Μπορεί σε μια αστική, ανοιχτή, φιλελεύθερη δημοκρατία, η κυβέρνηση να “εξουσιάσει” την δικαιοσύνη; Να την ποδηγετήσει; Να την καθυποτάξει; Ακόμα κι αν επιδιώκει κάτι τέτοιο, διαθέτει τη θεσμική-ή την εξωθεσμική- ισχύ για να το πετύχει; Είναι η εκτελεστική εξουσία ανταγωνιστική προς τη δικαστική- ή το αντίστροφο; Κι αν ναι, τι ευθύνεται και τι κρύβεται πίσω από αυτό; Δεν διαθέτει το σύστημα λειτουργικές δικλείδες ασφαλείας για την αδρανοποίηση κάθε επίδοξου σφετεριστή του κράτους δικαίου, “αρνητή” της διάκρισης των εξουσιών;
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει τελευταία για το απαραβίαστο και την ποιότητα του κράτους δικαίου στον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη, το ζητούμενο δεν είναι ποιες πιθανές απαντήσεις μπορούν να δοθούν στα παραπάνω ερωτήματα. Είναι το γιατί, ερωτήματα που θεωρείται ότι έχουν απαντηθεί από την εποχή του Διαφωτισμού και του Μοντεσκιέ, επανέρχονται στο προσκήνιο και στη δημόσια συζήτηση μ’ έναν τρόπο που επιδεινώνει την πόλωση και εντείνει την δημαγωγική ρητορική.
Ρόλοι που κατά τα φαινόμενα είχαν διευθετηθεί “οριστικά και αμετάκλητα” στα πλαίσια των συνεργιών με το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρώπης και της “όσμωσης” με την πολιτική κουλτούρα του, ζητούν σήμερα αναδιανομή, όχι μόνον χάριν εσωτερικής κατανάλωσης αλλά και για να ορίσουν την ευρύτερη πολιτική ατζέντα.
Μια πιθανή εξήγηση αυτής της “μετα-πραγματικότητας” θα μπορούσε να αναζητηθεί στις ραγδαίες οικονομικές, πολιτισμικές, δημογραφικές ανακατατάξεις που βιώνουν σήμερα οι κοινωνίες της Ευρώπης, με την συνεπακόλουθη απώλεια των μέχρι πρότινος, “εξασφαλισμένων” βεβαιοτήτων τους. Κατάσταση που με την σειρά της οδηγεί σ’ αυτό που ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ προσδιορίζει ως “ιδεολογία της σκευωρίας”: την ατράνταχτη πεποίθηση ότι οι κοινωνικές διαδικασίες που, κατά γενική ομολογία, γεννούν την δυστυχία στον κόσμο και είναι υπεύθυνες για τις συμφορές των ανθρώπων, δρομολογούνται από κρυφές ομάδες, από σκιώδεις εθνικές και υπερεθνικές ελίτ που δρουν μυστικά και κακοπροαίρετα εφαρμόζοντας σκοτεινά σχέδια και προγράμματα. Υπ’ αυτή την οπτική, για τις αποπροσανατολισμένες μάζες της εποχής μας, η απάντηση και το ασφαλές καταφύγιο βρίσκονται σαφώς στον εθνοκεντρισμό, την παραδοσιοκρατία, την εθνική αναδίπλωση.
Μανιφέστο και κρίση
Ίχνη αυτής της κατάστασης μπορεί κανείς να ανιχνεύσει σήμερα στην υφέρπουσα κρίση εμπιστοσύνης κυβέρνησης-δικαστικού συστήματος στην Πολωνία που σοβεί εδώ και δύο χρόνια. Πρόκειται για ένα πολιτικό “ριάλιτι” με περιόδους έξαρσης και ύφεσης και πρωταγωνιστές τους κορυφαίους θεσμούς του κράτους αλλά και ένα πανίσχυρο πολιτικό “αουτσάιντερ”, τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, κομματάρχη και πρώην πρωθυπουργό.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική παρατήρηση και ρεαλιστική ανάλυση των δεδομένων αποκαλύπτει τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της ιδιόμορφης κρίσης, που αν μη τι άλλο, οδηγούν σε μια στοιχειώδη διαπίστωση: επιφανειακές συγκρίσεις, γενικεύσεις, ταυτίσεις ομοειδών καταστάσεων μεταξύ χωρών με διαφορετική πολιτική κουλτούρα και ιστορική εξέλιξη δεν οδηγούν πάντα σε ασφαλή συμπεράσματα.Στην περίπτωση της Πολωνίας, οι παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική αποτελούν τα μέσα ενός συστηματικού σχεδίου μεθοδικής υλοποίησης με απώτερο σκοπό την αναμόρφωση και την αναδιάταξη του δικαστικού συστήματος στην υπηρεσία του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης. Δεν είναι μια συγκυριακή αντιπαλότητα που πηγάζει από συναισθηματικές εξάρσεις ή επιφανειακές εμμονές. Η κυβερνητική προσπάθεια ξεδιπλώνεται γύρω από ένα πολιτικό “μανιφέστο” για τα αίτια της πολύχρονης και πολυεπίπεδης κρίσης που ταλανίζει την χώρα αφότου υιοθέτησε τον πολυκομματισμό και την κοινοβουλευτική δημοκρατία πριν από 27 χρόνια- και για την οποία, η δικαιοσύνη θεωρείται πως φέρει μεγάλη ευθύνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνώντες βλέπουν το δικαστικό σύστημα ως “παρωχημένο, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό”. Ο ίδιος ο Κατσίνσκι έχει χαρακτηρίσει την μεταρρύθμισή “απολύτως θεμελιώδη” ανάγκη για το κράτος, επιμένοντας πως σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το τέλος της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, τα δικαστήρια παραμένουν “υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών και των κληρονόμων τους”. “Ουσιαστικά, έχουν μείνει τα ίδια από την εποχή της κομμουνιστικής Πολωνίας”, είχε πει σε μια πολιτική συγκέντρωσή του. Οπωσδήποτε, ο ισχυρισμός του τελεί υπό αμφισβήτηση καθώς ο μέσος όρος ηλικίας των δικαστών στην Πολωνία σήμερα, είναι τα 38 χρόνια, δηλαδή οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 11 ετών όταν κατέρρευσε ο κομμουνισμός, οπότε είναι μάλλον απίθανο να είχαν οποιαδήποτε ευθεία σχέση με το καθεστώς. Εκτός κι αν όντως οι κομμουνιστές άφησαν… “κληρονόμους”.
Σημασία έχει επίσης να απομονώσουμε την ορολογία που χρησιμοποιεί το κυβερνητικό στρατόπεδο στον λόγο του, περί “ελίτ”, “ξένων”, “εκβιασμών” κλπ, και η οποία είναι υποδηλωτική της ιδεοληπτικής αφήγησης του. Η πρωθυπουργός Μπεάτε Σίντλο είπε την περασμένη εβδομάδα στο κοινοβούλιο ότι η προωθούμενη από την κυβέρνηση της, δικαστική μεταρρύθμιση, αποτελεί μια αντίδραση στην “αναποτελεσματικότητα” της δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, “δεν θα υποκύψουμε στις πιέσεις από Πολωνούς ή ξένους υπερασπιστές των συμφερόντων των ελίτ”. Μερικές ημέρες αργότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε λόγο για “εκβιασμό” εκ μέρους της ΕΕ αναφερόμενος στην προειδοποίηση του αντιπροέδρου της Κομισιόν Φρανς Τίμερμαν ότι η Ένωση είναι έτοιμη “να κάνει αυτό που δεν έχει κάνει ποτέ μέχρι τώρα”, δηλαδή, να ενεργοποιήσει την “πυρηνική επιλογή” που προβλέπουν οι συνθήκες της στερώντας την Πολωνία από το δικαίωμα ψήφου στα ευρωπαϊκά όργανα.
Όλα αυτά βεβαίως δεν πρέπει να ειδωθούν έξω από το κάδρο της ιστορικής εξέλιξης και της γεωγραφικής θέσης μιας χώρας που συμπιέζεται από τις συμπληγάδες αφενός του πάλαι ποτέ γερμανικού μιλιταρισμού και επεκτατισμού εκ δυσμάς, της (πρώην) σοβιετικής και ρωσικής επιρροής, εξ ανατολών.
Αυτό εξηγεί και τη σημερινή ισχυρή πρόσδεση της Βαρσοβίας στο άρμα του ατλαντισμού και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ θεωρούνται από το πολωνικό πολιτικό κατεστημένο ως η μόνη αξιόπιστη δύναμη εξισορρόπησης και περιορισμού των σφαιρών επιρροής Ρωσίας-Γερμανίας στην μεταψυχροπολεμική Ευρώπη, οπτική που έσπευσε να αξιοποιήσει για λογαριασμό της, και στο έπακρο, η διοίκηση Τραμπ.
Οι νόμοι
Η πρώτη κίνηση της νέας πολωνικής κυβέρνησης που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές της 25ης Οκτωβρίου 2015 ήταν να δρομολογήσει δραστικές αλλαγές στο στάτους λειτουργίας του δικαστικού συστήματος και τα δημόσιων ΜΜΕ. Είχε προηγηθεί η κρίση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την πρόωρη αντικατάσταση από το απερχόμενο κοινοβούλιο- όπου κυριαρχούσε η κυβερνώσα “Πλατφόρμα Πολιτών” (του πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ)- πέντε δικαστών, τριών εκ των οποίων η θητεία δεν έληγε, τουλάχιστον πριν την συγκρότηση της νέας βουλής σε σώμα, όπως προέβλεπε ο νόμος. Σύμφωνα με το πολωνικό σύνταγμα, τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου επιλέγονται από το κοινοβούλιο όταν λήξει η θητεία των προηγουμένων. Φαίνεται πως εκείνη η παρεμβατική κίνηση στάθηκε μοιραία για την “Πλατφόρμα” που έχασε τις εκλογές. Μετά την σαρωτική νίκη του, το PiS άλλαξε εκ νέου τη σύνθεση του δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι οι προηγούμενοι διορισμοί ήταν “αντισυνταγματικοί”. Με αιφνίδιες τροποποιήσεις στον ισχύοντα νόμο, διόρισε πέντε νέους δικαστές ακυρώνοντας τους διορισμούς της προηγούμενης βουλής. Οι νέοι δικαστές ορκίστηκαν κυριολεκτικά… μεσάνυχτα, σε μια τελετή κεκλεισμένων των θυρών ενώπιον του προέδρου Αντρέι Ντούντα.
Σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στην κάτω βουλή τον νέο νόμο της για την πλήρη αναδιοργάνωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αλλάζοντας εκ θεμελίων τον τρόπο λειτουργίας του. Στο εξής απαιτούνταν πλειοψηφία δύο τρίτων σε οποιαδήποτε ετυμηγορία του, με την υποχρεωτική συμμετοχή στην ψηφοφορία τουλάχιστον 13 εκ των 15 μελών του- από 9 που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος. Σημειώνεται ότι με βάση το πολωνικό σύνταγμα, οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου λαμβάνονται κατά απλή πλειοψηφία. Πρακτικά αυτή η αλλαγή σήμαινε ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να κριθεί ένας νόμος της κυβέρνησης αντισυνταγματικός. Ο νέος νόμος ψηφίστηκε στο πλαίσιο ενός πακέτου νομοθετημάτων που ήρθαν προς ψήφιση την νύχτα της 29ης προς 30η Δεκεμβρίου 2015, με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης να διαμαρτύρονται ότι δεν πρόλαβαν ούτε καν να διαβάσουν το τί αφορούσαν. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν η αύξηση από τα 6 στα 7 χρόνια της ηλικίας εγγραφής των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ένας νέος νόμος για τη δημόσια ασφάλεια που επεκτείνει τις παρακολουθήσεις στο Διαδίκτυο και η επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές.
Το πρώτο κύμα
Η αλλαγή του νόμου για το Συνταγματικό Δικαστήριο έβγαλε στους δρόμους χιλιάδες Πολωνούς και προκάλεσε τις πρώτες αντιδράσεις των Βρυξελλών.
Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά, στις 13 Ιανουαρίου 2016, η Κομισιόν αρχίζει επίσημα τη διαδικασία νομικής αξιολόγησης του κράτους δικαίου στην Πολωνία με βάση το άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας, τόσο σε σχέση με τον νέο νόμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο όσο και για εκείνον που αφορούσε στην αναδιάρθρωση των δημόσιων ΜΜΕ.
Δύο ημέρες αργότερα, η Standard & Poor’s υποβαθμίζει το αξιόχρεο της Πολωνίας από A- σε BBB+.
