Στις 20 Νοεμβρίου 2017 το πρόγραμμα Academic Outreach (AO) της Καναδικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Ασφαλείας (CSIS) διοργάνωσε ένα εργαστήριο για να εξετάσει τον στρατηγικό αντίκτυπο της παραπληροφόρησης στην εθνική ασφάλεια και την ακεραιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τον κανόνα του Chatham House και σχεδιάστηκε από μια διεπιστημονική ομάδα εμπειρογνωμόνων από τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι παρουσιάσεις και οι συζητήσεις της ολομέλειας επέτρεψαν στους συμμετέχοντες να διερευνήσουν τη χειραγώγηση των πληροφοριών για πολιτικούς και συναφείς σκοπούς, καθώς και να εξετάσουν αναλυτικά διάφορες πρόσφατες περιπτώσεις. Τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση αποτελούν τη βάση της παρούσας έκθεσης. Το σύνολό της αντικατοπτρίζει τις απόψεις των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και όχι της CSIS. Το πρόγραμμα Αcademic Outreach (AΟ) στο CSIS, που ιδρύθηκε το 2008, έχει ως στόχο την προώθηση ενός διαλόγου μεταξύ επαγγελματιών των υπηρεσιών πληροφοριών και κορυφαίων ειδικών από μια ευρεία ποικιλία επιστημονικών κλάδων και πολιτισμικών υποβάθρων που εργάζονται σε πανεπιστήμια, δεξαμενές σκέψης, επιχειρήσεις και άλλα ερευνητικά ιδρύματα στον Καναδά και στο εξωτερικό. Ενδέχεται ορισμένοι από τους συνομιλητές μας να κατέχουν ιδέες ή να προωθούν πορίσματα που έρχονται σε σύγκρουση με τις απόψεις και τις αναλύσεις της Υπηρεσίας, αλλά γι αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει αξία να συμμετάσχουμε σε αυτού του είδους τις συζητήσεις.
Συνοπτική παρουσίαση
Η εμβέλεια και η ταχύτητα του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν κλιμακώσει τον αντίκτυπο της παραπληροφόρησης. Η αύξηση της μετάδοσης δεδομένων, σε συνδυασμό με τη στροφή προς την προγραμματισμένη διαφήμιση έχουν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της ικανότητας της παραδοσιακής δημοσιογραφίας να μεσολαβεί στην ποιότητα της δημόσιας πληροφόρησης. Η συμβατική δημοσιογραφία έχει εν μέρει εκτοπιστεί από έναν χείμαρρο δεδομένων, που διαθέτει έναν άπειρο αριθμό δημιουργών. Μέσα σε αυτόν, υπάρχει ένα ρεύμα ψεύδους και διαστρεβλώσεων που απειλεί την ακεραιότητα της συζήτησης, του δημόσιου λόγου και τη δημοκρατία.
Πράκτορες παραπληροφόρησης: Οι παράγοντες
Η παραπληροφόρηση έχει γίνει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο για κρατικούς φορείς, κερδοσκόπους, άτομα που επιδιώκουν να αποκτήσουν κύρος, διασκεδαστές και αληθινούς πιστούς. O πιο ειδικευμένος εθνικός προμηθευτής ψευδών στοιχείων είναι η Ρωσία. Η ελίτ που κινείται γύρω από τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν κατευθύνει ένα εκτεταμένο δίκτυο διαδικτυακών trol και bot, τα οποία παράγουν και διαδίδουν υλικό σε ολόκληρο τον ιστό. Οι δραστηριότητές τους εντείνονται με την υποστήριξη των διπλωματών και με τα ελεγχόμενα από το κράτος μέσα ενημέρωσης, όπως το RT (Russia Today) και τα Sputnik. Δουλεύοντας μαζί, αυτοί οι πράκτορες του ρωσικού κράτους μπορούν να δημιουργήσουν μια ψεύτικη ιστορία και να διασφαλίσουν ότι θα φτάσει στο τμήμα του πληθυσμού που είναι πιο πιθανό να επηρεαστεί από αυτήν μέσω του Facebook, του Twitter και άλλων διαδικτυακών μέσων. Φαίνεται επίσης να επιβεβαιώνουν την ιστορία μέσω συνεντεύξεων ειδησεογραφικών πρακτορείων με ψεύτικους εμπειρογνώμονες, πλαστά έγγραφα και παραποιημένες φωτογραφίες και βίντεο. Οποιοσδήποτε αμφισβητεί τα ψέματα γίνεται στόχος για μεγάλης έκτασης συκοφάντηση. Η Ρωσία, η Κίνα και οι Φιλιππίνες χρησιμοποιούν τεχνικές παραπληροφόρησης για να ελέγχουν τους πληθυσμούς τους. Η Ρωσία ξεχωρίζει, καθώς χρησιμοποιεί την παραπληροφόρηση για να παρεμβαίνει στα πολιτικά δρώμενα άλλων χωρών, να επηρεάζει τις πολιτικές απόψεις των κατοίκων της, να δημιουργεί και να επιτείνει τη διαίρεση και τη δυσπιστία. Τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο έχουν αναπτύξει εξελιγμένες πληροφορίες ως μέρος της στρατηγικής τους για την εδραίωση του ελέγχου στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και για να προωθήσουν στόχους εξωτερικής πολιτικής. Και οι δύο συντονίζουν τα μηνύματα σε πολλαπλές πλατφόρμες, με σταθερές γραμμές που προωθούνται μέσω των τακτικών ειδησεογραφικών πρακτορείων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε πολλές γλώσσες. Η παραπληροφόρηση εξυπηρετεί άμεσους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους.
