Με τον Βίκτωρα Γιαροσένκο συναντιέμαι σε διάφορους δρόμους και πλατείες της Μόσχας, πίνουμε τσάι σε διάφορα μικρά καφέ της πόλης κουβεντιάζοντας για την ιστορία της, μα συζητάμε πολιτικά μόνο στην κουζίνα του σπιτιού του, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από την σημερινή πλατεία Θριάμβου, την πρώην πλατεία Μαγιακόφσκι, στην οποία δεσπόζει το τεράστιο άγαλμα του ποιητή που έβριζε καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης μα ταραχώδους ζωής του τα αγάλματα.
Η κουζίνα του Βίκτωρα και της Τάνιας, της συζύγου του, είναι φιλόξενη και ζεστή. Εκεί μαζεύονται και οι φίλοι τους, άνθρωποι που διακρίθηκαν στη ζωή, την επιστήμη, τις τέχνες και την πολιτική. Η κουζίνα των Ρώσων είναι το πιο ζεστό μέρος του σπιτιού, εκεί που ο φιλοξενούμενος νιώθει σαν το σπίτι του. Στην κουζίνα αυτή, κατά τη διάρκεια των τελευταίων επισκέψεών μου στη ρωσική πρωτεύουσα, έγιναν πολύωρες συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση στη χώρα, για το διάλογο Ρωσίας – Δύσης, για τη δημοσιογραφία, για τους φίλους που έφυγαν, για το χρέος του δημοσιογράφου. Ένα μικρό τμήμα των συζητήσεων αυτών μεταφέρω σε τούτη τη συνέντευξη.
Είστε ο εκδότης – διευθυντής ενός από τα παλαιότερα και εγκυρότερα περιοδικά της Ρωσίας. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε όταν αποφασίσατε να επανεκδόσετε τον «Αγγελιοφόρο της Ευρώπης»;
Οι βασικές δυσκολίες ήταν πριν απ’ όλα ψυχολογικές: να βρω μέσα μου το θράσος για να αναβιώσω το πιο θρυλικό brand name της ρωσικής δημοσιογραφίας. Ήταν κάτι που το ονειρευόμουν καιρό, προετοιμαζόμουν καιρό, εκδίδοντας μαζί με τον φίλο μου Γιεγκόρ Γκαϊντάρ, το φιλελεύθερο περιοδικό «Ανοιχτή πολιτική».
Το 2000 η περίοδος ανοιχτής πολιτικής στη Ρωσία τελείωσε και αυτό γινόταν αισθητό παντού. Μια φορά στο νοσοκομείο, μετά από μία δύσκολη εγχείρηση, ξαπλωμένος στο δωμάτιο ανάνηψης, αποφάσισα ότι αν ζήσω, θα προχωρήσω στην έκδοση του «Αγγελιοφόρου της Ευρώπης».
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, πήγα και βρήκα τους φίλους μου, τον Γιεγκόρ Γκαϊντάρ και την Γιεκατερίνα Γκένεβα, οι οποίοι με υποστήριξαν και έγιναν συνιδρυτές, με βοήθησαν να βρω τα χρήματα για τα πρώτα τεύχη. Έτσι ξεκινήσαμε. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους, πολλοί το αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό, λέγοντας: «Αγγελιοφόρος της Ευρώπης; Τι άλλο θα δούμε;»
Ο Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς Αβέριντσεφ μου είπε: «Καταλαβαίνετε ποιες σκιές φέρνετε στο φως; Με τι ανακατεύεστε;»
Μάλλον, εγώ κι οι φίλοι μου, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πλήρως την εντύπωση που προκάλεσε το εγχείρημά μας.
