Ή «ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΩ ΦΡΑΓΚΟ»*

(Παρατηρήσεις μη οικονομολόγου)

Ξαφνικά, για την αντιμετώπιση της επιδημίας του covid, τα μέχρι πρότινος θέσφατα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας φάνηκαν να υποχωρούν: ο υπερδανεισμός μοιάζει φυσιολογικός για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης, ακόμα και η αμοιβαιοποίηση του χρέους έπαψε να είναι αδιανόητη για την Ευρώπη. Δεν πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι αυτό που πριν παρουσιαζόταν ως οικονομική θεωρία ήταν στην πραγματικότητα μια ιδεολογική επιλογή, η επιλογή, κατά βάθος, του ποιος θα πλήρωνε τα σπασμένα της κρίσης; Ώστε λοιπόν λεφτά υπάρχουν;

«Λεφτά υπάρχουν∙ το θέμα είναι τι τα κάνει κανείς»∙ με αυτή τη φράση ένας πρώην πρωθυπουργός γέννησε στους οπαδούς του μια πρόσκαιρη αισιοδοξία, που σύντομα διαψεύστηκε, και εξαιτίας αυτής λοιδωρήθηκε από τους αντιπάλους του.

Όσοι αισθάνθηκαν την πρόσκαιρη αισιοδοξία την εξέλαβαν ως αποκάλυψη: «Λεφτά υπάρχουν και το θέμα είναι να χρησιμοποιηθούν σωστά, ιδίως επειδή κάποιοι θέλουν να νομίζουμε πως δεν υπάρχουν για να τα ιδιοποιηθούν». Όσοι τον λοιδώρησαν την εξέλαβαν ως αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας, εξαιτίας της οποίας μοίρασε πρώτα κάποια δισεκατομμύρια, πριν αναγκαστεί να ομολογήσει ότι απλώς αύξανε ένα δυσθεώρητο έλλειμμα δίνοντας από αυτά που δεν είχε.

Από την άποψη αυτή, η απόκρυψη ή αδυναμία σωστού υπολογισμού του ύψους των ελλειμμάτων εκ μέρους των προηγουμένων (οι οποίοι με το χαρακτηριστικά νεοελληνικό μίγμα αυθάδειας και άρνησης της πραγματικότητας βρήκαν την ευκαιρία να φορτώσουν στην πλάτη του και τα δικά τους κρίματα) μερικώς μόνο εξηγεί, χωρίς να δικαιολογεί απολύτως, την αρχική αστοχία, δεδομένου ότι οι προειδοποιήσεις έρχονταν από παντού.

Οπαδοί και αντίπαλοι του πρώην πρωθυπουργού συναντιώνται όμως με τους οικονομολόγους και με τους μη ειδικούς σε ένα πράγμα: θεωρούν την απόφανση πραγματολογικά σωστή ή λάθος.

Στο ερώτημα αν όντως «υπάρχουν λεφτά» δίνουν ο καθένας τη δική του απάντηση, ο καθένας από τη σκοπιά του, επιστημονική ή εμπειρική, διαφωνώντας για το ποια είναι η πιο ακριβής, δηλαδή ποια αντιστοιχεί καλύτερα στην πραγματικότητα. Ίσως όμως υπάρχει εδώ, όπως και αλλού, η δυνατότητα να σκεφτεί κανείς το ερώτημα με τρόπο που δεν είναι ακόμα, ή δεν είναι πια, επιστημονικός, χωρίς να είναι απλώς εμπειρικός: γιατί και οι δύο αυτοί τρόποι σκέψεως, σκεπτόμενοι απλώς αχρονικά, δηλαδή απολυτοποιώντας την οπτική αυτού που κάθε φορά σκέφτεται, νομίζουν ότι απλώς συλλαμβάνουν ή περιγράφουν την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει όμως μία πραγματικότητα την οποία πρέπει να περιγράψουν οι έννοιες, γιατί ό,τι καταλαβαίνουμε ως πραγματικότητα είναι ήδη διαμορφωμένο από έννοιες και, περιέχοντας χρόνο, είναι πάντα πολλαπλό.

Μόνο επειδή, και μόνο στο βαθμό που η αργή κρυστάλλωση των εννοιών παραμένει έξω από το οπτικό μας πεδίο, ονομάζουμε το προϊόν της «πραγματικότητα», και ονομάζουμε σκέψη τις έννοιες που δεν έχουν φτάσει ώς αυτή τη διαδικασία της ιστορικής κρυστάλλωσης και είναι ακόμα «μέσα στο κεφάλι μας». Αλλά μεταξύ των δύο δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά, υπάρχει μόνο η κρισάρα του χρόνου. Και η ιστορία βρίσκεται πάντα στην ενδιάμεση κατάσταση όπου κάποιες έννοιες βλέπουν την πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει, και, έχοντας ξεχάσει ότι την διαμόρφωσαν, νομίζουν ότι την εξηγούν∙ ή θέλουν να την διαμορφώσουν και ξεχνάνε σε ποιο βαθμό οι ίδιες εξηγούνται από αυτήν. Αυτό συμβαίνει και με την οικονομική σκέψη.

Μπορούμε να το καταλάβουμε με ένα ιστορικό παράδειγμα.

Από την εξήγηση της οικονομικής πραγματικότητας που διείπε τη σκέψη των μερκαντιλιστών, το δέκατο έβδομο αιώνα, δεν επεβίωσαν και πολλά πράγματα. Ούτε η κεντρική σημασία που έδιναν στα πολύτιμα μέταλλα, ούτε η έμφαση στο εμπορικό ισοζύγιο –  ενώ ο πραγματικός λόγος για τον οποίο υποβάθμισαν την αξία της γης και της γεωργίας δεν ήταν ότι ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος η οικονομία έπρεπε να χάσει από κάπου ό,τι θα κέρδιζε από κάπου αλλού, αρχή που πολύ γρήγορα αμφισβητήθηκε, αλλά ότι η υποβάθμισή τους αποτελούσε προϋπόθεση για τη δημιουργία της απόλυτης μοναρχίας, με μείωση της δύναμης των φεουδαρχών και αύξηση της κεντρικής εξουσίας – αυτός ήταν ο στόχος που, ως πολύ συνειδητή επιλογή, παρέμενε ασυνειδητοποίητος ως μηχανισμός –  με αποτέλεσμα η οικονομική σκέψη να νομίζει ότι εξηγεί την πραγματικότητα ενώ την διαμόρφωνε.