Εκδηλώνονται και αμερικανικές αντιδράσεις, με επιστολή του Ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζον Μακέιν στην πρωθυπουργό Σίντλο, με την οποία ο βετεράνος πολιτικός χαρακτήριζε τις θεσμικές αλλαγές “υπονόμευση του ρόλου της Πολωνίας ως δημοκρατικού μοντέλου για τις χώρες της περιοχής”. Σε αμερικανικά ΜΜΕ, ανάμεσά τους οι New York Times και το The Nation, έκαναν την εμφάνισή τους ιδιαίτερα επιθετικά σχόλια κατά του Κατσίνσκι, με το δεύτερο να του επιτίθεται προσωπικά αποδίδοντάς του προθέσεις που υποκινούνται-όπως έγραψε χαρακτηριστικά- από έναν “φονικό συνδυασμό κυνισμού, υποκρισίας και πυγμής”.
Τον Μάρτιο του 2016, υπό τον στενό κλοιό των κυβερνητικών παρεμβάσεων, το πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε τον νέο νόμο “μη- συνταγματικό” σε μια πραγματικά ηρωική ετυμηγορία του που αντανακλούσε το γενικότερο αρνητικό κλίμα εντός και εκτός της χώρας. Ωστόσο, η κυβέρνηση ξεκαθάρισε αμέσως ότι δεν θα αποδέχονταν την απόφαση, η οποία -όπως ισχυρίστηκε- «ελήφθη κατά παράβαση του νέου νόμου» και κατά συνέπεια δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της κυβέρνησης! Στο σκεπτικό της απόφασης, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αντρέι Ρεπλίνσκι σημείωνε ότι πολλά άρθρα του νόμου αντιτίθενται στο σύνταγμα της Πολωνίας διότι «παρεμποδίζουν την αδιάβλητη και ορθή λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, παρεμβαίνουν στην ανεξαρτησία του και στον διαχωρισμό του από τις άλλες εξουσίες, και παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου». Στελέχη του PiS επέμεναν ότι το Δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να αποφανθεί περί της συνταγματικότητας του νόμου, όμως σύσσωμη η αντιπολίτευση, το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Συνήγορος του Πολίτη και διακεκριμένοι νομικοί της χώρας κατήγγειλαν ότι η νέα νομοθεσία θα οδηγήσει σε παράλυση το θεσμικό όργανο.
Β’ πακέτο
Παρά την απόφαση αυτή, τις μαζικές και κλιμακούμενες λαϊκές κινητοποιήσεις και την απομόνωσή της στην Ευρώπη, η πολωνική κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά της να “εξυγιάνει” το δικαστικό σύστημα σε μια εντυπωσιακή, ομολογουμένως, επιμονή της.
Έτσι, πριν μερικές ημέρες, στις 12 Ιουλίου, κατέθεσε στο κοινοβούλιο το δεύτερο πακέτο των νομοθετημάτων της οι βασικές διατάξεις των οποίων στόχευαν αυτή τη φορά το Ανώτατο Δικαστήριο, αφενός την τρέχουσα σύνθεσή του, αφετέρου την μελλοντική μέσω της δραστικής αλλαγής του τρόπου ανάδειξης των μελών του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου (ΚRS), του οργάνου που προτείνει τους υποψήφιους για το Ανώτατο Δικαστήριο, δικαστές. Ο νέος νόμος δίνει την εξουσία στην κάτω βουλή, όπου κυριαρχεί το κυβερνών PiS, να τερματίσει πρόωρα την θητεία των 25 μελών του KRS και να διορίσει τα 22 εξ αυτών! Επίσης, προβλέπει ότι η θητεία του πρώτου προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του κορυφαίου της ιεραρχίας του θεσμού, λήγει με την συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, μια καθαρά φωτογραφική διάταξη για τον νυν πρόεδρο ο οποίος γίνεται 65 ετών τον Νοέμβριο. Συμπληρωματικά, ο νόμος προβλέπει πως, άμα της συνταξιοδότησης του προέδρου, “τα καθήκοντά του μεταβιβάζονται στο δικαστικό όργανο που διορίζεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης”. Στα “χτυπητά” άρθρα του νομοσχεδίου, περιλαμβάνονται η άμεση παύση και των 83 δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλην εκείνων που διορίστηκαν από τον αμφιλεγόμενο υπουργό Δικαιοσύνης Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο και η “υποχρέωση” των δικαστών να λαμβάνουν υπόψιν τους τις “χριστιανικές αξίες” στις ετυμηγορίες τους.
Ως κορυφαίος θεσμός του πολωνικού πολιτικού συστήματος, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί το έργο των τακτικών δικαστηρίων, επιβεβαιώνει την εγκυρότητα των κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών και εκδίδει γνωμοδοτήσεις για τα προτεινόμενα νομοσχέδια. Αφότου υπονομεύθηκε ο ρόλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η βαρύτητα και το κύρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναβαθμίστηκαν. Ωστόσο, η κυβερνητική προσπάθεια δεν εξαντλήθηκε στον συγκεκριμένο θεσμό. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση βάζει στο κάδρο και τα κατώτερα δικαστήρια. Βάσει των νέων νόμων που ψηφίστηκαν μετά από θυελλώδεις συνεδριάσεις της κάτω βουλής και εν μέσω διαδηλώσεων, στο εξής οι πρόεδροι των πολωνικών δικαστηρίων, ανάμεσά τους και των εφετείων, θα διορίζονται και θα παύονται από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης! Ο υπουργός δεν θα χρειάζεται πια να συμβουλεύεται τις γενικές συνελεύσεις των δικαστών, ούτε, στην περίπτωση που η γνώμη τους είναι αρνητική, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, για να επιβάλει τους δικούς του δικαστές. Δεν θα χρειάζεται επίσης να αιτιολογεί τις όποιες επιλογές και αποφάσεις του, γεγονός που, όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση και δικαστικοί κύκλοι, θέτει την δικαστική εξουσία υπό τα κελεύσματα της εκτελεστικής.
Οι νέοι νόμοι προκάλεσαν ισχυρές αντιδράσεις και από τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Human Rights Watch έκανε λόγο για μια “κραυγαλέα επίθεση της κυβέρνησης κατά της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου” καταγγέλλοντας μια ακολουθία νόμων που παραβιάζουν τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Οι κινητοποιήσεις στους δρόμους και οι έντονες αντιδράσεις της Κομισιόν, ανάγκασαν τον πρόεδρο Ντούντα να ασκήσει βέτο σε δύο από τους τρεις επίμαχους νόμους.
