Ένα κλασσικό πλέον ερώτημα είναι το πως αντέχει μια κυβέρνηση μετά από όλα αυτά που έχουμε δει, έστω και αν το “αντέχει” πρέπει να μπει σε αρκετά εισαγωγικά πλέον ώστε να μην προκαλεί απαξιωτικό γέλιο. Θυμίζει λίγο το γενικότερο και παλαιότερο ερώτημα που θέταμε τον καλό καιρό, όταν με στοιχειώδη έστω αυτοκριτική αναρωτιόμασταν “Πως αντέχει αυτή η χώρα;”, αυτοσαρκαζόμενοι εμμέσως για το αυτοκαταστροφικό μας ταλέντο. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως στην άνεση της προ κρίσης εποχής βγήκε και το άσμα “Αφού η μονιμότητα κυλάει μεσ’ τη φλέβα, εγώ τα ξύνω μόνιμα δημόσιο φορέβα”. Αυτά πριν εφευρεθεί ο δαίμων του νεοφιλελευθεριΖμού (και εσχάτως του Βαλκάνιου!) για να ερμηνευθούν τα κίνητρα όσων λένε κάποιες μη βολικές αλήθειες. Μέθοδος αντίστοιχη της απόδοσης των φυσικών φαινομένων στην οργή ή εύνοια των θεών, πριν τα ερμηνεύσει με ακρίβεια η επιστήμη.
Σε αντίθεση με το πως αντέχει η Χώρα, το πως “αντέχει” (έστω με πολλά εισαγωγικά) η κυβέρνηση απαντιέται πιο εύκολα. Ας το προσεγγίσουμε όμως με τον ίδιο τρόπο που συχνά απαντιέται το πρώτο ερώτημα αποδίδοντας τη σωτηρία μας στο Θεό της Ελλάδας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχεδόν όλοι οι άνθρωποι είναι θρήσκοι. Οι Ναοί, τα γήπεδα, τα κόμματα, μέχρι και τα αυτοκίνητα ξέρουν καλά τι σημαίνει θρησκευτικού τύπου λατρεία έχοντας εισπράξει μπόλικη από αυτή. Ας κάνω και εγώ την παραδοχή της υπάρξεως αυτού του Θεού (αν και ποτέ δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα η ύπαρξη οποιουδήποτε Θεού). Ο Θεός της Ελλάδας λοιπόν, αν μας έκανε τη χάρη να μας κρατά στην τυχερή πλευρά του πλανήτη τόσα χρόνια, τώρα αποφάσισε να μας εκθέσει φόρα παρτίδα μπρος στον καθρέπτη μας μπας και έρθει η δίκαιη και ενδεχομένως λυτρωτική τιμωρία που μπορεί να σώσει τις επόμενες γενιές (η μόνη θετική πλευρά αυτής της καταθλιπτικής θεσμικής/οικονομικής κατηφόρας). Αντί να αφήσει μια κυβέρνηση να πέσει πριν απομυθοποιηθεί πλήρως, την κρατά βασανιστικά όσο περισσότερο γίνεται ώστε να μην υπάρχει απολύτως καμία απορία για όλα τα κουσούρια αυτής αλλά και μιας κοινωνίας που παράγει τέτοιες ανωμαλίες. Φανταστείτε π.χ. να είχε κερδίσει το ΝΑΙ το ’15. Θα είχε διατηρήσει μεγάλο μέρος του μύθου της η κυβερνητική παρέα (επιδίωξη και της ηγεσίας μεταξύ άλλων) και θα υπήρχε η ανεξίτηλη ρετσινιά στους πολίτες του ΝΑΙ που “έβαλαν τη χώρα σε νέο μνημόνιο αντί να χαρούμε την επανάστα”. Αφήνω δε το τι θα άκουγαν τα ΜΜΕ.
Δείτε τι άκουσαν ήδη και φανταστείτε. Φανταστείτε με την ευκαιρία τι είδους ΜΜΕ μπορεί να έχουμε στο μέλλον αν συνεχίσει να αυξάνεται το κοινό που ζητά ειδήσεις που τον ευχαριστούν και όχι αληθινές ειδήσεις. Βολεύει η άποψη που καθιστά το κοινό ανεύθυνο και λέει πως τα ΜΜΕ κατευθύνουν τον κόσμο αλλά είναι η μισή μόνο αλήθεια καθώς σε συνθήκες δημοκρατίας η σχέση είναι αμφίδρομη και τα ΜΜΕ διαμορφώνονται και από τις προτιμήσεις του κοινού.
Το τεράστιο κόστος μιας διακυβέρνησης όπως αυτής ήταν αναπόφευκτο. Όταν μια ολόκληρη κοινωνία έχει σπαταλήσει τόσο ανέμελα την τύχη της για τόσα χρόνια δεν γίνεται να αποφύγει την Θεία δίκη. Ευρωπαϊκή ασφάλεια, αστείο κόστος δανεισμού, επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενες υποδομές, ευκολία μετακίνησης σε άλλες χώρες, όλα αυτά αντί να τα κάνουμε θεμέλια μιας στερεότερης οικονομίας τα απαξιώσαμε στη λεκάνη του λαϊκισμού, τραβήξαμε το καζανάκι και ψηφίσαμε καραμπουζουκλίδικα λιαζόμενοι στην ομορφότερη χώρα του κόσμου. Αργά ή γρήγορα, μονομιάς ή σε δόσεις αυτό θα το πληρώναμε.
Η διατήρηση με το ζόρι μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι εκεί για να διαλύσει απολύτως όλα τα ψεκασμένα επιχειρήματα: Υπάρχει άλλος δρόμος, ασφαλέστερα λιμάνια, θα τυπώσουμε δραχμές, τι θέλουμε εμείς στο ΝΑΤΟ, θα ρισκάρουμε το μηδενισμό των δαπανών σε αμυντικούς εξοπλισμούς, νταούλια στις αγορές και άμα γουστάρουν – που θα γουστάρουν θένε δε θένε, και πόσα άλλα ακόμη που φαντάζουν πλέον υπερβολικά γελοία ακόμη και για Δελφινάριο. Υπάρχει όμως και η πλήρης απομυθοποίηση του ήθους όλων αυτών με την συντήρησή τους στο προσκήνιο, αντίστοιχα με αυτό που συμβαίνει όταν μια μαϊμού ανεβεί στο δέντρο: Για να μην υπάρχει απορία π.χ. σε σχέση με το σόου που στήθηκε την βραδιά της τραγωδίας στο Μάτι, ο Πρωθυπουργός παραμένει στη θέση του ώστε μήνες αργότερα να υπουργοποιήσει την πρώην ομπρελοκρατούσα και στο Μάτι κομπάρσα μαυροφορούσα φίλη του. Θα τα είχαμε ζήσει όλα αυτά εάν ο ίδιος είχε εισπράξει ήδη από το 2011 το (αυτονόητο για κάθε δημοκρατική κοινωνία) πολιτικό κόστος του “θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να μην ισχύσει αυτός ο νόμος” την ώρα που ο νόμος αυτός αποσπούσε 250 θετικές ψήφους στη Βουλή; Όχι βέβαια. Θα είχε μείνει το “δεν το άφησαν το παιδί να κυβερνήσει”, φράση κάποτε αστεία, πλέον όμως κατάμαυρο χιούμορ. Αν υπάρχει λαχτάρα να κυβερνήσει ένα τέτοιο παιδί τότε σε μια δημοκρατική χώρα όπως η Ελλάδα το παιδί αυτό θα κυβερνήσει όσο αντιδημοκρατικό παιδί και να είναι. Για να μην κυβερνήσει αντιδημοκράτης σε μια δημοκρατία χρειάζεται δημοκρατική κοινωνία.
Πολύ παίξαμε όλο αυτόν τον καιρό αλλά κάποιος έπρεπε να σκεφτεί και τις επόμενες γενιές. Το κάνει ο Θεός της Ελλάδας επεκτείνοντας την διάρκεια αυτού του πολιτικού σπλάτερ όσο γίνεται ώστε να μείνει ως ανεξίτηλη και εκκωφαντική απάντηση για το τι μπορεί να παράξει μια κοινωνία και το ημιδιαλυμένο εκπαιδευτικό σύστημά της, για το πως γεννιούνται οι Χούντες (σήμερα λόγω ΕΕ δεν μπόρεσε το πουλί της να ανοίξει πλήρως τα φτερά του) και για το πως χρεοκοπούμε. Μπορεί τελικά να έχουμε το Θεό μας.