H Ναντιέζντα Αζγκίχινα είναι μια εντυπωσιακή, αεικίνητη γυναίκα δημοσιογράφος από την Μόσχα. Γράφει, διδάσκει, συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική και πολιτική ζωή της πατρίδας της. Άνθρωπος με μεγάλη δημοσιογραφική εμπειρία, γυναίκα με μαχητικό ήθος, δημοσιογράφος έντιμος, συνδικαλιστής που δεν χαρίζεται σε κανένα, η Ναντιέζντα Ιλίνιτσνα Αζγκίχινα εργάζεται, μοχθεί και παλεύει σήμερα για τη δημιουργία μόνιμων διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στους συναδέλφους της Ουκρανίας και της Ρωσίας, υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών. Συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταλαμπαδεύει την εμπειρία και τις γνώσεις της στους φοιτητές της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας «Λομονόσοφ».

10421152025_d6c794b86e_z

photo credit

Συναντηθήκαμε στις Βρυξέλλες σε ένα σεμινάριο και συνομιλώντας ανακαλύψαμε πως έχουμε πολλές κοινές αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Της ζήτησα να τις καταγράψουμε με την ησυχία μας στο χαρτί και να τις κοινοποιήσουμε στον Έλληνα αναγνώστη, σε μια προσπάθεια γνωριμίας του με το ρωσικό δημοσιογραφικό σινάφι.

Είστε δημοσιογράφος αλλά και ακτιβίστρια υπέρ των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων σε μια χώρα, στην οποία 381 δημοσιογράφοι έχουν δολοφονηθεί ή αγνοούνται. Ποιους κινδύνους αντιμετωπίζει ο ελευθερόφρων δημοσιογράφος;

Πρόσφατα στη Ρωσία μνημονεύσαμε τον Αύγουστο του 1991, όταν οι πολίτες στην Μόσχα και σε άλλες πόλεις βγήκαν στους δρόμους για να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία. Τότε, πολλοί ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν πολλά, ακόμη και τη ζωή τους, εν ονόματι της Ελευθερίας. Μεταξύ άλλων και για την Ελευθερία του Λόγου. Αν σε κάποιον από εμάς έλεγαν τότε ότι μετά από 25 χρόνια στη Ρωσία, ελεύθερη από την λογοκρισία, θα δολοφονούν δημοσιογράφους, θα τους τρομοκρατούν και θα προσπαθούν παντοιοτρόπως να τους εμποδίσουν να κάνουν τη δουλειά τους, θα λέγαμε πως απλά είναι τρελός και δεν ξέρει τι λέει. Πιστεύαμε στο μέλλον. Στην επιλογή των ανθρώπων και των δημοσιογράφων. Εκείνοι οι άνθρωποι, ανάμεσα τους και πολλοί οικείοι και φίλοι μου, οι οποίοι σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενοι την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα της κοινωνίας να γνωρίζει την αλήθεια, είχαν κάνει την επιλογή τους. Όπως και εκείνοι, οι οποίοι κάνουν μιαν άλλη επιλογή. Το επάγγελμά μας είναι μια αλληλουχία καθημερινών επιλογών, είτε το θέλουμε είτε όχι. Σήμερα δεν δολοφονούνται πλέον δημοσιογράφοι στη Ρωσία, το 2015 και το 2016, ευτυχώς, δεν υπήρξαν δολοφονημένοι συναδέλφοι εξαιτίας της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η δολοφονία όμως είναι μια ακραία, η πιο τρομακτική μορφή βίας.

Οι κίνδυνοι για τον δημοσιογράφο που ερευνά την διαφθορά ή που ενοχλεί κάποια συγκεκριμένα συμφέροντα, είναι άλλης τάξεως. Πριν από μερικές ημέρες στην πόλη Κουρσκ ξυλοκοπήθηκε ο εκδότης της εφημερίδας «ΜΚ V Nechernozem’e» Σαϊκίν, αφού προηγουμένως είχε απειληθεί κατ’ επανάληψιν από την πλευρά της τοπικής ηγεσίας της αστυνομίας, εξαιτίας της κριτικής που άσκησε μέσω της αρθρογραφίας του. Τον ξυλοκόπησαν αστυνομικοί ενώπιον του δικηγόρου του μέρα μεσημέρι. Η Ένωση Δημοσιογράφων απευθύνθηκε στο Κοινοβούλιο, στις Υπηρεσίες Ασφαλείας με την απαίτηση της διερεύνησης του περιστατικού και της τιμωρίας των ενόχων. Δυστυχώς, οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων δεν είναι κάτι σπάνιο.

Πολύ συχνά οι δημοσιογράφοι δέχονται απειλές, τις γυναίκες δημοσιογράφους τις απειλούν κατά μέσο όρο τρεις φορές πιο συχνά και μάλιστα τις απειλούν ότι θα τις βιάσουν ή ότι θα ασκήσουν βία κατά μελών των οικογενειών τους.

Το Ίδρυμα υπεράσπισης της διαφάνειας και η Ένωση Δημοσιογράφων δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των παραβιάσεων των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων στην χώρα. Κάθε μήνα έχουμε αρκετά περιστατικά επιθέσεων, καταστροφής περιουσιακών στοιχείων, δικαστικών διώξεων, προστίμων, απολύσεων. Στην πλειοψηφία τους οι επιθέσεις αυτές παραμένουν ατιμώρητες. Τα μέλη του Παρατηρητηρίου επισημαίνουν πως αν πριν από δέκα χρόνια αξιωματούχοι μήνυαν δημοσιογράφους με βάση τα άρθρα περί προσβολής της αξιοπρέπειας και της τιμής τους, σήμερα είναι εξαιρετικά συχνό το φαινόμενο τα ελεγκτικά όργανα να υποδεικνύουν τις παραβιάσεις του ενός ή του άλλου νόμου ή των κανονιστικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία των ΜΜΕ. Τα τελευταία χρόνια έχουν ψηφιστεί 20 περίπου νέες τροπολογίες στη νομοθεσία, οι οποίες δεν τέθηκαν σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και κυρίως με τις επαγγελματικές ενώσεις και η πλειοψηφία τους στον ένα ή στον άλλο βαθμό περιορίζουν την δραστηριότητα των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ, ακόμη και στο Διαδίκτυο.

Πώς η Ένωση Δημοσιογράφων Ρωσίας τιμάει την μνήμη αυτών των συναδέλφων;

Μία από τις βασικές προτεραιότητες της Ένωσης Ρώσων Δημοσιογράφων είναι η προστασία της μνήμης των δολοφονημένων συναδέλφων. Κάθε χρόνο, την 15η Δεκεμβρίου, εδώ και πολλά χρόνια έχουμε καθιερώσει την Ημέρα Μνήμης των Δολοφονημένων Δημοσιογράφων. Εκείνη την ημέρα, οι συνάδελφοι συγκεντρωνόμαστε στην Λέσχη Δημοσιογράφων στην Μόσχα. Είναι μια μέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνουμε πολλές επιστολές και τηλεγραφήματα από τις διεθνείς ενώσεις αλλά και τις επαγγελματικές οργανώσεις πολλών χωρών, μιλάμε για την αλληλεγγύη, για τη σημασία της εντιμότητας και της ελευθερίας του λόγου. Αναφερόμαστε στην πρόοδο των ερευνών των πλέον ηχηρών δολοφονιών. Πέρσι, στις 15 Δεκεμβρίου, είκοσι χρόνια μετά τη δολοφονία του Ντμίτρι Χολοντόφ, βγήκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία χαρακτηρίστηκαν ως ανεπαρκείς οι προσπάθειες των υπηρεσιών ασφαλείας στην ανακριτική διαδικασία και στη διερεύνηση του εγκλήματος. Πιστεύουμε ότι η πολιτική της ατιμωρησίας θα τελειώσει. Τον Σεπτέμβριο η Ένωση Ρώσων Δημοσιογράφων διοργάνωσε (για πέμπτη φορά) βραδιά μνήμης των δολοφονημένων δημοσιογράφων στο Ωδείο της Μόσχας, στην οποία έλαβαν μέρος διάσημοι καλλιτέχνες σε ένα φιλανθρωπικό ρεσιτάλ. Η Ένωση Ρώσων Δημοσιογράφων έχει θεσπίσει το βραβείο «Άννα Πολιτκόφσκαγια». Την ημέρα της δολοφονίας της Άννα Πολιτκόφσκαφια, στις 7 Οκτωβρίου, στην Λέσχη Δημοσιογράφων της Μόσχα, παρουσιάζεται μια παράσταση βασισμένη στις συνεντεύξεις και τα ημερολόγια της Άννας Πολιτκόφσκαγια και του Γιούρι Στσεκοτσίχιν με τίτλο «Όλη η ζωή μέσα σ’ ένα λεπτό», την οποία σκέφτηκαν και υλοποίησαν νεαροί ηθοποιοί του θεάτρου «Σκίτσα στο χώρο». Στόχος μας είναι να θυμίζουμε στην κοινωνία ότι η δολοφονία των δημοσιογράφων και η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν είναι απλή συντεχνιακή υπόθεση, αλλά πρόβλημα της κοινωνίας και ότι χρειάζεται η αλληλεγγύη όλων. Η Ένωση Ρώσων Δημοσιογράφων προσπαθεί να βοηθάει τις οικογένειες των δολοφονημένων, ο πρόεδρος της Ένωσης Ρώσων Δημοσιογράφων πριν πολλά χρόνια ίδρυσε τη Λέσχη των παιδιών των δολοφονημένων συναδέλφων.

Με ποιο τρόπο ο δημοσιογράφος μπορεί να αποφύγει τις παγίδες της εξουσίας και την παραπληροφόρηση;

Εν γένει, η βασική προστασία του δημοσιογράφου είναι ο επαγγελματισμός του, η πιστή τήρηση των αρχών του επαγγέλματός, η αλληλεγγύη και η υποστήριξη των συναδέλφων, η υποστήριξη εκ μέρους της κοινωνίας. Είναι η κοινωνική και νομική υπόσταση του επαγγέλματος. Η γνώση της νομοθεσίας. Η γνώση των δικαιωμάτων τους. Δυστυχώς, σε γενικές γραμμές η νομική και η κοινωνική υπόσταση του επαγγέλματος δεν είναι αρκετά υψηλή. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουν όλοι το νομοθετικό πλαίσιο, δεν έχουν την δυνατότητα να δεχτούν τις συμβουλές των εξειδικευμένων νομικών. Η Ένωση Ρώσων Δημοσιογράφων οργανώνει εκπαιδευτικά σεμινάρια σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο και την εφαρμογή των νόμων, αλλά και για την βελτίωση των επαγγελματικών δεξιοτήτων. Η ζωή  δείχνει ότι αν ο δημοσιογράφος είναι καλά εκπαιδευμένος και έχει νομική υποστήριξη είναι καλύτερα προστατευμένος. Σε κάθε περίπτωση, κατά την διάρκεια που προετοιμάζεται για μια έρευνα, για μια σοβαρή αποστολή, θα πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά τα πάντα, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Δυστυχώς, σήμερα πολλά ΜΜΕ (ακόμη και στα πιο τολμηρά) προσπαθούν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα των πολυπόθητο ρεπορτάζ και να εξοικονομήσουν πόρους από την προετοιμασία των δημοσιογράφων.

Ποια είναι η πιο έντονη εντύπωση που αποτυπώθηκε στην μνήμη σας από τη συνεργασία με την εφημερίδα «Ανεξάρτητη» και το περιοδικό «Ογκονιόκ»;

Στο περιοδικό «Ογκονιόκ» εργάστηκα τα χρόνια της Περεστρόικα και αμέσως μετά. Ήταν μια εποχή ελπίδων και προσδοκιών και μάλλον η πιο ευτυχισμένη περίοδος της επαγγελματικής μου ζωής. Θυμάμαι πολύ καλά τον Αύγουστο του 1991, όταν τις ημέρες του πραξικοπήματος ετοιμάζαμε το επόμενο τεύχος. Η πιο δυνατή εντύπωση είναι, μάλλον, η πρώτη συνάντηση με τον Ιωσήφ Μπρόντσκι στη Νέα Υόρκη. Τον ρώτησα δειλά αν έχει να δώσει κάτι στο περιοδικό μας, εκείνος δεν πίστεψε ότι το περιοδικό «Ογκονιόκ» θέλει να δημοσιεύσει έργο του. Δεν είχε πάρει ακόμη το βραβείο Νομπέλ. Μου έδωσε το ποίημα «Βερτμούν», που ήταν και η πρώτη δημοσίευση έργου του σε κάποιο μεγάλο σοβιετικό έντυπο.

Στην εφημερίδα «Ανεξάρτητη» πήγα να δουλέψω το 1995. Με κάλεσε ο Βιτάλι Τριτιακόφ, προκειμένου να αναλάβω το τμήμα με τα γυναικεία θέματα. Του πρότεινα την ιδέα και τα θέματα του πρώτου τεύχους. Τα κοίταξε και είπε: ενδιαφέρον, κάντε το μόνη σας, θα σας παινέψω ή θα σας επιπλήξω μετά τη δημοσίευση. Ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα χωρίς λογοκρισία κυριολεκτικά.

Ποια είναι τα αισθήματα που νιώθει ο δημοσιογράφος όταν βλέπει να “πεθαίνει” η εφημερίδα;

Τα τελευταία χρόνια είχα μια στήλη στην ανεξάρτητη εφημερίδα «Επιχειρηματική Τρίτη», η οποία είχε συγκεντρώσει γνωστούς δημοσιογράφους της Μόσχας που έγραφαν για τα γεγονότα στη χώρα και τον κόσμο. Ιδιοκτήτης της εφημερίδας ήταν ο γνωστός τεχνοκράτης και εξαίρετος δημοσιογράφος Φιοντόρ Σίζι, τυπωνόταν στην Μόσχα και με την μορφή ενθέτου μοιραζόταν σε 60 περιφέρειες της χώρας. Σταδιακά, η επιχείρηση έβλεπε τα οικονομικά της μεγέθη να συρρικνώνονται, τα χρήματα να μην φτάνουν και μετά τον θάνατο του Φιοντόρ, πριν από πέντε χρόνια, τα πράγματα χειροτέρευσαν εντελώς και η εφημερίδα έκλεισε. Γνωρίζω πολύ καλά και από πρώτο χέρι τι σημαίνει αυτό. Είναι πολύ πικρό το αίσθημα. Η ζωή όμως συνεχίζεται και ο δημοσιογράφος πάντα θα βρει τρόπο να εκφραστεί, αν φυσικά, θεωρεί ότι έχει κάτι σημαντικό να πει. Το διαδίκτυο δίνει μεγάλες δυνατότητες για αυτό, παρόλο που δεν προσφέρει οικονομικές απολαβές. Πολλοί πρώην συνάδελφοί μου από το περιοδικό «Ογκονιόκ» και την εφημερίδα «Ανεξάρτητη» έχουν τα δικά τους μπλοκ στο διαδίκτυο, στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπου δημοσιεύουν τα δοκίμια και τα σχόλιά τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα συγκεντρώνουν και τα κάνουν βιβλία.

Ήσασταν ένας από εκείνους που πήρατε την πρωτοβουλία για την έναρξη διαλόγου ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς δημοσιογράφους. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα αυτού του διαλόγου σήμερα;

