Υπάρχουν μερικοί φόνοι που στοιχειώνουν την κοινωνία στο διαβασίδι της μέσα στους αιώνες. Εγκλήματα που μένουν ανεξιχνίαστα εξαιτίας της αβελτηρίας της εξουσίας να ασχοληθεί με αυτά, είτε γιατί έχει λερωμένη τη φωλιά της.
Υπάρχουν μερικοί φόνοι που μετατρέπονται σε φάρους, το φεγγοβόλημα των οποίων μέσα στο σκοτάδι, βοηθάει κοινωνία και πολίτες να βρουν το δρόμο τους, παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες της ζωής.
Υπάρχουν, τέλος, μερικοί φόνοι που μένουν εκεί, ακίνητοι μέσα στο χρόνο για να θυμίζουν το ηθικό χρέος των απογόνων απέναντι στους προπάτορες που άνοιξαν δρόμους και περπάτησαν ατραπούς δύσβατους και κακοτράχαλους, μόνο και μόνο γιατί αυτό τους υπαγόρευε η ηθική τους.
Οι γραμμές που ακολουθούν είναι αφιερωμένες σε μια τέτοια δολοφονία που στοιχειώνει μέχρι σήμερα την δημοσιογραφική οικογένεια αλλά και την έντιμη κοινωνία της Ρωσίας.
Ο λόγος για τον Γιούρι Στσεκοτσίχιν, αναπληρωτή διευθυντή της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα» (Новая Газета), βουλευτή της Κρατικής Δούμας, αναπληρωτή πρόεδρο της Επιτροπής Ασφαλείας και μέλος της Επιτροπής καταπολέμησης της διαφθοράς του ρωσικού κοινοβουλίου, ο οποίος μετά από σύντομη, ραγδαία εξελιχθείσα ασθένεια πέθανε στις 3 Ιουλίου 2003.
Ήταν ένας τρομακτικός θάνατος, λένε όσοι τον γνώριζαν καλά, συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι. Μέσα σε δύο εβδομάδες, ένας υγιέστατος άνθρωπος, λίγο μετά τα πεντηκοστά του γενέθλια, μετατράπηκε σε γέροντα με εκφυλιστικά φαινόμενα σε όλο του τον οργανισμό. Σταδιακά, έπαυαν να λειτουργούν τα όργανά του, κομμάτια ολόκληρα έπεφταν από το δέρμα του, έπεσαν τελείως τα μαλλιά του, ψηνόταν στον υψηλό πυρετό, αδυνατούσε να αναπνεύσει θαρρείς και μέσα στους πνεύμονές τους είχαν χύσει καυτό μέταλλο.
Οι συνάδελφοί του θυμούνται πως οι γιατροί του νοσοκομείου στους διαδρόμους, ψιθύριζαν μεταξύ τους πως πρόκειται για δηλητηρίαση. Κανείς όμως δε δέχτηκε να μιλήσει δημόσια κι επώνυμα γι’ αυτό. Το συμπέρασμα της νεκροψίας ήταν πως επρόκειτο για μια σπάνια αλλεργία, για το σύνδρομο Lyell, γνωστό ως Σύνδρομο Τοξικής Επιδερμολουτικής Νεκρόλυσης. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερευνήσει τι προκάλεσε το επίδικο σύνδρομο. Σύμφωνα με το πόρισμα της νεκροψίας, ο «ξενιστής» δεν εντοπίστηκε και ως εκ τούτου, η Εισαγγελία δεν θεώρησε αναγκαίο να προχωρήσει στην ανακριτική διερεύνηση του θανάτου. Κανείς δεν μπόρεσε να πλησιάσει το φέρετρο με το πτώμα, ενώ τα σχετικά ιατρικά έγγραφα δεν χορηγήθηκαν ούτε καν στην μητέρα του εκλιπόντος με το πρόσχημα του ιατρικού απορρήτου. Βολικό.