Ποιοι ήταν οι συνοδοιπόροι σας σε αυτό το εγχείρημα;
Το περιοδικό δεν είναι δουλειά ενός προσώπου, είναι ομαδικό άθλημα. Αναπληρωτής διευθυντής έκδοσης ήταν ο φίλος μου Βλαντίμιρ Σάλιμον, ο οποίος για λόγους οικονομικής δυσπραγίας, αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοση του θαυμάσιου λογοτεχνικού περιοδικού «Χρυσός αιώνας». Ο Σάλιμον ανέλαβε την ευθύνη του λογοτεχνικού τμήματος του νέου «Αγγελιοφόρου της Ευρώπης». Έσπευσαν να μας βοηθήσουν και πολλοί δημιουργοί και συνεργάτες, γνώριμοι από τα πολλά χρόνια της δημοσιογραφικής μας κοινής ζωής: ο αναλυτής Αλεξάντρ Μαξίμοφ, η ποιήτρια και δοκιμιογράφος Τάνια Σερμπινά, η κριτικός θεάτρτου Νατάλια Ισάγιεβα, ο δημοσιογράφος Νατάλια Νόβικοβα. Από τους συγγραφείς ο Βιατσεσλάβ Ασσάρ – Εππέλ, ο Νικολάι Κλιμοντόβιτς, ο Ανατόλι Πριστάβκιν, ο Γιεβγκένι Ποπόφ, ο καθηγητής Φυσικής Σεργκέι Πετρόβιτς Καπίτσα, ο καθηγητής Φιλοσοφίας Βλαντίμιρ Κάντορ, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Αντρέι Μεντουσέφσκι, ο γνωστός φιλόσοφος Γκριγκόρι Σολομόνοβιτις Πομεράντς. Πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει πια. Υπεύθυνος γραμματείας ήταν ο νεαρός φιλόλογος και συγγραφέας Φιλίππ Σμιρνόφ, τον οποίο μας σύστησε ο Βολόντια Σόλομον. Η συμμετοχή του ήταν και παραμένει ανεκτίμητη.
Φυσικά και οι φίλοι μου, οι συνιδρυτές του περιοδικού, ο Γιεγκόρ Γκαιντάρ και η Γιεκατερίνα Γκένεβα. Ο Γιεγκόρ δημοσίευσε στο περιοδικό δεκαέξι πολύ σημαντικά άρθρα για την οικονομία και την πολιτική, όπως άλλωστε και η Κάτια που δημοσίευσε στο περιοδικό πληθώρα άρθρων. Μετά το θάνατο και των δύο συνεχίζουμε το έργο που μας κληροδότησαν.
Το περιοδικό σας απευθύνεται στους «Ρώσους Ευρωπαίους». Θεωρείτε πως είστε η συνέχεια των παραδόσεων των Δυτικιζόντων;
Αναμφίβολα ναι, παρόλο που δεν είναι τόσο απλό αυτό το ζήτημα, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Σε πολιτισμικό επίπεδο η Ρωσία είναι για εμάς, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια χώρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
φωτο 1
Πολύ συχνά λέω ότι την αίτηση της Ρωσίας για να γίνει μέλος της Ευρώπης, την έχει καταθέσει ο Νικόλαος Καραμζίν, όταν ίδρυσε το περιοδικό του το 1802. Από τότε, στεκόμαστε υπομονετικά σε αυτή τη σειρά. Είναι πληκτικό να στέκεσαι στην ουρά, γιατί συμβαίνουν διάφορες υπερβολές.
Νομίζω πως σε πολιτικό επίπεδο έχουμε δεκαπέντε χρόνια χαμένων ευκαιριών. Η συμφωνία του 1994 ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη μεταξύ τους συνεργασία έθρεψε πολλές ελπίδες. Είχε διάρκεια δέκα χρόνια αλλά με κοινές προσπάθειες και των δύο μερών δεν επεκτάθηκε και η αμοιβαία ψυχρότητα συνεχίστηκε. Η Ευρώπη έστελνε στη Ρωσία ολοένα και λιγότερο δραστήριους πρέσβεις της ΕΕ και ήταν γενική η αίσθηση πως μας «έβαλαν στον πάγο».
Ακόμη και τώρα όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε απομακρυνθεί μεταξύ μας, σε σύγκριση με το πώς ήμασταν στις αρχές αυτής της διαδικασίας, πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Πάρα πολλοί παράγοντες συνεργασίας λειτουργούν ακόμη. Παρόλο που και σε εμάς και στην Ευρώπη έχουν τεθεί σε πλήρη λειτουργία οι μηχανισμοί εκείνοι που στοχεύουν στην αποσάθρωση όλων όσων έχουν επιτευχθεί. Είμαι πεπεισμένος όμως ότι δεν μπορούμε γυρίσουμε την πλάτη ο ένας στον άλλον, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Εναλλακτική λύση είναι ο πόλεμος. Η λέξη αυτή δυστυχώς προφέρεται, θαρρείς κι όλοι έχουμε ξεχάσει ότι σημαίνει την γενική καταστροφή.
Ποια είναι η γνώμη σας για την αναγέννηση των ευρασιατικών παραδόσεων;
Ποιες παραδόσεις έχετε υπόψη σας; Για ποιο πράγμα γίνεται λόγος; Αν πρόκειται για τις παραδόσεις του ασιατικού δεσποτισμού, της περιφρόνησης της Ορδής απέναντι στην ελευθερία του ανθρώπου, του ευρωπαϊκού δικαίου, της ατομικής ιδιοκτησίας των πολιτών, δεν αναγνωρίζω ούτε τον Χάνο ούτε τον Τσάρο, ούτε τον ελέω Θεού αυτοκράτορα.
