Πλούσια σε γεγονότα ήταν η φετινή χρονιά για τη Ρωσία με την τέταρτη κατά σειρά ενθρόνιση του Βλαντίμιρ Πούτιν στο θρόνο του εκλεγμένου τσάρου, τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, αλλά και την εξαγγελία της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας.

Η περίοδος θυμίζει πολύ την κατάσταση που επικρατούσε στη ρωσική ηγεσία στα τέλη του 2012. Η εν λόγω περίοδος έχει μείνει ως “περίοδος του κενού θρόνου”, η οποία είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, ο πρόεδρος συστηματικά και στοχευμένα τηρούσε στάση ασάφειας και απροσδιοριστίας ως προς τις πολιτικές του βλέψεις και, δεύτερον, είχε γίνει απρόσιτος για όλους, συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων της κυρίαρχης ελίτ, πολιτικής και επιχειρηματικής.

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα θυμάται την πρόσφατη επίθεση στα υπερκέρδη του μεταλλουργικού τομέα, την οποία προκάλεσε ο βοηθός του προέδρου Αντρέι Μπελοούσοφ. Σύμφωνα με την πρόταση του ανώτατου αυτού αξιωματούχου, το κράτος θα πρέπει να “κατάσχει” ουσιαστικά τα κέρδη που αποκόμισαν την περσινή χρονιά από τις υψηλές τιμές των μεταλλουργικών προϊόντων, των λιπασμάτων κ.ά. Κοντολογίς ο προεδρικός σύμβουλος θέλησε να δημεύσει τα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία αποκόμισαν όχι γιατί έλαβαν κάποιες κρατικές ενισχύσεις ή επιδοτήσεις, αλλά γιατί απλώς λειτούργησε ο ανταγωνισμός της αγοράς.

Δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στη ρωσική οικονομία, με την κατάταξή της στις χώρες υψηλού επενδυτικού ρίσκου και αποτέλεσμα τα κρατικά αξιόγραφα να διαπραγματεύονται στις διεθνείς χρηματαγορές με τοκογλυφικά επιτόκια που κυμαίνονται από 11% μέχρι 13%, η πρόταση αυτή ισοδυναμούσε με βίαιη “κρατικοποίηση” των κερδών των επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο όμως θα απέτρεπε περαιτέρω τους ξένους επενδυτές, από οποιαδήποτε σκέψη μόχλευσης της ρωσικής χρηματαγοράς. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως στην πρόταση του Μπελοούσοφ, φωτοτυπία της οποίας δημοσιεύτηκε στο κανάλι “Νεζιγκάρι” του ρωσικού Telegramm, υπάρχει γραμμένη ιδιοχείρως από τον Πούτιν η λέξη “Συμφωνώ”.

Ο δυτικός αναγνώστης είναι ελάχιστα εξοικειωμένος με τη ρωσική γραφειοκρατική γλώσσα και είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει τις λεπτές αποχρώσεις μία λέξης όπως “Συμφωνώ”. Με τη λέξη αυτή ο Ρώσος πρόεδρος δεν διευκρινίζει με ποιο πράγμα συμφωνεί, δεν δίνει σαφείς οδηγίες για την υλοποίηση τους, δεν θέτει χρονικά όρια, δεν αναφέρει καν τα επίθετα εκείνων στους οποίους αναθέτει κάποιο έργο. Η λέξη αυτή θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα, χωρίς να σημαίνει απολύτως τίποτα. Είναι κατανοητό ότι η πρόταση του βοηθού του Ρώσου προέδρου ήταν απειλητική προς την επιχειρηματική τάξη της Ρωσίας, η οποία στηρίζει αναφανδόν τον πρόεδρο της χώρας. Εγείρεται όμως το ερώτημα: γιατί να προχωρήσει σε ένα τέτοιο μέτρο; Γιατί να τρομάξει την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, την κοινή γνώμη και συνάμα να δείξει πως έχει λάβει ο ίδιος ο πρόεδρος καμία απόφαση;

Ο ρωσικός μηχανισμός εξουσίας, παραμένει ίδιος, κατ’ ουσίαν, εδώ και πολλούς αιώνες, με μία θαυμαστή ικανότητα προσαρμογής στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Δύο φορές απέτυχε σε αυτό με αποτέλεσμα η Ρωσία να αλλάξει εκ βάθρων: την πρώτη φορά στο διάστημα ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1917 και τη δεύτερη φορά ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Δεκέμβριο του 1991.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην λέξη “Συμφωνώ”.

Η χρήση αυτής της λέξης, επιτρέπει στο Ρώσο πρόεδρο να πετύχει με λίγα γράμματα τοποθετημένα στη σωστή σειρά, πολλαπλούς στόχους. Αφενός, δημιουργεί μία τεράστια πίεση προς το πολιτικό και επιχειρηματικό πεδίο, ανακατεύοντας ξανά την τράπουλα στο σύστημα ισχύος γύρω από το Κρεμλίνο. Έτσι, είδαμε ολιγάρχες της μεταλλουργίας αμέσως να προστρέχουν στους προστάτες του στο πολιτικό σύστημα, ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του Πούτιν. Κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν πολυδάπανες εκστρατείες ενημέρωσης της κοινής γνώμης, αλλά και κατά του προεδρικού αξιωματούχου προσωπικά, ενώ μία άλλη ομάδα πίεζε την κυβέρνηση να εφαρμόσει μεν την πρόταση, αλλά με σαφώς μειωμένα ποσά.

Ήταν όμως ένα εξαιρετικό παιχνίδι του Πούτιν, αφού έτσι κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να δει τις διάφορες “φιλίες”, “συμμαχίες” και λόμπι της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, πράγμα που τον βοηθάει να προχωρήσει στην ανακατανομή της ισχύος, σύμφωνα με την μακραίωνη ρωσική πολιτική παράδοση. Κυρίως, όμως με τον τρόπο αυτό έμαθε ποιος φοβάται ποιον, ποιοι φοβούνται τον ίδιο και με ποιους σκοπεύουν να συμμαχήσουν.

Από την άλλη πλευρά, εκείνη των αξιωματούχων και των μελών των ελίτ, η ασάφεια της προεδρικής “συμφωνίας” προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία, αν όχι ανησυχία. Οι σκέψεις τους πολλές: τι θέλει να πει ο πρόεδρος; Μήπως να “δημεύσουμε” τα υπερκέρδη, τσακίζοντας ταυτόχρονα τη σπονδυλική στήλη των ελάχιστων ιδιωτών επιχειρηματιών της χώρας; Μήπως όμως θα πρέπει να λειτουργήσουμε δημιουργικά και να βρούμε τρόπους τόσο για να γεμίσουν τα δημόσια ταμεία, όσο και για την χρηματοδότηση των μεγάλων έργων υποδομής που χρειάζεται η χώρα;

Ας είμαστε ρεαλιστές. Κανείς δεν πρόκειται να δημεύσει τα υπερκέρδη των μεταλλουργών ή οποιουδήποτε άλλου κλάδου της ρωσικής οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, την στιγμή που το αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης που βιώνει από το 2014 και μετά, απέχει πολύ. Ωστόσο, είναι προφανές πως ο Πούτιν για άλλη μία φορά έδωσε σε όλους να καταλάβουν ποιος είναι ο τσάρος και ποιοι οι υπήκοοι. Ταυτόχρονα, υποχρέωσε την οικονομική ελίτ να ανοίξει τα χαρτιά της, να δείξει τις συμμαχίες και τις συμφωνίες που έχουν γίνει στους κόλπους της. Εκείνο που όλοι έμαθαν ήταν κάτι πολύ απλό: οι ελίτ δεν διαθέτουν μεγάλη ισχύ και με το παραμικρό θα σπεύσουν να συνταχθούν με εκείνον που μπορεί να εγγυηθεί την παραμονή τους στο σύστημα και στην μακροημέρευση των κεκτημένων τους.

Επιπλέον, η επιχειρηματική ελίτ, έλαβε το ξεκάθαρο μήνυμα: γεμίστε τα δημόσια ταμεία, γιατί διαφορετικά θα χάσετε, σταδιακά τα πάντα. Έτσι, είδαμε τις μαζικές αγορές των ομολόγων υποδομών που κυκλοφόρησε η Κεντρική Τράπεζα ή τις προγραμματικές συμφωνίες με την κυβέρνηση για την υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων. Η δε επιλογή του Μπελοούσοφ ως “αγγελιαφόρου” ήταν ξεκάθαρη, αφού είναι γνωστόν πως πρόκειται για έναν σκληρό διαπραγματευτή, στον οποίο δεν αρέσουν οι συμβιβασμοί ή οι μισές δουλειές. Είναι ο άνθρωπος: όλα ή τίποτα.

Ανάλογο ήταν το παιχνίδι του Ρώσου προέδρου και στον ευαίσθητο “κλάδο” των μυστικών υπηρεσιών, μόνο που αυτό θα είναι αντικείμενο άλλου σημειώματος.

πηγή φωτογραφίας