Οι αντιδράσεις που προκάλεσε το άρθρο του καθηγητή Στάθη Καλύβα στην Καθημερινή της Κυριακής είναι χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο έχει χτιστεί το εθνικό μας αφήγημα επί δεκαετίες. Θεωρούμε ότι το JAJ είναι το κατάλληλο φόρουμ για ν’ανοίξει αυτή η συζήτηση. Πριν από οποιαδήποτε επιχειρηματολογία να θυμίσουμε ότι ο Καλύβας δεν υφίσταται επιθέσεις για πρώτη φορά.
Τη σφοδρότερη επίθεση την υπέστη σχεδόν δύο δεκαετίες πριν όταν ως νεαρός πολιτικός επιστήμονας τότε επεχείρησε να προτείνει και κατάφερε να επιβάλει μια άλλη ανάγνωση του Εμφυλίου. Λοιδορήθηκε από κάποιες “μορφές” της αριστεράς που τότε όπως και τώρα πιστεύουν ότι κατέχουν τη μοναδική αλήθεια και το δικαίωμα να τη διαχειρίζονται. Αλλά η προσέγγιση Καλύβα αναγνωρίστηκε διεθνώς , γιατί εκτός από τον ελληνικό εμφύλιο, έχει ασχοληθεί και με άλλες ευρωπαϊκές εμφύλιες συγκρούσεις, και συνέβαλε στην καταξίωση του στο επιστημονικό του αντικείμενο όπου οι διαδικασίες ανάδειξης δεν έχουν φυσικά καμμία σχέση με τον τρόπο ανάδειξης στα ελληνικά κομματοκρατούμενα πανεπιστήμια, όπου δυστυχώς οι κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας ήταν και παραμένουν κυρίαρχοι λόγω αδυναμίας τους να εξελιχθούν σε οποιοδήποτε άλλο μη “προστατευμένο” χώρο. Και ας μην ξεχνάμε το σημαντικότερο: οι κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας βρίσκονται σήμερα στην εξουσία αφού κατάφεραν ως μειοψηφία κοινωνική αλλά ως πλειοψηφία ακαδημαϊκή να διαμορφώσουν γενιές Ελλήνων γύρω από το δικό τους εθνικό αφήγημα που είναι το αφήγημα των ηττημένων του Εμφυλίου, των μονίμως αδικημένων και κατατρεγμένων Ελλήνων που κάποιοι άλλοι “απέξω” καθορίζουν τη μοίρα τους, φυσικά με τη βοήθεια των “ντόπιων λακέδων” τους. Είναι ένα αφήγημα που δυστυχώς κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλο το πολιτικό φάσμα γιατί οι μειοψηφικές φιλελεύθερες δυνάμεις δεν ήθελαν ή το κυριότερο δεν είχαν – και δεν έχουν- να αντιπαραθέσουν ένα εναλλακτικό εθνικό αφήγημα. Οσο αυτή η κυριαρχία διατηρείται στο δημόσιο λόγο, δυνατότητα ουσιαστικής αλλαγής και εξόδου από την κρίση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Η ανάγνωση Καλύβα για τη δικτατορία, με κεντρική ιδέα ότι λειτούργησε ως εμβρυουλκός για τη μεταπολίτευση, ότι δηλαδή επέφερε αλλαγές τόσο ριζικές που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν, ασφαλώς δεν συνιστά υπεράσπιση της χούντας αλλά διαπίστωση που θα μπορούσε να υποστεί κριτική αλλά και να αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω συζήτηση. Γιατί λοιπόν ενοχλεί; Ενοχλεί, κατά τη γνώμη μας, διότι αναδεικνύει την καταλυτική συμβολή ενός προσώπου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στη διαδικασία αποκατάστασης της δημοκρατίας και σταθεροποίησης των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα – και τα δύο δεν ήταν καθόλου δεδομένα το ’74. Και γιατί μιλάει για τον εκδημοκρατισμό, και εξευρωπαϊσμό, της ελληνικής δεξιάς σε αντίθεση με την άλλη παράταξη που δεν πέρασε από αντίστοιχη διαδικασία. Αποδυναμώνει έτσι το κυρίαρχο αφήγημα, μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ το 1981, ότι τότε μόνο επήλθε ουσιαστική πολιτική αλλαγή στη χώρα και έκλεισαν οι πληγές του εμφυλίου.
Η ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Ας σκεφθούμε, ωστόσο, πως θα είχαν εξελιχθεί η ελληνική πολιτεία και κοινωνία, αν είχε συνεχισθεί η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού που ξεκίνησε το 1974, με μια συνεπή και δυναμική αξιοποίηση της ένταξης στην ΕΟΚ, χωρίς να μεσολαβήσει η λαίλαπα του λαϊκισμού. Θα είχαμε φτάσει στη σημερινή κρίση και τη χρεωκοπία; Το πως η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται και αφομοιώνει την κρίση, το πως διαβάζει ή αγνοεί τα διδάγματα απ’ αυτήν, συνδέεται άμεσα με το “εθνικό αφήγημα”, όπως διαμορφώθηκε μετά το 1981- η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο και τα συναφή. Σ’αυτό το αφήγημα κυριαρχεί η διαίρεση “εμείς και οι άλλοι” ακόμη και όταν αυτοί οι “άλλοι” είναι οι Ευρωπαίοι που στήριξαν την ελληνική ένταξη με πόρους που χρηματοδότησαν το ελληνικό “θαύμα” πριν την κρίση. Σ’αυτό το αφήγημα η Ελλάδα δεν ανήκει στη Δύση, έχει όμως μια “σημασία” που οι “άλλοι” πρέπει να της αναγνωρίζουν. Η Ελλάδα διαφοροποιείται από τις κεντρικές επιλογές των εταίρων και των συμμάχων της αλλά εκείνοι πρέπει να εξακολουθήσουν να τη στηρίζουν λόγω αυτής της “σημασίας”, και γιατί “έτσι μας αρέσει” στο κάτω-κάτω…
Σ’αυτό το αφήγημα δεν υπάρχει επίσης η έννοια της ατομικής ευθύνης. Δεν έχει ρόλο και λόγο άλλο απ’ αυτόν της πελατειακής, ακριβοπληρωμένης του ψήφου, ο πολίτης στα δρώμενα της χώρας. Σε ανταπόδοση, το κράτος-αγελάδα τον αφήνει να την αρμέγει. Μπορεί να φοροδιαφεύγει, μπορεί να λαδώνει και να λαδώνεται, μπορεί να κάνει παρανομίες, να χτίζει αυθαίρετα, να ρυπαίνει, να μπαίνει με μέσο στο Δημόσιο, να ζητάει χάρη για να περάσει τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, ειδικά αν είναι κομματικός συνδικαλιστής, μπορεί να καταστρέφει τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ΑΕΙ ή ακόμη και να δέρνει καθηγητές αν διαφωνεί μαζί τους, αλλά δεν ευθύνεται. Ευθύνεται πάντα κάποιος άλλος, απέναντι, απέξω. Αυτό είναι το συλλογικό αφήγημα των τελευταίων δεκαετιών. Η κρίση δεν το αποδυνάμωσε, το ενίσχυσε. Γιατί και η κρίση, στην οπτική αυτή, είναι δημιούργημα των “άλλων”!
Τι γίνεται τώρα; Γίνεται κάτι πολύ επικίνδυνο: καθώς λόγω της κρίσης έχει επέλθει ρήξη ανάμεσα στο “λαό” και σε ότι αποκαλείται “ελίτ”, με τα ελληνικά πάντα μέτρα, και με δεδομένη την αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, έχει εξουδετερωθεί ο ορθός λόγος. Ταυτόχρονα, έχουν αδυνατίσει οι αναφορές και η ταύτιση με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο το οποίο παρά τις ελληνικές αντιστάσεις λειτούργησε ως ανάχωμα στην πλήρη επικράτηση του λαϊκισμού. Με άλλα λόγια δεν λειτουργεί πια ο εξευρωπαϊσμός με το στανιό, που επεχείρησαν ο Καραμανλής και ο Σημίτης. Πλέον ο λαϊκισμός αυτοτροφοδοτείται. Δεν υπάρχει αξιακό πλαίσιο να σταθεί απέναντι του για να τον ανασχέσει. Και αν δεν υπάρξει πολύ σύντομα, οι συνέπειες θα είναι πολύ βαρειές. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία έχει βαθύτατα τραυματισθεί από την κρίση, και με ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του μίγματος πολιτικής που επέβαλε, και κινδυνεύει να μείνει ένα άδειο κέλυφος. Η απλή και μόνο παρατήρηση το επιβεβαιώνει: η κατάσταση στη δικαιοσύνη, η απουσία δημόσιας τάξης, η κατάσταση στα πανεπιστήμια, οι αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ολα τα στοιχεία συγκλίνουν στη διαμόρφωση μιας ντε φάκτο ημι-δημοκρατικής κατάστασης χωρίς μηχανισμούς ελέγχου και με μια κοινή γνώμη αποκαμωμένη από όσα έχουν συμβεί που δεν θα ενδιαφέρεται για την εμβάθυνση της δημοκρατίας αλλά μόνο για την επιβίωσή της. Αυτή η κοινή γνώμη θα είναι ευεπίφορη σε ένα είδος λαϊκισμού που θα αμφισβητήσει την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό σύστημα. Ο ηγέτης που θα τον εκφράσει δεν έχει φανεί ακόμη αλλά είναι βέβαιο ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας.