Αν η δημοσίευση είναι ψυχή της δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας τότε η δικαιοσύνη και η Δημοκρατία στην Τουρκία έχουν χάσει την ψυχή τους από καιρό. Η ειδική έκθεση της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) του 2012 «Τουρκία: Η ελευθερία του Τύπου σε κρίση. Οι Δύσκολες Μέρες των Φυλακισμένων Δημοσιογράφων και η Ποινικοποίηση της Εναντίωσης» από τον τίτλο της και μόνο προϊδεάζει για την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στη γείτονα χώρα.
Η έκθεση-έρευνα της CPJ εξετάζοντας τις μαζικές διώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις Τούρκων δημοσιογράφων και την επιβολή μέσω αφόρητων πιέσεων αυτολογοκρισίας καταλήγει στη διαπίστωση ότι «οι Τουρκικές αρχές έχουν εξαπολύσει τη μεγαλύτερη καταστολή ελευθερίας του Τύπου στην πρόσφατη ιστορία».
Ο ποινικός κώδικας της Τουρκίας, ο αντιτρομοκρατικός νόμος καθώς και ο κώδικας ποινικής δικονομίας μέσα από συχνά γενικόλογες διατάξεις αποτελούν τα εργαλεία της τουρκικής κυβέρνησης στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει κατά του Τύπου και όσων τολμούν να ασκήσουν την παραμικρή κριτική εναντίον της. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα «δικαστήρια ειδικής δικαιοδοσίας» και μία βιομηχανία αγωγών συχνά με τις κατηγορίες της «προσβολής του Ερντογάν» ή του «τουρκικού αισθήματος» ή της «Τουρκικής Δημοκρατίας» που δημιουργούν ένα περιβάλλον εκφοβισμού και απειλής όχι μόνο για τους, ασυμμόρφωτους με την κυβερνητική γραμμή της σιωπής, δημοσιογράφους αλλά και γι’ αυτούς ακόμα τους επιχειρηματίες των μέσων ενημέρωσης.
Οι τελευταίοι, καθώς τα οικονομικά συμφέροντά τους διαπλέκονται κατά κανόνα με το κράτος και απειλούμενοι με οικονομική βλάβη από στοχευμένους οικονομικούς «ελέγχους» που διατάσσει η κυβέρνηση εφόσον τολμούν, επιτρέπουν ή ανέχονται την άσκηση αντικυβερνητικής κριτικής μέσα από τα έντυπα ή τα ηλεκτρονικά μέσα της ιδιοκτησίας τους, μετατρέπονται έστω και με εξαναγκασμό σε διώκτες της ελευθεροτυπίας: φοβούμενοι για το μέλλον των μιντιακών επιχειρήσεών τους υιοθετούν έναντι των δημοσιογράφων το δόγμα «ή το βουλώνεις ή απολύεσαι».
Η έκθεση της CPJ που επικέντρωσε τις έρευνές της σε 76 φυλακισμένους ή υπόδικους τούρκους και κουρδικής καταγωγής δημοσιογράφους, αποτελεί προοίμιο της χιονοστιβάδας των κυβερνητικών διώξεων – και όχι μόνο- κατά της ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Ο τούρκος εκπρόσωπος της διεθνούς οργάνωσης Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα Ερόλ Εντέρογλου που συνελήφθη και φυλακίστηκε κατά τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν την απόπειρα του πραξικοπήματος κατηγορούμενος για «φιλοκουρδική προπαγάνδα» και ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του κατόπιν διεθνών πιέσεων, μέσα από έκθεσή του με τίτλο «Κατάσταση Εκτάκτου Ανάγκης-Κατάσταση Αυθαιρεσίας» θα καταγγείλει τη φυλάκιση περισσοτέρων των 100 δημοσιογράφων μετά το πραξικόπημα και θα επισημάνει ότι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί που ασκούν κριτική έχουν αποκλειστεί από τον δημόσιο χώρο.
Από την πλευρά του, ο πρώην αρχισυντάκτης της τουρκικής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Τζουμχουριέτ, ο Τζαν Ντουντάρ ο οποίος κατηγορήθηκε από τις τουρκικές αρχές ότι αποκάλυψε «κρατικά μυστικά» και διέφυγε τελικά στη Γερμανία εξηγώντας ότι δεν εμπιστεύεται τις δικαστικές αρχές της χώρας του, κατάγγειλε σε συνέντευξη Τύπου στο Στρασβούργο τον περασμένο Οκτώβριο «ότι η Τουρκία είναι η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων». Ζητώντας μάλιστα τη στήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών κατά των αυθαιρεσιών της κυβέρνησης Ερντογάν, υπογράμμισε ότι «αυτή η μάχη δεν είναι σημαντική μονάχα για το μέλλον μας, αλλά και για το μέλλον της Ευρώπης».
Και έχει δίκιο, γιατί αυτό που εννοεί πιθανότατα ο Τζαν Ντουντάρ αλλά και αυτό που προκύπτει αβίαστα από τη μελέτη της έκθεσης της CPJ που για πρώτη φορά δημοσιεύεται στην ελληνική γλώσσα από το jaj.gr, είναι ότι η προσχηματική και νομότυπη κατάλυση της ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης είναι η λεωφόρος που οδηγεί με βεβαιότητα σε έναν ξιπασμένο και ανυπόφορο κρατικό αυταρχισμό που επιχειρεί να μασκαρέψει το πρόσωπό του με το ράκος μιας κατ’ επίφαση δημοκρατίας.