Μια μια εντελώς διαφορετική Τουρκία από την Τουρκία που είχε για δεκαετίες απέναντι της καλείται να διαχειριστεί η Λευκωσία εν όψει των όποιων εξελίξεων το Κυπριακό. Μια Τουρκία η οποία έχει αναπτύξει εντελώς διαφορετικές λογικές εξουσίας και κοινωνικές δυναμικές από αυτές που μέχρι σήμερα κυριαρχούσαν και που έχει μετατραπεί σε μια αχαρτογράφητη περιοχή τόσο για τους ξένους όσο και για τους ίδιους τους Τούρκους.
«Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Τουρκία οδεύει σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα καθώς δεν υπάρχει τίποτα πλέον που να μας επιτρέπει αντικειμενικές προβλέψεις διότι η Τουρκία του σήμερα είναι εντελώς διαφορετική από την Τουρκία του χθες», είπε στον “Π” βετεράνος ευρωπαίος αναλυτής των τουρκικών πραγμάτων.
Συνεπώς, η “ανάγνωση” της σημερινής Τουρκίας μέσα από τα παραδοσιακά εργαλεία που χρησίμευσαν για την Τουρκία του χθες δεν έχει πια νόημα και μπορεί μάλιστα να αποβεί και ιδιαίτερα επικίνδυνη στην τρέχουσα συγκυρία.
Οι ορθολογικές αναλύσεις, εξηγήσεις και προβλέψεις για το πως θα χειριστεί ο Ταγίπ Ερντογάν το Κυπριακό, για το ότι το Κυπριακό “δεν ενδιαφέρει τους Τούρκους” και άρα είναι εύκολη υπόθεση να το λύσουν, για το ότι ο “Ερντογάν θέλει να κλείσει το Κυπριακό για να επικεντρώσει την προσοχή του στο εσωτερικό και στο κουρδικό”, για το ότι η Τουρκία έχει ανάγκη από το κυπριακό φυσικό αέριο και για το ότι “οι Αμερικανοί θα πιέσουν την Αγκυρα”, δεν ανταποκρίνονται στην σημερινή πραγματικότητα.
Και αυτό όχι διότι, όπως εύκολα αποφασίζουν ορισμένοι, ο Ταγίπ Ερντογάν “έχει τρελαθεί”. Ακριβώς το αντίθετο, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει μετατραπεί σε έναν ανελέητα καρτεσιανό λαϊκιστή ηγέτη που γνωρίζει άριστα την ψυχολογία της κοινωνίας του και την καθοδηγεί εκεί που θέλει ο ίδιος αλλά και εκεί που η ίδια η κοινωνία, στην πλειοψηφία της, θέλει να οδηγηθεί.
Και εκεί έγκειται το τουρκικό παράδοξο: Ο Ταγίπ Ερντογάν και η Τουρκία έχουν την δική τους καρτεσιανή και συνάμα μακιαβελική λογική στην οποία ωστόσο κυριαρχεί το συναίσθημα της οργής. Η Τουρκία σήμερα κυριαρχείται από τις πολιτικές της οργής, “politics of rage”, όπως έχουν αναλύσει Αγγλοσάξονες πολιτικοί επιστήμονες την τελευταία δεκαετία. Πολιτικές με έντονο το στοιχείο ταξικού μίσους και κυρίως ενός μίσους των “απλών” και “αυθεντικών” πολιτών ενάντια στις “πουλημένες” και “διεφθαρμένες” ελίτ.
Στην Τουρκία, οι πολιτικές της οργής έχουν έντονο το ταξικό στοιχείο, όπου κυριαρχεί το μίσος των “αυθεντικών” Τούρκων που αντλούν την ταυτότητα τους από την Ανατολία και το Ισλάμ απέναντι στους δυτικότροπους, “κάλπικους” Τούρκους των “ελίτ”.
Το ταξικό αυτό μίσος, η οργή, στην τουρκική πολύπλοκη πολιτική και κοινωνική σκηνή επεκτείνεται σε όλους τους τομείς και έχει αποκτήσει βίαια χαρακτηριστικά “πολιτισμικής σύγκρουσης” ανάμεσα σε δυο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες.
Ο συστηματικός αναθεωρητισμός του Ταγίπ Ερντογάν που κατήγγειλε ακόμα και την ληξιαρχική πράξη της κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας και που “ξέθαψε” το έντονα αλυτρωτικό “εθνικό συμβόλαιο”, αποτελεί βασικό κομμάτι των πολιτικών της οργής και της κοσμοθεωρίας των “αυθεντικών” Τούρκων.
Αρρηκτα συνδεδεμένες με τον αναθεωρητισμό και τον αλυτρωτισμό είναι οι έντονες αντι-δυτικές δυναμικές οι οποίες απομακρύνουν μέρα με την μέρα την Τουρκία από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Οι πολιτικές της οργής δεν είναι τουρκικό φαινόμενο, δυο από τα πιο πρόσφατα και χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικών της οργής είναι η ψήφος υπέρ του Brexit και η άνοδος –ίσως και η εκλογή- του Ντόναλντ Τραμπ. Στην Τουρκία ωστόσο, το έδαφος ήταν ήδη εύφορο από την αρχή της κεμαλικής Τουρκίας. Οι δεκαετίες της κυριαρχίας των «ελίτ» και ο συστηματικός παραγκωνισμός των «ισλαμιστών», οι οποίοι άρχισαν μεν να αποκτούν περιορισμένες προσβάσεις στην εξουσία από την δεκαετία του 70 και μετά αλλά που ποτέ δεν απέκτησαν το πολιτικό και κυρίως το κοινωνικό και πολιτισμικό στάτους που έχουν σήμερα, καλλιέργησαν το ταξικό και πολιτισμικό μίσος. Οι δεκαετίες βίαιης καταστολής των Κούρδων καλλιέργησαν παράλληλα και το έδαφος για την βία που γέννησε και που αναμένεται να γεννήσει ακόμα περισσότερο το κουρδικό πρόβλημα.
Απώτερος στόχος του Ταγίπ Ερντογάν είναι η αλλαγή του συντάγματος και η εγκαθίδρυση ενός “α λα τούρκα” προεδρικού συστήματος στο οποίο ο Πρόεδρος θα είναι παντοδύναμος και που μέσα από την παντοδυναμία του αυτή θα εκφράζει και την επιθυμία για παντοδυναμία και ομοιογένεια των οπαδών του.
Γιατί αυτό που θέλει ο ίδιος είναι αυτό που θέλει η πλειοψηφία των Τούρκων και τούμπαλιν: Την διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος μέσα από το οποίο όσοι έχουν επωφεληθεί από τα δεκατέσσερα χρόνια εξουσίας του ΑΚΡ δεν θα χάσουν όλα όσα έχουν κερδίσει. Και αυτά που έχουν κερδίσει δεν είναι μόνο τα οικονομικά οφέλη, είναι ένα αναπάντεχο γι’αυτούς στάτους, είναι η κυριαρχία στην κοινωνία και τον πολιτισμό, είναι η “εκδίκηση των αυθεντικών Τούρκων επί των πουλημένων ελίτ”.
Αυτή η ψυχολογία της οργής διέπει όλες πλέον τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην χώρα: Οσοι έχουν επωφεληθεί από την εξουσία του ΑΚΡ ξέρουν πολύ καλά ότι αν εκλείψει ο Ταγίπ Ερντογάν και αν καταρρεύσει το σημερινό καθεστώς θα γίνουν βορά στο μίσος των πολιτικών και κοινωνικών τους εχθρών. Στην σημερινή Τουρκία δεν μπορεί πια να υπάρξει “κανονική” πολιτική εναλλαγή, δεν θα “φύγει” αυτός που έχει την εξουσία με εκλογές για να έρθει ο άλλος. Η Τουρκία σήμερα βρίσκεται στην δίνη μιας μάχης για επιβίωση ανάμεσα στους “αυθεντικούς” Τούρκους και στους αντιπάλους τους και κανείς πια δεν μπορεί να κάνει πίσω.
Εξού και η σημερινή λογική της εξουσίας που αντλεί την δύναμη της να συσπειρώνει και να κινητοποιεί το “έθνος” (millet) των «αυθεντικών» Τούρκων μέσα από συγκρούσεις και ανοιχτά μέτωπα. Την στιγμή μάλιστα που το κράτος βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη οικτρή κατάσταση, με τις παραδοσιακές του «ραχοκοκαλιές» του να έχουν σπάσει, η κινητοποίηση του «έθνους» έχει πλέον διπλή σημασία: Πρέπει να διατηρήσει το καθεστώς αλλά πρέπει να επανδρώσει –κακήν κακώς- και το κράτος.