Μπορούμε επομένως να σκεφτούμε ότι η αρχή του μηδενικού αθροίσματος που προβλήθηκε τότε ως νόμος της οικονομίας ήταν στην πραγματικότητα το απείκασμα μιας άλλης αρχής που θα έλεγε ότι η υποβάθμιση της γης ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την απελευθέρωση άλλων δυνάμεων – ή αντιστρόφως: ότι η απελευθέρωση άλλων δυνάμεων οδηγούσε μοιραία στην υποβάθμιση της γης: στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αξία της γης στήριζε την πεπαλαιωμένη φεουδαρχική δομή, ενώ η ανερχόμενη απόλυτη μοναρχία έπρεπε να βρει – δηλαδή να δημιουργήσει, αναδιευθετώντας τη σχέση των αξιών μεταξύ τους –  πόρους που να μην εξαρτώνται από τη φεουδαρχική δομή.

Όταν οι φυσιοκράτες της γαλλικής επανάστασης θα αναβαθμίσουν την αξία της γης, φαντασιακά και πραγματικά, αυτό θα συμβεί επειδή στο μεταξύ η φεουδαρχική δομή έχει διαλυθεί και ο νέος στόχος είναι η μοναρχία, την  τάξη της οποίας θέλουν να αντικαταστήσουν με μια νέα, αστική –  και η αναδιανομή της έγγειας εκκλησιαστικής περιουσίας θα δημιουργήσει όντως ένα νέο πλούτο.

Για άλλη μια φορά, οι «θεωρητικοί» ισχυρίζονται ότι εξηγούν την πραγματικότητα – ενώ την δημιουργούν προβάλλοντας προς τα έξω αυτό που υπάρχει ακόμα προπάντων, αν και όχι μόνο, μέσα στη σκέψη τους.

Σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις η διαδικασία δεν ήταν εντελώς συνειδητή ή απλώς αυθαίρετη – η κίνηση της αλληλοπεριχώρησης σκέψης και πραγματικότητας δεν έχει αρχή, πριν από την οποία τα δύο να είναι χωρισμένα.  Συμβατικά, βάσει επιλεγμένων, λιγότερο ή περισσότερο τεχνητών, κριτηρίων, μπορούμε να ορίσουμε τις αφετηρίες κάποιων ιστορικών διαδικασιών. Απολύτως όμως, δηλαδή χωρίς αυτά τα κριτήρια, η αλληλοπεριχώρηση σκέψης και πραγματικότητας βρίσκεται πάντα καθ’ οδόν.

Την περιγράφει πολύ καλά η εγελιανή αρχή: το πραγματικό είναι λογικό και το λογικό πραγματικό.

Και το παραπάνω ιστορικό παράδειγμα και η εγελιανή αρχή μάς δείχνουν ότι η φράση «λεφτά υπάρχουν, το θέμα είναι τι τα κάνει κανείς» μπορεί να έχει ένα μη εμπειρικό περιεχόμενο. Αυτό λέει: το πραγματικό θέμα δεν είναι αν υπάρχουν λεφτά, το πραγματικό θέμα είναι τι τα κάνει κανείς, γιατί τα λεφτά είναι αυτό που τα κάνει κανείς: τι έχει αξία, ποια είναι η αλληλοσυσχέτιση των αξιών, αυτό είναι πάντα αποτέλεσμα επιλογών, ακόμα κι αν αυτές δεν είναι συνειδητές.

Συμβαίνει εδώ ό,τι και με την «πραγματικότητα» και την σκέψη. Βέβαια, σε ένα εμπειρικό επίπεδο, πρώτα πρώτα το ατομικό, αλλά όχι μόνο αυτό, έτσι συμβαίνει: πρέπει να υπάρχουν χρήματα, για να τα κάνει κανείς κάτι∙ σε ένα βαθύτερο επίπεδο όμως τα χρήματα είναι αυτό που τα κάνει κανείς.

Αυτός ή αυτό που αποφασίζει τι «γίνονται» τα χρήματα, αυτός ή αυτό διαμορφώνει την ιστορία.

Και σήμερα; Η αλληλοδιαμόρφωση σκέψης και πραγματικότητας δεν μεσολαβείται σήμερα από τη διαμάχη μερκαντιλλιστών και φυσιοκρατών, που η οικονομική σκέψη καταλέγει στην προϊστορία της. Αλλά ούτε από τη διαμάχη «κεϋνσιανών» και «νεοφιλελεύθερων» όπως λέγεται συνήθως. Μια άλλη θεωρητική διαμάχη διευρύνεται στο μήκος του εικοστού αιώνα, χωρίς να βλέπει ακόμα σε ποιο μέτρο αντανακλά το ήδη πραγματικό και σε ποιο μέτρο το διαμορφώνει: η διαμάχη «μεταλλιστών» και «χαρταλιστών». Η αιχμή της διαμόρφωσης της πραγματικότητας σήμερα είναι η ακραία χαρταλιστική, ακραία κεϋνσιανή νεότερη θεωρία του χρήματος (modern money theory ή modern monetary theory: ΜΜΤ).

Αυτήν υπαινίσσεται η φράση: «λεφτά υπάρχουν».

Η διαμάχη μεταλλιστών και χαρταλιστών, σε θεωρητικό επίπεδο, αφορά τη φύση του χρήματος: αν το χρήμα είναι μέσον που μειώνει τα κόστη της ανταλλακτικής σχέσης, η οποία εκλαμβάνεται ως η βάση της οικονομίας, ή αν το χρήμα προκύπτει ως η μεσολαβημένη από το κράτος εγγύηση σεβασμού των χρεών.  Μέσω της πρώτης αντιλήψεως, οι μεταλλιστές διατηρούν την πεποίθηση, όχι πλέον ότι η αξία του χρήματος πρέπει να έχει ως αναφορά τον χρυσό ή κάτι άλλο ανάλογα συγκεκριμένο, αλλά ότι συναρτάται προς την σπανιότητά του, και ότι πρέπει επομένως να διατηρείται η αντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης χρήματος για να μένει σταθερή η αξία του.

Για τους χαρταλιστές, δεν προηγούνται οι αγορές, αντιθέτως το κράτος είναι αυτό που καθιστά δυνατή την ύπαρξή τους, επιτρέποντας τη μετάβαση από την ανταλλακτική οικονομία σε εγχρήματη, συναλλακτική. Χρήμα όμως δεν θεωρούν αυτό που εκδίδει το κράτος, αλλά αυτό που αναγνωρίζει το κράτος.

Γι’ αυτό και μέχρι εδώ, στο επίπεδο δηλαδή της θεωρίας, η αντιπαράθεση είναι ανάμεσα σε δύο τρόπους να βλέπεις την ίδια πραγματικότητα.  Η κοινή και για τους δύο πραγματικότητα – την οποία προβάλλουν όμως σε διαφορετική προοπτική, αφού ό,τι για τους πρώτους είναι η εντελής μορφή της οικονομικής σχέσης που οι ρίζες της χάνονται στην προϊστορία, για τους άλλους είναι μία φάση απλώς στην ανάπτυξη της κρατικής μορφής – είναι ο νεότερος καπιταλισμός, ως το σύστημα που στηρίζεται στον μηχανισμό με τον οποίο το τραπεζικό σύστημα «νομισματοποιεί» τα ιδιωτικά χρέη (μια λειτουργία διαφορετική από αυτήν που είχαν οι τράπεζες στον αρχαίο και νεότερο προκαπιταλιστικό κόσμο, η οποία βρίσκει την ολοκλήρωσή της σήμερα στην κατάργηση της διάκρισης καταθετικών και επενδυτικών τραπεζών). Η θεωρία όμως νομίζει ότι καταλαβαίνει την πραγματικότητα, δηλ. μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από την ίδια, επειδή είναι αφαίρεση – αφαίρεση του χρόνου. Ξαναβαπτίζοντας τα πράγματα στον χρόνο, θα καταλάβουμε, αντιστρόφως, την θεωρία.

Πότε λοιπόν και πώς η θεωρητική διαμάχη χαρταλλιστών-μεταλλιστών παύει να είναι απλώς θεωρητική και αρχίζει να διαμορφώνει την πραγματικότητα; Η απάντηση στο πότε, είναι: όταν η αντιπαράθεση κεϋνσιανισμού-νεοφιλελευθερισμού έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Για να φτάσουμε στην ανώτερη προοπτική της αντιπαράθεσης μεταλλιστών-χαρταλιστών, πρέπει πρώτα να ξεφύγουμε από τον στενότερο ορίζοντα της διαμάχης κεϋνσιανών-νεοφιλελεύθερων, δηλαδή να δούμε πότε και πώς η διαμάχη αυτή παύει να διαμορφώνει την πραγματικότητα.

Ότι ο κεϋνσιανισμός διαμόρφωσε μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα είναι αναμφίβολο, αμφισβητήσιμο παραμένει όμως το πώς. Είναι αμφισβητήσιμο δηλαδή αν η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε ποτέ από το κραχ του 1929 χάρη στις κεϋνσιανές πολιτικές που ακολουθήθηκαν, ή αν η αδυναμία της ανάκαμψης δεν οδήγησε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι επίσης αμφισβητήσιμο αν η οικονομική ευμάρεια των τριάντα «χρυσών» χρόνων που ακολούθησαν τον πόλεμο οφείλεται στον κεϋνσιανισμό που εφαρμόστηκε ή αν, αντιθέτως, η εφαρμογή του κεϋνσιανισμού δεν κατέστη δυνατή χάρη στην μεγάλη και σταθερή ανάπτυξη που συνεπαγόταν το γεγονός ότι ο κόσμος ξαναχτιζόταν μετά από μια μεγάλη καταστροφή, εκμεταλλευόμενος μάλιστα τις νέες τεχνολογίες στις οποίες ο πόλεμος έδωσε ώθηση.

Το πιθανότερο είναι ότι ο κεϋνσιανισμός νόμιζε ότι εξηγεί την πραγματικότητα ακριβώς επειδή δεν έβλεπε ότι εξηγούνταν από αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση ο κεϋνσιανισμός αυτός έλαβε τέλος με τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 70∙ ο απρόσμενος και θεωρητικά ακατανόητος μέχρι την εποχή εκείνη στασιμοπληθωρισμός έσπασε την πεποίθηση ότι η αύξηση της ζήτησης αρκεί για την αύξηση της προσφοράς και την αναθέρμανση της οικονομίας και έδειξε την αδυναμία των εθνικών κρατών να λειτουργήσουν ως κλειστά κυκλώματα. Η παγκοσμιοποίηση ως αλληλεξάρτηση των οικονομιών ήταν ήδη εδώ ως πρόβλημα, πριν προταθεί ως λύση.

Οι πετρελαϊκές κρίσεις έγιναν η αφορμή να κατανοηθεί ότι το τύπωμα χρήματος λειτουργούσε ως κορτιζόνη που δεν θεράπευε αλλά κάλυπτε τα συμπτώματα της λοίμωξης, η οποία μετά επανέκαμπτε δριμύτερη. Η παγκοσμιοποίηση ως αναζήτηση μιας πραγματικής αντιστοίχισης ζήτησης και προσφοράς χρήματος προτάθηκε ως λύση.

Και για κάποιο χρόνο η λύση αυτή λειτούργησε, επιβάλλοντας την πεποίθηση ότι ο δανεισμός με (πραγματικό) χρήμα ήταν αποτελεσματικότερος από την δημιουργία χρήματος (fiat money), πεποίθηση που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα.

Αυτή την πεποίθηση έρχεται να αμφισβητήσει η νεότερη θεωρία του χρήματος.

