“βλέπεις εκεί, οι βασιλιάδες τους
δεν βασιλεύουν στα βασίλειά τους,
αλλά διοικούν, όπως τους υπαγορεύουν
οι υπήκοοί τους. Οι Ρώσοι όμως είναι απολυταρχικοί
ανέκαθεν και βασιλεύουν στα κράτη τους
οι ίδιοι και όχι οι Βογιάροι και οι αυλικοί τους”.
Ιβάν ο Τρομερός προς τον Αντρέι Κούρμπτσκι
Λίγες ημέρες απομένουν μέχρι την εκπνοή του 2017 και μόλις τρεις μήνες πριν την διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών στη Ρωσία. Η προεκλογική εκστρατεία δεν θυμίζει τίποτα από τις προηγούμενες, αφού σε αυτήν ουσιαστικά συμμετέχει ο Βλαντίμιρ Πούτιν και η κόρη του μακαρίτη μέντορά του, Ξένια Σοπτσάκ, μία προβεβλημένη νεαρή δημοσιογράφος.
Κι ενώ όλοι έχουν ήδη προεξοφλήσει το αποτέλεσμα των εκλογών, η προσοχή αναλυτών και παρατηρητών της εσωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, στρέφεται στην επόμενη ημέρα και, κυρίως, στο ερώτημα: πώς θα γίνει η ανακατανομή ισχύος στο εσωτερικό της ρωσικής ελίτ, ποια ομάδα θα κυριαρχήσει επί των υπολοίπων, τι θα γίνει με τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Το ρωσικό πολιτικό σύστημα είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και εν πολλοίς ακατανόητο για τον δυτικό παρατηρητή. Η θητεία του προέδρου Πούτιν που ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μετάβαση από την φάση του “καπιταλισμού των φίλων” στη φάση του “κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού των τεχνοκρατών – γραφειοκρατών”.
Γενικά, το ρωσικό πολιτικό σύστημα θυμίζει μία γαλέρα, στην οποία οι κωπηλάτες λαμνοκοπούν γνωρίζοντας πως αυτή δεν κινείται, ενώ ο καπετάνιος ξέρει πως δεν μπορεί να αλλάξει την μέθοδο διακυβέρνησης εν κινήσει. Απομένει και στις δύο πλευρές, να αξιοποιήσουν τη δύναμη της αδράνειας για να δείξουν πως το καράβι πλέει και τα νερά που μπαίνουν, αποβάλλονται χάρη στο ακάματο έργο των λαμνοκόπων.
Εξετάζοντας το ρωσικό πολιτικό σύστημα, η πρώτη παραδοχή που πρέπει να κάνουμε είναι πως η προσωπικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν αποτελεί δομικό στοιχείο και τον ακρογωνιαίο λίθο ενός περίπλοκου συστήματος σχέσεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της ελίτ που ο ίδιος έχει διαμορφώσει, αλλά και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, οι οποίες λαμβάνουν ενεργό μέρος στην λήψη και υλοποίηση των αποφάσεων που αφορούν τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Η επερχόμενη τέταρτη προεδρική θητεία του Πούτιν, δεν θα διαφέρει σε τίποτα από την τρίτη και είναι, τουλάχιστον, ανιστόρητη η προσέγγιση που επενδύει σε μεγάλες αλλαγές. Αμφίβολο επίσης, κρίνεται και το σενάριο της αποχώρησης του σημερινού προέδρου λίγα χρόνια μετά την τέταρτη αδιαμφισβήτητη εκλογική του νίκη. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να διαμορφωθεί μία νέα ισορροπία στο εσωτερικό της ρωσικής ελίτ, να επιτευχθεί μία συμφωνία που θα διατηρεί στο ακέραιο την υπάρχουσα και να διασφαλίζει την μακροημέρευση του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, το σύστημα θα συνεχίζει να γυρνάει τα πετάλια, το ποδήλατο όμως δεν θα κινείται.
Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, μετά τις εκλογές ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα σχηματίσει μία νέα ομάδα με βάση του κριτήριο της αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Ήδη ορισμένοι από τη σημερινή ομάδα, δήλωσαν δεν θα συνεχίσουν να μετέχουν, όπως ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ. Ωστόσο, η “τεχνοκρατική ουτοπία” θα συνεχίσει να αποτελεί το νήμα που θα συνδέει τις πολιτικές του Κρεμλίνου κατά το επόμενο διάστημα, με παράλληλη, ενίσχυση των κατασταλτικών μεθόδων απέναντι στην μη συστηματική αντιπολίτευση της χώρας.
Ο στόχος της νέας ρωσικής γραφειοκρατίας θα είναι να διασφαλιστεί η κεντρική πολιτική επιλογή που δεν είναι άλλη από την “σταθερότητα” και την αποτροπή οποιασδήποτε απόπειρας “έγχρωμης επανάστασης” που μοιάζει να είναι ο μόνιμος εφιάλτης του ρωσικού κατεστημένου. Η αιτία μίας τέτοιας αντιμετώπισης βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στις αντιλήψεις της ρωσικής ελίτ, η οποία τρόμαξε με την φρενήρη ταχύτητα των καπιταλιστικών φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1991 – 2001 και επέλεξε την “σταθερότητα” δηλαδή την ακινησία, προκειμένου να διασφαλίσει τα προνόμια που απέκτησε την τελευταία εικοσιπενταετία.
Η μετάβαση από τον “καπιταλισμό των φίλων” στον “κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό των τεχνοκρατών”, γίνεται σταδιακά, αλλά με σκληρό και ανελέητο τρόπο. Η υπόθεση Ουλιουκάγιεφ, (του πρώην υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης που καταδικάστηκε σε 8ετή κάθειρξη για δωροληψία 2.000.000 δολαρίων από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Rosneft Ίγκορ Σετσίν, αλλά και προσωπικό φίλο του Βλαντίμιρ Πούτιν), ήταν μία τροχιοδεικτική βολή, αφενός προς την ελίτ για να της υπενθυμίσει ότι μπορεί να ενθυλακώνει τεράστια ποσά, μόνο όταν αυτά διασφαλίζουν την “σταθερότητα” του συστήματος και τις ανάγκες του κράτους, και, αφετέρου, προς την κοινωνία για να δείξει πως το Κρεμλίνο μάχεται κατά της διαφθοράς.
Ανάλογη ήταν και η “κυκλική μετακίνηση” των κυβερνητών διαφόρων περιοχών. Κάποιοι από αυτούς καταργήθηκαν και ασκήθηκαν εναντίον τους διώξεις για υποθέσεις διαφθοράς, ορισμένοι άλλοι εξαναγκάστηκαν απλά σε παραίτηση και ελάχιστοι πήραν προαγωγή για την κεντρική πολιτική σκηνή και, συγκεκριμένα, στην Άνω Βουλή. Η αντικατάστασή τους από νεαρούς απόστρατους στρατηγούς των μυστικών υπηρεσιών προκειμένου να αποκτήσουν “διοικητική εμπειρία” και να επανέλθουν στο κέντρο ως υφυπουργοί ή επικεφαλής κρατικών οργανισμών, είναι μία στοχευμένη πολιτική, η οποία όμως δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Εξάλλου, το παίγνιο των επικοινωνιακών μηνυμάτων, είναι το αγαπημένο του σημερινού προέδρου, στο οποίο παίζει εν ου παικτοίς, πράγμα που μαρτυρούν όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών.
Το σημερινό πολιτικό σύστημα της Ρωσίας μοιάζει πολύ με τον Bitcoin. Η κοινωνία των πολιτών δεν λειτουργεί, ο δημοκρατικός έλεγχος της εξουσίας δεν υπάρχει, ενώ ο Πούτιν διοικεί τη χώρα αυτοπροσώπως. Την ίδια στιγμή, πυρήνες αυτής της “κρυπτοεξουσίας” αυτονομούνται και αποκτούν τη δική τους ζωή και δυναμική, πράγμα που τις φέρνει σε αντιπαράθεση τόσο με άλλους παρόμοιους πυρήνες, όσο και με την ίδια την κεντρική εξουσία. Αυτή η δομή πάντως είναι εκείνη που επιτρέπει στον Πούτιν να διατηρείται στην εξουσία, “παίζοντας” με τις αντιθέσεις, ενώ, παράλληλα, όλα τα μέλη αυτών των πυρήνων, γνωρίζουν πως η έξοδος από το σύστημα, ισοδυναμεί με εξαφάνιση και απώλεια όλων των κεκτημένων.
Το κομματικό σύστημα
Αυτή τη στιγμή στη Ρωσία το κόμμα της “Ενιαίας Ρωσίας”, το κόμμα που υποστηρίζει τον πρόεδρο Πούτιν, είναι ένας μηχανισμός κινητοποίησης των οπαδών του. Δεν παράγει πολιτική και έχει μετατραπεί σε ένα κακέκτυπο του Κ.Κ.Σ.Ε. από το οποίο προέρχονται όλα τα στελέχη και η βασική μάζα των μελών του. Ποιο πολύ το κόμμα χρειάζεται τον Πούτιν, παρά ο τελευταίος το κόμμα.
Το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Ζιρινόφσκι γερνάει μαζί με τον ιδρυτή και ηγέτη του. Αποτελεί δομικό στοιχείο της λεγόμενης συστημικής αντιπολίτευσης και χρηματοδοτείται αφειδώς από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας του Γκενάντι Ζουγκάνοφ, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα του κόμματος του Ζιρινόφσκι, με μόνη διαφορά ότι εισηγείται τους πλέον αντιδημοκρατικούς νόμους, υπερακοντίζοντας σε συντηρητισμό ακόμη και την “Ενιαία Ρωσία”.
Και τα τρία κόμματα της συστημικής ρωσικής αντιπολίτευσης, είναι βαρίδια για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Αναπόφευκτα θα μαραζώνουν, μαζί με τους γηραίους ηγέτες τους και σύντομα θα μετατραπούν σε πολιτικά απολιθώματα.
Εξάλλου, τα κόμματα αυτά ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες της δεκαετίας του 1990.
Η αντιπολίτευση
Ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του πολιτικού κατεστημένου σήμερα είναι ο Αλεξέι Ναβάλνι. Η συμμετοχή του όμως στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές δεν είναι δυνατή, λόγω των δικαστικών υποθέσεων που έχει. Το σύστημα φροντίζει να τον κρατάει απασχολημένο με δίκες, κρατήσεις, φυλακίσεις. Ο ίδιος όμως, απ’ ότι φαίνεται, επενδύει σε μία μακρόχρονη πολιτική παρουσία. Συνεχίζει να ταξιδεύει σε διάφορες γωνιές της αχανούς χώρας, διοργανώνει συγκεντρώσεις των οπαδών του, αμύνεται στις διώξεις και χρησιμοποιεί όσο κανείς άλλος τις ευκαιρίες και δυνατότητες του διαδικτύου για την προώθηση των ιδεών και των κατά καιρούς εκστρατειών του Ιδρύματος κατά της διαφθοράς που έχει ιδρύσει. Μειονέκτημά του είναι ότι το πρόσωπό του συγκεντρώνει την κριτική πολλών άλλων αντιπολιτευτικών δυνάμεων και δεν μπορεί να λειτουργήσει ενωτικά.
Το εξωκοινοβουλευτικό κόμμα ΠΑΡΝΑΣ, δεν δείχνει ότι μπορεί να ξεπεράσει τα όρια ενός στενού κύκλου φιλελεύθερων στοχαστών και πολιτικών. Δεν μπορεί να βρει διαύλους επικοινωνίας με το ευρύ εκλογικό σώμα και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες.
Ο Ντμίτρι Γκουντκόφ που κατήγαγε μεγάλη νίκη στις εκλογές για τα δημοτικά συμβούλια της Μόσχας (στη Ρωσία γίνονται ξεχωριστές εκλογές για τα δημοτικά και διαμερισματικά συμβούλια και άλλες για τον δήμαρχο της πόλης), δείχνει να έχει μία πιο συγκεκριμένη και αποτελεσματική στρατηγική, αποδεικνύοντας στο εκλογικό σώμα ότι οι αλλαγές μπορούν να έρθουν και “από τα κάτω” και όχι μόνο “επιβεβλημένες άνωθεν”.
Οι προοπτικές
Ο λαϊκισμός που σήμερα αποτελεί το κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα της Ρωσίας, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα είναι περικυκλωμένη από εχθρούς και εσωτερικούς υπονομευτές, σιγά – σιγά θα μετασχηματιστεί σε ένα πληβειοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης που θα λειτουργεί με βάση την αρχή της αδράνειας, αποφεύγοντας τις μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία. Το πόσο μπορεί να αντέξει η χειμαζόμενη σε μία παρατεταμένη οικονομική περιδίνηση οικονομία και μία κοινωνία χωρίς προοπτικές βελτίωσης της καθημερινότητάς της, είναι κάτι που θα μάθουμε στο μέλλον, ανεξάρτητα από τις φωνές και τις προειδοποιήσεις των νουνεχών οικονομολόγων και πολιτικών αναλυτών.