωρισμό σε τρεις ζώνες (Μόσχα, Βαλτική και Καύκασος) και τις βασικές ομάδες πληθυσμού (πιστοί, διανόηση και φοιτητική νεολαία), τους οποίους θα προσπαθούσαν να επηρεάσουν κυρίως με την διάδοση θρησκευτικού περιεχομένου προπαγανδιστικών βιβλίων με στόχο την “πρόκληση δυσπιστίας μεταξύ των σοβιετικών πολιτών απέναντι στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό”.
Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Θεωρούσε πως το Βατικανό θα έστελνε ιεραπόστολους στην Ε.Σ.Σ.Δ. σαν τουρίστες. Το 1969 στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Μόσχας και του Λένινγκραντ, εντοπίστηκαν ορισμένοι Ιησουίτες, οι οποίοι είχαν πάει για σπουδές σε βραχυχρόνια εκπαιδευτικά προγράμματα. Στόχος τους ήταν η απόκτηση επαφών με κληρικούς, διανοούμενους και νέους “η επιτόπια μελέτη αλλά και η προσέγγιση συγκεκριμένων ηγετικών στελεχών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας”, η συλλογή πληροφοριών για τις διώξεις κατά των πιστών στην Ε.Σ.Σ.Δ., η ιεραποστολική δράση. Ο διευθυντής της 5ης Διεύθυνσης της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ Μπομπκόφ υπογράμμιζε στην έκθεσή του: “Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επιδίωξη του Βατικανού και του τάγματος των Ιησουιτών για συμμαχία με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Θέλουν να συμφωνήσουν την κοινή δράση, να θέσουν τέλος στον ομολογιακό χαρακτήρα αυτής της εκκλησίας και να την μετατρέψουν ξανά σε πολιτικό παράγοντα αντίστασης στην Σοβιετική εξουσία”.
Όπως ήταν φυσικό, η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ επικέντρωσε την προσοχή της στην ιδιαίτερη στάση που κρατούσαν οι καθολικοί και ουνιάτες κληρικοί έναντι της εξουσίας. Η ανησυχία της μυστικής αστυνομίας εντάθηκε όταν άρχισε η προπαγάνδα εθνικιστικών ιδεών στην Ουκρανία. Αυτό αφορούσε ιδίως τους ουνιάτες κληρικούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να πείσουν τους συμπολίτες τους πως η Εκκλησία τους έχει τη δική της ιστορία, ανεξάρτητη από τη ρωσική. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Θεωρούσε πως στόχος αυτής της προπαγάνδας ήταν η νομιμοποίηση της ελληνο-καθολικής Εκκλησίας στην Ουκρανία. Σύμφωνα με εκθέσεις εκείνης της περιόδου, τα στελέχη της μυστικής αστυνομίας κατέγραψαν προσπάθειες του ουνιτών να πείσουν τους πιστούς να γράψουν επιστολές διαμαρτυρίας σε διάφορες υπηρεσίες, να καταλάβουν εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε αποθήκες, να δημιουργήσουν παράνομες μονές και σχολές για την εκπαίδευση κληρικών και μοναχών. Με βάση τα παραπάνω ασκήθηκαν διώξεις κατά των ουνιτών κληρικών, ενώ επιβλήθηκαν διοικητικές ποινές σε πολλούς πιστούς.
Η συνεχώς διευρυνόμενη και εντεινόμενη προπαγάνδα το Βατικανού, αλλά και η δραστηριότητα των ηγετικών στελεχών της Ουνίας, ανάγκασε την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ το 1969 να καταρτίσει ένα πρόγραμμα ενεργειών προκειμένου να περιορίσει τις επιπτώσεις της πολιτικής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τον Αύγουστο του 1970 η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ ενημέρωσε την Κ.Ε. του κόμματος σχετικά με την επιχείρηση προσέγγισης του άμεσου περιβάλλοντος του Πάπα Παύλου ΣΤ’, προκειμένου να ασκηθεί επιρροή και να προωθηθεί το κατάλληλο υλικό, στο οποίο υπογραμμιζόταν η σκέψη πως οι εχθρικές ενέργειες εκ μέρους του Βατικανού και των οργανώσεών του κατά της Ε.Σ.Σ.Δ, επιδεινώνουν τη θέση των πιστών και του κλήρου και εμποδίζουν την ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την Καθολική.
Στα πλαίσια της επιχείρησης “Βατικανό” ήταν και το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην “Λιτερατούρναγια γκαζέτα” τον Δεκέμβριο του 1969 με τίτλο “Ου επί ματαίω το όνομα Κυρίου”, όπου ασκούνταν κριτική στις υπονομευτικές ενέργειες της Καθολικής Εκκλησίας. Το άρθρο προκάλεσε το ενδιαφέρον της ιταλικής κοινής γνώμης και πολλές εφημερίδες δημοσίευσαν πολλά σχετικά άρθρα. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά την γνώμη της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., το Βατικανό να ελέγχει άμεσα το περιεχόμενο όλων των ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονταν προς τις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, απαγορεύοντας τα πολιτικά σχόλια των παρουσιαστών. Στη συνέχεια ο πάπας Παύλος ΣΤ’ δεν στήριξε την απόφαση της Συνόδου των υπερόριων ουνιτών επισκόπων του 1969 για τη δημιουργία Πατριαρχείου Κιέβου – Γαλικίας με επικεφαλής τον καρδινάλιο Σλιπ. Την ίδια εποχή το Βατικανό, σε συμφωνία με τα κρατικά όργανα των δημοκρατιών της Βαλτικής, έδωσε την έγκρισή του για τη χειροτονία δύο επισκόπων. Η αντιπαράθεση ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ – Βατικανού συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1979 σε μία έκθεση της μυστικής υπηρεσίας προς την Κ.Ε. το κόμματος αναφέρονται τα μέτρα αποτροπής της πολιτικής του Βατικανού στις σοσιαλιστικές χώρες. Στο υπ΄’ αριθμό 184 έγγραφο της Γραμματείας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. υπήρχε αναφορά στο συνημμένο έγγραφο της υπηρεσίας σχετικά με τα μέτρα που είχαν ληφθεί για τη δημοσίευση μέσω ειδικών διαύλων, άρθρων στο εξωτερικό, τα οποία κατά τους συντάκτες, θα έπειθαν το Βατικανό για τον αναποτελεσματικό τρόπο δράσης του, ο οποίος θα οδηγούσε στην επιδείνωση των σχέσεων με τις σοσιαλιστικές χώρες και θα δυσκόλευε την θέση της τοπικής καθολικής εκκλησίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ενδιαφέρον και η δράση της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ για τις τοπικές εκκλησίες στην Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες. Ωστόσο η εξιστόρηση αυτών των υποθέσεων, θα πρέπει να είναι αντικείμενο άλλου σημειώματος.
Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ και το διεθνές εκκλησιαστικό κίνημα
Το 1956 με πρωτοβουλία θεολόγων από την Τσεχοσλοβακία, πραγματοποιήθηκε η Χριστιανική Ειρηνική Διάσκεψη, ως αντίβαρο στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Στόχος της Διάσκεψης της Πράγας ήταν να εντάξει τα εκκλησιαστικά στελέχη των σοσιαλιστικών χωρών στο κίνημα Ειρήνης και να αξιοποιηθούν καλύτερα οι επαφές με τους εκκλησιαστικούς κύκλους της Δύσης, με στόχο να διευρυνθεί η επιρροή ώστε να επιτευχθεί ο καλύτερος συντονισμός των χριστιανών όλου του κόσμου. Το τμήμα Ιδεολογίας της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. ενημερωνόταν σε τακτική βάση από την ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. για την δραστηριότητα των διεθνών εκκλησιαστικών οργανισμών.
Στη Διάσκεψη της Πράγας, η Ε.Σ.Σ.Δ. εκπροσωπήθηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, την Εκκλησία της Γεωργίας, την Αρμενική Γρηγοριανή Εκκλησία, τη Λουθεριανή Εκκλησία της Εσθονίας, της Λιθουανίας, την Μεταρρυθμιστκή Εκκλησία της Υπερκαρπαθίας, την Πανενωσιακής Εκκλησία των Βαπτιστών. Οι χώρες της Δύσης εκπροσωπήθηκαν από μεμονωμένους πάστορες, θεολόγους, διανοούμενος που συμμετείχαν στα κινήματα ειρήνης. Η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, παρακολουθούσε στενά τις εργασίες αλλά και τα πρόσωπα και ενημέρωσε το κόμμα που υπάρχει πιθανότητα να διεισδύσουν πράκτορες και να μετατρέψουν τη Διάσκεψη της Πράγας σε όργανο εχθρικό προς το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Ανάλογη ήταν η δράση της ΚΑ.ΓΜΕ.ΜΠΕ και απέναντι στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Άντρες της μυστικής αστυνομίας πραγματοποίησαν άπειρες επιχειρήσεις για να υπονομεύσουν τα σχέδια ορισμένων εκπροσώπων δυτικών χωρών, να “εκμεταλλευτούν το βήμα του Συμβουλίου για εχθρικούς προς τις σοσιαλιστικές χώρες σκοπούς”, για την “λήψη δυσάρεστων αποφάσεων” και για την “ενίσχυση αντιπολιτευτικών φωνών στην ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας”. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η έκθεση του αντιπροέδρου της Επιτροπής Κρατικής Ασφαλείας Τσβιγκούν για την διεξαγωγή των εργασιών του Συμβουλίου τον Ιούλιο του 1968 στην Ουψάλα της Σουηδίας, όπου έλαβαν μέρος και εκπρόσωποι των εκκλησιών της τότε Ε.Σ.Σ.Δ.
Υπό τον έλεγχο της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Ήταν και η διοργάνωση των εκδηλώσεων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες είχαν διεθνές ενδιαφέρον. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση του θεσμού του πατριάρχη που έλαβε χώρα από 26 Μαΐου μέχρι 4 Ιουνίου 1968. Στις εκδηλώσεις αυτές έλαβαν μέρος περίπου 120 εκπρόσωποι διαφόρων εκκλησιών από πολλές χώρες, καθώς και οι ηγέτες των διεθνών εκκλησιαστικών οργανισμών. Τεράστιο ενδιαφέρον έχουν τα έγγραφα της μυστικής αστυνομίας, σύμφωνα με τα οποία αντλούσε πληροφορίες για τα σχέδια και τις δραστηριότητες ξένων εκκλησιών από τους κληρικούς της Ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και άλλους φιλοσοβιετικούς κληρικούς ξένων εκκλησιών. Δυστυχώς, στα έγγραφα που τέθηκαν υπόψη της Κοινοβουλευτικής επιτροπής, δεν υπάρχουν τα πραγματικά ονόματα αυτών των ανθρώπων, παρά μόνο τα “υπηρεσιακά” τους.
Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αντιφρονούντες – ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ
Η μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ. παρακολουθούσε στενά τον κλήρο αλλά και τους πιστούς, εντάσσοντας τους, αυθαίρετα θα μπορούσε να πει κανείς, στις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις της εποχής. Κατά περιόδους οι δύο διευθύνσεις της υπηρεσίες, 4η και 5η, ενημέρωναν την Κ.Ε. του κόμματος για την κατάσταση στο εσωτερικό της Ε.Σ.Σ.Δ. καθώς το υλικό που συγκέντρωναν από τους πληροφοριοδότες τους συνηγορούσε υπέρ της άποψης ότι “οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι και οι μυστικές υπηρεσίες του εχθρού στηρίζονται στις θρησκευτικές οργανώσεις που βρίσκονται στο έδαφος της Ε.Σ.Σ.Δ για να πραγματοποιήσουν υπονομευτικές – προπαγανδιστικές επιχειρήσεις”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχνε η ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, για τους ορθόδοξους κληρικούς. Στελέχη της υπηρεσίας θεωρούσαν πως υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στις απόψεις που κυριαρχούν μεταξύ των κληρικών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πλειοψηφία τους θεωρείτο νομιμόφρων απέναντι στο σοβιετικό κράτος. Υπήρχε όμως, κατά τα στελέχη της υπηρεσίας, μία μικρή ομάδα κληρικών και αρχιερέων, οι οποίοι ήταν φανατικοί και δεν αντιλαμβανόταν ορθά τη θέση της Εκκλησίας και της θρησκείας στο σοβιετικό καθεστώς, ενώ ταυτόχρονα, προσπαθεί να καταλάβει θέσεις ευθύνης και επιρροής στην ηγεσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με στόχο να απαλλαγεί από τον έλεγχο των κρατικών αρχών”. Η απογραφή του πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ., το 1970 σήμανε συναγερμό στην ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Ο εντοπισμός ανώνυμων φυλλαδίων με οδηγίες προς τους πολίτες σχετικά με τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο της απογραφής, θεωρήθηκε έργο “εκκλησιαστικών παραγόντων”.
Με ιδιαίτερη φροντίδα η μυστική αστυνομία μελετούσε την οικονομική κατάσταση της Εκκλησίας, αρχίζοντας από τα οικονομικά στοιχεία των ενοριών και φτάνοντας μέχρι τον κεντρικό μηχανισμό του Πατριαρχείου. Είναι προφανές, ότι οι κατά τόπους οικονομικές ελεγκτικές υπηρεσίες είχαν πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία των ενοριών και μητροπόλεων. Αυτό τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση και σε ευαίσθητες πληροφορίες, όπως ποιοι ενορίτες προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους, ποιοι επ’ αμοιβή και ποιο το ύψος των εσόδων τους. Έτσι, μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις για κάθε είδους “συνεργασία” με την απειλή βαριών προστίμων. Αξίζει να αναφέρουμε πως οι μηνιαίες αποδοχές ενός ιερέα ξεκινούσαν από 100 και έφταναν τα 450 ρούβλια, ενώ των ιεραρχών ήταν αντίστοιχα από 500 έως 1000.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η ανάμειξη της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., στην επιλογή και εκπαίδευση των κληρικών που στέλνονταν στο εξωτερικό, πράγμα που ήταν της κοινής αρμοδιότητας του Συμβουλίου Θρησκευτικών Υποθέσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και της μυστικής αστυνομίας. Το Πατριαρχείο της Μόσχας διατηρούσε την εποχή εκείνη μετόχια σε περισσότερες από 100 χώρες, μεταξύ των οποίων ήταν η Γαλλία, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Αυστρία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, σειρά χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Βόρειας αφρικής.
Οι ιεράρχες και τα υπηρεσιακά τους ψευδώνυμα
Σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων που είδαν το φως κατά τη δεκαετία του 1991 – 2000, διάφοροι ιεράρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, φέρονται να συνεργάστηκαν με τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Πατριάρχης Αλέξιος Β’ με το ψευδώνυμο “Ντρόζντοφ”
Μητροπολίτης Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ Κύριλλος Γκουντιάγιεφ (νυν πατριάρχης) με το ψευδώνυμο “Μιχαήλοφ”
Μητροπολίτης Βορόνεζ Μεθόδιος με το ψευδώνυμο “Πάβελ”
Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος με το ψευδώνυμο “Αντόνοφ”
Μητροπολίτης Μινσκ Φιλάρετος με το ψευδώνυμο “Οστρόσκι”
Μητροπολίτης Νικόδημος (Ρότοφ) με το ψευδώνυμο “Σβιατοσλάβ”
Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ και Γιούρεφ Πιτιρίμ με το ψευδώνυμο ”Αββάς”
Μητροπολίτης Ιουβενάλιος (Πογιαρκόφ) με το ψευδώνυμο “Αδαμάντιος”
Αρχιεπίσκοπος Καλουγκά Κλιμέντιος με το ψευδώνυμο “Τοπάζι”
Αρχιεπίσκοπος Βίλνιους Χρυσόστομος.