Η θεωρητική αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού όμως, που οδηγεί σε έναν κεϋνσιανισμό ριζικότερο από όσο είχε ποτέ τολμήσει ο ιστορικός κεϋνσιανισμός να είναι, είναι δυνατή επειδή και ο νεοφιλελευθερισμός έχει σήμερα κλείσει τον κύκλο του, και η πραγματικότητα έχει ήδη ξεφύγει από τον έλεγχό του. Αυτό συνέβη με την αυτονόμηση του χρηματιστηριακού καπιταλισμού, στην οποία η πρόοδος της πληροφορικής έπαιξε σημαντικό ρόλο.

Η διαφορά του παγκοσμιοποιημένου εμπορικού καπιταλισμού από τον χρηματιστηριακό είναι ότι ο πρώτος μπορεί να στηριχτεί στην αυτορρύθμιση των τιμών διότι η αύξηση της ζήτησης ενός προϊόντος, αν η προσφορά μπορεί να την παρακολουθήσει, κατεβάζει την τιμή του. Η αύξηση της ζήτησης μιας μετοχής όμως δεν κατεβάζει αλλά ανεβάζει την τιμή της.

Συνηθίζουμε να λέμε, αν την ανεβάσει αδικαιολόγητα, ότι έχουμε μια χρηματιστηριακή «φούσκα», γιατί θέλουμε ακόμα να πιστεύουμε ότι η τιμή της μετοχής (πρέπει και μπορεί να) συστοιχείται προς πραγματικές τιμές προϊόντων, αλλά η κύρια ιδιότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου είναι ότι δεν αγοράζει απλώς προϊόντα, αλλά χρόνο, και ο χρόνος που μπαίνει στη συνάρτηση αλλάζει όλα τα δεδομένα. Η αυτορρύθμιση των τιμών είναι πάντα τοποθετημένη σε ένα παρόν — όχι στιγμιακό, αλλά διεσταλμένο στον ορίζοντα της σχέσης παραγωγής-κατανάλωσης, και όχι μοναδικό αλλά πολλαπλό, κατά την πολλαπλότητα των σχέσεων παραγωγής-κατανάλωσης, αλλά πάντως, έστω με μια αφηρημένη έννοια μέσου όρου, «παρόν».

Στη χρηματιστηριακή αγορά, αυτό που βαρύνει είναι το μέλλον, και υπ’ αυτή την έννοια εμπεριέχει ήδη μια απόφαση του τι είναι το χρήμα βάσει του τι γίνεται. Οι φούσκες είναι η κορύφωση των δυσλειτουργιών που προκύπτουν στο εκάστοτε παρόν, και που κάνουν να φαίνεται δικαιολογημένη η πεποίθηση ότι οι αγορές χρειάζονται ρύθμιση και ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν αρκεί.

Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Μόνο μακροϊστορικά μπορεί να φανεί πόσο βαθύτερο.

Ο νεοφιλελευθερισμός, όπως και όλη η οικονομική θεωρία που αποκαλείται ορθόδοξη για να αντιπαρατεθεί στην ΜΜΤ, όλες οι θεωρίες των «μεταλλιστών» οικονομολόγων, στηριζόταν στην πραγματικότητα του εμπορικού ανταγωνισμού όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την εποχή της δημιουργίας εθνικών κρατών και μετά.

Ο ανταγωνισμός αυτός όμως ήταν, στον εικοστό αιώνα, νοθευμένος από την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, που κατά τη γνωστή ρήση του Νίξον είναι το νόμισμα των ΗΠΑ και το πρόβλημα των άλλων.

Αν η οικονομία του Ρέηγκαν μπορούσε να χρηματοδοτείται από τα ελλείμματά της ενώ η οικονομία της Θάτσερ αναγκαζόταν να εφαρμόζει περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, η διαφορά δεν ήταν διαφορά θεωρίας, αλλά δυναμικής. Αυτή η διαφορά δυναμικής εξηγεί ακόμα και σήμερα γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήνει ανεξέλεγκτα τα ελλείμματά της. Ιδωμένη από τη σκοπιά της Ευρώπης και ιδωμένη από την σκοπιά των ΗΠΑ, η πραγματικότητα δεν είναι μία.

Πίσω από τη νέα θεωρία του χρήματος υπάρχει, θετικά και αρνητικά, η ιδιαίτερη πραγματικότητα των ΗΠΑ.

Θετικά, επειδή η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου (που με τον Νίξον ήδη έκοψε και τους δεσμούς που το συνέδεαν με το «μεταλλιστικό» παρελθόν) κατά κάποιο τρόπο επιτρέπει στις ΗΠΑ να είναι η τελευταία κεϋνσιανή χώρα, που μπορεί ακόμα να καταλαβαίνει τον εαυτό της ως, σχεδόν, κλειστό κύκλωμα, μη όντας, χάρη στο δολάριο, εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό, ή πάντως όχι όσο οι άλλες.

Αρνητικά, επειδή και εδώ υπάρχουν όρια, όσο υπάρχει πραγματική εξωτερικότητα που προβάλλει πραγματική αντίσταση, και αυτό οι πιο παραδοσιακοί κεϋνσιανοί  το αναγνωρίζουν (ο Κρούγκμαν λ.χ. και ο  Γκάλμπαιηθ ο νεότερος είχαν μια σχετική αντιπαράθεση, και ο Γκάλμπαιηθ δεν είναι καν ο πιο ακραίος χαρταλιστής). Όσο υπάρχει η εξωτερικότητα αυτή, το απλώς δημιουργημένο χρήμα θα τρέφει τα ελλείμματα και θα υπάρχει ένα όριο που τα ελλείμματα δεν θα μπορούν να ξεπεράσουν, όσο ελαστικό κι αν είναι αυτό λόγω της ιδιαίτερης θέσης των ΗΠΑ.

Κάποιοι οραματίζονται μια λύση που κοιτάζει προς το «μεταλλιστικό» παρελθόν: την αντικατάσταση του χρυσού ως προτύπου από ένα σύνθετο μέγεθος που θα περιλαμβάνει τις τιμές του πετρελαίου λ..χ μαζί με κάποιων άλλων πρώτων υλών, ή άλλων κεντρικής σημασίας προϊόντων, κλπ. Και άλλοι ονειρεύονται μια φυγή προς τα εμπρός, που θα άρει διαπαντός τον ανταγωνισμό στον οποίο αντιστοιχεί ιστορικά το μεταλλιστικό πρότυπο.

