Τις τελευταίες ημέρες έχει ξεσπάσει διαμάχη για τη χρήση, εκ μέρους πολλών ΜΜΕ, πολιτικών και δημοσιολόγων, της λέξης «εισβολή» στο πλαίσιο της κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στον Έβρο και στο Αιγαίο. Η βασική ένσταση όσων αντιδρούν στη χρήση αυτής της λέξης είναι ότι στοχοποιεί τους ανθρώπους που βρίσκονται τώρα εκεί και προσπαθούν να έρθουν στην Ελλάδα· ανθρώπους δηλαδή που ενδεχομένως έχουν βιώσει τη φρίκη της βίας, του πολέμου, της απώλειας των ανθρώπων τους, του σπιτιού τους, ή και ολόκληρης της κοινότητάς τους· ανθρώπους που ενδεχομένως μπορούν να καταθέσουν αίτημα για παροχή ασύλου και που –εφόσον το αίτημά τους είναι βάσιμο– προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο.
Όση αλήθεια υπάρχει στη θλίψη για την τραγωδία που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι ατομικά και συλλογικά, και στην ανησυχία για το αν οι ελληνικές Αρχές κάνουν ό,τι μπορούν, ό,τι πρέπει και ό,τι απαιτείται, τόσο ηθικά όσο και νομικά, από τις διεθνείς συνθήκες, αλλά και στον αποτροπιασμό για τις λεκτικές και φυσικές επιθέσεις ενός μη αμελητέου τμήματος της κοινωνίας εναντίον άλλων ανθρώπων, άλλη τόση αλήθεια υπάρχει και στη διαπίστωση ότι το φαινόμενο που ζούμε τις τελευταίες μέρες δεν είναι ένα «απλό» προσφυγικό κύμα. Η αλήθεια είναι, δηλαδή, ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει εξαπολύσει μια ασύμμετρη επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Το κύμα προσφύγων και μεταναστών στα ανατολικά μας σύνορα είναι μια κεντρικά οργανωμένη επιθετική κίνηση· μια επιλογή του. Αυτή η αλήθεια υφίσταται ταυτόχρονα με την αλήθεια ότι ο κάθε άνθρωπος που άθελά του γίνεται πιόνι των παιγνίων του Ερντογάν έχει ανθρώπινη υπόσταση, ταυτότητα, προσωπικότητα, γονείς, παιδιά, αδέρφια, φίλους, τραύματα, ελπίδες, φόβους, σάρκα και αίμα.
Οι ελληνικές Αρχές έχουν την υποχρέωση ταυτόχρονα να προστατέψουν την έννοια και την πραγματικότητα των εθνικών (και ευρωπαϊκών) συνόρων, της επικράτειας δηλαδή, και το εθνικό συμφέρον, και την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό της χώρας, και –μέσω αυτής– την ίδια τη δυνατότητα της χώρας να μπορέσει να εντάξει επιτυχώς τους πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν ήδη εγκατασταθεί εδώ (κάτι στο οποίο η Ελλάδα έχει αποτύχει παταγωδώς τα τελευταία χρόνια), αλλά και να συνεχίσει να δέχεται νόμιμες αιτήσεις ασύλου στο μέλλον.
Η Ελλάδα δεν είναι «ασφαλής χώρα» (δηλαδή μια χώρα στην οποία άνθρωποι των οποίων η ζωή όντως κινδυνεύει μπορούν να καταφύγουν) κατά τύχη ή επειδή αυτό είναι θέσφατο ή δεδομένο, αλλά επειδή, μετά από δεκαετίες πολιτικών μαχών, έχει καταφέρει να θεμελιώσει μια δημοκρατική και έννομη τάξη, δηλαδή ένα ασφαλές περιβάλλον με πολιτική σταθερότητα, στοιχειώδη οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική συνοχή. Με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης –στις οποίες στην πραγματικότητα θέλουν να φτάσουν οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες– να είναι απρόθυμες να τους δεχτούν και με τα σύνορα στα Βαλκάνια και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη να κλείνουν όποτε υπάρχει αυξημένη ροή, είναι αμφίβολο ότι η Ελλάδα θα παρέμενε ασφαλής χώρα εφόσον συνέχιζε να δέχεται χωρίς περιορισμούς εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, η ακριβής κατάσταση των οποίων (το στάτους τους δηλαδή ως προσφύγων ή μεταναστών ή οτιδήποτε άλλο) θα ήταν αμφίβολο μέχρι να μπορέσουν οι Αρχές της χώρας να εξετάσουν την περίπτωσή τους, δηλαδή μήνες ή (το πιθανότερο) χρόνια μετά την άφιξή τους. Αυτό δεν θα συνέβαινε επειδή ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους ατομικά θα αποτελούσε απειλή, αλλά επειδή οι δομές της χώρας δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στην κλίμακα του προβλήματος χωρίς να δημιουργηθεί τεράστια ανθρωπιστική κρίση και κοινωνική και πολιτική αναταραχή.
Η λέξη «εισβολή» είναι λοιπόν σε αυτή τη φάση (και αυτή η φάση μπορεί να κρατήσει ημέρες, εβδομάδες ή μήνες) όντως ακατάλληλη, αφού δεν μιλάμε για μια στρατιωτική επίθεση. Είναι όμως ταυτόχρονα και επικίνδυνη γιατί, αν η ασύμμετρη αυτή επίθεση ενταθεί και επεκταθεί ποιοτικά και ποσοτικά, τότε θα έχουμε «κάψει» έναν όρο που, ουσιαστικά, απαιτεί αυτομάτως στρατιωτική κλιμάκωση και εντέλει ένοπλη άμυνα ή αντεπίθεση.