Από τα δημόσια στα “εθνικά ΜΜΕ”
Αν η δικαιοσύνη ήταν το ένα πεδίο άσκησης του κυβερνητικού παρεμβατισμού, το άλλο ήταν σίγουρα τα ΜΜΕ, και δη τα δημόσια. Μεταξύ των πρώτων νόμων που έφερε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο η πολωνική κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες του 2015, ήταν και ο λεγόμενος “μικρός νόμος για τα ΜΜΕ” που εισήγαγε και τον όρο “εθνικά ΜΜΕ”. Αφορούσε στην λειτουργία και στην στελέχωση των δύο δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων της Πολωνίας, της δημόσιας τηλεόρασης Telewizja Polska (TVP) και του ραδιοφωνικού δικτύου Polskie Radio (PR), του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων PAP καθώς και τις αρμοδιότητες της συνταγματικά κατοχυρωμένης θεσμικής Αρχής επίβλεψης των ΜΜΕ, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (KRRiT, Krajowa Rada Radiofonii i Telewizji).
Το νομοσχέδιο είχε ελάχιστα άρθρα, το βασικότερο εκ των οποίων προέβλεπε ότι στο εξής οι επικεφαλής και τα ανώτερα στελέχη της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης θα διορίζονται από τον υπουργό Οικονομικών αντί του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης όπως ίσχυε ως τότε, ενώ παύονταν άμεσα των καθηκόντων τους οι διοικήσεις όλων των δημόσιων ΜΜΕ. Την πρωτοχρονιά του 2016, τέσσερις διευθυντές καναλιών του TVP παραιτήθηκαν ταυτόχρονα διαμαρτυρόμενοι για τον νέο νόμο, ενώ το πρώτο πρόγραμμα του δημόσιου ραδιοφώνου μετέδιδε εναλλάξ ανά ώρα το πολωνικό εθνικό ύμνο και τον “ύμνο” της ΕΕ, την Ωδή στην Χαρά του Μπετόβεν, για να δείξει ότι είναι δυνατόν να συνυπάρξουν ο πατριωτισμός και ο ευρωπαϊσμός στην Πολωνία.
Το TVP είναι ένας όμιλος επίγειας και δορυφορικής τηλεόρασης με μεγάλη διείσδυση στην τηλεοπτική αγορά της χώρας καλύπτοντας με το σήμα του το 90% του πληθυσμού. Σημειωτέον ότι με έναν, κατά 97%, εθνικά ομοιογενή πληθυσμό 38,5 εκατομμυρίων, η Πολωνία αντιπροσωπεύει μια σχετικά μεγάλη μιντιακή αγορά όπου το συντριπτικό ποσοστό παραγόμενου περιεχομένου και προσφερόμενων υπηρεσιών είναι αποκλειστικά στην πολωνική γλώσσα και βεβαίως απευθύνεται σε πολωνικό ακροατήριο.
Η δημόσια τηλεόραση διαθέτει τρία κύρια δίκτυα, το TVP1, TVP2 και το TVP Regionalna που συμπεριλαμβάνει τα 16 περιφερειακά κανάλια της χώρας. Το TVP μεταδίδει επίσης μέσω δορυφορικού και επίγειου ψηφιακού σήματος μια σειρά θεματικών καναλιών όπως τα TVP Info, TVP Kultura, TVP Historia, TVP Polonia, TVP Sport, TVP Seriale καθώς και το πρόγραμμα των TVP και TVP2 σε υψηλή ανάλυση. Το δίκτυο μεταδίδει ενημερωτικό πρόγραμμα, προσφέρει live streaming για όλα τα κανάλια του και υπηρεσία video on demand. Το Polskie Radio διαθέτει τέσσερις ραδιοφωνικούς σταθμούς πανεθνικής εμβέλειας με διαδικτυακό streaming και άλλους 17 τοπικούς.
Το μερίδιο θεαματικότητας του TVP είναι 35%-50% από το 1992, το υψηλότερο μεταξύ των περισσοτέρων δημόσιων τηλεοπτικών δικτύων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Με βάση τις στατιστικές, η δημόσια τηλεόραση στην Πολωνία είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη πηγή ενημέρωσης, αν και οι νέοι 18-25 ετών στρέφονται συχνότερα στο ιδιωτικό κανάλι TVN, στο Facebook και στην ειδησεογραφική πύλη onet.pl για την ενημέρωση τους. Το 73% των Πολωνών ενημερώνεται από την τηλεόραση, το 47% από το ραδιόφωνο και το 46% μέσω του Τύπου. Είναι προφανώς κατανοητή η ικανότητα επηρεασμού της κοινής γνώμης μέσω των δημόσιων ΜΜΕ, ιδίως μέσω της τηλεόρασης.
Η κυβερνητική αφήγηση για το ρόλο των ΜΜΕ είναι κι εδώ ενδεικτική των πεποιθήσεων της. “Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης αγνοούν την αποστολή τους προς το έθνος. Αντί να δημιουργούν μια επικοινωνιακή ασπίδα για τα εθνικά συμφέροντα της Πολωνίας οι δημοσιογράφοι συχνά δείχνουν συμπάθεια για τις αρνητικές απόψεις εις βάρος τη χώρα”, υποστήριξε από το βήμα του κοινοβουλίου η βουλευτής της κυβερνητικής παράταξης Ελζμπιέτα Κρουκ.
Ο υπουργός Πολιτισμού Πιότρ Γκλίνσκι κατέστησε σαφές ότι στόχος της κυβέρνησης είναι η “επανα-πολωνοποίηση” των μέσων ενημέρωσης και η προώθηση των εθνικών συμφερόντων μέσω αυτών. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο TVP, ο Γκλίνσκι αρνήθηκε να απαντήσεις στις ερωτήσεις της δημοσιογράφου του καναλιού επιπλήττοντας την μάλιστα ότι “κάνει προπαγάνδα” και ότι “αυτό θα τελειώσει σύντομα”… Ο όρος “επανα-πολωνοποίηση” δεν είναι κάποια φραστική υπερβολή αλλά η κυβερνητική στρατηγική περιορισμού της συμμετοχής ξένων εταιριών και φυσικών προσώπων στην μετοχική σύνθεση των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης.
Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει και το νεοσυσταθέν “Συμβούλιο Εθνικών ΜΜΕ” (RMN) ένα θεσμικό όργανο που δημιουργήθηκε πέρυσι από την κυβέρνηση και εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει τον ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ειδικά στον διορισμό των διοικήσεων των δημόσιων ΜΜΕ. Από τα πέντε μέλη του, τα τρία εκλέγονται από το κοινοβούλιο και δύο επιλέγονται από τον πρόεδρο της δημοκρατίας ύστερα από εισήγηση των δύο μεγάλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Πρώτος πρόεδρος του εξελέγη ο υφυπουργός Πολιτισμού, αρμόδιος για τις μεταρρυθμίσεις στα ΜΜΕ, Κριστόφ Τσαμπάνσκι.