Τα ανοιχτά μέτωπα και οι συγκρούσεις είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας σήμερα για την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, η συναίνεση δεν είναι πια μέρος του παιχνιδιού, ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό. Ο εθνικισμός και, σε λιγότερη ισχύ, ο ισλαμισμός, αποτελούν τα κυριότερα εργαλεία της τουρκικής πολιτικής σκηνής αλλά συνάμα αποτελούν και την καρδιά της. Η κινητοποίηση και η εγρήγορση των μαζών δεν είναι μόνο εργαλείο για την διατήρηση της εξουσίας, είναι την ίδια ώρα και αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών της οργής, είναι ένας ιδεολογικός λαϊκισμός που πιστεύει ακράδαντα στις «αξίες» του και στην «ανωτερότητα» του.
Με τις πολιτικές της οργής να κυριαρχούν και με μια Τουρκία να βρίσκεται στην πιο δύσκολη περίοδο της μετά από την ίδρυση της, το Κυπριακό έχει έρθει αντιμέτωπο με καταστάσεις που είναι πρωτόγνωρες.
Οι δυο βασικοί μοχλοί πίεσης προς την Τουρκία, η ΕΕ και οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά εκλείψει. Η ΕΕ έχει χάσει κάθε σημασία για την «νέα Τουρκία» του Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας μάλιστα μετατραπεί σε στόχο του πολιτισμικού αντι-δυτικού αφηγήματος του Τούρκου Προέδρου και των οπαδών του. Οι ΗΠΑ, λόγω ισχύος, εξακολουθούν να έχουν σημασία για την Τουρκία αλλά οι σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον βρίσκονται σε τέτοια ένταση και έλλειψη εμπιστοσύνης που δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τις ΗΠΑ να ασκούν αποτελεσματικές πιέσεις στην Τουρκία. Οπως δείχνουν οι εξελίξεις στην Συρία και το Ιράκ, ούτε η Ουάσιγκτον μπορεί πλέον να επιβάλει οτιδήποτε στην Αγκυρα ούτε όμως και η Αγκυρα μπορεί να πείσει την Ουάσιγκτον για τις θέσεις της. Μπορούν ίσως οι ΗΠΑ να δώσουν “ανταλλάγματα” στην Αγκυρα κάπου αλλού, δηλαδή στην Συρία ή στο Ιράκ, για να πάρουν κάτι στο Κυπριακό; Στην σημερινή συγκυρία δύσκολα ο Ταγίπ Ερντογάν θα δεχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να πλήξει την εικόνα του “μάχιμου στρατηλάτη” του τουρκικού έθνους.
Μέσα στην δίνη του αναθεωρητισμού και του αλυτρωτισμού και με την Τουρκία να ανοίγει μέτωπα στρατιωτικών συγκρούσεων στην Συρία και το Ιράκ, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Αγκυρα θα υιοθετήσει μια συναινετική στάση στο Κυπριακό. Και ότι θα δεχθεί σήμερα μια λύση «χωρίς στρατιώτες στο νησί», χωρίς μια κυρίαρχη –έστω και μικρή- βάση, χωρίς εγγυήσεις και με μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις.
Ο Ταγίπ Ερντογάν και όλοι αυτοί που εκφράζει δεν θέλουν να πάρουν κανένα ρίσκο στον δρόμο για την εγκαθίδρυση του συστήματος τους με σκοπό την πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική τους επιβίωση. Και το Κυπριακό, παρόλο που σήμερα πράγματι δεν απασχολεί την τουρκική κοινή γνώμη, μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε ρίσκο, σε πεδίο μάχης όπου οι εθνικιστές, συμπεριλαμβανομένων και των εθνικιστών στο αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), θα χρησιμοποιήσουν την Κύπρο για να πλήξουν τον Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δείξει μια ιδιαίτερη ικανότητα να αποφεύγει τα ρίσκα τέτοιου είδους και να αναλαμβάνει ρίσκα επιθετικά, όπως το ρίσκο στην Συρία και το ρίσκο στο Ιράκ, όπως το ρίσκο των συλλήψεων των Κούρδων πολιτικών και των δημοσιογράφων της Τζουμχουριέτ.
Το ρίσκο της συναίνεσης δεν είναι στον κατάλογο του οπλοστασίου του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Τούρκος Πρόεδρος δεν πρόκειται να διευκολύνει ούτε τους ελληνοκύπριους ούτε τους τουρκοκύπριους, οι κόκκινες γραμμές του στο Κυπριακό δεν θα ξεφτίσουν.
Η ανάλυση δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ.