Ἐκ νέου ἐπίθεση στὸ ἀφεντικό του. Διαστρεβλώνει, ἐντέχνως, τὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ δημιουργήση ἐνοχὲς στὸν κυρ-Παντελῆ καὶ νὰ φανῆ πὼς εἶναι καλύτερός του, σὲ ὅλα· ὁ ἀνταγωνιστικός του χαρακτῆρας ἐνέχει καὶ σαδισμό. Καθὼς ὁ κυρ-Παντελῆς φεύγει, ὁ Ζῆκος τὸν περιλούει μὲ ὑβρεολόγιο, θεωρῶντας πὼς ὁ μπακάλης ἐγκαταλείπει τὸ πεδίο τῆς μάχης. Μόνος του καὶ μὲ ἀναπτερωμένο τὸ ἠθικό, ἑτοιμάζεται γιὰ νέα μάχη-παιγνίδι. Θῦμά του τὴν φορὰ αὐτὴ ἕνας κακοπληρωτὴς θαμῶνας, ὁ Ἀντρέας, ποὺ ἔρχεται μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του στὸ μαγαζί, μὲ σκοπὸ νὰ περάση καλὰ πειράζοντας τὸν Ζῆκο. Ὁ Ζῆκος, ὅμως, ἔχει βάλει γκὸλ ἀπὸ τὰ ἀποδυτήρια. Στὰ παλαμάκια τοῦ Ἀντρέα ἀργεῖ νὰ ἐμφανισθῆ, θέτοντάς τον ἤδη σὲ δεύτερη μοῖρα, ἐνῶ βγαίνοντας τὸν παρατηρεῖ ἀμέσως γιὰ τὰ βερεσέδια (ἐσὺ ὄχι παλαμάκια· παλαμάκια ὄχι ἐσὺ· θὰ παλαμοκροτᾶνε αὐτοὶ ποὺ πληρώνουνε, ὄχι ἐσὺ ποὺ θέλουμε τρεῖς κιμωλίες στὸ γράψε–σβῆσε τὴ ’βδομάδα).
Γιὰ τὸν Ζῆκο, ἐπειδὴ ξέρει πὼς κάθε σχέση στὴν πιάτσα εἶναι ἀνταγωνιστική, γνωρίζει πὼς στοὺς δύο ὁ ἕνας εἶναι ὁ ξύπνιος καὶ πὼς ὁ ἕνας μόνον, μὲ τὶς πρῶτες κιόλας κουβέντες, θὰ ἔχη τὸ πάνω χέρι καὶ αὐτὸς ὁ ἕνας πρέπει νὰ εἶναι ὁ αὐτὸς ὁ ἴδιος. «Κάνε τὸν ἄλλον κατώτερο ἀπὸ σένα καὶ θὰ αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος» φαίνεται νὰ γνωρίζη ἐνστικτωδῶς ὁ μπακαλόγατος. Μὲ τὸν Ἀντρέα ξεδιπλώνει ὅλον τὸν πλούσιο ψυχικό του κόσμο –ὁ Ἀντρέας εἶναι τοῦ χεριοῦ του καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει τὸν Ζῆκο χειρότερο. Ἐπιθετικός, ἀδιάκριτος, στοιχειωδῶς ἀγενής, ὑβριστής, «ξυπνητζής», ἐπιδεικτικός, καυχησιάρης, ὑποτιμητικός, ἀπαξιωτικώτατος παντὶ τρόπῳ καὶ προσβλητικώτατος παντοιοτρόπως, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀντρέα, ἐνῶ, φυσικά, δὲν ξεχνᾶ καὶ τὸν μόνιμο στόχο του, τὸ ἀφεντικό του. Στὸ τέλος, ὅμως, ξέρει πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ θὰ σερβίρη, θὰ ὑπηρετήση· πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἔχη πάρη ἐκδίκηση γιὰ τὴν κακή του τύχη, φθάνοντας στὸ σημεῖο νὰ φτύση, ἐν εἴδει καθαρισμοῦ, στὰ ποτήρια (ἡ καθαριότης εἶναι τὸ σπεσιὰλ τοῦ καταστήματος)· ὁ φθόνος του τὸν κάνει μὲ νοοτροπία ζητιάνου, πράγμα ποὺ θὰ φανῆ καὶ ἀργότερα. Ψυχὴ ποὺ ἔχει μάθει νὰ τρώη σάρκες· ὁ Ζῆκος ψάχνει ἐναγωνίως μία θέση σὲ μία ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ τοῦ ὅλου.
Στὴν δὲ τηλεφωνικὴ συνομιλία μὲ τὴν γιατρέσσα, ἀκκίζεται καὶ ξυπάζεται· δουλικὸς καὶ μεγαλομανὴς ὁμοῦ. Ἀλλάζει τὴν φωνή του, δίνει ἐπισημότητα στὸ κάθε τίποτα, νομίζοντας ὅτι τοῦ δίνει ἀξία –στὴν πραγματικότητα τὰ γελοιοποιεῖ (κατάστημα, ἐμπορεύματα, θέσεις), ἀφοῦ ὅ,τι ἀκουμπᾶ τὸ παραμορφώνει· ἡ γελοιοποίηση εἶναι ὁ μόνος τρόπος ποὺ ἔχει γιὰ νὰ κοινωνήση μὲ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καμώνεται τὸν ὑποδιευθυντὴ (ἀποδιευθυντή) μὲ τὶς γενικὲς ἀποθῆκες καὶ μιλᾶ ὑποτιμητικῶς γιὰ τὸν «μικρό» ποὺ θὰ φέρη τὰ ψώνια –φθάνει νὰ βγῆ, ἔστω καὶ φαντασιακῶς, ἀπὸ τὴν θέση του, γιὰ νὰ κάνη τὰ ἴδια ποὺ τοῦ ἔκαναν· ἄσσος στὴν ἐνδοβολή, μεγαλειώδης στὴν ὑστέρηση, μαῖτρ στὴν μίμηση, ἄφθαστος στὴν μειονεξία καὶ ἀκριβῶς ἔτσι ἔχει στοιχειώσει τὰ ὄνειρα καὶ τὴν μίμηση ὅλων.
Ὁ Ἀντρέας, ὅμως, ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ καίριο κτύπημα: (ἡ Φιφίκα εἶπε κάπου ὅτι δὲν χαραμίζει τὰ νειᾶτά της μὲ ἕναν μπακαλόγατο), πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ ὄχι μόνον τὴν διαρρήδην ἄρνηση τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὸν Ζῆκο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔντονη ἐπίθεσή του κατὰ τοῦ ξεστομίσαντος τοῦτο· ἐν τούτοις, συνδυάζοντάς το μὲ τὴν προηγουμένη παρατήρηση τοῦ ἀφεντικοῦ, ὅτι τὸν δουλεύουν, ἡ ἀμφιβολία θὰ ριζώση μέσα του. Ἐμφανισθείσης τῆς Φιφίκας, θὰ τῆς «κάνη σκηνή». Μὲ τὴν Φιφίκα, ὅμως, ὁ Ζῆκος εἶναι ἐκ προοιμίου χαμένος. Ἐπαναλαμβάνοντας, ὅσα τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ μὴν ἀντέχοντας νὰ ξεστομίση τὴν φράση-ρετσινιά, «μπακαλόγατος», θὰ τὴν ἀντικαταστήση μὲ μία κωμικὴ περίφραση: (μὲ ἕναν ὑπάλληλο παντοπωλείου ποὺ ἐκτελεῖ καὶ χρέη ὑποδιευθυντοῦ πότε πότε). Ὁ Ζῆκος αἰσθάνεται ἤδη τὴν μειονεξία του –ἀτομικῶς αὐτὸς ἐν μέσῳ μιᾶς συνοικιακῆς μικροκοινωνίας, ὁμαδικῶς ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἔναντι τοῦ ντουνιᾶ, τοῦ κράτους ἢ καὶ τῆς «Εὐρώπης», μὲ συλλογικό, πλέον ἀπωθημένο, τὴν ἀναγνώρισή μας ἀπὸ αὐτά–, ὅτι εἶναι παραμελημένος, ἀδικαίωτος, ἀδικημένος καὶ ἀπόκληρος σὲ ἕνα ἀχάριστο σύστημα-κοινωνία προδότη –ἐξ οὗ καὶ οἱ ὑψηλοῦ βαθμοῦ ταὐτίσεις ποὺ προκαλεῖ τὸ πρόσωπό του.
Ἔναντι αὐτῆς τῆς ὑστερήσεως, ἡ πράξη εἶναι μία: ἡ ἅλωσις –γιατὶ μόνον γιὰ τέτοια μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε–, τῆς κοινωνίας-σύστημα· ἡ ἅλωσις, τὸ ρεσάλτο πλέον, ἀνάγεται σὲ ζήτημα τιμῆς καὶ ἀπωθημένης ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς ἐπιθυμίας. Γιατί, τὸ νὰ αἰσθανώμαστε, εἴτε ἀτομικῶς ὁ Ζῆκος εἴτε συλλογικῶς ὅλοι μας, ὅτι ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς σ’ ἐκεῖνα τὰ ὑπολείμματα λαῶν, τῶν ἐν μέρει ἐκφυλισμένων, ἐν μέρει καθυστερημένων, ἐν μέρει κατωτέρων, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ζοῦν-ἐπιβιώνουν, καὶ μόνον ἔτσι, μεταξὺ πολιτισμένων κοινωνιῶν, ἄνευ ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς σὲ αὐτές, μᾶς ἔπληττε θανασίμως˙ ἔπρεπε νὰ νιώθουμε, ἂν ὄχι ὅτι ὁρίζουμε τὰ πράγματα, τοὐλάχιστον ὅμως ὅτι κατέχουμε πρωτεύουσα θέση μεταξὺ τῶν πρώτων, ἄνευ ὅμως τοῦ ἀνταγωνισμοῦ˙ τὸ πραγματικὸν ὅμως εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη περὶ αὐτοῦ.
Ἡ Φιφίκα δὲν πιάνεται· θιγμένη ὑποκριτικῶς πως, ἀρνεῖται, φυσικά, εὐκόλως τὰ πάντα –ἡ Φιφίκα ἔχει μάθει ὅτι ἡ ἀνευθυνότης εἶναι μισὴ ἀρχοντιά: τὰ λόγια της δὲν τὴν δεσμεύουν οὔτε στὴν πράξη οὔτε στὴν συνέπεια, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ λεκτικὴ φαντασιοκοπία– καὶ τὰ αἰτιολογεῖ μὲ μία λέξη-κλειδί, ποὺ εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἀνακουφίση διεγερτικῶς τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ταραγμένη ψυχὴ τοῦ μπακαλόγατου: γιὰ ὅλα φταίει ὁ φθόνος: (νὰ ξέρης ὅτι ζηλεύουνε τὸν ἔρωτά μας, μᾶς φθονοῦνε βέβαια!) καὶ ὁ Ζῆκος λειώνει –τῆς καθαρίζει τὸν ὦμο. Ἡ Φιφίκα, ἀκάθεκτη, τὸν δουλεύει, ὅπως θὰ ἔπαιζε μὲ ἕνα μικρὸ παιδί, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν «ὅρκο-γρίφο ἀγάπης» ποὺ τοῦ δίνει, πρὶν φύγη: (νὰ μὴν σώσης νὰ μὲ δῆς γυναικούλα σου), ὡρκισθείσα γιὰ τὴν ἀγάπη της στὸ ἀρνητικὸ τῆς ἀγάπης της. Ὁ γρίφος δὲν θὰ λυθῆ στὸ μυαλὸ τοῦ παιδιοῦ-Ζήκου, ὅπως δὲν λύνονταν ποτὲ οἱ γρίφοι καὶ τῆς παιδικῆς τοῦ ἀκόμη ἡλικίας –ἀδιανόητος, ἐκ Παραδόσεως, ὁ ὁρισμὸς πλαισίου γιὰ τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψευδές, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔκτιζε οὐσιαστικὸ αὐτοσεβασμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια–, γιατί καὶ ὁ ἴδιος ἔχει μάθει, ἀπὸ μικρός, στὴν λεκτικὴ ἀνευθυνότητα, στὴν ἀποσύνδεση τῶν λόγων ἀπὸ τὶς πράξεις καὶ στὸ ἀδιάβατον τῶν λόγων πρὸς τὶς πράξεις, ποὺ θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν προσωπικὴ αὐτονομία καὶ τὸν ἐγχρονισμό· ψέμα στὸ χωριό, κρυψίνοια στὴν πόλη· καὶ στὰ δύο, κοροϊδία.
Τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ δείξη καὶ τὶς ἄλλες του διαστάσεις στὴν ἑπομένη σκηνή, ὅπου στὸ μπακάλικο μπαίνει ὁ Κιτσάρας. Μετὰ τὶς συνηθισμένες ἑκατέρωθεν «φιλοφρονήσεις», ὅπου ὁ Κιτσάρας ἀντιπαρέρχεται μὲ περιφρόνηση τὸ ὅλο θέμα –ξέρει νὰ ἐπιλέγη ποῦ καὶ πότε νὰ δίνη τὶς μάχες του, ἐνῶ γιὰ τὸ Ζῆκο κάθε στιγμὴ εἶναι στιγμὴ μάχης ἐπιβιώσεως, στιγμὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ καταποντισθῆ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ τιμή του– καὶ τὸ μικρὸ διάλειμμα ὅπου ὁ Ζῆκος δίνει μία σκονισμένη κονσέρβα στὴν Φιφίκα, κατηγορῶντας, ἀπὸ τὴν μιά, τὸ ἀφεντικό του καὶ κάνοντας ἐπίδειξη τῆς γενναιοδωρίας του καὶ τοῦ ἀφεντιλικιοῦ του (ἂν θυμηθῶ, θὰ τὰ γράψω[τὰ βερεσέδια]), ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁρμάει στὸν Κιτσάρα, μὴ ἀνεχόμενος, καὶ χλευάζοντας, τὴν παραγγελία του γιὰ οὖζο καὶ κασεράκι (Κασεράκι γιατί; Ἔτρωγες καὶ στὸ χωριό σου κασεράκι, ποῦ κόβατε τὸν πατσᾶ μὲ τὸ ψαλίδι;). Ὁ Ζῆκος ἐπιμένει νὰ θεωρῆ καὶ νὰ κάνη τοὺς πάντες σὰν τὰ μοῦτρα του· δὲν ἐννοεῖ νὰ ἀναγνωρίση καμμία διαφορὰ σὲ ὅσους τὸν συναναστρέφονται· εἶναι ἀνταγωνίσιμοι, ἄρα κατώτεροι· μεταποιεῖ συνεχῶς τὴν μειονεξία σὲ αἴσθημα-σύμπλεγμα ἀνωτερότητος. Ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν πόλη, εἶναι πεπεισμένος πὼς ἡ Ἀθήνα δὲν διαφέρει ποιοτικὰ ἀπὸ τὸ χωριό του, ἀφοῦ τὴν κατοικοῦν πρώην χωριάτες, ποὺ καλὸ εἶναι νὰ τοὺς ὑπενθυμίζη τὴν καταγωγή τους· καὶ δὲν εἶχε ἐντελῶς ἄδικο. Γνωρίζει ἤδη πὼς ἡ Ἀθήνα εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο χωριὸ καὶ ἤθη καὶ νοοτροπίες διαφέρουν κατ’ ἐλάχιστον τῆς ἐπαρχίας· λοῦστρο, ἐπιφάνεια καὶ ἐπίδειξη πολύ, περιεχόμενο τὸ ἴδιο –ἄλλωστε ὁ «βλάχος», στὶς ταινίες τοῦ κατ’ ἐξοχὴν Χατζηχρήστου, ἀρέσκετο, ἐξευτελίζοντας τοὺς Ἀθηναίους ἢ καταδεικνύοντας τὴν Ἀθήνα ὡς χωριό, νὰ γυρίζη θριαμβευτὴς στὸ χωριό του. Ἀσύνειδα, ὁ Ζῆκος ξέρει πὼς κατὰ βάθος οἱ Ἀθηναῖοι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ψευδαποστάτες τῆς ἀγροτικῆς λαϊκῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία καὶ ὅταν νιώσουν ἀσφαλεῖς, τὸ δείχνουν, ἐλευθερώνοντας τὸ αἴσθημά τους, ἐν κρυπτῷ, ὅμως –ἡ λαϊκὴ ψυχὴ καὶ τὰ δημιουργήματά της ἐθριάμβευαν ὅταν φανερῶς ἐδιώκοντο· οἱ δὲ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἦσαν ξυπασμένοι μεταπράτες μὲ παραισθήσεις καὶ ψευδαισθήσεις γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ἡ πόλη στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶχε συσταθεῖ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ χωριό, ὅπως στὴν Δύση, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὡς ὁ κόσμος τῆς διανοίας, ὡς ὁ τεχνητὸς ἐκεῖνος χῶρος ποὺ ἄλλαζε ἄρδην τὸν κάτοικό της, ἀπαιτῶντας ἀπὸ αὐτὸν διαφορετικὸ χρόνο καὶ ἦθος. Ἡ πόλη στὴν Ἑλλάδα εὑρίσκετο σὲ ἀντίθεση μόνον μὲ ἄλλες πόλεις, ἐνῶ οἱ κάτοικοί της μετέφεραν σὲ αὐτὴν τὰ ἤθη τῆς παραδοσιακῆς κοινότητος, ὡς ἀγροτοαστοί, ἔστω καὶ παρηλλαγμένα· ψυχὴ τῆς πόλεως καὶ ψυχὴ τοῦ χωριοῦ ἐπ οὐδενὶ διέφερον. Καὶ ἐκ μιᾶς ἀπόψεως, ἡ μεταφορὰ τοῦ καθεστῶτος τοῦ χωριοῦ στὴν Ἀθήνα –δύσκολα μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς πὼς οἱ Ἀθηναῖοι ἀγάπησαν ποτὲ τὴν πόλη τους καὶ τὴν γειτονιά τους– ἦταν αὐτὴ ποὺ τὴν ἔσωσε ἀπὸ τὴν ὁλικὴ παραμέληση ποὺ θὰ τὴν καθιστοῦσε λατινοαμερικανικὴ παραγκούπολη· ὅσο καὶ ἂν ἀκούγεται παράδοξο, ἡ δύναμη τῶν παλαιοῦ τύπου πολιτιστικῶν ἀξιῶν, ἡ ἑλληνικοῦ τύπου ἀνταγωνιστικὴ ἠθικὴ τῆς ἐπιζητήσεως τῆς γνώμης τῆς γειτονιᾶς καὶ τῶν ἄλλων γιὰ αὐτεπιβεβαίωση, ἔσωσαν τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν φαβελλοποίηση.
Μεταξὺ Κιτσάρα καὶ Ζήκου ὑπάρχει μία διαρκὴς ἀντιδικία, ἐκτὸς τῆς ἐρωτικῆς ἀντιζηλίας, ποὺ γιὰ τὸν Κιτσάρα δὲν ὑπάρχει. Ἀμφότεροι ἐπιδίδονται σὲ ἕνα παιγνίδι ἐπιβολῆς, ὡς μόνη περίπτωση ἀναγνωρίσεως. Ὁ Κιτσάρας, μὲ ὕφος στρατηγοῦ καὶ ἀφέντη, μιλᾶ ἐπιτακτικῶς καὶ μὲ ἀπαξιωτικὸ τόνο στὸν Ζῆκο τὸν μπακαλόγατο· στὴν ἱεραρχική του κλίμακα, ὁ μπακαλόγατος εἶναι κατώτερος. Ὁ Ζῆκος ἀρνεῖται τὴν θέση ποὺ τοῦ ἐπιφυλάσσει ὁ ὑδραυλικός, ψάχνοντας ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίζη ἢ νὰ δείχνεται ἀνώτερος· φθάνοντας δε στὰ ὅρια τοῦ γελοίου, δίνει διαταγὲς στὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτό, γιὰ νὰ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος καὶ ὡς ὑποτακτικός του ([μιλάω] στὸν βοηθό μου· κάποιον διατάζουμε κ’ ἐμεῖς, δὲν εἴμαστε ἄντε–ἄντε)· φαντασιακὴ ἐπέκταση τοῦ ἑαυτοῦ, σὲ ἕναν κόσμο τὸν ὁποῖο, κατὰ βάθος, μισεῖ στὸ μέτρο ποὺ δὲν ζῆ ἐκεῖ μὲ τὸ πραγματικὸ τοῦ πρόσωπο, μὲ τὸν πραγματικό του ἑαυτό, δηλαδὴ τὴν παναναγνώριση ἀπὸ ὅλους.
Ὁ Κιτσάρας θέλοντας νὰ τοῦ δείξη τὴν θέση του, θὰ τὸν στείλη γιὰ τσιγάρα· ὁ Ζῆκος ἀρνεῖται, ὅταν ὅμως τοῦ ἐπιδειχθῆ καὶ τοῦ δοθῆ φραγκάκι γιὰ φιλοδώρημα, λειώνει. Παρὰ ταῦτα, καὶ γιὰ νὰ περισώση τὴν ὑπόληψή του, θὰ καταφερθῆ κατὰ τοῦ Κιτσάρα, χαρακτηρίζοντας τὸν σπαγκοραμμένο, τσιγκούνη καὶ Σκωτσέζο, ἐνῶ θὰ τοῦ ὑπενθυμίση πὼς τὸ ‘‘ρε’’ αὐτὸς δὲν τὸ σηκώνει· ὅταν δὲ ἐπιστρέψη, θὰ τοῦ πετάξη τὰ τσιγάρα: (Ὁρίστε τὰ τσιγάρα σας κύριε ζουμπᾶ). Δὲν θὰ σταματήση ἐκεῖ. Ὅταν Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔχει ἔλθει, σηκωθοῦν νὰ φύγουν, καὶ ὁ Κιτσάρας ἀρνῆται νὰ τοῦ δώση λογαριασμὸγιὰ τὴν ἀποχώρησή του, ὁ Ζῆκος θὰ νιώση, δι’ εἰσέτι μίαν φοράν, ἀπειλημένος, μειωμένος καὶ ἐξευτελισμένος: (βεβαίως θὰ μοῦ δώσης λογαριασμό· ἐδῶ πέρα γίνεται ἐκμετάλλευσις τοῦ ἐργαζομένου).
Στὴν φαντασία του, ὁρίζει ὄχι μόνον τὸ μαγαζὶ ἀλλὰ καὶ τοὺς πελάτες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα· ἀπωθημένο του: νὰ γίνη πατὴρ τῆς κοινοτικῆς τραπέζης καὶ νὰ μοιράζη τὴν οὐσία του ἐξ ἀδιαιρέτου, θεωρῶντάς τον ἅπαντες πηγὴ ἁπασῶν τῶν ἀξιῶν, μὲ τὸν ἀπαραίτητο ὅμως ὅρο, οἱ κοινωνοῦντες στὸ ἀπὸ τὸν πατέρα δεσπότη στρωμένο τραπέζι, νὰ μὴν συσταθοῦν ὡς τάξεις, δηλαδὴ νὰ μὴν αὐτονομηθοῦν μὲ ἀτομικὰ ἢ συλλογικὰ δικαιώματα, διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς δίνει ὁ δεσπότης ὡς προνόμια καὶ εὔνοιες ἀπὸ τὴν οὐσία του –ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἐπίσημοι εἰσοδηματίες-ὑπάλληλοι, ἰδιωτικοὶ ἢ δημόσιοι, οἱ ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὸν δεσπότη-κράτος. Ὁ Ζῆκος νιώθει μειωμένος, τὸν ἀπαξιώνουν περιφρονητικῶς, αἰσθάνεται πὼς προσκρούει στὴν πραγματικότητά του, νιώθει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ δὲν θέλει νὰ δῆ πὼς εἶναι: ἕνας μπακαλόγατος, ἕνας θεληματάρης, ἕνα παιδὶ γιὰ ὅλες τὶς δουλειές, χωρὶς θέση· καὶ ὁ παραγκωνισμός, μαζὶ μὲ τὶς κοινωνικὲς προσβολές, σὲ τέτοιου εἴδους κοινωνίες εἶναι συχνότατα αἰτίες παρανοίας στοὺς ἄνδρες. Ἐάν, ὅμως, ὁ Ζῆκος ζῆ μέσα στὰ ψέματα καὶ σὲ ἕνα κλίμα μονίμου αὐταπάτης –νὰ εἶμαι διαφορετικὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶμαι–, δὲν εἶναι ὁ μόνος, καθὼς ἅπαντες στὴν ταινία, μὲ πρῶτο τὸ ἀφεντικό του, ζοῦν στὸ ἴδιο μῆκος κύματος.
Φεύγοντας ὁ Κιτσάρας ἀπὸ τὴν μπακαλοταβέρνα, ὁ Ζῆκος, κατὰ τὴν προσφιλῆ του συνήθεια, καὶ γιὰ νὰ περισώση τὸν περιφερόμενο πληγωμένο του ἐγωϊσμό, τὸν βρίζει πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του, μέχρι ποὺ μπαίνει ὁ κυρ-Παντελῆς· εὐκαιρία νὰ ξεσπάση πάνω στὸ ἀφεντικὸ του· τοῦ ὑπεξαιρεῖ τὴν θέση, ἀποκαλῶντάς τον τεμπέλη καὶ ὑπονοῶντας πὼς μόνον αὐτὸς δουλεύει, προσπαθεῖ νὰ τοῦ δημιουργήση ἐνοχές, τὸν βάζει στὴν θέση τοῦ «μικροῦ» τοῦ μαγαζιοῦ, ἐνῶ τὸν ἀπειλεῖ καὶ μὲ ἀπόλυση!· τὸν μειώνει, ὅπως τὸν μείωσαν –ἀνεφέρθη: ὁ Ζῆκος εἶναι μαῖτρ στὴν μίμηση καὶ ἄσσος στὴν ἐνδοβολή.
Τὰ σκάγια, ξώφαλτσα πρὸς τὸ παρόν, παίρνουν καὶ τὴν κυρα-Δέσποινα, ἡ ὁποία ἔχει καταφθάσει στὸ μαγαζί, καλεσμένη ἀπὸ τὸν κυρ-Παντελῆ, ποὺ ἔχει πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ παντρευτῆ τὴν Λίτσα.
Γνωρίζει πὼς ὁ ἐργένης δὲν ἦταν ἀναγνωρισμένο πρόσωπο, κατ’ ἀκρίβειαν ἐθεωρεῖτο ἀποτυχημένος, καὶ πὼς ὁ δῆθεν τιμητικὸς τίτλος τοῦ «μπάρμπα», ποὺ θὰ τοῦ ἀπεδίδετο, ὑπέκρυπτε λύπηση καὶ ὄχι σεβασμό, ἀφοῦ στὰ καθ’ ἡμᾶς ἡ ἀντίληψη τοῦ ἐγὼ ἀπέκλειε τὴν θεώρηση τοῦ ἀτόμου ὡς αὐθυπάρκτου ὀντότητος· μονὰς ἦτο ἡ οἰκογένεια, ὄχι τὸ ἄτομο καὶ ὁ γάμος ἦταν ἡ ὁλοκλήρωσή του –ἅπασαι, σχεδόν, οἱ ἑλληνικὲς ταινίες τελειώνουν μὲ γάμο–, ἡ ἀποκατάστασή του –δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ λέξη, ἡ ὁποία δηλώνει τὴν ἐπ’ ἐσχάτοις ἀρτίωση, εἶναι συνώνυμη τοῦ γάμου– τόσο στὸ ἐνθάδε, ὅσο καὶ στὸ ἐπέκεινα· οἱ ἀνύπαντροι ἐθεωροῦντο ἀναποκατάστατοι, ἀνολοκλήρωτοι, προβληματικοὶ καὶ στιγματισμένοι. Στὴν δεκαετία τοῦ ’60 μόνον ἕνα 5% ἦταν στὴν κατάσταση αὐτήν.
Ὁ Παντελῆς, ὅμως, δὲν θέλει ἕναν ὁποιονδήποτε γάμο, ἀλλὰ γάμο ἀπὸ αἴσθημα μὲ μία κοπέλλα στὰ μισά του χρόνια· ἤθελε τὴν ὑπέρβαση σὲ μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀνεγνώριζε ἀκόμη τὴν ζωὴ τοῦ αἰσθήματος, παρὰ μόνον τῆς συμβάσεως· ὁ μπακάλης, μπορεῖ νὰ κατέγραψε σὰν ληξίαρχος τὸν θάνατο τῆς κοινωνίας αὐτῆς, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ χαρῆ καὶ τὶς δυνατότητες τῆς ἑπομένης.
Ὁ κυρ-Παντελῆς, λοιπόν, ἀποκαλύπτει στὴν Δέσποινα πὼς εἶναι ἐρωτευμένος καί, πρὸς στιγμήν, ἡ κυρα-Δέσποινα ζεσταίνεται, νομίζοντας πὼς πρόκειται γι’ αὐτήν. Ἡ ἀπογοήτευση τὴν παγώνει· ὁ κυρ-Παντελῆς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν Λίτσα –δὲν πάει τὸ μυαλὸ της· δυσκολεύεται νὰ τὸ πιστέψη· τρομάζει. Τώρα, ὅμως, εἶναι ἡ σειρά της. Τοῦ ἐπισημαίνει πὼς ἡ Λίτσα εἶναι μπουμποῦκι καὶ πὼς ὑπάρχει διαφορὰ ἡλικίας, ἀλλὰ ὁ Παντελῆς, βλέποντας πὼς δὲν πιάνουν οἱ ἀστήρικτοι ἰσχυρισμοί του περὶ τοῦ ἀντιθέτου, γίνεται πῦρ καὶ μανία μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ πραγματικοῦ, προξενῶντάς του ἄρνηση, ἐπειδὴ τὸν ἀναγκάζει νὰ σκεφθῆ τὸ ἀντικείμενο ποὺ ἐπιθυμεῖ μὲ ὅριο πλέον στὴν ἐπιθυμία γιὰ κατοχή του. Ἡ κυρα-Δέσποινα καταλαβαίνει τὸ ἀπίθανον τοῦ πράγματος, ἀλλὰ ὁ μπακάλης ἀρχίζει τὰ καλοπιάσματα γιὰ νὰ τὴν καταφέρη νὰ μεσολαβήση στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, τὸν κυρ-Μανώλη: (τόνισε τὸ οἰκονομικό, τὴν καταγωγή μου, τὸν κοινωνικό μου κύκλο, πὲς ὅτι ’δῶ μέσα ἔρχονται καὶ ψωνίζουνε βουλευταί, ὑπουργοί…). Ὁ Παντελῆς ἦταν παλαιῶν ἀρχῶν μπακάλης, μὲ σημαῖες του τὴν ἰδεολογία τῆς προκοπῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀνόδου, πράγματα ποὺ τοῦ ἐξασφάλισαν τὸ «δι’ ἱδρῶτος» ἰδανικὸ κάθε μικροαστοῦ ἐμπόρου, θέση, ἀξία καὶ τὴν πολυπόθητον, ἄνευ ἀφεντικοῦ, ἀνεξαρτησίαν. Αὐτά, ὅμως, ὅπως τοῦ ἀντιγυρίζει ἡ κυρα-Δέσποινα εἶναι καλὰ γιὰ τὸν πατέρα –ἕναν συντηρητικὸ καὶ παθητικὸ εἰσπράκτορα ποὺ θὰ συμμεριζόταν τὴν παλαιὰ πραμάτεια τοῦ κυρ-Παντελὴ· ὁ κυρ-Παντελῆς ἦταν ἄνθρωπος ἀδρανής, ἀλλὰ μὲ φιλοδοξίες· ὁ κυρ-Μανώλης ἦταν ἀδρανής, χωρὶς φιλοδοξίες.
(Τί θὰ πῆ ἅμα θέλει τὸ κορίτσι; Ἅμα θέλη ὁ πατέρας, θὰ θέλη κι αὐτή) διατείνεται ὁ Παντελῆς, ἐνῶ ἡ κυρα-Δέσποινα, ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ συμβιβάζεται καὶ νὰ τὸ σκέπτεται, τοῦ ὑποδεικνύει πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει κάποια κίνηση πρὸς τὴν Λίτσα, μὲ λουλούδια ἢ μὲ καντάδα –ὁμοίας ἐκσυγχονίσεως καὶ ἡ κουτσομπόλα-προξενήτρα μὲ τὸν μπακάλη, παρὰ τὸ ὅτι ἀναγνωρίζει πὼς ἡ ἐποχή τους πέρασε πιά. Ἀνεπίδεκτος ἀλλαγῆς καὶ αὐτογνωσίας, ὁ κυρ-Παντελῆς ἐναποθέτει ὅλες του τὶς ἐλπίδες, σὰν σὲ ἁγία εἰκόνα, στὴν κυρα-Δέσποινα, κάνοντάς της καὶ τὸ σχετικὸ τάμα: [σὰν νὰ ἱκετεύη ἱερὰ εἰκόνα]: (εἶμαι σίγουρος πὼς θὰ τὰ καταφέρης κι ἂς μὴν ἔχω κάνει τίποτα ἀπ ὅλα αὐτά. Κ’ ἔτσι καὶ τὰ καταφέρεις κυρα-Δέσποινά μου, ὅ,τι θέλεις ἀπὸ ’μένα· καὶ λεφτὰ νὰ σοῦ δώσω καὶ ἠλεκτρικὸ ψυγεῖο νὰ σοῦ πάρω καὶ στὰ μπάνια νὰ σὲ στείλω καὶ τὸ μαγαζί μου ὅλο στὴν διάθεσή σου· νὰ μπαίνετε ὅλοι ἐδῶ μέσα οἰκογενειακῶς καὶ νὰ βοσκᾶτε)· ἡ ὠργανωμένη ἀδράνεια ἀπαιτεῖ ἰσχυρὰ μαγικὰ μέσα γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὰ πάντα, διατηρῶντας ἀκεραία τὴν στατικότητά της.
Τὸ ὀχυρὸ «κυρα-Δέσποινα» ἔπεσε· τώρα βάζει μπρὸς τὸν πλάγιο τρίτο, ἄνθρωπο (λέω νὰ πάω στὴν δουλειά του[τοῦ κυρ-Μανώλη],νὰ μὴν εἶναι ἡ Λίτσα μπροστά)· ὡς τρίτος καὶ μὲ πλαγίους τρόπους πειθοῦς, κολακείας ἢ ἐξαναγκασμοῦ, θὰ δέσμευε μὲ ὑποχρέωση τὴν Λίτσα πρὸ τῶν τετελεσμένων· οἱ γυναῖκες ἦσαν πιὸ ἑνωτικές, οἱ ἄνδρες πιὸ διχαστικοί.
Καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ λίγο θέλει γιὰ νὰ γίνη τῆς κακομοίρας, ὁ παντακούων καὶ πανθορῶν Ζῆκος –ἔχει κρυφακούσει τὰ πάντα– τὸν ἀπειλεῖ μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάληξη: (Γερο-ξευτίλα, δὲν ἐντρέπεσαι; Νὰ ὑπάρχη καὶ λίγο φιλότιμο. Ποῦ πᾶς γιὰ γαμπρὸς μὲ τὸ ’νὰ ποδάρι στὸ λάκκο;[…] Τὸ κοριτσόπουλο ἔπρεπε νὰ πάρης ἢ τὴν κυρα-Δέσποινα; Πρόσεξε καλά! Θὰ γελάση μαζί σου ὄλ’ ἡ γειτονιά. Θὰ κλείση τὸ μαγαζί μας καὶ θὰ γελάσουν μαζί σου καὶ τὰ σαλιγκάρια. Σ’ τὸ λέει ὁ Ζῆκος, νὰ τό ’χης ὑπὸ τὴν ὑποψία σου: θὰ γίνη τῆς κακομοίρας· σ’ τὸ λέω, μάρτυς μου ὁ Θεός). Ἡ κοινωνικὴ αἴσθηση τοῦ μπακαλόγατου εἶναι ἀλάνθαστη· εἶναι ὁ κήνσωρ τῆς κοινωνικῶν ἀξιῶν, ὁ τηρητὴς τῆς παραδεδομένης τάξεως, ἡ φωνὴ τῆς διαπομπευούσης πλέμπας –τιμὴ καὶ δόξα. Τώρα, πλέον, ὁ Ζῆκος δικαιώνεται γιὰ ὅλη του τὴν ἀρνητικὴ συμπεριφορὰ ἔναντι τοῦ ἀφεντικοῦ του, ποὺ καταδεικνύεται ὡς ἀνόητο, ἀξιογέλαστο καὶ ἀξιοπεριφρόνητο· κάθε πράξη τοῦ «ἀδύνατου» Ζήκου ἐναντίον τοῦ «ἰσχυροῦ ἐξουσιαστῆ» θὰ εἶναι δικαία.
Οἱ ἀντιρρήσεις, ποὺ φέρνει ὁ κυρ-Παντελῆς, ὡς πρὸς τὰ μέσα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήση γιὰ νὰ πλησιάση τὴν Λίτσα, ἦσαν μέρος τοῦ τελετουργικοῦ: «πρῶτα ἀποκρούω κάτι, ἐνίοτε μετὰ βδελυγμίας, καὶ μετὰ τὸ ἀποδέχομαι ἀσμένως» –ὁμοίως πράττει καὶ τὸ alter ego τοῦ μπακάλη, ὁ Ζῆκος. Ὀργανώνει, λοιπόν, μία καντάδα, ἀλλὰ ὁ γρηγορώτερος μπακαλόγατος τὸν προλαβαίνει. Μπορεῖ νὰ ἐπετέθη κατὰ τοῦ ἀφεντικοῦ του, προηγουμένως, ἀλλὰ τὰ λόγια τῆς κυρα-Δέσποινας, αὐτῆς τῆς αὐθεντίας τῶν διαφυλικῶν σχέσεων, τὰ ρούφηξε. Μὲ τὴν Μαριάννα Χατζοπούλου στὸ γραμμόφωνο καὶ μὲ τὸ ἐμβληματικὸ γαμήλιο τραγούδι τοῦ 1961 τῶν Τ. Μωράκη καὶ Χρ. Γιαννακόπουλου, ‘‘Τὸ νυφικό σου φόρεμα’’, ἐπελαύνει στὸ παράθυρο τῆς Φιφίκας πρὸς τέρψιν ὅλων καὶ πρὸς καταιονισμὸν δικοῦ του. Ἐν τῷ μεταξύ, τὰ ζεύγη Κιτσάρας-Φιφίκα, Ἀργύρης-Λίτσα γυρίζοντας ἀπὸ θερινὸ κινηματογράφο, ἔχουν καταστρώσει τὰ σχέδια τους, ἐπὶ τῶν νέων δεδομένων: τὴν ἐπαύριον, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τῆς Λίτσας, ὁ Ἀργύρης θὰ τὴν ζητήση ἐπισήμως ἀπὸ τὸν πατέρας της, ἀφοῦ προσελήφθη, πλέον στὴν ΔΕΗ –(βολεύτηκε ὁ μάγκας), ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κιτσάρας–, ἐνῶ καὶ ἡ Φιφίκα, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήση, πιέζει τὸν Κιτσάρα γιὰ γάμο, ὁ ὁποῖος δηλώνει μὲ τελετουργικὸ ὕφος πὼς εἶναι ὑπὸ σκέψιν –(ὁ μοιραῖος ἄντρας…), ὅπως παρατηρεῖ ἡ Φιφίκα.
Σχέδια στρωμένα, ἄνθρωποι ἕτοιμοι· θὰ συγκρουσθοῦν μέχρι τελικῆς λύσεως.
Τὴν ἑπομένη ἡ κυρα-Δέσποινα, κατὰ τὰ συμπεφωνημένα, πηγαίνει ὡς ἐπίσημη προξενήτρα τοῦ κυρ-Παντελῆ στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, τὸν κυρ-Μανώλη, ὁ ὁποῖος ἐνδοιάζει γιὰ τὸ ζήτημα τῆς διαφορᾶς τόσο τῆς ἡλικίας, ὅσο καὶ τῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως· ἀμφότερα ἀνατρέπονται ἀπὸ τὴν κυρα-Δέσποινα· ὁ κυρ-Μανώλης, κολακευόμενος, ἐνδίδει μὲ μία ἀνομολόγητη διαμαρτυρία.
Στὴν μπακαλοταβέρνα, θὰ γίνη ἡ συνάντηση μεταξὺ τῶν δύο ὑποψηφίων, γαμβροῦ καὶ πενθεροῦ· γιὰ κακή τους τύχη παρουσίᾳ Ζήκου. Ὁ μεγαλέμπορας, ὁ μεγαλομπακάλης τῆς γωνίας, ὅπως τὸν εἶχε χαρακτηρίσει ἡ κυρα-Δέσποινα, μουγκρίζει γιὰ νὰ ἐκφράση στὸν κυρ-Μανώλη τὸν ἀνεξέλεγκτο πλέον ἔρωτά του πρὸς τὴν Λίτσα –ὁ Ζῆκος τὸν κοροϊδεύει, ἀφοῦ καταλαβαίνει πώς, ὄντως, τὸ ἀφεντικό του μόνον μὲ βρυχηθμοὺς εἶναι ἱκανὸ νὰ ἐκφρασθῆ. Ὁ Παντελῆς, ἀπτόητος, συνεχίζει, ἀπαγγέλλοντας, σὰν νὰ εἶναι σὲ ἀρχαῖο θέατρο, ἕνα λογύδριο βρίθον βαρύγδουπων ἀσημαντοτήτων, ἕνα μῖγμα πεζοδρομιακοῦ ρομαντισμοῦ καὶ πεζοδρομιακῆς χαμαλίκας, ποὺ μόνον ὡς αὐτοσαρκασμὸς μπορεῖ νὰ σταθῆ· ἄλλως, προκαλεῖ γέλωτα ἀκρατῆ καὶ ἄκρατο (Ἦταν ἕν’ ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ κ’ ἐγὼ ξεφόρτωνα σαρδέλλες. Ἐξαίφνης, κατ’ ἀπ’ τὸ γαλάζιο τ’ οὐρανοῦ, τὴν βλέπω νὰ στρίβη τὴν γωνία καὶ τάκα-τάκα τὰ τακουνάκια στὸ τσιμέντο τὰ πλακάκια. Αὐτὸ ἤτανε. Ἀπὸ ’κεῖνο τ’ ἀνοιξιάτικο πρωϊνό, εἶμαι ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῶν Βαλκανίων.Ἕνας σίφουνας ξερρίζωσε τὸ λογικό μου, μιὰ θύελλα ξεθεμέλιωσε τὴν καρδιά μου, μιὰ πυρκαϊὰ πυρπόλησε τὴν ψυχή μου, κ’ ἕνα ἀστραΠΟΒΡΟΝΤΟ…)· ὅσο πιὸ βαρύ, τόσο περισσότερη ἀξία ἔχει.
Ὁ Ζῆκος ἐπεμβαίνει στὸν παραστατικὸ ποιητικὸ οἶστρο τοῦ κυρ-Παντελῆ, σὰν σκηνοθέτης σὲ ἀτάλαντο ἠθοποιό, δεικνύοντάς του πόσο γελοῖα ἠχεῖ μιὰ ἑλληνικὴ ὄπερα, ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν πραγματικὸ ποὺ ὁρίζει ὁ ἀμανές: (μπρρρρρρρρρρρ…. μὰ δὲν ἐντρέπεσαι; Τί κάνεις τώρα; Τὸ μαντρόσκυλο τοῦ μαγαζιοῦ κάνεις τώρα; Τί τοῦ λὲς ἀστραΠΟΒΡΟΝΤΟ; Πές του τὸ ἀμανετζήδικα[τοῦ δείχνει πώς]· ἢ νὰ τὸ πιάσης τεκετζήδικα [πάλι τοῦ δείχνει]). Ὁ ἀγαθὸς μπακάλης θέλει νὰ δείξη κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἀλλὰ δὲν δείχνει τίποτε· γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, χρήζει ἄλλου ἤθους καὶ ψυχισμοῦ, ποὺ [εὐτυχῶς;] δὲν διαθέτει. Μὴ ἔχοντας στοιχειώδη πρόσβαση στὸν ἑαυτό, τὸ αἴσθημα μόνον ὡς φούσκωμα πρὸς τὰ ἔξω μπορεῖ νὰ βγῆ· ὡς μελό, ὡς λιγωμένο (μ)πάθος ἀνατολίτη ἀμανετζῆ σὲ εὐρωπαϊκὸ σαλόνι –ὁ Βοσκόπουλος πρὸ τῶν θυρῶν. Σύμπραξη μουγκρισμάτων καὶ ἰλιγγιωδῶν εἰκόνων, ὡς πομφόλυξ: ὁ Πινόκκιο, στὴν ξυπασιά του, χρήζει μίας ἐξωτερικῆς βαθύτητος γιὰ νὰ συναγάγη τὴν ἐσωτερική του ρηχότητα· ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τοῦ τιμημένου Ἕλληνος μεταπράτου.
Ἂν καὶ ὁμοιάζει μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ σ’ αὐτὸ –ἀμφότεροι νομίζουν πὼς ἅπαξ καὶ ἐνδυθοῦν αὐτὸ ποὺ ποθοῦν, ἔχουν γίνει, μαγικῶς πώς, καὶ αὐτὸ τὸ ποθητόν–, ὁ Ζῆκος λειτουργεῖ ἐδῶ ὡς διορθωτικὸς καθρέπτης. Γνωρίζει πώς, γιὰ τὸ ἀφεντικό του, ἀλλοῦ εἶναι τὸ αἴσθημά του καὶ ἀλλοῦ ἡ ἐπίσημη ζωή του (ἡ γυναῖκά του)· τὸ αἴσθημα τοῦ ἀφεντικοῦ του μόνον στὸν ἀμανὲ καὶ στὸν τεκὲ χωράει· εἶναι γέννημά τους καὶ μόνον ἔτσι μπορεῖ νὰ συγκινήση καὶ τὸν ἐπίσης ἀορίστου αἰσθήματος ἀντικρυνό του τραμβαγέρη. Τὸ ἀφεντικό του, ὅπως καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀξίες-τοῦ-βουνοῦ-καὶ-τοῦ-λόγγου-στὴν-πόλη· ὄχημα τοῦ πραγματικοῦ αἰσθήματος τοῦ Ἕλληνος ὑποαστοῦ ἦταν τὸ ρεμπέτικο, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ πηγάζει αὐθορμήτως καὶ λαθραίως στὸ λογύδριο –διότι τὸ τάκα–τάκα τὰ τακουνάκια στὸ τσιμέντο τὰ πλακάκιαεἶναι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι τοῦ Γιώργου Μητσάκη, ‘‘Τὰ παλαμάκια’’, τοῦ 1951.
Ὁ κυρ-Μανώλης, λίγο ἀπὸ τὴν γελοιότητα τοῦ λογυδρίου, λίγο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἐνδοιάζει καὶ πάλι: (Αὐτὰ τὰ πράματα, λίγο θέλουνε νὰ γίνουνε σαχλά)· ὁ κυρ-Μανώλης ἀρνεῖται τελετουργικῶς γιὰ νὰ ἐνδώση πραγματικῶς, ὅπως θὰ πράξη καὶ ἀργότερα, καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Ζῆκος. Ὁ Ζῆκος, ποὺ εἶναι συνεχῶς στὴν τσίτα γιὰ καβγά, θὰ ἐπέμβη, θὰ τσακωθῆ μὲ τὸν τραμβαγέρη καὶ θὰ δείξη, φαντασιακῶς, καὶ στοὺς δύο, ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ξύπνιος καὶ ἀφέντης τοῦ μαγαζιοῦ –στὸ καθεστὼς τῆς λεκτικῆς ἀνευθυνότητος, λέγονται τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν ἐννοεῖται τίποτε κυριολεκτικῶς, καὶ δὲν κρατιέται τίποτε, ὡς εἴθισται στοὺς ἑλληνικοὺς καβγάδες· τὸ βράδυ θὰ εἶναι πάλι ὅλοι μαζὶ –πρόκειται περὶ τελετουργικοῦ: νευρωτικὴ πράξη, ἐν εἴδει ἀποφορτίσεως, ποὺ ἁπλῶς πρέπει νὰ γίνη, ἄνευ ἄλλου σκοποῦ πέραν τῆς ἰδίας τῆς πράξεως ὡς γεγονότος.
Ἀρχίζουν οἱ ἐτοιμασίες γιὰ τὰ ἀποκαλυπτικὰ γενέθλια. Ἡ Φιφίκα ἐκδηλώνει τὴν ζήλεια της –παντρεύεται ἡ Λίτσα– καὶ κατηγορεῖ τὸν Κιτσάρα ἐπὶ ὀλιγωρίᾳ· ὁ ἐγωϊσμός της θὰ τὴν ὁδηγήση νὰ κοιτάξη ἀλλοῦ, ἀφοῦ στὸ χρηματιστήριο τοῦ συνοικιακοῦ νυφοπάζαρου ἡ μετοχὴ της ἔχει ἀνέβει αἰσθητά, κατὰ τὴν ἴδια. Ἡ Λίτσα, ἐν ἀντιστίξει μὲ τὴν φίλη της, εἶναι ἀγαθὴ καὶ καλοπροαίρετη ψυχή. Δέχεται μὲ ἄδολη χαρὰ καὶ συγκατάβαση τὴν κούκλα ποὺ τῆς φέρνει ὁ πατέρας της, ὡς δῶρο· γι’ αὐτόν, εἶναι ἀκόμη τὸ κοριτσάκι του. Ἡ Λίτσα δὲν τοῦ χαλᾶ τὸ ὄνειρο, ἄλλωστε ἡ κούκλα εἶναι ἕνας ἀκόμη δεσμὸς τρυφερότητος μὲ τὸν πατέρα· εἶναι ἡ ἴδια. (Εἶπα κ’ ἐκεινοῦ, αὐτουνοῦ ντὲ… τοῦ… μεγαλέμπορα…,[ἔχει ἐμπεδώσει τὰ λόγια τῆς κυρα-Δέσποινας καὶ στὴν ἀμηχανία του, τὰ ἀνασύρει] ποὺ ἔχει τὴν μπακαλοταβέρνα… νὰ ἔρθη), λέει κομπιάζοντας καὶ γυροφέρνοντας ὁ κυρ-Μανώλης· ἡ Λίτσα, γεμάτη ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρας της τὸ δέχεται ἀφελῶς· ἄλλωστε ἡ χαρά της, ποὺ θὰ τὴν ζητήση σὲ γάμο ὁ Ἀργύρης, τὰ καλύπτει ὅλα καὶ ὅλοι τῆς φαίνονται καλοί.
Τὰ κορίτσια φεύγουν, ὁ Ζῆκος ἔρχεται. Προσπαθεῖ νὰ μεταπείση τὸν κυρ-Μανώλη σχετικὰ μὲ τὸν γάμο, κατηγορῶντας ἀδυσώπητα τὸν κυρ-Παντελῆ, κυρίως γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὴν ἀπερίγραπτη φτώχειά του, ὅταν ξεκίνησε. Ὁ κυρ-Μανώλης τὸν διακόπτει: (αὐτὸ θὰ πῆ πὼς εἶναι προκομμένος ἄνθρωπος)· ὄντως ὁ κυρ-Παντελῆς γλύτωσε τὴν προλεταριοποίηση μὲ τὴν ὑπερεργασία καὶ τὴν μικροεπιχείρηση. Αὐτὸ κάνει ἔξαλλο τὸν οὕτως ἢ ἄλλως ἐριστικὸ καὶ εὐερέθιστο σὲ ζητήματα φιλοπρωτίας Ζῆκο. Θεωρεῖ, καὶ προβάλλει, τὸν ἑαυτό του ὡς παντογνώστη, ἰσοπεδώνοντας τὸ ἀφεντικό του, φθάνοντας στὰ ὅρια τῆς γελοίας ὑπεροψίας καὶ ἀλαζονείας. Αἰσθάνεται ὅτι μοιάζει σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὸ ἀφεντικό του καὶ πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ διαχωρισθῆ καὶ νὰ ξεχωρίση· στὸ πρόσωπό του ἀναγνωρίζεται πᾶς Ἕλλην: τὸ ἀπειροπελώριο ἐγώ του δὲν ἀνέχεται ἄλλους δίπλα του, παρὰ μόνον ἐὰν τοῦ ἔχουν δηλώσει ἀναγνώριση-ὑποταγὴ· ἢ θὰ τὰ κάνη ὅλα ὅμοιά του, ἄρα τοῦ χεριοῦ του καὶ κατώτερα, ἢ δὲν ὑπάρχουν γι’ αὐτόν. Ἀφοῦ τὸν ἔχει θάψει (νεκροθάφτης θὰ γίνη), θὰ τελειώση τὸ ξέσπασμά του, κάνοντας ἐπίδειξη μεγαλοψυχίας καὶ καλοπροαιρεσίας (σταματάω, γιατί δὲν μ’ ἀρέσει καὶ νὰ κακολογῶ), εἰσπράττοντας καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν ἔπαινο τοῦ κυρ-Μανώλη. Ἀμέσως μετά, ὅμως, καὶ κατὰ τὴν προσφιλῆ του συνήθεια, θὰ τὸν κατηγορήση ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ποὺ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ἐπικρίνει, τὸ κουσκουσάρισμακαὶ τὸ ἀσυγκράτητον τῆς γλώσσης, στὰ ὁποία ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ζῆκος ἐνδίδει.
Ἐπιστρέφοντας τὰ κορίτσια, ἡ Φιφίκα θέτει ἀμέσως σὲ λειτουργία τὴν μηχανὴ δουλέματος τοῦ Ζήκου, φθάνοντας νὰ τὸν ρωτήση καὶ γιὰ τὶς βέρες τους. Ὁ Ζῆκος, ἀφοῦ κατηγορήσει, γιὰ πολλοστὴ φορά, τὸ ἀφεντικό του γιὰ τὰ χαλασμένα πράγματα ποὺ ἔστειλε, καμαρώνει στὴν Φιφίκα καὶ καυχᾶται γιὰ τὶς μικροκλοπὲς ποὺ κάνει στοὺς πελάτες, γιὰ νὰ μαζέψη χρήματα, ζημιώνοντας ὅμως καὶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ὅπως θὰ φανῆ λίγο ἀργότερα. Ἡ μυστικότης τῶν κλοπῶν πρέπει νὰ παρασταθῆ δημοσίως, γιὰ νὰ ἔχουν ἀξία· ἐπισήμως αἰσχυνόμεθα, κρυφοφανερῶς καυχώμεθα –διπλῆ ἠθική, δουλεμένη ἀπ αἰώνων. Ἄλλωστε, ἡ κλοπὴ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄνομη, στὶς συνειδήσεις· κλεψιά, πονηριά, ἐπίδειξη δεξιοτεχνία στὴν παραβίαση κανόνων καὶ ρίξιμο μὲ κοροϊδία τοῦ ἄλλου ἦσαν ἀνδρικὲς ἀρετὲς ποὺ προσέδιδαν κύρος, εἰκόνα ἀνυποταξίας καὶ πολυπόθητον αὐτονομία στὸν πράττοντα· ὁ Ζῆκος ἔπρεπε νὰ (αὐτο)παρασταθῆ ὡς μάγκας.
Παρακινημένος ἀπὸ τὴν Φιφίκα, ποὺ θέλει, ὡς δῆθεν μοιραία γυναίκα, νὰ ἔχη ἕνα τοὐλάχιστον θῦμα στὸ ἐνεργητικό της, ἕναν, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ παρασύρη, θὰ τοῦ χαρίση τὴν ἄρνησή της, ὁ Ζῆκος στὸν κυρ-Σωτήρη θὰ δώση ρεσιτὰλ λογοδιαρροίας καὶ ἀναδεύσεως τῶν πάντων· θὰ ξεκινήση, μετὰ πάσης ἐπισημότητος, ἀλλὰ δὲν θὰ φθάση πουθενά, μετὰ πάσης προχειρότητος· θὰ μείνη στὸ προοίμιον τῆς «εἰσαγωγῆς». Τὰ «ἐπιχειρήματά» του εἶναι μία ἀκένωτος διάσπασις, μία αὐτοδιάλυσις ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῆς ἀποδείξεως· ἀτέρμονα γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ἡ ἐννόησις· ἰδέες ἄνευ ὀργάνου τοῦ σκέπτεσθαι. Ὁ Ζῆκος εἶναι ἐκτὸς θέματος, ἀλλὰ τὸ τὶ τῶν λόγων δὲν μετρᾶ· μόνον τὸ πῶς καὶ ἡ παρουσία.
Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πράγματος δὲν ἔγκειται στὸ ὅτι ἁπλῶς ἀνακατεύει καθαρεύουσα μὲ λαϊκὸ ἰδίωμα ἢ ἐθνικοθρησκευτικῆς χροιᾶς γεγονότα μὲ προσωπικά του ζητήματα, ἀλλὰ στὸ ὅτι τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ κάνη ἀλλιῶς. Συνάγει ἀπαρεγκλίτως τὸν ἑαυτό του, τὸν νοεῖ καὶ τὸν ἀφηγεῖται μόνον μέσῳ καταγωγικῶν ἐθνικῶν ἢ θρησκευτικῶν γεγονότων-μύθων –ἀλλὰ καὶ ἀμέσως μετά, στὴν πρόποση γιὰ τὶς εὐχὲς τῶν γενεθλίων, θὰ συνδέση, συνειρμικῶς, τὴν ἐπισημότητα μὲ ἐθνικὸ (νὰ ἀναφωνήσουμε ὅλοι μας μαζὶ «Ζήτω τὸ Ἔθνος») ἢ παρεφθαρμένο θρησκευτικὸ λόγο (καὶ πάντων καὶ πασῶν τῶν Ρωσσιῶν)· ἡ ἀδυναμία προσβάσεως στὸν ἑαυτὸ δὲν ἦταν προνόμιο μόνον τοῦ κυρ-Παντελῆ. Ἡ ἀτομικὴ ψυχὴ μόνον στὴν ἔνταξή της στὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ τοῦ ὅλου μποροῦσε νὰ ἀναγνωρισθῆ· γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὸν ἀναγνωρίζω σήμαινε πὼς γνωρίζω τὸν θεό, τὸ ὅλον. Αἴφνης ἡ λύτρωση ἐκάστης ψυχῆς ἐταὐτίζετο μὲ τὴν λύτρωση τοῦ Γένους ἢ τοῦ Ἔθνους, ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία –ἡ ἐγκόσμιος ἀτομικότης εἶναι ἀδιανόητος–, ἐξ οὗ καὶ κάθε ἐθνικὸς ἀγὼν ἦτο ἀγὼν πρὸς ὑπαρξιακὴν ὑποστάσιν, ὅπως στὸ ἔπος τοῦ ’40· Ζῆκοι πολέμησαν στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας.
Ὁ κυρ-Σωτήρης ἀδυνατεῖ νὰ καταλάβη τὸν «λόγο» τοῦ Ζήκου, ποὺ τελειώνει μὲ ἕνα καλύπτον τὰ πάντα δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων. Τί χρειάζεται, ὅμως, ἀφοῦ ἐκεῖνο ποῦ προέχει δὲν εἶναι ὁ λόγος, ἀλλὰ ἡ παρουσία; Ὡς νὰ ἔζων ἤδη τὴν ἐξωκόσμιον βιοτήν των, ὅπου τὸ κάθε τὶ εἶναι σὰν ὀφθαλμὸς –λογικὴ καὶ ὁμιλία εἶναι ἄχρηστες– καὶ ὅπου ὁ καθεὶς βλέπει καὶ καταλαβαίνει πρὶν ὁ ἄλλος τοῦ μιλήση.
Μὲ τὸν κυρ-Σωτήρη, ὁ Ζῆκος, κατὰ τὸ Τυπικόν, θὰ κάνη ἐπίδειξη σεβασμοῦ, ὑποτακτικότητος, κολακείας, ἐξευμενισμοῦ· ἐὰν εὐωδοῦτο ἡ ὑπόθεσίς του, ὁ κυρ-Σωτήρης θὰ εἶχε τὴν τύχη τοῦ κυρ-Παντελῆ· ὁ Ζῆκος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀγαπᾶ χωρὶς νὰ τὸν ἐξευτελίζη καὶ νὰ τὸν βρίζει· οὐδαμῶς καὶ οὐδέποτε τὸ ἕνα αἴσθημα ἄνευ τοῦ ἄλλου: (ἐγὼ τ’ ἀφεντικό μου τὸ ἀγαπάω, τὸ ἐκτιμάω καὶ τὸ σέβομαι, ἀλλὰ καὶ τέτοιο γομάρι δὲν ξανάδα στὴν ζωή μου)· δὲν ὑποκρίνεται.
Τὴν ἐξομολόγηση τοῦ αἰσθήματός του τὴν τσαλαπατάει βαναύσως καὶ ἀδιάκριτα ὁ κυρ-Μανώλης, ποὺ μπαίνει καὶ διακόπτει· ὁ Ζῆκος δὲν τυγχάνει σεβασμού. Τὸ αἴσθημα τοῦ Ζήκου, καὶ ὄχι μόνον αὐτοῦ, ἦταν προωρισμένο νὰ ἔχη αὐτὴν τὴν κατάληξη, ἐπειδή, ἀκόμη ὁ τύπος προηγεῖτο τῆς ἀληθείας τοῦ αἰσθήματος· αὐτὸ ζοῦσε κρυφά, μποροῦσε νὰ περιμένη· οὐδεὶς τὸ σεβόταν, οὔτε ὁ ἴδιος· οὐδεὶς ἔκανε τὸ αἴσθημά του θέαμα. Καὶ ὁ Ζῆκος ἦταν συνηθισμένος νὰ παθαίνη ὅσο καὶ νὰ κάνη τέτοιου εἴδους πράγματα μὲ τέτοιον τρόπο –ὅσοι ἀγόραζαν π.χ. ρύζι ἀπὸ τὴν Ἀγορὰ ἢ τὰ συνοικιακὰ μπακάλικα δὲν τοὺς ἔνοιαζε –καὶ μᾶλλον τοὺς ἄρεσε– ἂν αὐτὸ εἶχε πέσει κάτω καὶ πατηθῆ· ρύζι καὶ αἴσθημα δὲν διέφερον γενναίως.
Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς ζευγάρι ἀχώριστο, ὁ ἕνας σωσίας τοῦ ἄλλου. Ὁ Ζῆκος γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν κατηγορεῖ, ἐπὶ νοθείᾳ στὸ κρασί, στὴν φέτα καὶ στὶς κονσέρβες, ἐνῶ, ὅταν ἔρχεται μὲ τὴν κυρα-Δέσποινα, τὸν προγκάρει, τὸν κοροϊδεύει καὶ τὸν κάνει νὰ χάση βηματισμὸ καὶ λόγια· τὸν δείχνει ὡς ὑποχείριο τοὺ· εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος νικητής. Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης εἰσέρχονται πομπωδώς· ὁ Ζῆκος αἰσθάνεται ὑπεράριθμος· αἰσθάνεται ὅμως καὶ τὸν ἀνταγωνισμὸ καὶ τὸν κίνδυνο καὶ φροντίζει νὰ μὴν ὑπάρξη θέση γιὰ τὸν Κιτσάρα. Ὁ Κιτσάρας, ποὺ ξέρει τὸ ἀδύνατο σημεῖο τοῦ μπακαλόγατου, τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὴν μεγαλομανία του, τὸν ἐξαπατᾶ, λέγοντάς του πὼς κάποιος, ἀπ ἔξω,ζητεῖ τὸν κύριο Ζῆκο· ἐλατήριο· ὁ Ζῆκος ἐπιτίθεται στὸν κυρ-Παντελῆ -τώρα ἀναγνωρίζεται ὡς κύριος– καὶ βέβαια πέφτει στὴν παγίδα καὶ σηκώνεται· ὁ Κιτσάρας κερδίζει μιὰ ἄκοπη νίκη.
Ἀγωνία, στοὺς θεατές: ὁ κυρ-Μανώλης ἀναγγέλλει τοὺς ἀρραβῶνες τῆς Λίτσας μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ· ὁ γάμος μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ἐπιλογὴ καὶ νὰ ἦταν προορισμός, πάντως δὲν ἦταν ἀκόμη ἐπιλογὴ προσώπου ἐξ ἔρωτος, ἀλλ’ ἐκ προξενειοῦ σὲ ἀρκετὰ μεγάλο ποσοστό. Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης φεύγουν θιγμένοι –ἄλλο ποὺ δὲν θέλουν– καὶ ἐπεισοδιακῶς. Ὁ Ζῆκος «ξεπροβοδίζει» τὸν Κιτσάρα δῆθεν ἀπειλητικά, καὶ παραμορφώνει τὴν θεατρικὴ ἔξοδο τοῦ ὑδραυλικοῦ, ἐνῶ, συγχρόνως, ὑποτιμᾶ καὶ τὸ ἀφεντικό του· τὸν καπελώνει –μεταφορικῶς καὶ κυριολεκτικῶς.
Ἡ Λίτσα ἔγκλειστη στὸ δωμάτιο, ἐτοιμάζει τὴν βαλίτσα της νὰ τὸ σκάση –θὰ βάλη μέσα καὶ τὴν κούκλα, τὸ δῶρο τοῦ πατέρα· δὲν θέλει νὰ κόψη τοὺς δεσμούς της μὲ τὴν τρυφερότητα τοῦ πατέρα. Ὁ κυρ-Μανώλης, πρὶν πάη στὴν ταβέρνα τοῦ Παντελῆ, ἀνεβαίνει γιὰ νὰ τὴν δῆ καὶ κάτι θέλει νὰ πῆ, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει· εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ἀντέχει τὸ βάρος οὔτε τοῦ θεάματος οὔτε τοῦ ρόλου, στὸν ὁποῖο εἶναι δέσμιος. Στὴν σκάλα, συναντᾶ τὴν ἀδελφή του, ποὺ πηγαίνει νὰ φυλάξη τὴν Λίτσα, καὶ δὲν τὸν πιστεύει –εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύουν πλέον τίποτε. Ἡ ἀδελφὴ καταφέρεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ: (Δὲν λὲς καλύτερα πῶς πᾶς νὰ μπεκρουλιάσης, ὅπως κάθε βράδυ, ἔ; γι’ αὐτὸ μὲ κουβάλησες ἐμένα; νὰ φυλάω τὴν προκομμένη τὴν κόρη σου κ’ ἐσὺ νά μοῦ τὸ σκᾶς κάθε βράδυ. Ἀχαΐρευτε. Ἄχ, δὲν μὲ βαστᾶς ἐσὺ ἐδῶ μέσα, χρυσῆ νὰ μὲ κάνης. Ὄχι ἀδελφός μου, ὅ,τι θέλει νά ’σουνα)· ἄλλη μία ἐγκλωβισμένη σὲ ρόλους καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ τρώει σάρκες γιατί δὲν ἔχει μάθει νὰ ζῆ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ της· ἄλλη μία δυσαρεστημένη ἀπὸ τὴν ζωή της ἄνευ δυνατότητος διαφυγῆς· ἄλλη μία Ζῆκος.
Ἐν τῷ μεταξὺ στὸ μαγαζί, ἡ κυρα-Δέσποινα ἐλαύνει μὲ ὕφος θριαμβεύτριας, ἀφεντικοῦ. Ξυπάζεται καὶ κάνει παρατήρηση στὸν Ζῆκο ποὺ κοιμᾶται· κάνει ἐπίδειξη δυνάμεως. Εἶναι φανερὸ πὼς θεωρεῖ ὑπὸ τὴν ἐξουσία της τόσο τὰ ἔμβια καὶ ὅσο καὶ τὰ ἄβια τοῦ μαγαζιοῦ. Ἀπειλεῖ τὸν Ζῆκο ὅτι θὰ πῆ στὸν κυρ-Παντελῆ νὰ τὸν ἀπολύση, ἀλλὰ αὐτὸς τὶς ἀποκαλύπτει τὶς συνέπειες ἑνὸς τέτοιου γάμου: (θὰν τοῦ τὰ φορέση…)· γίνεται ἔξαλλη. Ἡ κυρα-Δέσποινα δὲν θέλει νὰ γνωρίζη τίποτε γιὰ τὶς πράξεις της, τρομαλέα μπροστὰ σὲ οἱαδήποτε εὐθύνη, καλύπτεται συνεχῶς πίσω ἀπὸ τύπους καὶ προσχήματα καὶ κουκουλώνει τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν φανῆ ἴχνος ἀληθείας· ἡ ἀλήθεια θὰ ἀπεκάλυπτε καὶ τὴν μηδαμινότητά της.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Ζῆκος δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύη στὸ μαγαζὶ ἑνὸςξευτίλα, ἐφ’ ὅσον ὁ κυρ-Παντελῆς ἦταν γονεϊκὴ φιγούρα γι’ αὐτόν, τὸ δὲν μπακάλικο ἦταν τὸ σπίτι του καὶ ἡ οἰκογένεια του· στὸ φαντασιακό, ἀλλὰ καὶ στὴν πραγματικότητα ποὺ αὐτὸ σύστηνε, ἡ ἀκεραιότης τῆς οἰκογενείας ἐσυμβολίζετο μὲ τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὑπόληψη τοῦ ἀρχηγοῦ-άφεντικοῦ της· αὐτὴ καθώριζε, κατ’ ἀνάγκην καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, καὶ τὴν τιμὴ τῶν μελῶν της. Ὅταν, δέ, ἔρχεται καὶ ὁ κυρ-Μανώλης, ὁ Ζῆκος νιώθει πὼς γίνεται κατάληψη στὸ μαγαζί· στὸ δικό του μαγαζί. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐκδιώξη, προσβάλλοντάς τους –κατηγορεῖ καὶ τὴν Δέσποινα γιὰ μικροκλοπές. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μπαίνει στὸ μαγαζί, ὁ Μῆτσος ὁ ταξιτζῆς, ἄγνωστος στὸν Ζῆκο, γνωστὸς ὅμως στὸν Κιτσάρα. Ὁ Ζῆκος, ἄλλη μιὰ φορά, αἰσθάνεται ἀπειλημένος· πρέπει νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸν ξένο, ποὺ εἶναι μᾶλλον ζόρικος καὶ τῆς πιάτσας. Ἀφοῦ μαθαίνη ὅ,τι θέλει καὶ δώση καὶ τὴν παραγγελία του, κοροϊδεύει τὸν Ζῆκο καὶ φεύγει, φυςῶντάς του τὸν καπνὸ στὸ πρόσωπο. Ὁ Ζῆκος τὸν βρίζει, ἀφοῦ ὁ σωφὲρ ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἱκανῶς, ἀλλὰ θὰ ἀντιγράψη, ὅπως πάντα, τὴν πράξη ἐπιβολῆς καὶ θὰ τὴν ἐφαρμόση, λίγα λεπτὰ ἀργότερα, στὸ μόνιμο θῦμά του, τὸν κυρ-Παντελῆ, θριαμβεύοντας, ἀφοῦ ἔχη καταφέρει ξανὰ νὰ τὸν ἀποσυντονίση. Θὰ λογοφέρη καὶ μὲ τὸν κυρ-Μανώλη.
Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ ὑπενθυμίση, πάλι, στὸν κυρ-Παντελῆ τὴν βεβαία διαπόμπευσή του· τὴν Κυριακὴ θὰ γίνη γάμος-θρίαμβος, ἀλλὰ ἀνάποδος, ὡς διαπόμπευση ἐπὶ Βυζαντίου. (Μὴν περιμένης νὰ μαλώσω ἐγὼ μὲ τοὺς πιτσιρικάδες· ποτέ. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί τους στὸ οὔουα)· γιὰ τὴν πειθάρχηση τοῦ κοινοτικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπου: μέγας φόβος τὸ ρεζίλεμα, μέγα ὅπλο ὁ ἐμπαιγμός. Ὁ κυρ-Παντελῆς, ἂν εἶχε τὴν ἀτυχία, νὰ ἐπιτύχη στὸν σκοπό του, θὰ ἐπετύγχανε αὐτὸ ποὺ ὅλοι θὰ ἤθελαν ἀνομολόγητα, καὶ ποὺ ὅλοι συγχρόνως θὰ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ καταγγείλουν στὸν ἄλλον· ἡ ὁμάδα προλάβαινε πάντα πρώτη νὰ καταγγείλη τὸν ἕναν, φαντασιακὸ ἢ πραγματικό· γιὰ τὴν ὁμάδα μετρᾶ ὅ,τι καὶ γιὰ τὸν Ζῆκο: νὰ ἐκδιώξη ἀπὸ μέσα της ὅ,τι θὰ τὴν διετάρασσε –τὸ θεωρούμενο κακό– καί, ἀφοῦ τὸ ἐνθέση σὲ κάποιο ἐξιλαστήριο θῦμα, νὰ τὸ καταγγείλη καὶ νὰ τὸ ἐξοντώση, τελετουργικῶς, πρῶτα στὴν συνείδησή της καὶ μετὰ κοινωνικῶς ἢ καὶ βιολογικῶς· κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη, πλέον, θὰ ἐπέστρεφε στὸν πρότερο βίο της μέχρι ἀναπτύξεως ἄλλων «ἀποστημάτων».
Ὁ Ζῆκος εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτῆς τῆς ὁμαδικῆς συνειδήσεως, εἶναι στὸ κέντρο τῆς διαπομπευτικῆς ὁμάδος, αὐτῆς τῆς ἰδιοτύπου κοινωνίας σὲ τήξη.
Ἀπὸ τὸ μαγαζὶ θὰ περάση ἐπιδεικτικῶς καὶ ὁ Κιτσάρας –καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ παρουσιάσουν, τελετουργικῶς, τὴν μυστική τους πράξη· ἡ πονηριά, ἡ ἐπιτηδειότητά τους, ἀκόμη καὶ ἡ «μυστικότητα» τοῦ ἐγχειρήματος δὲν πρέπει νὰ μείνη κρυφή· ὁ Κιτσάρας ἐλπίζει σὲ ἐκδίκηση γιὰ νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς μάγκας. Ὁ Ζῆκος τὸ καταλαβαίνει καὶ προειδοποιεῖ τὸ ἀφεντικό του, ποὺ ὅμως ἀρκεῖται σὲ ἀγριεμένες ματιές. Ὁ Ζῆκος παίρνει τὸ τσιγάρο ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κιτσάρα καί, γιὰ νὰ τοῦ πῆ ποῦ εἶναι ὁ σωφέρ, τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀποκαλέση λεχρίτη τὸν Μῆτσο. Ξανὰ νικητὴς σὲ μία πάλι ἀδιάφορη μάχη ὁ Ζῆκος, καυχᾶται στὸ ἀφεντικό του. Τὸν πόλεμο, ὅμως, θὰ τὸν κερδίσουν ἄλλοι· ἡ ἀπαγωγὴ τῆς Λίτσας ἔχει στηθῆ.
Μουτρωμένος, ὁ κυρ-Παντελῆς ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ζῆκο λογαριασμὸ γιὰ τὰ πεπραγμένα τῆς ἡμέρας. Ἐκεῖ ὁ Ζῆκος ἀποκαλύπτει, ὅπως εἶχε κάνει καὶ στὴν Φιφίκα, πὼς ἔχει κλέψει ὅλους τοὺς πελάτες. Ἄλλος ἕνας τρόπος ἐξαναγκασμοῦ ἀναγνωρίσεώς του ἀπὸ τὰ θύματα –ὅπως ἀκριβῶς μὲ τὸ τσιγάρο τοῦ Κιτσάρα πρὸ ὀλίγου–, παρὰ τὰ ὅσα θὰ διετείνετο πὼς τὸ ἔκανε γιατὶ εἶχε ἀνάγκη· ἡ ἁρπαγή, ὡς ἐξαναγκασμὸς ἀναγνωρίσεως, εἶναι συστατικό του. Ὁ Ζῆκος κατακρατεῖ καὶ χρεώνει ὅ,τι θέλει. Τὴν «ἀξία» τοῦ ἐμπορεύματος τὴν καθώριζε ἡ εἰκόνα ποὺ ἔδινε ὁ πελάτης καὶ ἡ κατάστασή του. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ θὰ ζητοῦσαν ἀκριβῆ λογαριασμὸ ἢ ἀκριβῶς τὰ ρέστα, ποὺ ἐτσιθελικῶς τοὺς τὰ κατεκράτησε, πάλι ὁ Ζῆκος θὰ ἕμενε μὲ τὴν χαρὰ τῆς νίκης, ἀσχέτως ἐὰν τοὺς ἔβριζε, ὅπως ὁ ζητιάνος ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος μὲ αὐτὰ τοῦ δίνουν. Στὸν κόσμο καὶ στὴν ζωὴ τοῦ Ζήκου, ὅπως καὶ τῶν πελατῶν του, ὑπομένουν τὴν ἰσχύ, ἕως καὶ τὴν κτηνώδη δύναμη τῶν δυνατῶν, τιμοῦν τὴν πονηριὰ ποὺ τὴν ὑπονομεύει· ψυχὴ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, ἡ αὐθαιρεσία.
Δύναμη ἔχει ὁ κάθε ἕνας ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς ἐσοῦ καί, φαντασιακῶς ἢ πραγματικῶς, διαθέτει ἐξουσία. Καθῆκον: ὁ ἐξευμενισμός, ἡ φαινομενικὴ ὑποταγὴ καὶ ὁ προσποιητὸς σεβασμός, ἀπὸ τὴν μιά, ἡ ἐξαπάτησή τους, σὲ κάθε εὐκαιρία, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κάθε ἐπιτυχὴς προσπάθεια ἐξαπατήσεως, μὲ σκοπὸ τὴν ἐκμετάλλευση, ἀναδεικνύει τὸν ἄτυχο «δυνατό» σὲ κορόιδο καὶ ἀξιοπεριφρόνητο κ’ ἐσένα σὲ ξύπνιο· ὁ κόσμος τοῦ Ζήκου ἀναγνωρίζει μόνον αὐτὲς τὶς δύο κατηγορίες, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζῆκος μπορεῖ ἀνέτως νὰ εἶναι δουλικὸς καὶ ταὐτοχρόνως ἀπειλητικὸς καὶ ἀλαζών· ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου. Ὁ Ζῆκος εἶναι καταδικασμένος νὰ ἐπιτίθεται γιὰ ἀμύνεται· νὰ μισῆ γιὰ νὰ ἀγαπᾶ· ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου.
Τὶς ἀποκαλύψεις διακόπτει ἡ κυρα-Δέσποινα· ἀσθμαίνουσα κάνει μία ἄλλη ἀποκάλυψη, αὐτὴν τῆς κλοπῆς τῆς Λίτσας. Δρομαῖοι πρὸς τὸ σπίτι τοῦ ἐγκλήματος· πρῶτος ὁ Ζῆκος, ποὺ φωνάζει «Ἀστυνομία!», ἀλλὰ ὅταν βλέπη τὸν Κιτσάρα ὁρμᾶ μὲ ἀπειλές. Ὁ Κιτσάρας θὰ δώση τὴν μάχη ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο· τὸν γρονθοκοπεῖ στὸ μάτι· ἀμέσως μετὰ θὰ κερδίση καὶ τὸν πόλεμο.
Ἅπαντες παρόντες, στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ τοῦ κυρ-Μανώλη, ἔναντι ἀστυνομικοῦ. Ὁ Ζῆκος, θεωρῶντας, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, πὼς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, θέλει νὰ κινητοποιήση ὅλους, ὥστε ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὸ μαυρισμένο μάτι του· ψάχνει, δῆθεν, νὰ βρῆ ποιὸς τὸν κτύπησε. Ὁ ἀστυνομικός, πατρικά, θέτει προτεραιότητες: (πρῶτα νὰ δοῦμε τί θὰ γίνη τὰ παιδιά). Ἡ Λίτσα ἐξηγεῖ στὸν πατέρα της καὶ ὁ Ἀργύρης ζητεῖ, ἐπισήμως, ἀπὸ τὸν κυρ-Μανώλη τὴν κόρη του καὶ τὴν εὐχή του. Στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη μιὰ ἀγωνία, ἐὰν οἱ παραδόσεις δὲν ὑπαγόρευαν μὲ σαφήνεια καθωρισμένους τρόπους συμπεριφορᾶς καὶ ἀντιδράσεως. Γιατί αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ φόβο καὶ ἄγχος εἶναι ὅτι ἡ ἐθιμοτυπία θὰ ἀμαυρωθῆ, ἡ κοινωνικὴ ἀπόσταση ποὺ αὐτὴ ἐπιβάλλει θὰ καταρρεύση καὶ θὰ ἀναδυθῆ ἡ προσωπικότης ἑκάστου –ταμποῦ–, διαλύοντας τὴν τυποποιημένη δημοσία ταὐτότητά του. Τότε, ἅπαντες θὰ αἰσθανθοῦν παγιδευμένοι σὲ μιὰ ἀμοιβαία ἀμηχανία, σὰν νὰ παρεισέφρησαν, ἄθελά τους, σὲ κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε, σὲ ἕναν ἀπαγορευμένο χῶρο–ταμπού, στὸν χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς· θὰ φανῆ τὸ ἀνύπαρκτον.
Ὅμως, γιὰ ὅλα ἔχει προβλέψει ἡ Παράδοσις. Ὁ κυρ-Μανώλης κοιτᾶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ποὺ ἀποδέχεται τὸ μοιραῖον, καὶ ἀπελευθερωμένος, πλέον, ἀπὸ ἕνα βάρος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση, δίνει πανηγυρικὰ καὶ θριαμβευτικὰ τὴν εὐχή του στὰ παιδιά του. Μὲ τὴν ἀπαγωγή, ἔστω καὶ ἀποτυχημένη, σώθηκαν ὅλα τὰ προσχήματα καὶ ἅπασαι αἱ ὑπολήψεις, ἄνευ θίγματος οὐδενός. Ἡ ἀπαγωγή, καὶ δὴ ἡ ἐθιμοτυπική –λειτουργοῦσε, ἔτσι, ἀρκετὰ εὐρέως ἀκόμη καὶ τὸ 1963–, σὲ μία κοινωνία δεδομένων ρόλων καὶ συμπεριφορῶν, ἐτίθετο εἰς θέσιν μοιραίου γεγονότος καὶ ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός: καὶ τὰ πράγματα ὡδηγοῦσε στὴν λύση τους καὶ τὶς ὑπολήψεις ἄφηνε ἀκέραιες, ἀφοῦ γλύτωνε ἀπό τίς, ἄλλως, ἀναπόφευκτες συγκρούσεις, καὶ τὸ φιλότιμο ἔμενε ἀκέραιο, ἐφ’ ὅσον ἀπεφεύχθη ἡ ντροπή, ἡ δημοσία ἔκθεσις τῆς «ἀδυναμίας»· ὅλοι ἦσαν εὐχαριστημένοι, ὑποστηρίζοντες τὴν νέα κατάσταση, ὡς νὰ μὴν εἶχον ὑποστηρίξει, ἐξ ἴσου ἀσμένως, τὴν προηγουμένην ἅμα καὶ ἀντίθετόν της, συγχαίροντες ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους διὰ τὴν αἰσίαν ἔκβασιν τοῦ πράγματος καὶ τὴν μεγίστην ἐπιτυχίαν (ποίου ἄραγε; τῶν ἑαυτῶν ἢ τῆς μοίρας-προνοίας;).
Ἐσώζετο, ἔτσι, τὸ διπλοῦν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς συνειδήσεως ἄνευ κραδασμῶν· ἄφηνες τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς σου, τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν πράξεων σὲ κάτι ἄλλο, στὴν μοῖρα, στὸ μοιραῖο γεγονός, καὶ ἀπεκδύεσο πάσης εὐθύνης· ἔσωζες καὶ αὐτό, ποὺ ἀνομολογήτως, ἤθελες καὶ αὐτὸ ποὺ ὤφειλες νὰ εἶσαι· τὸ ζήτημα ἦταν νὰ σωθῆ ἡ ἀσυνέπεια, ἔτσι, ὡς ἔχει, μὲ συγχωροχάρτι καὶ ἐξιδανικευμένη. Τὸ Τυπικὸν θὰ ἐπαναληφθῆ ἀμέσως μετά, παρηλλαγμένο ὡς ἡ πανηγυρικὴ μεταστροφὴ ἑνὸς θριαμβευτικοῦ ὄχι σὲ μεγαλειῶδες ναί.
Ὁ Ζῆκος βιάζεται νὰ δώση τὴν κυριολεκτικὴ καὶ μεταφορικὴ μπουκάλα στὸ ἀφεντικό του· ἔρχεται, ὅμως, ἡ σειρά του. Ὁ Κιτσάρας, δράττοντας τὴν εὐκαιρία καὶ μὲ τὸν γνωστὸ πομπώδη τρόπο του, ζητεῖ σὲ γάμο τὴν Φιφίκα ἀπὸ τὸν πατέρα της. Ἐλατήριον: ὁ Ζῆκος ἐφορμᾶ γιὰ νὰ διεκδικήση. Ὁ Κιτσάρας τὸν ἀπαξιώνει. Ὁ Ζῆκος βγάζει τὴν ποδιά του καὶ δηλώνει πὼς (θὰ σκοτωθοῦμε· βαστᾶτε Τοῦρκοι τ’ ἄλογα). Ὡς γνωστόν, ὅμως, τὰ πάντα κεῖνται σὲ ἐπίπεδο ρητορικῆς· οὐδεὶς ἀναλαμβάνει ἐν εὐθύνῃ ὁ,τιδήποτε καὶ τίποτε δὲν δεσμεύει στὴν δράση, τὰ λόγια εἶναι μόνον δηλώσεις προθέσεως καὶ οὐδὲν ἄλλον. Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία πιθανότης γιὰ καμμία ἐκπλήρωση ὑποσχέσεως ἢ ἀπειλῆς –ὅλα εἶναι στὸ περίπου–, ἅπαντα εἶναι μία θεαματικὴ ἄσκηση στὸ κενό. Ὁ Ζῆκος εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἡττημένος, οἱ νίκες ποὺ κέρδιζε ἦσαν σὲ ψευτομάχες· στὸ κρίσιμο παιγνίδι δὲν κατεβαίνει νὰ παίξη. Πρέπει, ὅμως, καὶ αὐτός, νὰ σώση τὰ προσχήματα, τὸ ψωροφιλότιμό του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκβαση τῶν πραγμάτων· τὸ «θέλω» καὶ τὸ «δὲν θέλω»· το ὄχι καὶ τὸ ναί, ταὐτοχρόνως καὶ ὁμοῦ.
Ἐπαναλαμβάνει, λοιπόν, τὸ προηγούμενο τελετουργικὸ ἐπὶ τὸ γελοιωδέστερον. Ἐνῶ χυμᾶ ἀσυγκράτητος πρὸς τὸν Κιτσάρα, ποὺ τὸ διασκεδάζει ἀλλὰ εἶναι καὶ πανέτοιμος γιὰ μιὰ νέα κρίσιμη μάχη, παρακαλεῖ διακαῶς τὴν κυρα-Δέσποινα νὰ τὸν συγκρατῆ (μὴ μ’ ἀφήνης, μὴν ἀκοῦς αὐτὸν ποὺ λέει «ἄσ’ τονε», ἐσὺ κράτα μου κόντρα) –ξεφεύγει γιὰ λίγο καὶ τρομάζει (μὴ μ’ ἀφήνης κυρά μου, κράτα με, κόντρα, σκόρτσα!). Ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, καὶ ἐνῶ ὅλα ἔχουν τακτοποιηθῆ, ὁ Ζῆκος μπορεῖ ἀνέτως νὰ ἐκλογικεύση τὴν ἧττα του καὶ νὰ τὴν μετατρέψη σὲ νίκη (μαλώνεις ἔ; μαλώνεις;[ο Κιτσάρας ἀπαντᾶ ἀδιακόπως καταφατικὰ] Μάλωσε μονάχος σου· δὲν μαλώνω ’γώ.[καὶ γυρίζοντας πρὸς τοὺς ἄλλούς] Τοῦ τὴν ἔσκασα, ἔτσι; Τὸν ἐξευτέλισα. [καὶ πρὸς τὸν Κιτσάρα] Γιὰ νὰ ξέρης.]. Τὰ πάντα ἔχουν μετατραπῆ στὸ ἀντίθετό τους, μὲ μία μαγικὴ ἐθιμοτυπικὴ τελετουργία, καὶ ὅλοι ἔχουν δικαιωθῆ στὰ μάτια ὅλων, δηλαδὴ στὰ δικά τους, καὶ ἔχουν ἡσυχάσει συνειδησιακῶς, δηλαδὴ στὴν γνώμη τῶν ἄλλων· ἅπαντα διεσώθησαν τῆς φανερώσεώς των. Τὸ «μὴν-μὲ-κάνης-νὰ-ἐπιθυμῶ-νὰ-εἶμαι» ἀκεραιώθη.
Ὁ πρότερος βίος περιμένει ὅλους νὰ τὸν συνεχίσουν, ὡς νὰ μὴν συνέβη τίποτε. Ἡ Φιφίκα, ἄνευ ἐνδοιασμῶν πρὶν καὶ ἄνευ τύψεων μετά, παρόντος τοῦ Ζήκου, δέχεται μετ’ ἀσυγκρατήτου εὐτυχίας τὴν πρόταση τοῦ Κιτσάρα· ὁ Ζῆκος ξαναγυρίζει στὴν ἀνυπαρξία τοῦ μπακαλόγατου· μὲ τὸ ἅλμα του, ἔπεσε στὸ κενό. Ὅμως, δὲν εἶναι μόνος. Ἀχώριστο ζευγάρι μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ πιάνουν καὶ οἱ δύο τὴν μπουκάλα καὶ προχωροῦν πρὸς τὴν ἔξοδο. Μιὰ αἴσθηση παρομοία μὲ αὐτὴν τῆς ταινίας «Δεσποινὶς ἐτῶν τριάντα ἐννέα» ἔρχεται σὰν ρεῦμα νὰ διαπεράση καὶ αὐτὴν τὴν ταινία, μία αἴσθηση κρυφῆς λαχτάρας ν’ ἀποτύχουμε.
Ἀμφότεροι αἰσθάνονται καταπιεσμένοι καὶ προδομένοι –ὁ Ζῆκος μόλις λίγο πρὶν τὸ εἶχε πεῖ: (Αἱ γυναῖκες εἶναι ἄπισται· τὸ φιλοσόφησα τώρα)–, θυσιασμένοι καὶ συμβιβασμένοι. Θὰ ἀποχωρήσουν προδομένοι καὶ μᾶλλον εὐχαριστημένοι –θριαμβεύουν ἐσωτερικῶς καὶ ὅταν νιώθουν ὑπεράριθμοι, δεδιωγμένοι, ἀπερριμμένοι καί, ἔτσι, δεδικαιωμένοι. Στὰ τραυματικά τους γεγονότα θὰ ἐπιδώσουν θέσιν μοίρας –ἀνέτως μποροῦν νὰ αὐτοπαρουσιάζωνται ὡς δεδικαιωμένα θύματα καὶ ἠθικῶς νικηταὶ καί, κατὰ τὰ ἄλλα, νὰ συνεχίζουν νὰ ζοῦν κρυμμένοι καὶ δύσπιστοι. Ἀποδέχονται τὴν μοῖρά τους· γιὰ τὸν Ζῆκο καὶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ἡ ἀποδοχὴ τῆς μοίρας εἶναι τὸ θεμέλιο καὶ ἡ συνταγὴ τῆς εὐδαιμονίας. Ἡ μοῖρα ἔρχεται ὡς ὑποκατάσταστο τῆς γονεϊκῆς ἀρχῆς καὶ ἡ ἀτυχία βιώνεται ὡς ἀπόρριψη ἀπὸ αὐτούς. Ὅμως καὶ γιὰ τοὺς δύο ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μοῖρα, κοινή, αὐτὴ τῆς κοινῆς ἐργασίας καὶ τοῦ κοινοῦ βίου, κοινὴ καὶ στὴν αἰωνιότητα ἐκτεθειμένη. Ἡ ταινία τελειώνει ὅπως ἄρχισε· στὸ ἀλληλοσπρώξιμο, μὲ τὴν φράση τοῦ Ζήκου, ἐλαφρῶς παρηλλαγμένη, πρὸς τὸν ἕτερον τοῦ ζεύγους, τὸν κυρ-Παντελῆ: (Μὴ μὲ σπρώχνης ἐμένα· ἐμένα νὰ μὲ πάρης μὲ τὸ καλό· ἐμένα νὰ μοῦ μιλᾶς μὲ τὸ καλό· νὰ μοῦ μιλᾶς μὲ τὸ καλό, νὰ μοῦ πάρης τὴν ψυχή μου). Ἐπιζητοῦν μία ἀλληλοαναγνώριση, μία ἀλληλοαποδοχή, ἕνα ἀλληλοκέρδισμα στὸ αἴσθημα. Ὁ καημὸς τοῦ Ζήκου εἶναι ἡ ἀναγνώριση στὸ ἑλληνικοῦ τύπου ἐξωκόσμιο ἐμεῖς· ὁδηγούμενος πρὸς αὐτό τὸ ἄνω, ἀγγέλλει τὴν ἐπιθυμία του γιὰ κοινωνία-ἀναγνώριση, ὁδηγούμενος πρὸς τὰ κάτω, ἀγγέλλει τὸν πόνο του, τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν εἰκόνα του ποὺ ἐνυπάρχει στὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου.
Ψυχὴ ἐξ ἀδιαιρέτου: πολὺς συνωστισμὸς στὸν χῶρο τοῦ ἀοράτου, πολλὴ σύγκρουση στὸν χῶρο τοῦ ὀρατοῦ· αἱ ψυχαί, ὅμως, εἶναι ἀδιαχώρισται εἰς τὴν κοινὴν καὶ εἰς τὴν ἐπέκεινα αἰωνιότητα, τὴν ἔτσι ἐκτεθειμένην ψυχὴν τοῦ ὅλου.