Στις 20 Ιανουαρίου 2025 εκδόθηκε από τον Ντόναλντ Τράμπ, στο πλαίσιο της πολιτικής του για την αρχιτεκτονική ομοσπονδιακών κτιρίων, ένα Προεδρικό Μνημόνιο (Presidential Memorandum) με τίτλο «Promoting Beautiful Federal Civic Architecture» με το οποίο προτρέπει στην  General Services Administration (GSA) να υποβάλει εντός 60 ημερών προτάσεις για το πώς τα ομοσπονδιακά δημόσια κτίρια θα είναι «ορατά ως πολιτικά κτίρια» και θα σέβονται την τοπική, παραδοσιακή και κλασική αρχιτεκτονική κληρονομιά.

Στις 28 Αυγούστου 2025 εκδόθηκε η εκτελεστική οδηγία (Executive Order) 14344 — “Making Federal Architecture Beautiful Again” όπου ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών συνδέει την ομοσπονδιακή αρχιτεκτονική με το όραμα των Ουάσιγκτον και Τζέφερσον: δημόσια κτίρια που εμπνέουν και προάγουν την πολιτική αρετή. Θεσπίζει ως «προτιμώμενη» την κλασική και παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα στην Ουάσιγκτον D.C., εκτός αν υπάρχουν «εξαιρετικοί λόγοι» για άλλη μορφή.

Ορίζει με ακρίβεια όρους όπως Classical, Brutalist,Deconstructivist, Traditional Architecture και «General Public». Επισημαίνει ότι οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες πρέπει να επιλέγουν σχέδια που «εξυψώνουν το πνεύμα» και αντανακλούν «τη σταθερότητα της κυβέρνησης».

Ορίζει το είδος των έργων για τα οποία θα ισχύουν οι παραπάνω κανονισμοί στα 50 εκατομμύρια δολάρια – πρακτικά αφορά δικαστικά μέγαρα, ομοσπονδιακές έδρες υπηρεσιών, πρεσβείες. Ουσιαστικά προσπαθεί να κατοχυρώσει εκ των πραγμάτων τον νεοκλασικισμό, περιορίζοντας τον μοντερνισμό και τον μπρουταλισμό, θεσπίζοντας δεσμευτικές οδηγίες για τους αρχιτέκτονες των δημοσίων κτιρίων. Μπαίνει, μάλιστα, κατά πρωτόγνωρο τρόπο για πρόεδρο σε μία μορφολογική ταξινόμηση δείχνοντας πρόθεση ρύθμισης του αισθητικού αποτελέσματος.

Με λίγα λόγια επιμένει αυταρχικά στην επιστροφή στις ρίζες, ότι και εάν σημαίνει αυτό.

Λίγο αργότερα κατατέθηκαν το προς ψήφιση νομοσχέδιο Beautifying Federal Civic Architecture Act of 2025 (S. 2726, 119th Κογκρέσο) — εισήχθη στη Γερουσία στις 4 Σεπτεμβρίου 2025 από τον Jim Banks και Το Make Federal Architecture Beautiful Again Act (H.R. 5565, 119th Κογκρέσο) — εισήχθη στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 26 Σεπτεμβρίου 2025 από τον Tim Burchett.

Στις αρχές του Αυγούστου ανακοινώθηκε η κατασκευή μιας νέας αίθουσας χορού στον Λευκό Οίκο. Ήδη έχει αρχίσει μερική κατεδάφιση της ανατολικής πτέρυγας για να υλοποιηθεί ο φανταχτερός νεοκλασικός σχεδιασμός που έχει εκπονηθεί από τους McCrery Architects που ειδικεύονται σε καθεδρικούς ναούς. Η πιο προφανής αισθητική κριτική θα ήταν σίγουρα η ασυμφωνία του με το υπόλοιπο Λευκό Οίκο.

Πρώτον: θα διαταράξει τη συμμετρία που απαιτεί η κλασική αρχιτεκτονική. Η στοά της αίθουσας χορού έχει τοποθετηθεί σε μια περίεργη θέση, κρεμασμένη στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος. Επιπλέον, τα παράθυρα από το δάπεδο μέχρι την οροφή είναι δυσανάλογα και εισάγουν έναν εντελώς διαφορετικό τόνο από αυτόν που δίνουν τα άλλα παράθυρα του Λευκού Οίκου.