Με τους Ουκρανούς συναδέλφους από την Ένωση Δημοσιογράφων ξεκινήσαμε να επικοινωνούμε συστηματικά από το 2012 και συμμετείχαμε μαζί στο πρόγραμμα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων για την ασφάλεια των δημοσιογράφων, διοργανώσαμε συνέδρια, βγάλαμε ένα βιβλίο για τη δουλειά του δημοσιογράφου σε ζώνες υψηλού κινδύνου, κάναμε σχέδια για το μέλλον. Δυστυχώς, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ οι επαφές με τους συναδέλφους από τις γειτονικές χώρες δεν είχαν μόνιμα χαρακτήρα, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στις 23 Νοεμβρίου 2013, την ημέρα κατά την οποία ο τότε πρόεδρος Γιανουκόβιτς δεν υπέγραψε τη συμφωνία Σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ, ήμασταν σε ένα συνέδριο στο Κίεβο. Βγήκαμε στην λεωφόρο Κρεσάτικ στη διαδήλωση εναντίον της βίας κατά των δημοσιογράφων. Κανείς δεν φανταζόταν τι θα επακολουθούσε μετά από μερικές ημέρες. Αμέσως μετά την κακοποίηση δημοσιογράφων στο κέντρο του Κιέβου κατά τη διάρκεια των γεγονότων, οι δύο Ενώσεις μας εξέδωσαν ανακοινώσεις υποστήριξης η μία της άλλης, είχαμε διαρκείς επαφές. Δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι θα ξεκινήσει μια τόσο σοβαρή σύγκρουση. Όταν έγινε το δημοψήφισμα στην Κριμαία, εγκαινιάσαμε μια “hot line” για τους ξένους δημοσιογράφους, δώσαμε επαφές στην Ένωση Ρώσων Δημοσιογράφων και στην αντίστοιχη της Ουκρανίας, στην περίπτωση που κάποιος χρειαζόταν οποιαδήποτε βοήθεια. Με κοινές προσπάθειες βοηθήσαμε αρκετούς ξένους δημοσιογράφους. Όταν άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Ουκρανία, πήγαμε στη Διεθνή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων στις Βρυξέλλες και ζητήσαμε να υποστηρίξουν το διάλογό μας, δεν θέλαμε να μετατραπούμε σε στρατιώτες της επικοινωνιακής αντιπαράθεσης. Μεγάλη βοήθεια μας προσέφερε το Γραφείο της Αντιπροσωπείας του ΟΑΣΕ για την ελευθερία των ΜΜΕ και προσωπικά η Ντούνια Μιατόβιτς, από τον Μάιο του 2014 μέχρι σήμερα εκπρόσωποι των επαγγελματικών οργανώσεων της Ουκρανίας και της Ρωσίας συναντιούνται στο γραφείο της στην Βιέννη. Ο διάλογος μας διεξάγεται με τον τίτλο «Δύο χώρες – ένα επάγγελμα». Από τις πρώτες κιόλας κοινές μας διακηρύξεις, διατυπώσαμε την άποψη ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι στρατιώτες και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Καταδικάσαμε την βία και τις δολοφονίες των δημοσιογράφων στη ζώνη των συγκρούσεων, προετοιμάσαμε δύο εκδόσεις για εκείνους που εργάζονται σε ζώνες υψηλού κινδύνου, απαιτήσαμε την απελευθέρωση των συλληφθέντων εργαζομένων σε ΜΜΕ στη ζώνη των συγκρούσεων. Σήμερα έχουν απελευθερωθεί όλοι και ορισμένοι από τους Ουκρανούς συναδέλφους έγραψαν ότι χρωστάνε τη ζωή και την ελευθερία τους στο διάλογο που διεξάγεται. Ολοκληρώσαμε την παραγωγή δύο ντοκιμαντέρ, τα γυρίσματα των οποίων έκαναν νεαροί Ουκρανοί και Ρώσοι συνάδελφοι. Ανεξάρτητα από τη διάρκεια της πολιτικής έντασης, ο διάλογος συνεχίζεται. Πριν λίγες ημέρες συναντηθήκαμε στην Γενεύη στο Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τα δικαιώματα του ανθρώπου του ΟΗΕ, συζητήσαμε το κοινό πρόγραμμα «Κατά της ρητορικής μίσους». Για μένα ο διάλογος είναι μια πραγματική γέφυρα στο μέλλον, απαλλαγμένο από το μίσος και τις συγκρούσεις, ο μοναδικός τρόπος για να λύσουμε πολλά προβλήματα. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να επικοινωνούν, να συζητούν τη δουλειά τους, δεν είναι υποχρεωμένοι να συμφωνούν μεταξύ τους 100% σε όλα, μπορούν όμως από κοινού να υπερασπιστούν το επάγγελμά τους και να αντισταθούν σε εκείνους που θέλουν να τους μετατρέψουν σε μαριονέτες.

Ποια πρακτικά μέτρα θεωρείτε πως πρέπει να ληφθούν ώστε να περάσουμε από την ατμόσφαιρα και τη ρητορική του μίσους σε φυσιολογικό επίπεδο σχέσεων μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας; Ποιος ο ρόλος των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ σε αυτή τη διαδικασία;

Φυσικά, ο διάλογος μας δεν είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί στην προπαγανδιστική βιομηχανία των δύο πλευρών. Μπορεί όμως να δώσει – και δίνει – την εντύπωση για μια πιθανή εναλλακτική λύση του μίσους. Πάρα πολλοί συνάδελφοί μου και από τις δύο πλευρές λένε ότι γι’ αυτούς είναι μια ένδειξη ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον. Οι επαφές μεταξύ των δημοσιογράφων βοηθούν στο να εντοπιστεί η αξιόπιστη πληροφορία, οι πραγματικοί ήρωες, οι οποίοι είναι λίγοι στις μέρες μας στα ΜΜΕ γενικά, να ξεπεραστούν τα διάφορα στερεότυπα. Από τους δημοσιογράφους, νομίζω, πως εξαρτώνται πάρα πολλά. Εννοείται, βέβαια, πως δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν την ειρήνη καθαυτή, μπορούν όμως να συμβάλλουν στην προσέγγιση της. Είναι σε θέση να αναζητήσουν τη γλώσσα της ειρηνικής επικοινωνίας ως εναλλακτικής της «ρητορικής του μίσους».

Πώς αποτιμάτε το επίπεδο του διαλόγου ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα, την εποχή των κυρώσεων που επιβάλλουν η μία στην άλλη;

Οι κυρώσεις ποτέ δεν βοήθησαν κανένα. Αυτό νομίζω. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας είναι ένα μεγάλο κακό που εμποδίζει την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και των ανεξάρτητων ΜΜΕ, κατά κύριο λόγο, και είναι μια συμφορά για τους απλούς ανθρώπους. Οι ολιγάρχες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των κυρώσεων  αποζημιώθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό (κυρίως, σε βάρος των προγραμμάτων κοινωνικής βοήθειας, που περιορίστηκαν σημαντικά το τελευταίο διάστημα). Σήμερα, μάλιστα, είναι δύσκολο και να τους ασκήσεις κριτική, αφού θεωρούνται πατριώτες που υποφέρουν για τις πεποιθήσεις τους! Η ακραία πατριωτική διάθεση, οι επιθετικές διαθέσεις στην κοινωνία απέναντι στους αντιφρονούντες εν γένει, εναντίον της «φιλελεύθερης πέμπτης φάλαγγας» στα ΜΜΕ, κατά της συνεργασίας με το Δύση, η ανακήρυξη πλέον τον 100 ΜΚΟ ως «ξένων πρακτόρων», οι νέοι νόμοι ρύθμισης της λειτουργίας των ΜΜΕ και του Διαδικτύου που περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, το κλείσιμο ανεξάρτητων εφημερίδων και ιστοσελίδων, είναι αποτέλεσμα αυτών των κυρώσεων. Θα πρόσθετα και την υπαρκτή άνοδο των αντιδυτικών διαθέσεων στην κοινωνία. Νομίζω πως οι κυρώσεις είναι ένα μεγάλο λάθος, από το οποίο δεν βγαίνει κερδισμένος κανείς. Πιστεύω ακράδαντα πως στη Ρωσία και στις ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουμε μόνο πολλά κοινά σε ιστορικό και πολιτισμικό επίπεδο, αλλά μοιραία έχουμε και κοινό μέλλον, θεμελιωμένο στη συνεργασία και στην αλληλοϋποστήριξη. Θα πρέπει να αποκατασταθεί ο διάλογος, θα πρέπει να αναπτυχθεί η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων όλων των επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιογράφων, να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, να προσπαθήσουμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλον, να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα. Ο καθοριστικός ρόλος των ΜΜΕ στη δημιουργία στερεοτύπων και «εχθρών», είναι οφθαλμοφανής σήμερα. Με στεναχωρεί πολύ να βλέπω σήμερα την ύπαρξη στερεοτύπων τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ευρώπη. Θα πρέπει να τα ξεπεράσουμε.

Υπάρχει εθνική, ταξική και κρατική αλήθεια ή μήπως πρόκειται για μύθους;

Στη Σοβιετική Ένωση, στη σχολή Δημοσιογραφίας είχα εξαιρετικούς δασκάλους και στην εφημερίδα υπό συνθήκες απόλυτης λογοκρισίας με δίδαξαν εξαιρετικοί δημοσιογράφοι και όλοι αυτοί, εδώ και πολλά χρόνια, μου έμαθαν ότι δεν είναι σωστό να λέμε ψέματα. Όπως και πως δεν κάνει έναντι χρημάτων ή λόγω του φόβου να επινοείς μια άλλη και μια άλλη και μια άλλη αλήθεια. Οι δάσκαλοι μου μού έμαθαν ότι η εντιμότητα είναι το σημαντικότερο όλων για τον δημοσιογράφο, ότι είτε είσαι έντιμος είτε δεν είσαι. Δεν έχει αλλάξει τίποτα έκτοτε αναφορικά με την αρχή αυτή. Γνώρισα πολλούς συναδέλφους από πολλές χώρες και πιστεύω πως και στην Αμερική και στην Ιταλία και στη Αφρική αυτό ακριβώς ισχύει.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η πιο σκληρή λογοκρισία: η πολιτική ή η οικονομική;

Οι Ρώσοι συγγραφείς και δημοσιογράφοι, τα τελευταία 300 χρόνια είχαν συνηθίσει την πολιτική λογοκρισία τόσο πολύ που εύκολα την ξεγελούσαν, έγραφαν «ανάμεσα στις γραμμές» (υπαινικτικά) και ειρωνεύονταν την εξουσία ανάλογα με την καλλιέργεια και το ταλέντο τους. Η οικονομική λογοκρισία για μας είναι κάτι καινούριο και δεν έχουμε μάθει πώς να την πολεμάμε, δεν έχουμε δυνατά σωματεία, όπως στη Δύση, δεν ξέρουμε πώς να δείξουμε την αλληλεγγύη μας στις περιπτώσεις που πρέπει να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας, να υπερασπιστούμε την ελευθερία του λόγου μαζί με την κοινωνία των πολιτών. Θα πρέπει να το μάθουμε. Στην διάρκεια της Περεστρόικα αφελώς πιστεύαμε πως θα μας δώσουν την ελευθερία μας και αυτή αυτόματα θα λύσει όλα μας τα προβλήματα. Δεν έγινε έτσι και οι ολιγάρχες αποδείχτηκαν πολύ πιο πονηροί και σκληροί από τους αρχηγούς των κομμάτων, δίχασαν την κοινωνία, ταπείνωσαν τους δημοσιογράφους με την ανέχεια, τους εξαγόρασαν. Αυτό όμως, νομίζω, πως στο μέλλον θα το ξεπεράσουμε.

Μπορεί ο δημοσιογράφος να αποφύγει την αυτολογοκρισία;

Το κυριότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι να γνωρίζει καλά πως αυτολογοκρίνεται. Η αυτολογοκρισία διαφέρει από τα ηθικά κανονιστικά πλαίσια στο ότι εκκινείς όχι από εκείνο που υπαγορεύει το συμφέρον του επαγγέλματος ή του κοινού, αλλά λόγω προσωπικών συνθηκών (φόβος, επιθυμία προαγωγής, βράβευση κλπ). Η αυτολογοκρισία διαφέρει, φυσικά, από το ψέμα ή την προπαγάνδα. Ο δημοσιογράφος πάντα αποφασίζει μόνος του τι πρέπει να κάνει και πώς, αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα του επαγγέλματός μας. Θα αποκτήσεις πολλά χρήματα ή θα μείνεις άνεργος. Υπάρχουν πάντα διάφορες εκδοχές. Και θα πρέπει να το ομολογήσουμε αυτό εντίμως. Συλλογικά με την αυτολογοκρισία δεν μπορούμε να παλέψουμε. Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε νησίδες, με ευνοϊκές συνθήκες, για την ελεύθερη έκφραση.

Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην προσωπική γνώμη του δημοσιογράφου και την προπαγάνδα;

Η προπαγάνδα είναι διαφήμιση. Μπορείς να πιστεύεις ότι το αυτοκίνητο μάρκας «Βόλγα» είναι το καλύτερο στον κόσμο, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να το φωνάζεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Η προπαγάνδα είναι επιχειρηματική δραστηριότητα όπως και η διαφήμιση. Υπάρχει, φυσικά, η κοινωνικού χαρακτήρα διαφήμιση, η οποία καλεί τα θύματα της οικογενειακής βίας να καλέσουν μια τηλεφωνική γραμμή για βοήθεια ή η διαφήμιση που αποσκοπεί στο να βοηθήσει τους ανάπηρους. Συνήθως όμως δεν είναι εμφανής. Γνωρίζω πολλούς δημοσιογράφους που κατά την σοβιετική εποχή δεν συμμετείχαν στις θυελλώδεις προπαγανδιστικές εκστρατείες, παρόλο που ήταν έντιμοι κομμουνιστές. Δεν ένιωθαν άνετα.

Πως ξεκινάτε το πρώτο σας μάθημα στη σχολή δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου κάθε χρόνο;

Μιλάω για το πόσο τυχεροί είναι που διάλεξαν το επάγγελμά μας, γιατί είναι το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα.

Διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ποιες συμβουλές δίνετε στους φοιτητές σας, οι οποίοι ονειρεύονται να γίνουν πολεμικοί ανταποκριτές;

Δεν διδάσκω το μάθημα του πολεμικού ανταποκριτή. Συστήνω σε όλους τους ενδιαφερόμενους τις εκδόσεις μας σχετικά με την ασφάλεια των δημοσιογράφων και τι σημαίνει να δουλεύεις σε ζώνες υψηλού κινδύνου. Στα βιβλία αυτά υπάρχουν πολλές πρακτικές συμβουλές των συναδέλφων μας, οι οποίοι εργάζονται σε «καυτά σημεία» τα τελευταία χρόνια, τόσο Ρώσων, όσο και ξένων. Όλους τους συμβουλεύω να διαβάσουν το βιβλίο του Βλαντίμιρ Σνεγκίρεφ, του πρώην συναδέλφου μου σε μια νεολαϊστική εφημερίδα, ο οποίος πήγε σε 20 πολέμους, για τον φίλο του, τον Ιρλανδό δημοσιογράφο Ρόρι Πεκ. Είναι ένα εξαιρετικό, έντιμο και πικρό βιβλίο για το επάγγελμά μας, για τον πόλεμο, για τη ζωή και τον θάνατο, μετά την ανάγνωση του οποίο δεν μπορείς παρά να γίνεις πασιφιστής.

Έχτε γράψει πολλά βιβλία. Δημοσιογράφος είναι ένας «εν υπνώσει» συγγραφέας, ο οποίος ξαφνικά ξυπνάει; Πώς σας βοήθησε η δημοσιογραφία στη συγγραφική σας δραστηριότητα;

Στη Ρωσία όλοι οι δημοσιογράφοι είμαστε λίγο συγγραφείς και το αντίστροφο.

Ασχολείστε με τα ζητήματα της ζωής και τις δραστηριότητας στις ζώνες που βίωσαν πολεμικές συγκρούσεις. Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα αυτής σας της εμπειρίας;

Δεν δούλεψα προσωπικά στις ζώνες αυτές μετά τη λήξη των συγκρούσεων. Βοήθησα όμως εκείνους που δούλεψαν εκεί. Το βασικό μου συμπέρασμα είναι ότι δεν έχει όρια η ανθρώπινη υπομονή και θλίψη, ότι δεν έχει όρια η συμπόνια και η καλοσύνη, αλλά και η επιθυμία για βοήθεια. Δεν έχει όμως όρια και η απληστία, η οποία βρίσκεται πίσω από όλες τις συγκρούσεις. Είναι πολύ δύσκολο το αίσθημα που έχεις όταν έρχεσαι σ’ επαφή με αυτήν. Και για τα δύο αυτά όμως ο δημοσιογράφος θα πρέπει να μιλήσει και να τα αφηγηθεί στους πολίτες.

Ποια από τις εργασίες σας πάνω στις σπουδές Φύλου αγαπάτε περισσότερο και γιατί;

Αγαπώ την Ένωση Γυναικών Δημοσιογράφων, την οποία εγώ με συναδέλφους (ανάμεσα τους και άντρες) ιδρύσαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όλοι τότε δουλεύαμε σε μεγάλες εφημερίδες της πρωτεύουσας, στην εθνική τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Ήμασταν πετυχημένοι νέοι την εποχή εκείνη και ήμασταν πολύ φιλοπερίεργοι ως προς την ανακάλυψη και ανάδειξη νέων θεμάτων, θέλαμε να καταλάβουμε το νόημα των γεγονότων στην Ρωσία την περίοδο της πολυαναμενόμενης αγοράς, γιατί απολύουν τις γυναίκες μόνο και μόνο γιατί ήταν γυναίκες, ενώ στα ΜΜΕ μιλούσαν αποκλειστικά και μόνο για τις πόρνες, τα αστέρια της ελαφρολαϊκής σκηνής και τις συζύγους των «νέων Ρώσων», πράγματα τα οποία θεωρούσαμε απαράδεκτα. Οργανώσαμε συζητήσεις, φεστιβάλ «Stop sexism», γυρίσαμε ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα, ταξιδέψαμε σε όλη τη χώρα και γράψαμε για τις πρώτες ανεξάρτητες γυναικείες ομάδες, μιλήσαμε στον ΟΗΕ, εκδώσαμε βιβλία… Ήταν μια πολύ χαρούμενη εποχή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πιστεύαμε ότι θα κάνουμε καλό στην κοινωνία. Για την εποχή αυτή στη συνέχεια έγραψα το βιβλίο με τίτλο «Χαμένο ρεπορτάζ».

Ζήσατε την σοβιετική εποχή, ήσασταν παρούσα στη διάλυση της ΕΣΣΔ στα επόμενα χρόνια. Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα αυτής της ζωής ως δημοσιογράφος ποιες αναμνήσεις υπερτερούν: οι καλές ή οι άσχημες;

Είναι αδύνατη η σύγκριση της ζωής του δημοσιογράφου στην ΕΣΣΔ και σήμερα. Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε ελευθερία, αλλά το στάτους του δημοσιογράφου και το εισόδημά του ήταν μεγάλο, συν τη φιλελεύθερη παράδοση της ρωσικής διανόησης, η οποία διαμόρφωσε ορισμένους άγραφους ηθικούς κανόνες, που τους κατανοούσαν θαυμάσια όλοι είτε ήταν στην Μόσχα είτε στην Τιφλίδα είτε στο Βλαδιβοστόκ ή την Ρίγα. Υπήρχαν δημοσιογράφοι που «έπαιρναν τα μυαλά», οι οποίοι σε συνθήκες σκληρής λογοκρισίας μιλούσαν για το σημαντικότερο, αποκαθιστούσαν τη δικαιοσύνη, μάχονταν για την αλήθεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Φυσικά, δεν μπορούσε καν να γίνει λόγος για την κρατική εξωτερική πολιτική ή για το ρόλο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ.

Στη δεκαετία του 1990 όλα μπερδεύτηκαν, εμφανίστηκαν τα χρήματα ως αξία (παλιότερα στην ΕΣΣΔ, κατά το διανεμητικό σύστημα, τις ελλείψεις και την ίση σεμνή ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας σε συνθήκες κλειστής χώρας, τα χρήματα καθαυτά δεν ήταν σημαντικά), πολλοί δημοσιογράφοι άρχισαν να δουλεύουν με στόχο να αποκτήσουν πολλά χρήματα κι έτσι αναζητούσαν πλούσια αφεντικά. Πολλοί πίστευαν πως μπορούν να πουληθούν για λίγο και στη συνέχεια να ξαναγίνουν έντιμοι. Τότε ήταν που άρχισαν να δολοφονούν δημοσιογράφους.

Στη συνέχεια οι ολιγάρχες μοίρασαν την αγορά των ΜΜΕ, ακολούθως τους αντικατέστησαν οι πολιτικές συμμορίες και οι νέοι ολιγάρχες. Η ελευθερία του λόγου και η σοβαρή δημοσιογραφία δεν ενδιέφερε ουσιαστικά κανέναν πια, ενώ οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι δεν κατάφεραν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και τις θέσεις τους. Σήμερα πολλοί λένε πως επιστρέφει η ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε επί ΕΣΣΔ, μα δεν ισχύει αυτό. Η Ρωσία δεν είναι πλέον μια απομονωμένη χώρα, η ποικιλία, έστω και μειούμενη, υπάρχει πρακτικά σε όλες τις περιοχές της χώρας. Οι εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικοί σταθμοί είναι άθλιοι, αλλά αυτό είναι κάτι που σε πολλές χώρες δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική εικόνα, προωθούν τις κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες ή την διασκέδαση.

Σήμερα το χειρότερο απ’ όλα, κατά τη γνώμη μου, είναι η παθητικότητα και η αδιαφορία πολλών ανθρώπων, η έλλειψη κατανόησης ότι η δημοσιογραφία, η ελευθερία του λόγου και η ασφάλεια των δημοσιογράφων, δεν είναι ένας συντεχνιακός στόχος, αλλά καθήκον ολόκληρης της κοινωνίας.

Φυσικά, ο δημοσιογράφος μπορεί σήμερα ασυγκρίτως περισσότερα πράγματα, απ’ ό,τι στη σοβιετική εποχή. Σήμερα όμως έχουμε σημαντικά λιγότερο ιδεαλισμό και χωρίς ιδεαλισμό η δημοσιογραφία γίνεται φτωχότερη.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ

Η Ναντιέζντα Ιλίνιτσνα Αζγκίχινα, γεννήθηκε το 1960 στην πόλη Τομσκ της Ρωσίας.

Το 1976 ξεκίνησε η δημοσιογραφική της σταδιοδρομία με τη δημοσίευση κειμένων στο ένθετο για παιδιά «Πορφυρά πανιά» της εφημερίδας «Κομσομόλσκαγια πράβντα». Αποφοίτησε από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας το 1982 και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στην ίδια σχολή, στην έδρα της λογοτεχνικής κριτικής και επιφυλλιδογραφίας. Είναι διδάκτωρ της Φιλολογίας.

Το διάστημα 1982 – 1986 εργάστηκε στην εφημερίδα «Κομσομόλσκαγια πράβντα», ενώ από το 1990 έως το 1995 συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ογκονιόκ». Από το 1995 μέχρι και το 2001 εργάστηκε στην εφημερίδα «Ανεξάρτητη» (Nepavicimaya gazeta).

Από το 2003 είναι γραμματέας της Ένωσης Δημοσιογράφων Ρωσίας, συντονίστρια των προγραμμάτων διεθνούς συνεργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων.

Το 1978 έγινε δεκτή στο εργαστήρια της Ένωσης Συγγραφέων Μόσχας, το 1990 στην οργάνωση συγγραφέων «Απρίλιος», είναι μέλος της Ένωσης Ρώσων συγγραφέων, μέλος του ρωσικού παραρτήματος Pen Club, μέλος της Διεθνούς Ένωσης γυναικών συγγραφέων «Γυναικείος κόσμος», ενώ το 1995 ανέλαβε καθήκοντα συν-προέδρου στην Ένωση Δημοσιογράφων.

Το 1991 συμμετείχε στην πρώτη διάσκεψη γυναικών συγγραφέων και δημοσιογράφων της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ με τίτλο «Διαφάνεια σε δύο κουλτούρες» που έγινε στη Νέα Υόρκη. Συμμετείχε σε ρωσο-αμερικανικά προγράμματα που αφορούσαν το σύγχρονο πολιτισμό και την ισότητα των φύλων. Συνεργάζεται με το ρωσο-αμερικανικό περιοδικό «Democratizatsiya». Ήταν η υπεύθυνη της ρωσικής έκδοσης του διεθνούς περιοδικού «Διάλογος γυναικών, Εσείς κι εμείς», (WE/MЫ), το χρονικό διάστημα 1996 – 2003. Παράλληλα ήταν η συντονίστρια των προγραμμάτων συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Σουηδία στα πεδία της δημοσιογραφίας και της ισότητας των δύο φύλων.

Η Ναντιάζντα Αζγκίχινα είναι επίσης μέλος της Αμερικανικής Ένωσης Σλαβολόγων (AAASS, ASEEES) από το 1992 και έχει τιμηθεί από την Ένωση Γυναικών Σλαβολόγων (AWSS) για τη συμβολή της στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των γυναικών της Ρωσίας και των ΗΠΑ.

Είναι μέλος της Επιτροπής Φύλων της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων από το 2001, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων από το 2013. Έχει διοργανώσει διασκέψεις στη Ρωσία και διεθνώς με θέμα την ελευθερία του λόγου, την ισότητα των δύο φύλων, τα στερεότυπα φύλων και τα ΜΜΕ. Μεταξύ των διοργανώσεων αυτό περιλαμβάνεται το συνέδριο της UNESCO «Γυναίκες δημοσιογράφοι στις ζώνες που βίωσαν συγκρούσεις», ενώ μαζί με την καθηγήτρια Cathtarine Theimer Nemompnyashchy δούλεψε στο πρόγραμμα «Διάλογος εμπιστοσύνης» αφιερωμένο στην αναζήτηση γλώσσας ειρηνικής επικοινωνίας κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Το 2014 – 2015 ήταν η συντονίστρια από την ρωσική πλευρά του διαλόγου ανάμεσα σε ρωσικές και ουκρανικές επαγγελματικές ενώσεις υπό την αιγίδα του Εκπροσώπου του ΟΑΣΕ για την ελευθερία του λόγου και των ΜΜΕ.

Ήταν υπότροφη του Ιδρύματος Κέναν στις ΗΠΑ το 1995 και του Πανεπιστημίου Σεντερτόρν της Σουηδίας το 2013.

Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Σουηδίας, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, του Καζαχστάν, της Ινδίας και άλλων χωρών.

Έχει γράψει 17 βιβλία με θέματα σχετικά με τον πολιτισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα των δύο φύλων και τα ΜΜΕ.

Η Ναντιάζντα Αζγκίχινα έχει τιμηθεί με το μετάλλιο της Ένωσης Δημοσιογράφων Ρωσίας «Τιμή, αξιοπρέπεια, επαγγελματισμός», με το μετάλλιο της Δημοκρατίας της Αρμενίας και με το παράσημο του Αστέρος του Βορρά του Βασιλέως της Σουηδίας για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Σουηδίας.