Το κυβερνών κόμμα διατείνεται ότι θέλει να μετατρέψει όλα τα δημόσια ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του πρακτορείου ειδήσεων PAP, σε “εθνικά πολιτιστικά ιδρύματα” όπως η όπερα ή το εθνικό μουσείο!
Στον νόμο δεν αντιτάχθηκε ο πρόεδρος Ντούντα διότι, όπως είπε, θέλει τα δημόσια μέσα ενημέρωσης να είναι “αμερόληπτα, αντικειμενικά και αξιόπιστα” και πως στην τρέχουσα μορφή τους δεν πληρούσαν αυτές τις προϋποθέσεις. Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νέου νόμου, η Πολωνία έπεσε πέρυσι από την 18η στην 47η θέση της παγκόσμιας κατάταξης των “Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα” όσον αφορά στις ελευθερίες του Τύπου.
Η γενικότερη σχέση του κυβερνητικού στρατοπέδου με τα ΜΜΕ αποκαλύπτει μια βαθιά δυσπιστία. Στις αρχές του 2016, σε μια διάλεξή του στη σχολή δημοσιογραφίας της Καθολικής Εκκλησίας στο Τορούν της βόρειας Πολωνίας με τίτλο “όψεις της χειραγώγησης”, ο Κατσίνσκι επιτέθηκε με δριμύτητα κατά της μεγαλύτερης καθημερινής εφημερίδας της χώρας “Γκαζέτα Βιμπόρτσα”. Την κατηγόρησε ότι μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1989, επιδόθηκε στην διάδοση του “φιλελευθερισμού, του αντι-καθολικισμού και της ρητορικής κατά της παράδοσης”. Επέκρινε τη διεύθυνση της ότι απορρίπτει “την ίδια την έννοια του έθνους” και ότι καταφεύγει στην “παιδαγωγική της ντροπής” -που πλήττει την πολωνική εθνική υπερηφάνεια- επειδή υπενθυμίζει με τα δημοσιεύματά της τις λιγότερο επιφανείς στιγμές της πολωνικής ιστορίας, όπως τον ρόλο των Πολωνών συνεργατών των Ναζί στο Ολοκαύτωμα. Οι υπουργοί έχουν απαγορεύσει ρητά την κρατική διαφήμιση στην “Βιμπόρτσα” και ακύρωσαν τις συνδρομές της στα κυβερνητικά γραφεία και τα δικαστήρια.
“Είστε καθάρματα!”
Αλλά πώς προέκυψε όλος αυτός ο ορυμαγδός μέτρων; Για πρώτη φορά από την υιοθέτηση του πολυκομματισμού στην Πολωνία, τον Αύγουστο του 1989 -υπό το “άγρυπνο βλέμμα” του στρατηγού Γιαρουζέλσκι- η κυβέρνηση της Βαρσοβίας είναι σήμερα μονοκομματική. Είναι δηλαδή κυβέρνηση αυτοδυναμίας του δεξιού, εθνολαϊκίστικου κόμματος PiS (Prawo i Sprawiedliwosc – «Νόμος και Δικαιοσύνη»). Όχι μόνον αυτό, αλλά και ο πρόεδρος της δημοκρατίας Αντρέι Ντούντα προέρχεται από την ίδια παράταξη της οποίας υπήρξε βουλευτής από το 2011 ως το 2014, και ευρωβουλευτής ως την εκλογή του, το 2015.
Στις τελευταίες εκλογές (Οκτώβριος 2015) το PiS πήρε 37,6% και με κοινοβουλευτική δύναμη 235 εδρών στη κάτω βουλή (σε σύνολο 460) και 64 στην γερουσία (σε σύνολο 100) σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το κόμμα είναι έντονα ευρωσκεπτικιστικό. Είναι κατά του ευρώ και των τραπεζών, μιλάει για «οικονομικό πατριωτισμό», για «πολωνικές αξίες» και «χριστιανικές παραδόσεις», έχει αντιγερμανική και αντιμεταναστευτική ρητορική, έχει κηρύξει ανένδοτο κατά της διαφθοράς, τα έχει βάλει ακόμα και με τις μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ, και φυσικά διάκειται εχθρικά στις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις για την προσφυγική κρίση.
Υπάρχει μια ιδιόμορφη κατάσταση με τη Δεξιά στην Πολωνία. Είναι διαιρεμένη σε δύο στρατόπεδα: από τη μια, η νεοφιλελεύθερη, φιλοευρωπαϊκή «Πλατφόρμα Πολιτών» (Platforma Obywatelska, PO) που κυβερνούσε από το 2007 ως το 2015, απ’ την άλλη η λαϊκίστικη και φιλοαμερικανική του PiS.
Το PiS πρωτοστατεί στο πολιτικό σκηνικό της Πολωνίας από την ίδρυσή του, το 2001. “Προπάτορές” του είναι οι πάλαι ποτέ δίδυμοι αδελφοί Λεχ και Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, δυο αμφίσημες πολιτικές περσόνες με καταβολές στον λαϊκίστικο συντηρητισμό, κυρίως όμως στον καθολικισμό και τον βαθύ αντικομμουνισμό. Η ροπή τους προς την δημοσιότητα ανάγεται στα πρώτα εφηβικά τους χρόνια, όταν σε ηλικία 13 χρονών, το 1962, είχαν πρωταγωνιστήσει σε μια πολωνική παιδική ταινία με τίτλο “Οι δύο που έκλεψαν το φεγγάρι”. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκαν πλάι στον Βαλέσα και την “Αλληλεγγύη”.
Από το περίπου 4,5% που συγκέντρωσε το νεοφυές κόμμα τους με το ντεμπούτο του στις εκλογές του 2001 και τους 44 βουλευτές που εξέλεξε, στις βουλευτικές του Σεπτεμβρίου του 2005 πήγε στο 27% και στους 155 βουλευτές και αναδείχθηκε πρώτη δύναμη νικώντας τον υποψήφιο της Πλατφόρμας Πολιτών, τον σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ.
Οι συνομιλίες που ακολούθησαν τις επόμενες εβδομάδες μεταξύ PiS και “Πλατφόρμας” για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, κατέρρευσαν όταν τον Οκτώβριο ο Λεχ Κατσίνσκι εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας. Επιδεικνύοντας τη δέουσα πολιτική ευαισθησία, ο Γιάροσλαβ, παραιτήθηκε της διεκδίκησης της πρωθυπουργίας ως αρχηγός του PiS, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον αδελφό του να του αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης όταν τον επόμενο χρόνο, το 2006, κατέρρευσε η κυβέρνηση μειοψηφίας του δεξιού λαϊκιστή Κάζιμιρ Μαρτσίνκιεβιτς -που είχε σχηματιστεί με την μεσολάβηση του Γιάροσλαβ. Επρόκειτο σαφώς για μια “εθελούσια έξοδο” αλλά το timing ήταν προφανώς ιδανικό για τον προαλειφόμενο διάδοχό του.
Έτσι για τον επόμενο, σχεδόν ενάμιση χρόνο, μέχρι την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών του 2007, οι ομοζυγώτες δίδυμοι αδελφοί Κατσίνσκι πρωταγωνίστησαν σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία: ο Λεχ κάθονταν στον θώκο του προέδρου, ο Γιάροσλαβ στην καρέκλα του πρωθυπουργού. Η καταπληκτική ομοιότητα τους δημιούργησε έναν συμβολισμό μιας πραγματικά αδιαίρετης και ομοούσιας εξουσίας σε μια νεόκοπη δημοκρατία με ανώριμους ακόμα θεσμούς που αναζητούσε την ταυτότητά της.
Το παιχνίδι της μοίρας
Όμως, η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι στους δίδυμους αδελφούς μ’ τον αναπάντεχο και τραγικό “αποχωρισμό” τους μερικά χρόνια αργότερα. Ο Λεχ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 2010 μαζί με δεκάδες άλλους κρατικούς αξιωματούχους της Πολωνίας όταν το προεδρικό αεροσκάφος συνετρίβη στο Σμόλενσκ της Ρωσίας λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Το στόρι αυτής της κατά, ειρωνεία της τύχης, τραγωδίας με πολλές συνομωσιολογικές πτυχές όσον αφορά πιθανή, εσκεμμένη, ρωσική εμπλοκή, καθώς η προεδρική αποστολή πήγαινε στην Ρωσία για να τιμήσει την 70η επέτειο της σφαγής στο Κατίν (ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με θύματα χιλιάδες Πολωνούς αξιωματικούς και μέλη της πολωνικής ιντελιγκέτσιας που εκτελέστηκαν-κατά την επικρατούσα σήμερα εκδοχή- από την μυστική αστυνομία του Στάλιν, NKVD) επανέρχεται από καιρού εις καιρόν στην πολιτική ζωή της Πολωνίας δίνοντας αφορμή για πολιτικές διενέξεις.
Στις 18 Ιουλίου, στην έντονη συζήτηση που διεξάγονταν στο κοινοβούλιο για τον νέο νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Γιάροσλαβ εξεμάνη όταν βουλευτές της αντιπολίτευσης “τόλμησαν” να αναφέρουν πως ακόμα κι ο νεκρός αδελφός του θα είχε αντιταχθεί στην αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση. Έξαλλος ο αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος όρμησε στο βήμα της βουλής και παίρνοντας τον λόγο άρχισε να εξαπολύει μύδρους κατά της αντιπολίτευσης κατηγορώντας την ότι είναι υπεύθυνη για το αεροπορικό δυστύχημα του 2010.
“Μην πιάνετε στα προδοτικά στόματα σας το όνομα του αδελφού μου. Τον καταστρέψατε, τον δολοφονήσατε, είστε καθάρματα!”, είπε εξοργισμένος μπροστά σ΄ ένα εμβρόντητο ακροατήριο.
Ως πρόεδρος, ο δίδυμος αδελφός του Γιάροσλαβ δεν έγινε ποτέ συμπαθής εκτός Πολωνίας. Αφενός αντιμετώπιζε με δυσπιστία την ΕΕ, αφετέρου ήταν επιφυλακτικός με τους δύο ισχυρούς και ανταγωνιστικούς γείτονες της Πολωνίας που επεδίωκαν πάντα να απλώσουν το δίχτυ της επιρροής τους στο μεγάλο πολωνικό έθνος.
Στη διάρκεια του αιματηρού ρωσο-γεωργιανού πολέμου το 2008, ο Κατσίνσκι τάχθηκε στο πλευρό του Γεωργιανού προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι και δεν δίστασε να ταξιδέψει ως την Τιφλίδα για να ζητήσει διεθνή παρέμβαση υπέρ της Γεωργίας. Υποστήριξε επίσης τις προσπάθειες της, όπως κι εκείνης της Ουκρανίας, για ένταξη στο ΝΑΤΟ και πίεσε για στενότερη συνεργασία μεταξύ ΕΕ και πρώην σοβιετικών δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η θεαματική μετεξέλιξη του PiS από περιθωριακό κομματίδιο σε κυρίαρχο και παντοδύναμο κόμμα εξουσίας, είναι κάτι που πιστώνεται στον Γιάροσλαβ.
Το “αφήγημα”
Ο Κατσίνσκι δεν έχει σήμερα πόστο στην κυβέρνηση της πρωθυπουργού Σίντλο αλλά κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Στον πυρήνα της ιδεολογίας του βρίσκεται η θέση ότι τα «ασημικά» της Πολωνίας ξεπουλήθηκαν μετά το 1989 αντί πινακίου φακής από τα «αντεθνικά» στοιχεία που τοποθέτησαν δικούς τους ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό για να εξασφαλίσουν ότι η μερίδα του λέοντος θα πάει στα χέρια τους.
“Η ιδέα της ύπαρξης ενός μετα-κομμουνιστικού ‘συστήματος’ που λειτουργεί στο παρασκήνιο σφυρηλατήθηκε σε πολιτικό επίπεδο από τον Γιάροσλαβ και τον κύκλο του, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90”, λέει ο ιστορικός Αντρέι Πατσκόβσκι. “Όλες οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων θεωρούνται από αυτή την κυβέρνηση σαν μια συνωμοσία της ελίτ της μετακομμουνιστικής εποχής”, συμπληρώνει ο βοηθός αρχισυντάκτης της “Γκαζέτα Βιμπόρτσα”, Γιάροσλαβ Κούρσκι.