Για ένα διάστημα, την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, μελετούσα τα έργα των Ρώσων φιλοσόφων, οπαδών της ευρασιατικής ιδέας, μέλη του πρώτου κύματος της ρωσικής διασποράς. Μπορούσα να τους καταλάβω, ενθυμούμενος το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγραψαν τα έργα τους, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν. Οι σημερινοί επίγονοι των ευρασιατών είναι καρικατούρες. Τα κείμενά τους είναι ακατάληπτα, στρέφονται επιδεικτικά κατά των ανθρωπιστικών ιδεών, είναι προβοκατόρικα και πέραν πάσης σοβαρής συζήτησης. Η επιρροή τους όμως αυξάνεται ολοένα, ακόμη και ανάμεσα στα μέλη των ελίτ, πολλά εκ των οποίων είναι ημιμαθή, δυστυχώς.
Ο Νικόλαος Καραμζίν, ο ιδρυτής του «Αγγελιοφόρου της Ευρώπης»(φωτό1) κρίνοντας εκ του αποτελέσματος την ιστορία του 19ου αιώνα, κατάφερε εν τέλει να δημιουργήσει το «νέο Ρώσο αναγνώστη». Πώς αποτιμάτε τα αποτελέσματα των προσπαθειών σας σε αυτό το επίπεδο στη Ρωσία των αρχών του Εικοστού πρώτου αιώνα;
Τα αποτελέσματά μας είναι πολύ πιο πενιχρά. Στον αιώνα του Διαδικτύου και της κατακόρυφης πτώσης του ενδιαφέροντος για την κουλτούρα του τυπωμένου βιβλίου, στόχος μας είναι να διατηρήσουμε έστω τους παλιούς αναγνώστες! Θα ήθελα πολύ να πιάσω και τους νέους, τους νεαρούς δηλαδή, για να συνεχιστεί αυτό το σημαντικό έργο μέσω της ενδογενεακής «μετάδοσης του πολιτισμού», πράγμα που κατά τη γνώμη μου, είναι η σημαντικότερη αποστολή περιοδικών σαν το δικό μας. Δεν θα έλεγα όμως ότι το αναγνωστικό κοινό τέτοιων περιοδικών είναι μεγάλο.
Ποιες είναι οι βασικές αρχές της συντακτικής ομάδας του περιοδικού σας, όταν απονέμει το «Βραβείο Καραμζίν»;
Έχετε προφανώς υπόψη σας το μετάλλιο «Αγγελιοφόρος της Ευρώπης» – AND Unicium Europe. Το απονέμει το κολέγιο του μεταλλίου, στο οποίο συμμετέχουν οι ιδρυτές του περιοδικού, εμπειρογνώμονες και οι βραβευθέντες των προηγούμενων ετών.
Το μετάλλιο εδώ και δέκα χρόνια απονέμεται για τις εξαίρετες υπηρεσίες στην υπόθεση της προάσπισης και της ανάπτυξης των ευρωπαϊκών και ανθρωπιστικών πολιτισμικών αξιών.
Μέχρι σήμερα το μετάλλιο έχει απονεμηθεί σε φιλοσόφους, συγγραφείς, σκηνοθέτες, μεταφραστές, παράγοντες του πολιτισμού. Ανάμεσα τους είναι ο μεταφραστής Α. Σ. Απτ, ο σκηνοθέτης Αν. Βασίλιεφ, ο φιλόσοφος Γρ. Πομεράντς, ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ Τζ. Μπίλλινγκτον, ο συγγραφέας Γιάκοφ Γκόρντιν, ο ποιητή Γκρ. Κρουζκόφ, ο Πολωνός ιστορικός του Μεσαίωνα και ένας από τους ιδρυτές της «Αλληλεγγύης» Κάρολ Μοντζελέφσκι και άλλοι.
Το περιοδικό σας αλλά και η ιστοσελίδα σας στο Διαδίκτυο θεωρούνται ανάμεσα σε εκείνα που ασκούν την μεγαλύτερη επιρροή στη σύγχρονη Ρωσία. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ευθύνη έναντι του κοινού ή έναντι της εξουσίας;
Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό περί της επιρροής, νομίζω πως υπερεκτιμάτε τη δουλειά μας. Προσπαθούμε όμως να έχει η δουλειά μας ένα επίπεδο. Ως προς την ευθύνη τώρα. Φυσικά και όχι έναντι της εξουσίας. Είμαστε νομοταγείς, πληρώνουμε τους φόρους μας, καταθέτουμε διαρκώς άπειρα έγγραφα φορολογικού περιεχομένου, αλλά μέχρις εκεί. Απέναντι στο κοινό είμαστε υπεύθυνοι. Ή μάλλον απέναντι στην ιδέα που έχουμε για το ιδανικό περιοδικό (φευ, είναι αδύνατο να το αποκτήσουμε 100%), απέναντι στον επαγγελματισμό, στην αλήθεια, την εγκυρότητα, την ιστορία, θα έλεγα και ας μην εκληφθεί αυτό ως αλαζονεία.
Ποια είναι η γνώμη σας για το επίπεδο του διαλόγου ανάμεσα στην Ρωσία και την Ευρώπη σήμερα;
Δεν υπάρχει τέτοιος διάλογος σήμερα, υπάρχει μια απομίμηση διαλόγου.
Ποια είναι η πρόγνωση σας για την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων της Ρωσίας με την Ευρώπη; Πώς φαντάζεστε τον 21ο αιώνα;
Θα είναι ένας αιώνος πρωτόγνωρων και αδιανόητων θαυμάτων. Ελπίζω όχι καταστροφικών, αν και δεν πολυπιστεύω στην αισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος, γιατί ποτέ δεν έχει δικαιωθεί. Δεν πρόκειται όμως να επικαλεστώ τα δεινά και τις συμφορές όπως κάνουν οι επαγγελματίες «ανησυχούντες» στην χώρα μας. Αναφορικά με τα ζητήματα αλληλεπίδρασης της Ρωσίας με την Ευρώπη, προκειμένου να μην επιβεβαιωθεί το καταστροφικό σενάριο, θα πρέπει οι σχέσεις αυτές να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Έχετε εκδώσει ειδικά τεύχη, αφιερωμένα σε διάφορες χώρες, για παράδειγμα στη Γερμανία ή την Πολωνία, με τις οποίες η Ρωσία έχει περίπλοκες σχέσεις. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζετε;
Κάθε φορά αντιμετωπίζουμε διάφορα προβλήματα και εξαρτάται από συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους μας συνδέει η επιθυμία να ασχοληθούμε με αυτό το σχέδιο. Βλέπετε, πάντα θέλουμε να ενημερώσουμε το κοινό μας όχι με ψευδείς εντυπώσεις, για παράδειγμα, για την Ελλάδα, αλλά για τις διάφορες, ίσως και δημοφιλείς, εντυπώσεις που έχουν οι ίδιοι οι Έλληνες για τον εαυτό τους. Αυτό δεν έχει μεγάλη σχέση ή μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ρωσίας.
Το τεύχος που ήταν αφιερωμένο στην Πολωνία είναι κάτι το μοναδικό, παρόλο που οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων χειροτέρευαν μέρα με την ημέρα. Ωστόσο, μας βοήθησαν όλοι στην Πολωνία και πολύ πρόθυμα έρχονταν σ’ επαφή μαζί μας. Το «γερμανικό» τεύχος σε επίπεδο οργάνωσης αποδείχτηκε πολύ δυσκολότερο, κουραστήκαμε πολύ να το φέρουμε σε πέρας. Το «ιταλικό» με το οποίο ασχολούμαστε τώρα έχει τις δικές του δυσκολίες. Ελπίζουμε να φτιάξουμε και ένα «ελληνικό» αλλά και πολλά άλλα.
Ήσασταν ένας από τους πρώτους σοβιετικούς δημοσιογράφους που ασχοληθήκατε ενεργά με τα προβλήματα του περιβάλλοντος και την επίδρασή που ασκεί σε αυτό η ανθρώπινη δραστηριότητα. Πώς σας αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή;
Είναι πολύ ευχάριστο που το θυμηθήκατε αυτό. Ναι, στις δεκαετίες του 1970 και 1980 ήμουν ένας διάσημος δημοσιογράφος – οικολόγος. Στο περιοδικό “Αγροτική νεολαία”, στο οποίο εργαζόμουν εκείνα τα χρόνια είχα δημιουργήσει μια πολύ δραστήρια οικολογική αποστολή με τίτλο «Ζωντανό νερό». Με την αποστολή αυτή μαζί με φίλους, νεαρούς την εποχή εκείνη επιστήμονες, γυρίσαμε όλη τη Σοβιετική Ένωση, από την χερσόνησο της Καμτσάτκα μέχρι το Παμίρ. Τότε προσπαθούσαμε να καθησυχάσουμε τον εαυτό μας με το επιχείρημα «ζούμε στο κλουβί, τουλάχιστον όμως είναι μεγάλο». Τιμηθήκαμε με το επίζηλο τα χρόνια εκείνα βραβείο της «Λενινιστικής Κομσομόλ» για τον αγώνας μας κατά εκτροπής των ποταμών της Σιβηρίας.