Δεύτερον: η πλούσια, ψευδο-μπαρόκ διακόσμηση της αίθουσας χορού δεν ταιριάζει με την κατά τα άλλα λιτή γραμμή του Λευκού Οίκου. Υπάρχει μια νύξη των Βερσαλλιών στην προτεινόμενη αίθουσα χορού, αλλά ο Λευκός Οίκος δεν είναι, και ποτέ δεν προοριζόταν να είναι, οι Βερσαλλίες. Υπό αυτήν την έννοια, η αίθουσα χορού ταιριάζει περισσότερο με το χρυσό ρετιρέ του Τράμπ  παρά με το κτίριο στο οποίο θα ενωθεί.

Όλες οι μορφές κλασικής αρχιτεκτονικής καθορίζονται από την τήρηση ενός αυστηρού συνόλου κανόνων — συμπεριλαμβανομένων των αναλογιών και των σχημάτων κάθε στοιχείου, καθώς και των διακοσμήσεών τους — που έχουν καθοριστεί εδώ και πολύ καιρό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα περισσότερα νεοκλασικά κτίρια μοιάζουν πολύ, μεταξύ τους. Όμως, πολλά από τα πιο αγαπημένα νεοκλασικά κτίρια του κόσμου παραβιάζουν τους κανόνες. Πολύ συχνά, η κλασική αρχιτεκτονική και οι οπαδοί της καταλήγουν σε πεζότητα. Η συμμετρία, αν κοιτάξουμε τα πιο αγαπημένα κτίρια του κόσμου, δεν είναι και τόσο μεγάλη αρετή — όλα είναι παλίμψηστα, στα οποία έχουν προστεθεί και τροποποιήσεις από τις επόμενες γενιές.

Αυτό το κρίσιμο θέμα, της αυθεντικότητας, του αρχιτεκτονικού ρυθμού θα συζητήσουμε με τον αναπληρωτή καθηγητή της ιστορίας και θεωρίας της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ και συγγραφέα του βιβλίου, «Αμφίθυμη νεωτερικότητα: 9+1 κείμενα για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα» (Επίκεντρο, 2017), Κώστα Τσιαμπάου: “Στην εποχή μας δεν υπάρχει έναν ρυθμός που να απεικονίζει τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές αξίες, εάν υποθέσουμε ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί πεδίο μιας τέτοιας έκφρασης. Το λέω αυτό γιατί πιθανόν, το αισθητικό αποτέλεσμα να είναι πιό πολύπλοκο από μία κανονιστική ρύθμιση, έτσι όπως φαίνεται να την έχει στον μυαλό του ο Τράμπ.

Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, που εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα βασίζεται στα νέα υλικά και κυρίως στην τεχνολογία του σκυροδέματος. Η πέτρα, το τούβλο και το ξύλο της κλασικής περιόδου αντικαταστάθηκαν από το μέταλλο, το γυαλί και το οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν-αρμέ, σίδερο και πέτρα μαζί). Τα κτίρια έγιναν ασφαλέστερα και ψηλότερα.

Μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των σύγχρονων πόλεων της εποχής. Είχαν μεγαλύτερα ανοίγματα και περισσότερο φως. Τα μορφολογικά στοιχεία του κλασσικισμού αφαιρούνται και παγιώνεται σταδιακά μια νέα αισθητική.

Όταν κτίζονταν οι ΗΠΑ η νεοκλασική αρχιτεκτονική ήταν εντός της εποχής, ως ένας διεθνής ρυθμός που ταυτόχρονα υπηρετούσε της αξίες της χώρας. Σήμερα, που οι σύγχρονες αρχιτεκτονικές αναζητήσεις συνυπάρχουν με όλους τους ρυθμούς του παρελθόντος, υπό μία έννοια, τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά.

Ο νεότερος εξατομικευμένος άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτιστεί με ρυθμούς. Είναι σαν να περιορίζεις την ελευθερία του.

Μεταμοντέρνοι αρχιτέκτονες όπως ο Δημήτρης Πορφύριος ακόμα επικαλούνται την επιστροφή στην ιστορική αρχιτεκτονική και τις παραδοσιακές μορφές της. Θα μπορούσαμε όμως να σκεφτούμε με τέτοιους όρους ένα σύγχρονο αεροδρόμιο; Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, και φαινομενικά δυσνόητο, είναι τα ριζοσπαστικά μοντέρνα κτίρια που έγιναν στην διάρκεια της δικτατορίας, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται, διεθνώς, από τον μπρουταλισμό του Λε Κορμπυζιέ και τον μεταβολισμό των Ιαπώνων.

Οι Συνταγματάρχες, που ευαγγελίζονταν την παραδοσιακές αξίες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας δέχτηκαν πρωτοποριακά κτήρια όπως τον ΟΛΠ των Λιάπη και Σκρουμπέλου στον Πειραιά, της ΔΕΗ της Γ’ Σεπτεμβρίου του Κραντονέλλη, το στρογγυλό σχολείο του Ζενέτου στον Άγιο Δημήτριο, ακόμα και τους δύο πύργους Αθηνών και Πειραιώς. Είχαν επίγνωση της αρχιτεκτονικής ή απλώς έπλεαν με το ρεύμα της ανάπτυξης μέσω της ανοικοδόμησης;

Από την άλλη ο Μεταξάς επέβαλε, όπου νόμιζε, ανάλογους ρυθμιστικούς κανόνες με του Τράμπ, στηρίζοντας τον κλασικισμό ως ελληνικό ρυθμό. Σε εθνικούς διαγωνισμούς, ακόμα και μοντέρνοι αρχιτέκτονες, όπως ο Κίμων Λάσκαρις που είχε σχεδιάσει τα προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας, βρέθηκαν να καταθέτουν νεοκλασικές προτάσεις, ακολουθώντας την επίσημη γραμμή. Γενικότερα, συχνά οι προθέσεις φαίνεται να μπερδεύονται με το συμφέρον ή να χάνονται στις ισορροπίες της εκάστοτε εποχής”.

Μετά από αυτή την παρατήρηση, συζήτησα με τον συγγραφέα πέντε βιβλίων που περιστρέφονται γύρω από τον ελληνικό ψυχισμό (εκδόσεις Αρμός), Νίκο Καλαποθάκο: «Στην περίπτωση των χρόνων της Χούντας, αλλά και συνολικώς στην κοινωνία μας, η εξατομίκευση, που χαρακτηρίζει τον Δυτικό νεότερο κόσμο δεν φαίνεται να μας άγγιξε. Και αυτό, γιατί δεν καταδεχόμαστε να μας αλλοιώνουν, εσωτερικά, οι αλλαγές που απαιτούνται από τα μέσα που χρησιμοποιούμε και γενικώς, ό,τι κάνουμε με τα χέρια μας.

Είναι η αλλεργία που νιώθουν πολλές κοινωνίες με πλούσιο πνευματικό πολιτισμό (culture- (κουλτούρα) απέναντι στον υλικό πολιτισμό (civilization). Έχουν πάντα ένα τείχος για να μην αλλάξουν-εσωτερικεύσουν τίποτα από αυτόν. Η εσωτερίκευση είναι εγγενής μας αδυναμία.

Στην προκειμένη περίπτωση, νομίζω πως η Χούντα προώθησε τον εκμοντερνισμό στην αρχιτεκτονική για να προβάλει το καθεστώς της ως προοδευτικό. Ο εκμοντερνισμός/εξατομίκευση στην ελληνική κοινωνία έλαβε χώρα και προωθήθηκε, όπως και ο σοβιετικός, δηλαδή, για ακραιφνώς ιδιοτελείς λόγους (αλουμίνιο, γυαλί και παντελόνι Lee), για επιβολή και προβολή.

Δεν ανεχόμαστε τα μέσα να μάς αλλάξουν συμπεριφορές και ψυχισμούς, αφού δεν είμαστε υποκείμενα της ιστορίας, αλλά κατ’ εξοχήν εξωιστορικά όντα.

Έτσι δεν εκτιμήσαμε και δεν καταλάβαμε έργα πρωτοποριακών αρχιτεκτόνων της εποχής όπως ο Ζενέτος. Εξατομίκευση και εκμοντερνισμός στα καθ’ ημάς, σήμαινε και σημαίνει ακόμη, την ιδιοτέλεια, άνευ ορίων πλέον, την άνευ ενδοιασμών πριν, την άνευ τύψεων μετά.

Η κουλτούρα (Culture) είναι πάντα ανώτερη της civilization –   στο Βυζάντιο, επί παραδείγματι, η θεωρία της αρχιτεκτονικής διεσώθη χάριν κυρίως του ρητορικού/φιλολογικού  ενδιαφέροντος που παρουσίαζε και του πνευματικού/συμβολικού χαρακτήρος της και όχι χάριν της πρακτικής ή λειτουργικής-ρεαλιστικής της διαστάσεως. Έτσι περάσαμε άνετα και χωρίς αλλαγές ή εσωτερικούς κραδασμούς από το γαϊδούρι στο αυτοκίνητο κ.ο.κ. εμφανίζοντας ένα είδος ιδιόμορφης διπροσωπίας κρυπτοχριστιανικού τύπου και λογικής. «Άλλο μπροστά, άλλο στην πίσω αυλή μας».

Μπροστά, μοντέρνοι, με τις γυάλινες ή μεταλλικές μας κατασκευές και πίσω να ζούμε, χωρίς συνειδησιακά προβλήματα, το  Κωσταλέξι μας. Πράγμα αδιανόητο για έναν συνεπή προτεστάντη, Αμερικανό, με πολυετή θητεία στην κουλτούρα της στιγμής, δηλαδή στην απαίτηση να είμαι παρών κάθε στιγμή, στο τώρα μου, στον εαυτό μου. Εμείς αντ’ αυτού, προτιμούμε να ζούμε, μόνον όταν ζούμε κρυφά ακόμη κι απ΄ τον εαυτό μας.

Τέλος ο συγγραφέας ενός βιβλίου για τους Ελληνες αξιωματικούς (εκδόσεις Πατάκη) και διευθυντής του ιστορικού αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, Τάσος Σακελλαρόπουλος μας λέει: “Το καθεστώς της περιβόητης επταετίας δεν είχε την στήριξη των διανοουμένων της χώρας. Είτε γιατί αυτοί βρίσκοταν, εσκεμμένως, σε αδράνεια, είτε γιατί ήταν στην φυλακή. Κάθε είδος νομιμοποίησης ήταν αναγκαίο και αποδεκτό από ένα καθεστώς που περιόριζε, εμφανώς, την ελευθερία του πνεύματος. Ίσως, η συμμετοχή των αρχιτεκτόνων, έστω με την μοντέρνα αντίληψής τους, να έδινε ένα κύρος πνευματικό στην δικτατορία. Γιατί είναι σαφές ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική δεν νομίζω ότι άγγιζε τους κυβερνώντες. Εξάλλου ακόμα και οι στρατιωτικοί ως διοικούντες πολιτικά, τείνουν στην άσκηση της πρακτικής της ωφελείας έστω και εντός των πλαισίων της τακτικής”.

Χρειάζεται πολύ χρόνος και αναλύσεις για να μάθουμε ποια θα είναι τα αποτελέσματα των ενεργειών του Ντόναλντ Τράμπ, με την προϋπόθεση να αντιληφθούμε τις προθέσεις του, εάν υποθέσουμε ότι υπάρχουν σταθερά κριτήρια για τις επιλογές του.

Η δική μας αμφίθυμη αντίληψη της αρχιτεκτονικής στην περίοδο των δύο δικτατοριών χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως παρόλο που έχει περάσει ένας αιώνας. Εκείνο που φαίνεται σχετικά βέβαιο είναι ότι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, ανεξαρτήτως των εποχιακών τους αλλαγών, έχουν την ανάγκη σταθερών αξιών. Επιζητούν έστω και παροδικά την αλήθεια τους.