Η θεωρία του μετακομμουνιστικού συστήματος υποστηρίχθηκε κυρίως από δύο γνωστούς διανοούμενους της Πολωνίας, τους κοινωνιολόγους Γιαντβίγκα Στανίτσκι και Αντρέι Ζουμπέρτοβιτς. Κατ΄ αυτούς, η ειρηνική μετάβαση στον πολυκομματισμό και τη δημοκρατία σχεδιάστηκε εκ των προτέρων με τρόπο που θα άφηνε τις “κομμουνιστικές ελίτ” να κρατήσουν τον έλεγχο της οικονομίας και των άλλων βασικών τομέων λειτουργίας του κράτους όπως η δικαστική εξουσία, η διπλωματία και οι μυστικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τη θεωρία, κοινά συμφέροντα συνδέουν αυτές τις ελίτ μ’ εκείνους της αντιπολίτευσης που βοήθησαν στη διαπραγμάτευση για έναν ειρηνικό τερματισμό της κομμουνιστικής κυριαρχίας και στην πολιτική και πολιτειακή μετάβαση του 1989. “Οι θεωρίες συνωμοσίας, ότι δηλαδή κάθε γεγονός-εξέλιξη προετοιμάστηκε από κάποια μυστική δύναμη που θέλει να αποκομίσει κέρδη από αυτή, είναι ελκυστική για μεγάλα τμήματα του κοινού”, επισημαίνει ο Πατσκόβσκι.
Πρόκειται πάντως για μια άποψη που φτάνει “πολύ ψηλά”: Τον Δεκέμβριο του 2015, μιλώντας σε εκδήλωση για την επέτειο των διαδηλώσεων του 1970 (ξέσπασαν στο Γκντανσκ μετά την αιφνίδια αύξηση των τιμών των τροφίμων και βασικών ειδών με αποτέλεσμα-σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία- τον θάνατο 45 ανθρώπων) ο Πολωνός πρόεδρος υποστήριξε πως οι ηγέτες της μεταβατικής περιόδου του 1989 αντιμετώπισαν τους “κομμουνιστές εγκληματίες” ως “άνδρες με κώδικα τιμής”.
Ο Ιγκόρ Γιάνκε, επικεφαλής του “Ινστιτούτου Ελευθερίας”, μιας δεξαμενής σκέψης του συντηρητικού χώρου στην Βαρσοβία, αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο “σύστημα” για την θρυλούμενη μετα-κομμουνιστική διαπλοκή αλλά αποδέχεται την ύπαρξη μιας άτυπης δομής οικονομικών και κοινωνικών δεσμών χωρίς ηγετική πυραμίδα ή οργανωτικό μηχανισμό, που προέκυψε από μια συγκυριακή “συνεύρεση” πρώην κομμουνιστών και ορισμένων εκ των εχθρών τους.
Κατά την άποψη του, οι πρώην κομμουνιστές συνέχισαν πράγματι να ασκούν επιρροή στους θεσμούς του κράτους συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού συστήματος. “Οι παθολογίες συσσωρεύτηκαν στο σύστημα. Δεν υπήρξαν ούτε ‘απο-κομμουνισμός’, ούτε μεταρρυθμίσεις. Ένας όμιλος ιδιωτών που είχε δημιουργηθεί από το προηγούμενο σύστημα, έκλεισε και ξανάνοιξε, βάζοντας και νεοεισερχόμενους μέσα”, λέει χαρακτηριστικά ο Γιάνκε που χρησιμοποιεί έναν όρο δημοφιλή στο συντηρητικό στρατόπεδο: “κάστα δικαστών”.
Απώτερος στόχος του Κατσίνσκι είναι να ολοκληρώσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ότι συνέβη το ’89: μια «ημιτελής επανάσταση». Θέλει να τελειώσει μια και καλή με τη διαφθορά και την επιρροή της παλιάς κομμουνιστικής γραφειοκρατίας. Η «ανάκτηση του κράτους» από αυτές τις «αντεθνικές δυνάμεις», όπως λέει, θα απαιτήσει «επαναστατική αποφασιστικότητα». “Αυτοί (σ.σ.: το Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν θέλουν να διώξουν την κλίκα των φίλων τους που έχουν αναλάβει το κράτος αλλά μπορείτε να υπολογίζετε σε εμάς, εμείς θα το καταφέρουμε» είχε προειδοποιήσει. Ο ίδιος είχε αποκαλέσει το Συνταγματικό Δικαστήριο “τον προμαχώνα όλων των δεινών της Πολωνίας”…
“Ορμπανοποίηση”
Το σενάριο που τρομάζει το φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο στο εσωτερικό της χώρας, και κατ’ επέκταση τις Βρυξέλλες, είναι η πιθανή «ορμπανοποίηση» της Πολωνίας, δηλαδή η διολίσθηση της σε έναν ιδιότυπο “κοινοβουλευτικό αυταρχισμό” στα πρότυπα της Ουγγαρίας. Το χειρότερο βέβαια μ’ αυτό το σενάριο είναι ότι ενισχύεται σημαντικά ο άτυπος άξονος των χωρών της ομάδας του Βίζενγκράντ εντός της ΕΕ (Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία) μια απ’ τις πιο σοβαρές προκλήσεις πολιτικής συνοχής που αντιμετωπίζει σήμερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Για πολλούς, τα δείγματα γραφής του PiS στην εξουσία ακολουθούν κατά πόδας εκείνα του «αδελφού» κόμματος Fidesz του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Ίσως όμως τα πράγματα να μην είναι τόσο σοβαρά όσο δείχνουν, τουλάχιστον σε σχέση με την πιθανότητα η Κομισιόν να τραβήξει το σχοινί και να επιβάλει κυρώσεις στη Βαρσοβία. Όσοι γνωρίζουν, λένε ότι δεν θα τολμήσει να το κάνει ακριβώς επειδή υπάρχει ο Όρμπαν στο «πλάνο».
Ο Ούγγρος πρωθυπουργός συναντήθηκε «μυστικά» με τον Κατσίνσκι στις 6 Ιανουαρίου 2016 στη μικρή πόλη Νιτζίτσα της νότιας Πολωνίας. Η συνάντηση έγινε μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας. Μίλησαν μαζί για πάνω από έξι ώρες. Επίσημες ανακοινώσεις δεν έγιναν, ούτε πληροφορίες διέρρευσαν. Κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς συζητήθηκε. Δύο ημέρες αργότερα, ο Βίκτορ Όρμπαν ξεκαθάρισε δημοσίως ότι θα ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκά αντίμετρα επιχειρήσει να επιβάλει η Κομισιόν εις βάρος της Πολωνίας. Έκτοτε, έχει χρησιμοποιήσει αυτή την “απειλή” πολλές φορές και συνεχίζει να το κάνει.