Πολύ αργότερα, η δουλειά αυτή, από κοινού με τον φίλο μου Γιεγκόρ Γκαϊνταρ, ο οποίος ήταν ο συνιδρυτής του «Πράσινου κινήματος» στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έγινε η βάση στη σκέψη ότι για τον αποτελεσματικό οικολογικό αγώνα θα πρέπει να αλλάξουμε το πολιτικό σύστημα της χώρας. Σκεφτήκαμε ότι χρειάζεται ένας ελεύθερος Τύπος, ένα πραγματικό κοινοβούλιο, στο οποίο θα εκπροσωπούνται όλα τα στρώματα του πληθυσμού, η δημοκρατία και η αποτελεσματική τοπική αυτοδιοίκηση. Δυστυχώς, οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας μας απομάκρυνε πολύ από τα ιδανικά αυτά. Τα συμπεράσματα εκείνης την εποχή, τα δημοσίευσα τότε στο άρθρο «Κόμμα Συμφερόντων» στο περιοδικό «Νόβι μιρ»[1] το 1990. Τα κόμματα των συμφερόντων ήταν αντίπαλα του κόμματος των πολιτών και νίκησαν.
Τι αναμνήσεις έχετε από την διάλυση της ΕΣΣΔ και της μετάβασης στη νέα εποχή της ρωσικής ιστορίας;
Τον Αύγουστο του 1991 εργαζόμουν στο περιοδικό «Νόβι μιρ», ένα από τα πιο δημοφιλή περιοδικά της εποχής εκείνης. Η είδηση για τη δημιουργία Επιτροπής Έκτακτης Ανάγκης, δηλαδή για το στρατιωτικό πραξικόπημα, μας συγκλόνισε. Σκεφτόμασταν ότι θα χρειαστεί να ζήσουμε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην παρανομία. Μαζί με άλλους πήγαμε και φτιάξαμε οδοφράγματα μπροστά στον Λευκό Οίκο. Μαζί με εκατομμύρια συμπολιτών μου συμμετείχαμε στην πορεία από τον Λευκό Οίκο που πέρασε μπροστά από το ρωσικό κοινοβούλιο, το κτήριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος προς το κτήριο της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ, όπου γκρεμίσαμε το άγαλμα του ιδρυτή της Κόκκινης τρομοκρατίας. Με την σύζυγό μου, έκτοτε, αποκαλούμε την ημέρα αυτή ως την πλέον ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μας. Ήταν ένα θαύμα, εφόσον την παραμονή, όλη τη νύχτα μας είχαν περικυκλώσει τεθωρακισμένα έτσι όπως στεκόμασταν μπροστά στο κτήριο του ρωσικού κοινοβουλίου. Ήταν άλλωστε νωπές οι μνήμες από την πλατεία Τιεν Αμέν στο Πεκίνο. Το θαύμα όμως έγινε. Μου τηλεφώνησε ο πατέρας του Γιεγκόρ, ο ναύαρχος Τιμούρ Γκαϊνβτάρ και μου είπε: «Το έβαλαν στα πόδια!». Δεν μπορούσα να τον πιστέψω. Είμαι αισιόδοξος, αν το θαύμα έγινε μία φορά, γιατί να μην επαναληφθεί;
Πώς αποτιμάτε τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ:
Τα δέκα αυτά χρόνια δεν ήταν κάτι το μονολιθικό. Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν έγιναν μετά από μεγάλες πιέσεις. Δεν καταφέραμε να κάνουμε τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Το φθινόπωρο του 1993 η σύγκρουση ανάμεσα στον Γιέλτσιν, την μεταρρυθμιστική του κυβέρνηση και το Ανώτατο Συμβούλιο της Ρωσικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, έφτασε στα όρια της πολιτικής κρίσης. Ο Γκαϊντάρ την αποκάλεσε «τριήμερο πολιτικό πόλεμο». Χύθηκε αίμα. Το νέο Σύνταγμα, το οποίο ήταν προϊόν μακράς και υπομονετικής συζήτησης στη Συνταγματική Συνέλευση, το υιοθέτησαν αμέσως στην πιο σκληρή, προεδρική, αυταρχική του εκδοχή, τοποθετώντας τις νάρκες, οι οποίες εκρήγνυνται σήμερα. Τον Δεκέμβριο του 1994 ανεύθυνοι άνθρωποι (γνωστοί σε όλους μας) ξεκίνησαν τον πόλεμο στην Τσετσενία. Το κόμμα μας «Η δημοκρατική επιλογή της Ρωσίας» (ήμουν μέλος του πολιτικού του συμβουλίου), τοποθετήθηκε έντονα κατά του πολέμου, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιπροσωπευτεί στην Δούμα μετά τις εκλογές. Ο Γιέλτσιν μαζί με τη χώρα, έπεσαν στην παγίδα, από την οποία δεν κατάφεραν να βγουν ποτέ.
Και η δεύτερη δεκαετία;
Ούτε αυτήν μπορούμε να την δούμε ως ένα ενιαίο σύνολο. Αποτελείται από διάφορα στρώματα, μεγάλα και μικρά. Άρχισε όμως αξιοπρεπώς. Υιοθετήθηκε ο νέος Αστικός Κώδικας, το νέο φορολογικό σύστημα, οι τιμές του πετρελαίου ανέβαιναν, η οικονομία αναπτυσσόταν. Στα τέλη όμως του 2003 ξέσπασε η υπόθεση της «Yukos» και η λογική των γεγονότων «έριξε το καράβι στα βράχια», θα έλεγα.
Έχει ανάγκη σήμερα από μια ανεξάρτητη δημοσιογραφία;
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Όλα αυτά τα χρόνια η ζωή μας βοήθησε να γίνουμε πολύ πιο νηφάλιοι, απ’ όσο ήμασταν πριν από είκοσι χρόνια, όταν, ακκιζόμενοι αποκαλούσαμε εαυτούς «τέταρτη εξουσία». Ανεξάρτητη από ποιον; Ο δημοσιογράφος είναι εξαρτημένος από τον αρχισυντάκτη, από την αυτολογοκρισία, από τον ιδιοκτήτη ή τον χορηγό, από τον αναγνώστη, ο οποίος αγοράζει το περιοδικό ή την εφημερίδα, από τον διαφημιστή, από τις ομάδες επιρροής, από τις πηγές του, οι οποίες πολλές φορές μετατρέπονται σε λογοκριτή του…
Αλλά και από τις αρχές, τις λογοκρισίες της εκκλησίας, του τζαμιού, των θρησκόληπτων, η δημοσιογραφία θα πρέπει να είναι ελεύθερη. Ένας φίλος μου καθηγητής που ζει στην Αγγλία, πολλές φορές προσπάθησε να δημοσιεύσει εκεί ένα πολύ σημαντικό και μετριοπαθές κείμενο, το έστειλε σε δεκάδες έντυπα και όλα του απάντησαν αρνητικά, λέγοντας πως το θέμα δεν είναι της μόδας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Σήμερα είμαστε πολύ πιο νηφάλιοι, βλέπουμε τους πραγματικούς μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς, πολύ καλύτερα από τότε που ξεκινούσαμε. Δυστυχώς πολλοί αντιπαραθέτουν τη γνώση με τον κυνισμό.
Είχατε φίλους δημοσιογράφους, οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών. Είναι επικίνδυνο επάγγελμα η δημοσιογραφία στη Ρωσία;
Φευ! Ας μετρήσουμε λοιπόν. Ξεκίνησαν την επαγγελματική μου ζωή στην εφημερίδα με «Μοσκόφσκι κομσομόλετς» με τον Γιούρι Στσεκοτίνιχ της «Νόβαγια Γκαζέτα»[2], τον οποίο δηλητηρίασαν. Έδωσα συνέντευξη στην Άννα Πολιτκόφσκαγια, την οποία πυροβόλησαν στο κατώφλι του σπιτιού της. Ο φίλος μου Μαρκ Γκριγκόριεφ, ανταποκριτής του περιοδικού «Ογκονιόκ»[3], κάηκε κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στο νοσοκομείο «Λένινγκραντ», όπου είχε πάει για να ερευνήσει διάφορες υποθέσεις διαφθοράς. Δεν γνώριζα προσωπικά τον ιερέα Αλεξάντρ Μεν και διάσημο χριστιανό ιδεολόγο, γνώριζα όμως πολύ καλά, ήμουν στενός φίλος με την Γιεκατερίνα Γκένεβα. Τον δολοφόνησαν με τσεκούρι την ημέρα της γιορτής του Ιωάννη Προδρόμου το 1991. Για πολλά χρόνια ήμουν φίλους με την Γκαλίνα Σταροβοϊτόβα, εθνολόγο, βουλευτή της Κρατικής Δούμας, εκδότη της εφημερίδας «Ευρωπαίος». Την δολοφόνησαν στην είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε. Ήμουν φίλος με τον βουλευτή Σεργκέι Γιουσενκόβ, ήμουν ο εκδότης του βιβλίου του. Ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Δημοκρατική επιλογή», τον πυροβόλησαν στην αυλή του σπιτιού του στην οδό Ελευθερίας. Ήξερα τον δημοσιογράφο Πολ Χλέμπνικοφ, έναν γοητευτικό ρωσοαμερικανό, τον οποίο δολοφόνησαν στη μέση του δρόμου. Ήμασταν καλοί φίλοι με τον Μπορίς Νεμτσόφ, ο οποίος δημοσιοποιούσε αιχμηρές αναλυτικές μελέτες. Τον δολοφόνησαν στην γέφυρα του Κρεμλίνου. Ήξερα πολύ καλά τον Πάβελ Σερεμέτεβ, τον οποίο πρόσφατα ανατίναξαν στο Κίεβο. Να συνεχίσω; Οι συνεργάτες μου στο Ίδρυμα προστασίας της διαφάνειας καταγράφουν με επιμέλεια τους δολοφονημένους για διάφορους λόγους δημοσιογράφους. Την καταγραφή αυτή μπορεί κάποιος να την αναζητήσει στο διαδίκτυο. οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν για λόγους «σχετικούς με την επαγγελματική τους δραστηριότητα». Πριν χρόνια τοποθετήθηκα δημόσια κατά του πανίσχυρου κράτους, έγραψα κείμενα κατά του σχεδίου εκτροπής των ποταμών της Σιβηρίας και νικήσαμε (έτσι πιστεύαμε τότε, μη μπορώντας να κατανοήσουμε πως στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχαν απλά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν αναγκαία για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων). Είχα ταχθεί κατά της κατασκευής πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Κανείς όμως δεν μας δολοφόνησε τότε. Σήμερα, η δημοσιογραφία είναι ένα πολύ επικίνδυνο επάγγελμα, ιδιαίτερα όταν θίγονται κάποια πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Εκτιμώ αφάνταστα τους δημοσιογράφους που κάνουν συγκεκριμένες έρευνες υποθέσεων διαφθοράς. Διακινδυνεύουν καθημερινά. Όταν όμως τους δολοφονούν, πάει να πει τους φοβούνται, φοβούνται την αλήθεια. Πάει να πει πως η αλήθεια μπορεί να βοηθήσει στο να αλλάξει κάτι, έστω και κάτι μικρό.
Είναι δυνατή η ανοιχτή κοινωνία στη Ρωσία;
Πριν από είκοσι χρόνια, χωρίς να ταλαντευτώ καθόλου, θααπαντούσα: φυσικά ναι! Σήμερα όμως θα απαντήσω στη ερώτηση με ερώτηση, είναι δυνατή η «Ανοιχτή κοινωνία;» Πόσο ανοιχτή; Δείξτε μου την! Η Ρωσία είναι μια χώρα που ασθμαίνουσα προσπαθεί να φτάσει τον πολιτισμό, διαρκώς προσπαθούμε να φτάσουμε κάποιον, την Αμερική, την Ευρώπη, ακόμη και την Πορτογαλία. Μπορεί το πρόβλημα να έγκειται στο γεγονός ότι ο κόσμος οδεύει προς ένα νέο καθεστώς απομονωτισμού, χτίζει φράχτες στα σύνορα και στους νόμους, δεν χορηγούν στους φοιτητές φοιτητικές βίζες και μέσα στο πλαίσιο αυτό τα όνειρά μας μοιάζουν ολοένα και περισσότερο ανεπίτευκτα. Νομίζω πως κανένα μεγάλο κράτος δεν μπορεί να μείνει επί μακρόν απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Η δυνατότητα ενός καλύτερο, πιο ελεύθερου, ανοιχτού κόσμου στη Ρωσια, νομίζω πως συνδέεται ευθέως με την δημοφιλία των ιδεών της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού στον κόσμο.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε ή να βελτιώσετε μια από τις πράξεις που κάνατε στο παρελθόν, ποια θα ήταν αυτή;
Από τη μία πλευρά έχουμε, τις αποφάσεις ή τις πράξεις, για τις οποίες μπορώ να λυπάμαι και οι οποίες σίγουρα ήταν πολλές. Από την άλλη πλευρά, η ζωή, νομίζω, η ζωή μας είναι ένα στάδιο μιας αδιάλειπτης αλυσίδας και αν αποσπάσεις από αυτή ένα κρίκο, τότε διαλύεται ολόκληρη. Συνεπώς, για λόγους αρχής, ανεξάρτητα από τον υποθετικό χαρακτήρα της πρότασής σου, θα παραμείνω πιστός στη ζωή μου, έτσι όπως την έζησα.
Έχετε γράψει με αρκετά ονόματα και μάλιστα το κάθε ένα από αυτά έχει το δικό του ιδιαίτερο περιεχόμενο και στόχευση. Είστε δημοσιογράφος, συγγραφέας ή χρονικογράφος της εποχής μας;
Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό. Η οικολογία, η τέχνη, η κοινωνιολογία, η εκπαίδευση, η πολιτική, όλα αποτελούν τμήμα ενός μεγάλου πίνακα. Ουσιαστικά είμαι δημοσιογράφος. Γενικά, όπως είπε ένας κακοήθης είμαι “ο Καραμζίν της εποχής μας”. Θα έλεγε συγκαταβατικά πως είμαι ένας ιστοριογράφος. Όπως και πολλοί άλλοι από εμάς.
Ποια στρατηγική ζωής ακολουθείτε;
Είμαστε παιδιά της γενιάς του 1968, το σύνθημά μας είναι: Να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο!
Η στρατηγική μου είναι “έξι μέτρα και πενήντα εκατοστά, χωρίς κοντάρι” Το λένε όταν κάνουν άλματα εις ύψος. Παρόλο που ποτέ δεν έκανα άλματα εις ύψος. Αυτό είχα πει στην Κάτια Γκένεβα όταν προσπαθούσα να την πείσω να υποστηρίξει το σχέδιο της αναβίωσης του «Αγγελιοφόρου της Ευρώπης».
“Καταλαβαίνεις, της είπα, – φαντάσου ένα στάδιο γεμάτο κόσμο. Να βγαίνω και να ανακοινώνω: έξι μέτρα και πενήντα εκατοστά. Και συνεχίζω σεμνά: χωρίς κοντάρι. Το στάδιο παγώνει. Αυτό είναι ο “Αγγελιοφόρος της Ευρώπης!»
Κι εκείνη ήρεμα απάντησε, ανασηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια:
– «Να αφού πρέπει απλά να πηδήξεις πάνω από τον πήχη (πράγμα που της φαινόταν απολύτως εφικτό!), στο βαθμό που καταλαβαίνω θέλετε να πετάξετε μακριά και πιο ψηλά απ’ όλους;»
Με προσγείωσε.
Οι φίλοι μου που έφυγαν είναι αυτοί που καθορίζουν πλέον την στρατηγική της ζωής μου. Πρέπει να μην τους προδώσω λοιπόν. Κι όμως με τα χρόνια μαζεύονται ολοένα και περισσότερες υποχρεώσεις.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
O Βίκτωρ Γιαροσένκο γεννήθηκε το 1946. Είναι δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, ασχολείται με ζητήματα πολιτισμού, αλλά και την φωτογραφία. Συμμετείχε επί σειρά ετών στο κίνημα κατά της εκτροπής των ποταμών της Σιβηρίας στην Κεντρική Ασία. Έχει τιμηθεί με το βραβείο της Λενινιστικής Κομσομόλ το 1980. Ήταν προϊστάμενος του τμήματος επιφυλλίδας και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Νόβι μιρ», στο οποίο δημοσίευσε ένα κύκλο μεγάλων σε έκταση δοκιμίων με πολιτική και κοινωνική θεματολογία.
Κατά τη δεκαετία του 1990 ήταν μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του κόμματος «Δημοκρατική επιλογή της Ρωσίας». Την ίδια εποχή ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό «Ανοιχτή πολιτική». Έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ένωσης Δημοσιογράφων της Ρωσίας, το 1997.
Το 2001 επανέκδωσε το ιστορικό περιοδικό της Ρωσίας «Αγγελιοφόρος της Ευρώπης» το οποίο είχε ιδρύσει ο μεγάλος Ρώσος ιστορικός και διανοητής Νικολάι Καραμζίν το 1802, το οποίο και διευθύνει μέχρι σήμερα. Το περιοδικό αυτό θεωρείται ως μια στεντόρεια και γενναία φωνή ελευθεροφροσύνης στη σημερινή Ρωσία.
Είναι παντρεμένος με την Τανιούσα, όπως αποκαλεί τη σύζυγό του, επιφανή κοινωνιολόγο της Ρωσίας, ειδική στις έρευνες της κοινής γνώμης, έχει τέσσερα παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
[1] Νέος κόσμος.
[2] Νέα εφημερίδα.
[3] Φλογίτσα.