Ο σωστός όρος για να περιγράψει το φαινόμενο των τελευταίων ημερών είναι ο υβριδικός πόλεμος – ένας όρος που καλύπτει μια αρκετά ευρεία γκάμα μέσων και σκοπών: από τις κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κρατικών υπηρεσιών μέχρι τη διασπορά προπαγάνδας και ψευδών ειδήσεων (fake news), από την εργαλειοποίηση αθώων ανθρώπων, κυμάτων προσφύγων και φυσικών καταστροφών μέχρι την προσπάθεια πολιτικής επιρροής στο εσωτερικό άλλων κρατών, και από τη στρατολόγηση πρακτόρων, τρομοκρατών και δικτύων οργανωμένου εγκλήματος μέχρι τη χρήση μικρών και ευέλικτων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών ομάδων που καμουφλάρονται ώστε η επιτιθέμενη χώρα να μπορεί να αρνηθεί την εμπλοκή της (όπως έκανε η Ρωσία στην ανατολική Ουκρανία). Ο υβριδικός πόλεμος είναι η αναδυόμενη μορφή του πολέμου τον 21ο αιώνα και θα γίνεται ολοένα και περισσότερο ο βασικός τρόπος αλλαγής συνόρων, επιθετικής επίτευξης στόχων και άσκησης διπλωματικής και επικοινωνιακής πίεσης.
Εκ της φύσεώς του, ο υβριδικός πόλεμος συνήθως δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με συμβατική στρατιωτική αντεπίθεση. Αντιθέτως, τα χαρακώματά του συνήθως είναι οι συνειδήσεις των πολιτών της χώρας που δέχεται την επίθεση αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο υβριδικός πόλεμος δεν παράγει τετελεσμένα γεγονότα και πολιτικά, ακόμη και νομικά, προϊόντα. Το δίκαιο –και ειδικά το διεθνές– δεν παύει να αντικατοπτρίζει συσχετισμούς ισχύος που διαμορφώθηκαν μέσα από την άσκηση ή την απειλή χρήσης βίας.
Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ελλάδα σε αυτήν ή οποιαδήποτε άλλη περίπτωση υβριδικού πολέμου; Η χρήση της αποτροπής (τόσο στρατιωτικά όσο και ηθικά, μέσω της άμεσης ακύρωσης της προσπάθειας του Ερντογάν να εκβιάσει ψυχολογικά και ηθικά την Ελλάδα στα μάτια της διεθνούς κοινότητας) είναι σημαντική. Ωστόσο δεν αρκεί, επειδή η πρακτική της αποτροπής δεν έχει εκσυγχρονιστεί ακόμη για να αντιμετωπίσει επαρκώς τον υβριδικό πόλεμο. Ο κρίσιμος παράγοντας θα είναι η ανθεκτικότητα (resilience) της κοινωνίας. Αυτή ασφαλώς αφορά τα προφανή: την ύπαρξη, δηλαδή, βασικών υποδομών, σχεδιασμών και πόρων για την πολιτική προστασία και την ελαχιστοποίηση του αντίκτυπου στην καθημερινότητά μας. Αφορά όμως και κάτι άλλο: την ηθική και ψυχική ανθεκτικότητα της κοινωνίας (άρα των ατόμων, αφού η κοινωνία αποτελείται από άτομα), τη διατήρηση της πίστης στις αξίες και τους νόμους, και της νομιμοποίησης των θεσμών του κράτους, και την ικανότητα όλων αυτών να αντεπεξέλθουν στο πρόβλημα.
Όλα αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά μέχρι (π.χ.) να βγει το πρώτο fake βίντεο που θα δείχνει (δήθεν) Έλληνες φαντάρους να πυροβολούν αδίστακτα και εν ψυχρώ άοπλους, απροστάτευτους πρόσφυγες, γυναικόπαιδα, στον Έβρο ή κάπου στο Αιγαίο· ή μέχρι να βγει το πρώτο deep fake που θα «σκοτώνει» την προσωπικότητα και τη φήμη ενός μετριοπαθούς και αποτελεσματικού πολιτικού, δίνοντας πλεονέκτημα σε ακραίες φωνές· ή μέχρι να γίνει η κατάσταση σε κάποιο νησί τόσο μπερδεμένη και χαοτική, ούτως ώστε να μην ξέρουμε ποιος έκανε τι.
Η ανθεκτικότητα μιας κοινωνίας σε περιβάλλον υβριδικού πολέμου έγκειται στο να έχουν οι πολίτες (και οι δημοσιογράφοι, και οι πολιτικοί, και οι δημοσιολόγοι, αλλά πρωτίστως οι πολίτες) την ψυχραιμία, την κριτική σκέψη, τον ψηφιακό αλφαβητισμό (digital literacy), τη συναισθηματική ωρίμανση και την πνευματική διαύγεια για να διασταυρώσουν πληροφορίες, να μη διασπείρουν φήμες και ψευδείς ειδήσεις, κάνοντας τους εαυτούς τους, άθελα τους, όργανα της επιτιθέμενης δύναμης.
Η ανθεκτικότητα μιας κοινωνίας έγκειται στο να μπορεί να διαχειρίζεται κρίσεις όπως αυτή, χωρίς να χρησιμοποιεί την κρίση ως αφορμή για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή να τρώει τις σάρκες της, και χωρίς να δραματοποιεί ή αντιστρόφως να γελοιοποιεί και να υποβιβάζει τη σημασία όσων λέγονται και γίνονται.