«Η Ουγγαρία δεν θα υποστηρίξει ποτέ κυρώσεις κατά της Πολωνίας. Ζητώ να υπάρξει μεγαλύτερος σεβασμός προς τον πολωνικό λαό διότι το αξίζει», είχε πει τότε. Ίσως να επρόκειτο για μπλόφα, αλλά υπάρχει μια άλλη μικρή, σημαντική λεπτομέρεια που μπορεί να κάνει την Κομισιόν να ξανασκεφθεί το κόστος των πιέσεων που ασκεί στην Πολωνία. Το Fidesz του Όρμπαν ανήκει στη μεγάλη κομματική οικογένεια του Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο, μέλη του οποίου είναι όλα τα μεγάλα κόμματα της Ευρωδεξιάς, ανάμεσά τους και τα CDU/CSU του κυβερνητικού συνασπισμού της Μέρκελ. Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτή η ισχυρή πολιτική ομάδα θα επέτρεπε ποτέ να διαταραχθεί το αδελφικό κλίμα στους κόλπους της, ιδιαίτερα σ΄ αυτή την κρίσιμη περίοδο για το ευρω-οικοδόμημα. Παλαιότερα μάλιστα, ο Γιούνκερ είχε καθησυχάσει την Βαρσοβία για την νομική διαδικασία της Κομισιόν εις βάρος της, λέγοντας ότι πρόκειται για «υπόθεση ρουτίνας» και πως σε καμία περίπτωση δεν θα ενεργοποιηθεί το άρθρο 7 για αναστολή του δικαιώματος ψήφου της χώρας. Άλλωστε, όλοι οι νόμοι μπορούν να ξαναγραφτούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και με μερικές γλωσσικές αναδιατυπώσεις, μπορούν να περάσουν το τεστ. Αυτό ήταν και το μήνυμα που έστειλε ο πρόεδρος Ντούντα όταν άσκησε βέτο στους νόμους για τη δικαστική μεταρρύθμιση.
Συμπαιγνία (;)
Οι λαϊκές αντιδράσεις στο εσωτερικό, με ένα μέτωπο μαχητικών αντικυβερνητικών διαδηλώσεων τις τελευταίες εβδομάδες, και η νομική διαδικασία από την Κομισιόν για παραβιάσεις του κράτους δικαίου, φαίνεται πως μέτρησαν σοβαρά στην απόφαση του Αντρέι Ντούντα να ασκήσει βέτο. Επί πολλές ημέρες, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές πραγματοποιούσαν ολονύκτιες διαδηλώσεις στην Βαρσοβία και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας κρατώντας αναμμένα κεριά και ζητώντας από τον πρόεδρο να ασκήσει το δικαίωμα του στην αρνησικυρία.
«Αυτοί οι νόμοι πρέπει να διορθωθούν» ανέφερε ο αρχηγός του κράτους σε σύντομο τηλεοπτικό διάγγελμά του. «Είμαι οπωσδήποτε υποστηρικτής αυτής της μεταρρύθμισης, αλλά μιας σοφής μεταρρύθμισης. Ως πρόεδρος, αισθάνομαι βαθιά μέσα στην ψυχή μου πως με αυτή τη μορφή της, η δικαστική μεταρρύθμιση δεν θα αυξήσει το αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης στη χώρα», είπε ο Πολωνός πρόεδρος.
Ασχέτως του αν πρόκειται για κίνηση ουσίας ή τακτικής -δεδομένου ότι ο Ντούντα προέρχεται από το κυβερνών κόμμα “Νόμος και Δικαιοσύνη” και σε καμία περίπτωση δεν διάκειται εχθρικά στην κυβέρνηση- φαίνεται πως είναι μια προσπάθεια “κορυφής” να αμβλυνθούν οι ανησυχίες, κυρίως όμως οι αντιδράσεις των Βρυξελλών για την θεωρούμενη προσπάθεια υπονόμευσης της διάκρισης των εξουσιών από ένα κράτος – μέλος της Ε.Ε. Ο πρόεδρος είχε προειδοποιήσει ότι θα ανέπεμπε ένα από τα νομοσχέδια, αυτό που αφορούσε στο Ανώτατο Δικαστήριο, όμως το βέτο του και στο δεύτερο -για τη σύνθεση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου- αποτέλεσε έκπληξη κατά τους πολιτικούς παρατηρητές. Θεωρούν πως η απόφαση του αυτή τον οδηγεί σε ρήξη με τον ντε φάκτο ηγέτη της χώρας, τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Ουσιαστικά, δεν απέρριψε τα κυβερνητικά νομοσχέδια μιλώντας για την ανάγκη να γίνουν “διορθώσεις” σε αυτά ώστε να ικανοποιηθεί το δημόσιο αίσθημα ενώ δεσμεύτηκε ότι θα παρουσιάσει κι ο ίδιος προτάσεις. Οι αναλυτές βλέπουν περισσότερο μια προσπάθεια του να εκτονώσει την ένταση παρά να αντιταχθεί στην αμφιλεγόμενη νομοθεσία.
“Είναι η συμβατική σοφία. Για ένα αυταρχικό κόμμα όπως το PiS, ο θυμός στους δρόμους και το μόνο είδος αντιπολίτευσης που σέβεται ή καταλαβαίνει. Κάθε φορά που παρατραβάει το σχοινί πυροδοτώντας την λαϊκή οργή, υποχωρεί και αποτραβιέται για να γλύψει τις πληγές του”, σχολίασε η Guardian.
Είναι δύσκολο, πάντως, να φανταστεί κανείς ποια θα είναι η εξέλιξη αυτής της ιστορίας. Η κυβέρνηση επιμένει πως οι αλλαγές είναι “απαραίτητες” ώστε να διασφαλιστεί ότι τα δικαστήρια θα απονέμουν δικαιοσύνη σε όλους τους Πολωνούς, όχι μόνο στις “ελίτ”, ενώ οι πολέμιοί της και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί βλέπουν την μεταρρύθμιση της ως μια προσπάθεια “κατάργησης” του κράτους δικαίου. Αν δεχθούμε τη θέση του Μοντεσκιέ, ότι η κατάχρηση εξουσίας είναι μία φυσική ανθρώπινη τάση και ότι κατά συνέπεια, κάθε κράτος όσο δημοκρατικό κι αν είναι κινδυνεύει πάντα να εκφυλιστεί σε δεσποτικό, αυταρχικό, καταπιεστικό, είναι προφανές ότι η προάσπιση του κράτους δικαίου και του θεμελιώδη πυλώνα του, της διάκρισης των εξουσιών, παραμένει μια ακατάπαυστη μάχη. Όχι μόνον στην Πολωνία αλλά σε κάθε χώρα του κόσμου.