Το αίτημα της πολιτικά ολοκληρωμένης παγκοσμιοποίησης είναι η προβολή μιας πραγματικότητας στην οποία θα υπάρχουν μόνο τα θετικά του δολαρίου, χωρίς τον κίνδυνο. Το δολάριο είναι η μήτρα της παγκοσμιοποίησης.

Το ζήτημα πίσω από τη διαμάχη μεταλλιστών και χαρταλιστών δεν είναι λοιπόν θεωρητικό, αλλά ιστορικό.

Αν το θέμα ήταν πως η ορθόδοξη οικονομική επιστήμη, όταν μιλάει για συγκράτηση του προϋπολογισμού, εσφαλμένα συγχέει την κρατική οικονομία, που είναι η τελική αναφορά, με την οικιακή, που δεν είναι, και γι’ αυτό σκέφτεται με όρους «χρηματοδότησης» (που είναι η φορολόγηση, ο δανεισμός ή το «τύπωμα» χρήματος με τα υπέρ και τα κατά που έχουν το καθένα τους και οι διαφορετικές δοσολογήσεις τους) και θεωρεί πως ένα κράτος μπορεί να «χρεωκοπήσει» ελλείψει χρηματοδότησης, ενώ η νεότερη θεωρία του χρήματος καταλαβαίνει, έστω σωστά, ότι δεν υπάρχει όριο στην έκδοση ομολόγων (κρατικών ή ιδιωτικών) αλλά μόνο θέμα αποδοχής τους (ένα πρόβλημα ζήτησης και όχι προσφοράς), πάντως στο θεωρητικό αυτό επίπεδο η διαμάχη θα ήταν περί όνου σκιάς: ένα κράτος που εκδίδει ομόλογα που κανείς, ούτε καν οι πολίτες του, δεν θα αγόραζαν, μόνο λεκτικά διαφέρει από ένα κράτος «χρεωκοπημένο» – εκτός… εκτός αν είναι δυνατόν το «κράτος» αυτό να συμπίπτει με την παγκόσμια οικονομία.

Αν δεν υπάρχουν ανταγωνιστικά ομόλογα που θα κάνουν τα δικά σου συγκριτικά ή απόλυτα μη επιθυμητά, και θα περιορίζουν μερικώς ή θα μηδενίζουν την αξιοπιστία σου, μπορείς να εκδώσεις όσα θέλεις. Πίσω από τη νέα θεωρία του χρήματος υπάρχει η ιστορική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης: στην πλήρη παγκοσμιοποίηση η νέα θεωρία του χρήματος θα είναι απολύτως αληθινή – αλλά μόνο σε αυτήν. Άρα και η νέα θεωρία του χρήματος νομίζει ότι είναι «θεωρία» που  εξηγεί την πραγματικότητα επειδή δεν βλέπει πώς εξηγείται από την πραγματικότητα.

Είναι η μεταμφίεση σε «θεωρία» μιας ορισμένης πτυχής της πραγματικότητας, αυτής στην οποία η πάντοτε απειλούμενη πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και η πίεση που υφίστανται από αυτήν οι άλλες χώρες, μετατρέπεται στη φαντασίωση μιας κατάστασης όπου οι αντιπαραθέσεις θα είχαν ξεπεραστεί και το οικονομικό σύστημα θα λειτουργούσε σαν αυτορρυθμιζόμενο κλειστό κύκλωμα, χωρίς τίποτα εξωτερικό. Το δολάριο εκβιάζει την έλευση της παγκοσμιοποίησης.

Με έναν τρόπο ανάλογο, το ευρώ εκβιάζει την έλευση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά μόνο αυτής.

Είναι βέβαιο ότι ένα ενιαίο νόμισμα για πολλές διαφορετικές οικονομίες είναι προβληματικό. Αν όμως η ενοποίηση της Ευρώπης γίνεται ενόψει της παγκοσμιοποίησης, η επιλογή δεν είναι παράλογη.

Και όσοι την αποκηρύσσουν σήμερα δεν θα ήταν περισσότερο ευχαριστημένοι με μια Ευρώπη όπου λ.χ. μόνο η γερμανική βιομηχανία θα ήταν διεθνώς ανταγωνιστική και οι υπόλοιποι θα έκαναν συνεχώς υποτιμήσεις νομίσματος για να πουλάνε διεθνώς φτηνά αγροτικά και άλλα προϊόντα, ούτε βέβαια η ενδοκοινοτική ισορροπία θα ήταν έτσι μεγαλύτερη.

Το ευρώ όντως δημιουργεί μια πίεση στους εργαζομένους, όπως κάθε στρατηγικός στόχος – και ο υπολογισμός της σχέσης κόστους-αποτελέσματος μπορεί να είναι δύσκολος και προβληματικός,  αλλά η ιστορία έχει δει οπωσδήποτε και πιο παράλογους.

Αν όμως το ευρώ είναι όργανο επιβίωσης μέσα στην παγκοσμιοποίηση, το δολάριο είναι η παγκοσμιοποίηση.

Το δολάριο, το οποίο ως παγκόσμιο νόμισμα μιμείται τη λειτουργία κλειστού κυκλώματος των άλλοτε κεϋνσιανών οικονομιών, είναι η (όχι απλώς θεωρητική αλλά) πραγματική υπέρβαση της αντιπαράθεσης κεϋνσιανισμού και νεοφιλελευθερισμού, που επιτρέπει να έρθει στο προσκήνιο θεωρητικά η ιστορικά πιο θεμελιώδης αντιπαράθεση μεταλλιστών-χαρταλιστών.

Πώς τώρα έρχεται στο προσκήνιο η τελευταία αυτή, ποιος είναι ο μηχανισμός με τον οποίο εκβιάζεται η έλευση της παγκοσμιοποίησης;

Αντίθετα απ΄ ό,τι συνέβαινε στη δεκαετία του εβδομήντα, η δημιουργία πληθωριστικού χρήματος δεν δημιουργεί σήμερα αυτό που λέμε συνήθως πληθωρισμό, δηλαδή αύξηση στις τιμές – όχι όμως επειδή η οικονομία είναι πραγματικά κλειστό κύκλωμα, αλλά επειδή δεν είναι, επειδή τροφοδοτείται από τη φτηνή παραγωγή του τρίτου κόσμου, ώστε ο μέσος όρος των τιμών να παραμένει χαμηλός.

Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι το τύπωμα χρήματος είναι χωρίς συνέπειες, στην περίπτωση του δολαρίου σαφέστερα, αλλά κατ’ επέκταση και αναλογικά στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου ισχυρού νομίσματος επίσης – γι’ αυτό και η Ευρώπη ακολούθησε, έστω δισταχτικά, την αμερικανική πρακτική.

Οι πολίτες που πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα ζοριστούν, οι πολιτικοί που ενδιαφέρονται μόνο για τις επόμενες εκλογές, είναι ευχαριστημένοι. Ακόμα πιο ευχαριστημένοι είναι όμως οι τραπεζίτες.

Επειδή, για να μην θεωρηθεί πληθωριστικό το χρήμα που δημιουργείται, οι κεντρικές τράπεζες το διοχετεύουν στη δευτερογενή αγορά, ώστε, υποτίθεται, η οικονομία η ίδια να αποφασίζει πώς το χρήμα αυτό θα χρησιμοποιηθεί εντέλει.

Στην πράξη δεν αποφασίζει όμως η οικονομία, αλλά οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια.

Αυτός είναι ο, φαινομενικά αθώος και παραδοσιακός, μηχανισμός με τον οποίο το χρήμα συγκεντρώνεται σε νέα χέρια. Συγκεντρώνεται, κυριολεκτικά, όχι γιατί μένει ανενεργό –η κατάργηση της διάκρισης καταθετικών και επενδυτικών τραπεζών σημαίνει ότι το χρήμα αυτό επενδύεται, γεννά άλλο χρήμα. Ούτε συγκεντρώνεται απλώς γιατί αυτοί που αποφασίζουν, αποφασίζουν να το κρατήσουν για τον εαυτό τους.

Ασφαλώς, ο νέος αυτός κύκλος μεσολαβήθηκε από, και διαιωνίζεται χάρη στην απληστία πολλών, και ασφαλώς οδηγεί σε συμπίεση των εισοδημάτων απείρως περισσότερων. Αλλά η συμπίεση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της απληστίας κάποιων – είναι η πίεση που ασκεί το μέλλον πάνω στο παρόν. Το νέο χρήμα συγκεντρώνεται ενόψει νέων στόχων.

Ο λόγος για τον οποίο το χρήμα αυτό, όπως λέμε, δεν περνάει στην «πραγματική οικονομία», χωρίς να είναι απολύτως σαφές τι σημαίνει αυτό, είναι ότι το χρήμα αυτό δεν αντιστοιχεί, από τη φύση του, σε αυτό που καταλαβαίνουμε ως πραγματική οικονομία, στηριγμένοι σε ό,τι ήταν ο καπιταλισμός μέχρι σήμερα.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα πάει πέρα από την αυτονόμηση της ανταλλακτικής αξίας σε σχέση με την αξία χρήσης (δηλαδή σε σχέση και με την αξία της εργασίας που περιέχεται μέσα σε ένα εμπόρευμα, και την οποία ήδη συρρίκνωνε η εκβιομηχάνιση). Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αγοράζει μέλλον –  αλλά το μέλλον που δημιουργεί η τεχνολογία, το μέλλον που δημιουργεί το ενδεχόμενο μιας οικολογικής καταστροφής, ή το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής υγειονομικής κρίσης βαρύτερης ακόμα από αυτήν που ζούμε και που ήδη εξανεμίζει δισεκατομμύρια φανταστικής υπεραξίας, είναι τόσο πολύ που το πέρασμά του στο παρόν μπορεί να γίνει, αναλογικά, μόνο με το σταγονόμετρο.

Αν κόβαμε τα διαστημικά προγράμματα δεν θα είχαμε περισσότερο ρύζι λ.χ., αλλά ίσως τη δυνατότητα να είναι το ρύζι πιο ακριβό. Το νέο χρήμα εξ ορισμού είναι αυτό για το οποίο προορίζεται, προκαλεί μια αναδιευθέτηση των αξιών, απελευθερώνοντας μια νέα δυναμική.

Αλλά η νέα συσσώρευση κεφαλαίου συνεπάγεται με τη σειρά της τη μεταφορά εξουσίας σε νέα κέντρα. Όταν ιδιώτες μπορούν να πραγματοποιούν διαστημικά προγράμματα που δεν μπορούν ούτε τα κράτη, καταλαβαίνει κανείς πόσο η μεταφορά εξουσίας έχει προχωρήσει.

Η καινούργια εξουσία δεν χρειάζεται έναν πόλεμο για να επιβληθεί, αν και μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλούς ως αντιπερισπασμούς. Μπορεί κυρίως να πιστεύει ότι θα διαβρώσει εκ των έσω την προηγούμενη, όπως οι Φαναριώτες πίστευαν ότι θα διαβρώσουν εκ των έσω την οθωμανική αυτοκρατορία.

Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει η νέα εξουσία να νομιμοποιηθεί από μια νέα ιδεολογία, η οποία αναπτύσσεται ημισυνειδητά ή ασύνειδα. Μια νέα συγκέντρωση του χρήματος, μια νέα τάξη που διεκδικεί μια νέα εξουσία, μια νέα ιδεολογία που δικαιολογεί τη νέα εξουσία – αυτά είναι τα χαρακτηριστικά μιας νέας τάξης πραγμάτων – τα τρία αυτά είναι αναπόσπαστα συνδυασμένα σε ένα.

Πώς διαμορφώνεται η νέα ιδεολογία; Η μακροϊστορική εξέταση μπορεί και πάλι να φωτίσει τη διαδικασία.

Ο καπιταλισμός της βιομηχανίας και του εμπορίου στηριζόταν στον ανταγωνισμό ατόμων και κρατών. Αυτός ο πρώτος ανταγωνισμός – ανταγωνισμός συμφερόντων – σταδιακά μετατράπηκε, πραγματικά ή προσχηματικά, ή και τα δύο μαζί, σε ιδεολογικό ανταγωνισμό, μετά τη γαλλική επανάσταση. Ο Ναπολέοντας έλεγε ότι όλοι οι πόλεμοι της εποχής του ήταν εμφύλιοι πόλεμοι – οι Ιταλοί και οι Βέλγοι που τον πίστεψαν, βέβαια, πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν.

Η ιστορία όμως εξακολούθησε να κινείται στη φορά αυτή, χωρίς να παύει να διαψεύδει. Στον εικοστό αιώνα ο ανταγωνισμός των συμφερόντων έδωσε τους δύο παγκόσμιους πολέμους, αλλά ο ανταγωνισμός των ιδεολογιών, πραγματικός ή προσχηματικός, ή και τα δύο μαζί, δεν υστέρησε σε φρικαλεότητες.

Η υπέρβαση του ανταγωνισμού των συμφερόντων συμβαδίζει, όπως και νάχει, με την υπέρβαση των εθνικών οντοτήτων.

Ο κομμουνισμός πρώτος θεματοποίησε το ερώτημα αν η ύπαρξή του είναι δυνατή σε ένα μεμονωμένο κράτος ή αν δεν απαιτεί την παγκόσμια επανάσταση, αλλά αυτό που ο κομμουνισμός δεν μπόρεσε να πετύχει φιλοδοξεί σήμερα να το πετύχει ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός, μετατρέποντας όλους τους ανταγωνισμούς σε εσωτερικούς: μετατρέποντας τους εθνικούς ανταγωνισμούς, μέσω της μετανάστευσης, σε ταξικούς, και διαλύοντας, με την αντικατάσταση των κοινωνικών θεμάτων από τα κοινωνιακά (societal), τους ταξικούς σε ατομικούς,  μπορεί να ονειρεύεται ότι θα έχει την άπειρη δυνατότητα παροχής χρήματος και εν συνεχεία απόσυρσής του (μέσω της φορολογίας)  έτσι που να λειτουργεί ως κλειστό κύκλωμα που δεν θα αντιμετωπίζει κανέναν έξωθεν ανταγωνισμό και δεν θα περιορίζεται από τίποτα.

Η πλήρης παγκοσμιοποίηση θα είναι αυτή στην οποία η απόλυτη εξουσία θα είναι ο χειρισμός του χρήματος.

Χωρίς τον παράγοντα της τεχνολογίας, η μετάλλαξη των καθεστώτων μας δεν θα ήταν, με μια έννοια, πρωτοφανής. Παίρνει το χαρακτήρα της αυτοκρατορικής ολοκλήρωσης.

Πάντα μέσα στην ιστορία, όταν οι διαμάχες των συμφερόντων δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν την αστάθεια που δημιουργούσαν, η σταθερότητα επιβαλλόταν από μια αυτοκρατορία. Πάντα ο ρόλος των αυτοκρατοριών ήταν να ενώνουν τον «πολιτισμένο» κόσμο, θεωρώντας, ταυτολογικά, ό,τι βρίσκεται εκτός τους ως βάρβαρο, και πάντα αντικαθιστούσαν την πολιτική ζωή που δεν μπορεί να υπάρχει στο εσωτερικό τους, με την προστασία των δικαιωμάτων των «πολιτών» τους (που δεν ήταν πια κυριολεκτικά πολίτες γιατί δεν αποφάσιζαν τίποτα).

Η παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία όμως δεν θα έχει τίποτε εκτός της, και θα είναι αναγκασμένη να βρίσκει ή να εφευρίσκει το βάρβαρο μέσα της ως αντικίνητρο.

Η «ενιαία σκέψη» είναι η ορατή πλευρά της αυτοκρατορίας. Η σκοτεινή πλευρά της είναι η κατάργηση της πολιτικής ζωής.

Αυτό που αλλάζει τα δεδομένα σήμερα είναι η ύπαρξη της τεχνολογίας. Η σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι το σύστημα της απόλυτης ποσοτικοποίησης, όπου όλες οι ποιότητες αναλύονται και ανασυντίθενται ποσοτικά. Έτσι ολοκληρώνεται η νεότερη πολιτική σκέψη η οποία, ακολουθώντας το παράδειγμα της νεότερης επιστήμης είναι τελεστική – δηλαδή (αυτο)θεωρείται αληθινή μόνο στον βαθμό που προκαλεί ελέγξιμα αποτελέσματα.

Μέχρι πρόσφατα, στον απόηχο της ανακάλυψης της εξελικτικής θεωρίας, ο «παραδοσιακός» καπιταλισμός σκεφτόταν ακόμα με βιολογικές μεταφορές. Πίστευε ότι είναι πιο ευπροσάρμοστος από τον κομμουνισμό, που ήταν χονδροειδώς «μηχανικός», χωρίς να καταλαβαίνει πάντα ότι μίλαγε για την ίδια προσαρμογή για την οποία μιλάει η θεωρία της βιολογικής εξέλιξης, ότι το αόρατο χέρι του Σμιθ, ο μύθος των μελισσών του Μάντεβιλ  ή ακόμα και η εγελιανή πανουργία του λόγου δεν είναι παρά διατυπώσεις του αλγόριθμου της εξέλιξης. Η σημερινή  τεχνολογία όμως δεν ακολουθεί απλώς τον αλγόριθμο της εξέλιξης, παρά τον μιμείται και τον εφαρμόζει ανακατασκευάζοντας την πραγματικότητα.

Η μια γενιά τεχνολογίας διαδέχεται την άλλη και ο χρόνος που μας χωρίζει από την τεχνική επέμβαση πάνω στη βιολογία του ανθρώπου εξαντλείται.

Έτσι η ανθρωπότητα εισάγεται σε μια νέα φάση μετάλλαξης που πολλοί βλέπουν ως τερατογένεση – και δεν είναι εκ των προτέρων βέβαιο ότι δεν είναι.

Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κανείς τη διαδικασία, βέβαια, τόσο εντονότερη είναι η αίσθηση ότι πρόκειται για τερατογένεση – και συνοδεύεται ενίοτε από την αίσθηση ότι υπάρχει μια παγκόσμια «συνωμοσία» που εξηγεί τη συμπαιγνία χρηματιστηριακού καπιταλισμού-εξουσίας των μέσων-τρανσουμανισμού.

Πίσω από τις φοβίες των συνωμοσιολογούντων υπάρχει όμως το τέλος ενός πολιτισμού και η αρχή ενός άλλου – το τέλος του νεολιθικού γεωργικού πολιτισμού και των κατηγοριών που δημιούργησε και η αρχή του τεχνολογικού πολιτισμού, με τις νέες κατηγορίες που αυτός δημιουργεί.

Το κοινό των τάξεων στα χέρια των οποίων συγκεντρώνεται σήμερα το κεφάλαιο είναι η επαφή τους με τον τεχνολογικό κόσμο, και το υπόδειγμα με το οποίο εξηγούν την πραγματικότητα είναι το υπόδειγμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Όλη η ορατή πραγματικότητα είναι ένας κώδικας διαβασμένος από ένα πρόγραμμα.

Η βιολογία του ανθρώπου είναι το hardwear, που η επιστήμη καλούνταν μέχρι τώρα να διατηρήσει και σε λίγο θα κληθεί να βελτιώσει.  Η σκέψη του είναι το software∙ αυτό πρέπει να είναι ενημερωμένο – και όλη η προηγούμενη σκέψη της ανθρωπότητας απορρίπτεται ως ένα παλιό λογισμικό με μειωμένη αποτελεσματικότητα.

Ο Ρουσώ επεσήμαινε στην εποχή του την ασυμμετρία γνώσεων και εμπειρίας που δημιουργούσε η διάδοση του βιβλίου σε ανθρώπους που διάβαζαν για τα πάντα αλλά δεν γνώριζαν εμπειρικά τίποτα, αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει πόση θα ήταν η ασυμμετρία γνώσης και εμπειρίας αυτού που ρίχνει μια βόμβα που θα καταστρέψει μια ολόκληρη πόλη ή αυτού που από την καρέκλα του διεξάγει σήμερα πολέμους ή αυτού που πραγματοποιεί διαστημικά ταξίδια – φανταστικά ή πραγματικά.

Ο αλγόριθμος της εξέλιξης δεν υπάρχει για να εξασφαλίζει την ισορροπία του παρόντος, αλλά τη φορά προς το μέλλον.

Αυτή η φορά προς το μέλλον εξηγεί τις ανθρωποθυσίες του εικοστού αιώνα, που δεν χαρακτηρίζουν μόνο τον καπιταλισμό — ανάλογες ανθρωποθυσίες στο όνομα του μέλλοντος έκαναν τα κομμουνιστικά καθεστώτα του εικοστού αιώνα, με τρόπο κάποτε ακόμα πιο απροκάλυπτο, στο μέτρο που η άμβλυνση των ενοχών, που στον καπιταλισμό μεσολαβείται από την ατομική απληστία, σε αυτά δικαιωνόταν «ιστορικά». Και στις δύο περιπτώσεις όμως το αποφασιστικό είναι η πίεση του μέλλοντος.

Η επιτάχυνση της ιστορίας επιταχύνει και την εμφάνιση νέων προβλημάτων.

Μια κοινωνία που θα έδινε έμφαση στο παρόν θα την ανέκοπτε, αλλά δυσκολευόμαστε να φανταστούμε τις κοινωνίες μας να μετατρέπονται σε βουδιστικά μοναστήρια, ή έστω ορθόδοξα – και δεν χρειάζεται καν να προσθέσει κανείς ότι αυτό δεν θα έλυνε όλα τα προβλήματα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να λύνει όλα τα προβλήματα – όλες οι λύσεις είναι προσωρινές, όπως είναι και όλα τα προβλήματα, που η διαμόρφωσή τους είναι πάντα ιστορική, ακόμα κι αν η σκοτεινή πηγή τους δεν είναι.

Οι κοινωνίες που ξέφυγαν από τη μέγγενη της υλικής ένδειας, γνώρισαν την αύξηση των ψυχικών προβλημάτων, όταν τα αδιέξοδα του κλειστού ιστορικού τους χρόνου εσωτερικεύτηκαν, κάνοντας τον πολιτισμό να φαίνεται ως πηγή δυσφορίας.

Σήμερα που ο ιστορικός χρόνος επιταχύνεται προτείνοντας στο ανθρώπινο ψυχικό υλικό νέες ιστορικές διεξόδους, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τα προβλήματα που δημιουργεί η αυτονομημένη φαντασία.  Γιατί είναι βέβαιο ότι η φαντασία μπορεί να λειτουργήσει αλλοτριωτικά, κάνοντάς μας δέσμιους του ανυπόστατου.

Είναι όμως επίσης βέβαιο ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποκοπεί το πραγματικό από το φανταστικό, όπως σε άλλες εποχές δεν μπορούσαν να αποκοπούν, το υλικό πρώτα, το ψυχικό ύστερα, από το πνευματικό, που ήταν η λυτρωμένη τους μορφή. Ποια θα είναι όμως η λύτρωση από την αυτονόμηση της φαντασίας;

Οι παραπάνω σκέψεις δεν είναι ασφαλώς σκέψεις οικονομολόγου, και ο ειδικός θα τις δει ενδεχομένως με πολλή δυσπιστία. Ίσως όμως αυτή η θέαση από απόσταση και σαν μέσα από καθρέφτη (ὡς δι’ ἐσόπτρου) που χαρακτηρίζει τη σκέψη που αυτοχαρακτηρίστηκε κάποτε ως «θεωρησιακή» (spekulativ, per speculum), κάνοντας όλα τα αντικείμενα λίγο-πολύ φαντασματικά (ἐν αἰνίγματι, in aenigmate), αντί να μας απομακρύνει από την πραγματικότητα, όπως νομίζουν κάποιοι, απλώς ελευθερώνει τη σκέψη από τη δουλεία στις αντικρουόμενες γνώμες –  και ίσως εκπαιδεύει το βλέμμα μας να διακρίνει, αν και τις περισσότερες φορές εκ των υστέρων, την ετερογονία των σκοπών της ιστορίας.

* Από τραγούδι του Ν. Ξυδάκη που τραγουδούσε ο Χ. Παπάζογλου.

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας