Παρά τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, η ρωσική πολιτική ελίτ, μέσω της νομοθεσίας, έκανε ένα ακόμη βήμα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, υιοθετώντας το νομοσχέδιο για τον κολασμό πράξεων περιύβρισης της αρχής και της προσβολής των κρατικών συμβόλων, καθώς επίσης και για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων μέσω του διαδικτύου. Χθες η Κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο), ψήφισε το σχετικό νόμο.
Από σήμερα κιόλας, οι Ρώσοι χρήστες του διαδικτύου, είτε στις Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης (ΣΚΔ), είτε στις προσωπικές τους ιστοσελίδες, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους, δεδομένου ότι με βάση τη νέα νομοθεσία θα χρειαστεί να δώσουν λόγο στο δικαστήριο για εκφράσεις που υποδηλώνουν “σαφή ασέβεια” απέναντι στην κοινωνία, το κράτος, τα επίσημα σύμβολα, κυρίως όμως τις “αρχές”.
Ειδικοί νομομαθείς εκφράζουν αμφιβολίες και επιφυλάξεις ως προς την ερμηνεία αυτών των όρων. Η ρωσική αντιπολίτευση τάχθηκε εναντίον του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου. Είναι προφανές, ότι τα στελέχη των κομμάτων αυτών (Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσικής Ομοσπονδίας, Δημοκρατικό-Φιλελεύθερο), τα οποία δεν απολαμβάνουν της βουλευτικής ασυλίας, θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να κληθούν να δώσουν εξηγήσεις στα δικαστήρια για πολιτικές θέσεις κατά της κυβέρνησης.
Κατά την ρωσική αντιπολίτευση, ο νέος νόμος είναι μία προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας του Λόγου, αφού αφήνει πολλά κενά, τα οποία προκαλούν υποψίες για την επιλεκτική του χρήση κατά της αντιπολίτευσης. Τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος “Ενιαία Ρωσίας” θεωρούν πως δεν πρόκειται για απόπειρα εγκαθίδρυσης καθεστώτος λογοκρισίας, ωστόσο δεν προβάλουν σοβαρά επιχειρήματα.
Το δεύτερο νομοσχέδιο που έγινε δεκτό και αποτελεί πλέον νόμο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφορά τις “ψευδείς ειδήσεις” (fake news), δηλαδή τη δημοσίευση και διάδοση αναξιόπιστων ειδήσεων που αφορούν στην κοινωνία και αποτελούν απειλή για τη ζωή, την υγεία, την περιουσία των πολιτών ή υπονομεύουν την δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Αξιωματούχοι του κόμματος “Ενιαία Ρωσία” σχολιάζοντας το νέο, πλέον, νόμο, δήλωσαν πως αυτός δεν απαγορεύει τη διατύπωση απόψεων, κρίσεων ή προσεγγίσεων διαφορετικών από την επίσημη, αλλά πως γίνεται λόγος για τις ψευδείς ειδήσεις, η διάδοση των οποίων μπορεί να έχει άσχημες επιπτώσεις.
Ειδικοί νομομαθείς, ωστόσο, σημειώνουν, πως οι διατυπώσεις των όρων που περιλαμβάνονται στο νόμο ανοίγουν το κουτί της Πανδώρας ως προς την ερμηνεία τους και ουσιαστικά ο οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενος. Σημειώνουν μάλιστα πως φόβους για επιλεκτική χρήση και ερμηνεία του νόμου διατύπωσαν και βουλευτές της αντιπολίτευσης, εφόσον μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη σε οποιονδήποτε για το παραμικρό.
Οι ποινές που προβλέπονται από τη νέα νομοθεσία ξεκινούν από την επιβολή βαριών προστίμων, από 30.000 μέχρι 100.000 ρούβλια ανά περίπτωση, μέχρι τη διοικητική σύλληψη. Ως προς τη διασπορά “ψευδών ειδήσεων” και την περιύβριση αρχής σε προσωπικές ιστοσελίδες, τότε η Ανεξάρτητη Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών μπορεί να τις μπλοκάρει αμέσως και να απαγορεύσει την πρόσβαση σε αυτές. Το μέτρο αυτό επεκτείνεται και στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες με την πρόβλεψη ότι η Ανεξάρτητη Αρχή θα ενημερώνει ηλεκτρονικά τη διεύθυνση τους, προκειμένου να αφαιρέσουν την ψευδή είδηση κατά τη γνώμη της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, να διακόψουν χωρίς άλλη προειδοποίηση την πρόσβαση σε αυτές.
Αξίζει να σημειωθεί πως με τη νέα νομοθεσία η Ανεξάρτητη Αρχή, δεν χρειάζεται να ζητάει δικαστική συνδρομή για την απαγόρευση πρόσβασης, πράγμα που την καθιστά μοναδική και ύστατη αρχή κρίσης και απόφασης.