Περίεργες συμπτώσεις
Μετά τις οχλήσεις των οικείων του, τα δημοσιεύματα της «Νόβαγια Γκαζέτα» και το θόρυβο που ξέσπασε γύρω από τον βολικό αυτό θάνατο, η διαπεριφερειακή Εισαγγελία του Κουζνετσόφ, αποφάσισε να προχωρήσει σε προανάκριση. Η ανακρίτρια πήγε στο Κεντρικό Νοσοκομείο (ЦКБ) στο οποίο είχε πεθάνει ο δημοσιογράφος, αλλά αρχικά δεν της επέτρεψαν την είσοδο. Εξαφανίστηκε ο ιατρικός πίνακας που ήταν κρεμασμένος στο κρεβάτι του ασθενή. Αργότερα, μετά από χρόνια, έγινε γνωστό πως το ιατρικό αρχείο είχε κατασχεθεί από την Εισαγγελία αλλά χάθηκε και ως δικαιολογία προβλήθηκε η απροσεξία της καθαρίστριας που πέταξε όλα όσα βρισκόταν πάνω σε ένα γραφείο. Συμβαίνει, είπαν ανασηκώνοντας τους ώμους οι υπεύθυνοι. Τελείως συμπτωματικά, η ανακρίτρια έλαβε προαγωγή, λίγο καιρό μετά την απόφασή της να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.
Η οικογένεια επέμενε και έγινε εκταφή και νέα νεκροψία. Ένας από τους ιατροδικαστές που έλαβε μέρος, γνωστός στην κοινή γνώμη της Ρωσίας, επισκέφτηκε τα γραφεία της εφημερίδας και είπε πως υπέγραψε το πόρισμα με κλειστά μάτια. Ωστόσο, εμπιστεύτηκε στους συνεργάτες του Στσεκοτσίχιν πως πέραν πάσης αμφιβολίας τον είχαν δηλητηριάσει.
Η εφημερίδα ξεκίνησε μια εκστρατεία προκειμένου να «ξεπαγώσει» η υπόθεση και να ξεκινήσει η δικαστική της διερεύνηση. Η άρνηση ήρθε από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσίας Μπιριουκόφ. Στο μεταξύ, όσο περνούσε ο καιρός τόσο μειώνονταν οι πιθανότητες να εντοπιστεί το είδος του δηλητηρίου που σκότωσε τον μαχητικό δημοσιογράφο και πολιτικό.
Οι προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και στις 4 Απριλίου 2008 η υπόθεση άνοιξε ξανά και τις ανακρίσεις διεξήγαγε η Ανακριτική Επιτροπή της Δυτικής περιοχής της Μόσχας. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων τέθηκαν οι ερωτήσεις σχετικά με την ανάμειξη στη δολοφονία του ολιγάρχη Μπερεζσκόφσκι (ο οποίος πέθανε κατά ένα παράξενο τρόπο λίγα χρόνια αργότερα). Ένα χρόνο αργότερα, στις 6 Απριλίου 2009 η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο με την δικαιολογία: απουσία αποδεικτικού υλικού που να τεκμηριώνει εγκληματική ενέργεια.
Το ανύπαρκτο… δηλητήριο
Τον Σεπτέμβριο του 2010, η υπόθεση ανοίγει για άλλη μια φορά με απόφαση του Αλεξάντρ Μπαστρίκιν και ανατίθεται η ανάκριση στη Γενική Ανακριτική Διεύθυνση. Στο μεταξύ είχαν γίνει γνωστές ορισμένες έμμεσες αποδείξεις. Ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός των υπηρεσιών ασφαλείας δήλωσε (στη συνέχεια όμως αναίρεσε την κατάθεσή του) ότι ο Στσεκοτσίχιν δηλητηριάστηκε με μια ουσία, η οποία υπήρχε σε μια ειδική μονάδα καταστολής, η οποία στρατωνιζόταν την εποχή εκείνη στον Βόρειο Καύκασο.
Το δηλητήριο αυτό το χρησιμοποιούσαν για την εξόντωση των ηγετών των συμμοριών που λυμαίνονταν στην περιοχή. Το είχαν παρασκευάσει σε εργαστήρια της Αγίας Πετρούπολης. Ο κλινικός χαρακτήρας των συμπτωμάτων συνέπιπτε με εκείνα της «άγνωστης» ασθένειας που σκότωσε τελικά τον δημοσιογράφο. Μία ποσότητα αυτής της ουσίας είχε «χαθεί» το 2001 – 2002 πράγμα για το οποίο είχε τιμωρηθεί κάποιος χαμηλόβαθμος αξιωματικός.
Όταν το υλικό της ανάκρισης έφτασε στα χέρια των δικηγόρων των διαφόρων θυμάτων αυτής της ουσίας (υπήρξαν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις), έγινε κατανοητό πως η παθολογοανατομική διερεύνηση ήταν ένα φιάσκο. Στο πόρισμα της νεκροψίας αναφερόταν πως ο Γιούρι Στσεκοτσίχιν, γεννήθηκε στη δεκαετία του 1950, συμμετείχε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (!) και μεταξύ των άλλων συμμετείχε και στις εργασίας αποτροπής διαρροής της ραδιενέργειας κατά τη διάρκεια του ατυχήματος στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ, παρόλο που ποτέ δεν πέρασε από εκεί, ούτε πριν, ούτε μετά το ατύχημα. Με βάση αυτά τα στοιχεία, οι ιατροδικαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για φυσικό θάνατο ενός ανθρώπου πάνω στην ακμή του, ο οποίος αρρώστησε και μέσα σε δύο εβδομάδες έγινε η σκιά του εαυτού του.
Η ανεξάρτητη έρευνα
Οι οικείοι και συνάδελφοι του Στσεκοτσίχιν κατάφεραν να βρουν το ενδιάμεσο πόρισμα της νεκροψίας και κάποια ελάχιστα δείγματα των εξετάσεων, τα οποία έστειλαν στο εξωτερικό, προκειμένου να γίνει μια ανεξάρτητη έρευνα.
Ο καθηγητής Φόρρεστερ του Βασιλικού Βρετανικού Ινστιτούτου Δηλητηριάσεων δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι τα δείγματα είναι ανεπαρκή. Ωστόσο τα εξέτασε και τότε ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά η λέξη «φαινόλη», μεγάλες ποσότητες της οποίας εντοπίστηκαν στους ιστούς του θύματος. Σύμφωνα με τα συμπτώματα θεωρούν πως οι ουσίες που τα προκάλεσαν ήταν το βόριο και θάλλιο, χωρίς ωστόσο να μπορέσουν να τις εντοπίσουν στα δείγματα. Έτσι εξήγησαν όμως οι ειδικοί την ομοιότητα των συμπτωμάτων του συνδρόμου Lyell που παρουσίασε ο δημοσιογράφος μέσα σε δύο εβδομάδες.
Ο ειδικός γιατρός σε θέματα παθολογικής δερματολογίας Ντέιβιντ Σλέιτερ δεν κατάφερε να εξετάσει τα δείγματα, αφού το δέρμα είχε νεκρωθεί και δεν υπήρχε αντικείμενο μελέτης.
Ο καθηγητής Κάμερον Μακ Κλάουντ αναζήτησε βαρέα μέταλλα αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα πως το βολφράμιο δεν ήταν σε μεγάλες ποσότητες και πάντως όχι πάνω από το φυσιολογικό όριο, όπως το κάδμιο και το θάλλιο.
Όλοι όμως κατέληξαν πως τα δείγματα δεν είναι επαρκή για την εξαγωγή ασφαλών επιστημονικών συμπερασμάτων.
Επικίνδυνες δημοσιογραφικές έρευνες
Πότε όμως ο Στσεκοτσίχιν πέρασε το όριο της «επιτρεπόμενης» δημοσιογραφίας; Σύμφωνα με τους συναδέλφους του, αμέσως μόλις άρχισε να διερευνά τα πραγματικά περιστατικά των γεγονότων στο θέατρο «Νόρντ Οστ» με την τραγική κατάληξη της ομηρείας των θεατών από Τσετσένους αυτονομιστές. Την Άνοιξη του 2003 είχε αποκαλύψει πως μυστικά παρασημοφορήθηκαν όλα τα στελέχη της FSB που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση αυτή.
Ο Στσεκοτσίχιν ως μέλος της ρωσικής Βουλής επεδίωκε τη παραίτηση δύο αναπληρωτών του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσίας ο Κολμογκόροφ και ο Μπιριουκόφ, αφού κατά τη γνώμη των μελών της κοινοβουλευτικής επιτροπής είχαν χειραγωγήσει την ανακριτική διαδικασία σημαντικών εγκλημάτων. Ωστόσο, πολύ βολικά και βασανιστικά, πέθανε δύο μήνες μετά την οριστική λήψη απόφασης από την Ολομέλεια της Βουλής και έτσι οι δύο πανίσχυροι στρατηγοί έμειναν στη θέση τους.
Ο Στσεκοτσίχιν ερευνούσε μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς που είχαν σχέση με τον ίδιο τον υπουργό Ατομικής Ενέργειας της Ρωσίας Αντάμοφ, ο οποίος παραλίγο θα εγκαλούσε δικαστικά τον δημοσιογράφο μετά θάνατο. Τελικά, καταδικάστηκε ο ίδιος.
Μία από τις μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες του Γιούρι Στσεκοτσίχιν ήταν η διαδρομή των τεράστιων χρηματικών ποσών που διέθετε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ρωσίας για την ανοικοδόμηση της Τσετσενίας.
Ανήσυχος καθώς ήταν άρχισε να διερευνά την υπόθεση της Bank of New York και σύμφωνα με όσα είχε εκμυστηρευτεί σε συναδέλφους του στην εφημερίδα, τον Ιούλιο θα αποκτούσε μέσω των πηγών του έγγραφα, τα οποία είχε αρνηθεί να παραλάβει η Γενική Εισαγγελία της Ρωσίας και αφορούσαν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από αξιωματούχους της κυβέρνησης.
Είναι η εποχή που ερευνούσε μιας τεραστίων διαστάσεων κλοπή στο Υπουργείο Αμύνης της Ρωσίας, με συνέπεια πολλοί εξοπλισμοί να εξαφανίζονται από τις αποθήκες και στη συνέχεια να βρίσκονται στα χέρια των Τσετσένων αυτονομιστών.
Ως βουλευτής ερευνούσε υποθέσεις διαφθοράς που αφορούσαν υψηλόβαθμα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών και κυρίως της FSB, διαδόχου της KGB. Υπέβαλε ερωτήσεις και ζητούσε κατάθεση εγγράφων. Μια τέτοια υπόθεση ήταν η περίπτωση των πρώτων τρομοκρατικών επιθέσεων στην Μόσχα, τις οποίες είχε οργανώσει η συμμορία του αξιωματικού της FSB Μαξ Λαζόφσκι. Χάρη στην έρευνα του Στσεκοτσίχιν το κοινό έμαθε για πόσους εγκληματίες η τρομερή μυστική αστυνομία ήταν ένα βολικό, άνετο και ασφαλές καταφύγιο. Η έρευνα του είχε ως αποτέλεσμα την ατιμωτική αποστρατεία πολλών ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών.
Η υπόθεση όμως που προκάλεσε κατακλυσμιαίες αναταράξεις σε ολόκληρο το περίπλοκο σύστημα των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας είναι εκείνη που έμεινε γνωστή ως η υπόθεση των Τριών κητών. Ανώτατοι αξιωματικοί της FSB ήταν επικεφαλής μυστικής εγκληματικής οργάνωσης, η οποία με βιτρίνα ένα κατάστημα επίπλων εισήγαγαν στην Ρωσία τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών. Η αποκάλυψη στοίχισε την θέση του στον γενικό εισαγγελέα Ουστίνοφ, στον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών Τσερκέσοφ, τον επικεφαλής της Τελωνιακής Υπηρεσίας, στους υποδιευθυντές της FSB Ανίσιμοφ και Σίσιν, ενώ τελείωσε με τη δίκη του στρατηγού Μπουλμπόφ, την παραίτηση του υπουργού Εσωτερικών Ρουσάιλο και του παντοδύναμου διευθυντή της Οικονομικής Υπηρεσίας της FSB.
Μετά την πλημμυρίδα των παραιτήσεων, η δικαστική διαδικασία επιβραδύνθηκε, αλλά χάρη στις ενέργειες του Στσεκοτσίχιν, ο Βλαντιμίρ Πούτιν για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας διόρισε τον ανεξάρτητο ανακριτή Λοσκουτόφ, ο οποίος αναγκάστηκε να ζητήσει ακρόαση από τον πρόεδρο της Ρωσίας και να τον παρακαλέσει να παρέμβει γιατί κανείς δεν εκτελούσε τις εντολές του. Είναι μια εποχή που διάφορες ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που ανήκαν σε πρώην στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, ιδρύματα αρωγής στους άντρες των μυστικών υπηρεσιών και άλλες παράξενες οργανώσεις, άρχισαν να πλησιάζουν τον δημοσιογράφο και να του υποδεικνύουν να γίνει πιο ευπροσήγορος απέναντι στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Μετά τον θάνατο του Στσεκοτσίχιν δεν φυλακίστηκε κανείς άλλος, παρά κάποιοι εκτελεστικοί βραχίονες των οργανώσεων αυτών. Οι επικεφαλής και ηθικοί αυτουργοί παρέμειναν στο απυρόβλητο.
Μετά τον παράξενο, ταχύτατο και βασανιστικό θάνατο του Γιούρι Στσεκοτσίχιν, καμιά πραγματική και σε βάθος έρευνα δεν έγινε. Παρά τις οχλήσεις, τις προσφυγές σε δικαστικές αρχές και τα δημοσιεύματα, δεν ιδρώνει τ’ αυτί κανενός και η δολοφονία αυτή παραμένει ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα.
Ποιος ήταν ο Γιούρι Στσεκοτσίχιν;
Ο Γιούρι Πετρόβιτς Στσεκοτσίχιν (Юрий Петрович Щекочихин) γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1950 στην πόλη Κιροβαμπάτι. Αποφοίτησε από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» της Μόσχας το 1975. Ως δημοσιογράφος είχε αρχίσει να εργάζεται σε ηλικία δεκαεπτά ετών στην εφημερίδα «Μοσκόφσκι Κομσομόλετς». Το διάστημα 1972 – 1980 ήταν υπεύθυνος για το ένθετο «Πορφυρά πανιά» της εφημερίδας, το οποίο ήταν αφιερωμένο στα προβλήματα των εφήβων.
Από το 1980 μέχρι το 1996 ήταν αρχισυντάκτης του τμήματος ερευνών της εφημερίδας «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα». Το 1996 έγινε υποδιευθυντής και μετά διευθυντής του τμήματος ερευνών της εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα». Ανάμεσα στις μεγάλες έρευνες που διεξήγαγε ήταν εκείνες που αφορούσαν την κατάσταση και τα σκάνδαλα στο ρωσικό στρατό, την απελευθέρωση ομήρων και αιχμαλώτων στην Τσετσενία, τη διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό, τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Το 1995 ήταν ο παρουσιαστής του προγράμματος ερευνητικής δημοσιογραφίας «Ειδική ομάδα», η οποία καταργήθηκε ξαφνικά με το πρόσχημα ότι «αποσταθεροποιεί την κατάσταση στη χώρα».
Το 1990 εξελέγη λαϊκός βουλευτής της ΕΣΣΔ στην εκλογική περιφέρεια του Λουγκάνσκ. Το 1995 ήταν βουλευτής του κόμματος «Γιάμπλοκο», ενώ επανεξελέγη και το 1999 με το ίδιο κόμμα.
Ήταν μέλος της Επιτροπής για θέματα ασφάλειας του ρωσικού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής καταπολέμησης της διαφθοράς. Ασχολήθηκε πολύ με τα ζητήματα του οργανωμένου εγκλήματος, με αποτέλεσμα να κληθεί από τον ΟΗΕ να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εμπειρογνώμονας. Ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Ιδρύματος υποστήριξης της δημιουργικής διανόησης για μια ολόκληρη δεκαετία από το 1993 μέχρι το 2003.