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της ρωσικής και της κινεζικής προσέγγισης. Η Ρωσία προσπαθεί να αλλάξει την αντίληψη της πραγματικότητας και προσδιορίζει εκμεταλλεύσιμες διαιρέσεις στο κοινό που έχει ως στόχο της. Προωθεί μια ατζέντα που από ιδεολογικής πλευράς χαρακτηρίζεται εθνικιστική και στοχεύει τον ρωσικό πληθυσμό. Το περιβάλλον των κρατών που κάποτε αποτελούσαν μέρος της ΕΣΣΔ δέχεται επιθέσεις με μηνύματα, που υποστηρίζουν τους υβριδικούς πολέμους της. Οι επιχειρήσεις κατά των δυτικών πληθυσμών αποσκοπούν στην αποδυνάμωση της αντίστασης στους ρωσικούς κρατικούς στόχους. Υποστηρίζοντας τη Συρία, η Ρωσία χρησιμοποίησε την παραπληροφόρηση για να καλύψει την βιαιότητα των επιθέσεων εναντίον αμάχων.
Η Κίνα δημιούργησε ένα εγχώριο «κυβερνο-φρούριο» και το ενίσχυσε με εγχώρια τεχνολογία και ντόπιες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Τα μηνύματα που προβάλλονται στο εσωτερικό και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι και τα δύο εθνικιστικά. Το Πεκίνο χρησιμοποιεί τη δική του εκδοχή της ήπιας ισχύος για να επηρεάσει τις πολιτικές της διεθνούς κοινότητας, κάνοντας αποτελεσματική χρήση της οικονομικής ισχύος και της παρουσίας κινεζικών πληθυσμών στις χώρες που την ενδιαφέρουν για τις επιχειρήσεις της. Η Κίνα θέλει αποδοχή της νομιμότητάς της ως μεγάλης δύναμης, ενώ απορρίπτει διεθνή πρότυπα με τα οποία δεν συμφωνεί. Η παραπληροφόρηση χρησιμοποιείται και από άλλους φορείς. Στις Φιλιππίνες, για παράδειγμα, υιοθετήθηκε ως τακτική για να επηρεάσει τους ψηφοφόρους στις προεδρικές εκλογές. Επίσης, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το Brexit μεγάλος αριθμός λογαριασμών στο Twitter ήταν ενεργοί, ιδίως από την πλευρά της αποχώρησης από την ΕΕ. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν αμέσως μετά την ψηφοφορία, γεγονός που δείχνει έντονα ότι καθοδηγήθηκαν από bots. Στο περιεχόμενό τους αντανακλούσαν το απλουστευτικό ύφος του βρετανικού ταμπλόιντ Τύπου.
Οι ανεξάρτητοι ακτιβιστές βγαίνουν στην επιφάνεια
Οι κρατικές υπηρεσίες παραπληροφόρησης αποτελούν μέρος ενός πολύπλοκου συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει «ανεξάρτητους ακτιβιστές», με διαφορετικά και συχνά επικαλυπτόμενα κίνητρα. Πολλοί βλέπουν κρυφές συνωμοσίες πίσω από πρωτοσέλιδα γεγονότα όπως οι μαζικοί πυροβολισμοί ή μπορεί και να αρνούνται ότι συνέβησαν. Αυτοί πιστεύουν ότι οι δυτικές κυβερνήσεις είναι αναξιόπιστες και χειραγωγούν τον κόσμο, ενώ βοηθούνται στην απόκρυψη της αλήθειας από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Οι περισσότεροι είναι αντιπαγκοσμιοποιητές, με εθνικιστικό και αντιμεταναστευτικό φρόνημα, μια ρητορική που πλέον προσελκύει στοιχεία τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς. Οι «ανεξάρτητοι» φορείς χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξειδικευμένους ιστότοπους, για να ενισχυθούν στρατηγικά και να διαδώσουν μηνύματα συμβατά με τα δικά τους. Τα δίκτυά τους διεισδύουν στα κρατικά μέσα ενημέρωσης, για να ενισχύσουν με τη σειρά τους την παραπληροφόρηση που εκπορεύεται από το κράτος. Ο βαθμός στον οποίο ενορχηστρώνονται αυτές οι δραστηριότητες μέσα σε αυτό το πολύπλοκο σύστημα, καθώς και από ποιον, παραμένει ασαφής…
Πράκτορες παραπληροφόρησης: Οι υποκινητές
Το οικοσύστημα πληροφοριών επιτρέπει εκστρατείες παραπληροφόρησης μεγάλης κλίμακας. Οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται με πολλούς τρόπους, αλλά το Facebook και το Twitter είναι ιδιαίτερα σημαντικά εργαλεία γι αυτή τη δουλειά. Αμφότερα χρησιμοποιούνται για τη στόχευση συγκεκριμένων τμημάτων του πληθυσμού. Τα άτομα αποδέχονται τις ψευδείς ειδήσεις ως αξιόπιστες ή χρήσιμες και τις διαδίδουν περαιτέρω. Οι κρατικές υπηρεσίες κάνουν εκτεταμένη χρήση bots και ψεύτικους λογαριασμούς για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και τη ροή τους σε αλυσιδωτές ποσότητες, που είναι αδύνατο να παραχθούν από ανθρώπινους παράγοντες. Οι εταιρείες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνειδητοποιούν το ρόλο τους στο πρόβλημα, αλλά δεν είναι όλοι οι ηγέτες της Silicon Valley πεπεισμένοι για τις ευθύνες τους στην εξάλειψη των ψευδών ειδήσεων. Η καταπολέμηση της ανεπιθύμητης αλληλογραφίας είναι μια επιχείρηση αναγκαιότητας, αλλά ο τερματισμός λογαριασμών ή ο έλεγχος του περιεχομένου περιορίζει την κερδοφορία. Οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν μια φιλοσοφική δέσμευση για την ανοικτή ανταλλαγή πληροφοριών και πολλές από αυτές έχουν μια περιορισμένη κατανόηση για το πώς τελικά ζει και κινείται ο κόσμος των πληροφοριών. Επίσης, είναι απρόθυμες να συμμαχήσουν με τις υπηρεσίες πληροφοριών, για να αναλάβουν το λεπτομερές έργο της παρακολούθησης του περιεχομένου.
Ρωσική παραπληροφόρηση: Τα μηνύματα
Η ρωσική παραπληροφόρηση προσαρμόζεται στις περιστάσεις και τους κρατικούς στόχους, αλλά πάντα επιμένει μια θεματολογία σύμφωνα με την οποία «οι δυτικές κυβερνήσεις είναι φασιστικές ή οι παγκόσμιοι ηγέτες αντιπροσωπεύουν μια ισχυρή ελίτ που δρα εναντίον των απλών ανθρώπων». Σε αυτά τα γενικά θέματα προστίθενται και εκείνα που υποστηρίζουν συγκεκριμένες εκστρατείες, όπως η ρωσική δραστηριότητα για την υποστήριξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 2016 στις ΗΠΑ.
Η αντίδραση
Πολλαπλοί φορείς και οργανισμοί εργάζονται για την αντιμετώπιση και την υπεράσπιση ενάντια σε αυτή την απειλή. Οι κυβερνήσεις επιμένουν όλο και περισσότερο ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για το περιεχόμενο που διευκολύνουν. Οι ευρωπαίοι νομοθέτες προηγούνται εκείνων των ΗΠΑ, εν μέρει επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από τους όπου Γης τρομοκράτες. Ορισμένες κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε αποκλεισμό της εντοπισμένης παραπληροφόρησης στα μέσα ενημέρωσης στις χώρες τους, προστατεύοντας τους πολίτες τους από από τις απόπειρες ξένης επιρροής. Πολλά Πανεπιστήμια και ιδιωτικές ερευνητικές ομάδες έχουν αναλύσει εκστρατείες παραπληροφόρησης, χρησιμοποιώντας πρότυπα διανομής και δεικτών περιεχομένου για τον εντοπισμό δικτύων bot και εργοστασίων trol. Επίσης, κάποιοι οργανισμοί έχουν αποκτήσει εξειδίκευση στην αποκάλυψη ψευδών ειδήσεων και, συχνά σε πραγματικό χρόνο, εκπαιδεύουν το κοινό να εντοπίζει και να αποκαλύπτει την παραπληροφόρηση.
Οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες
Ο αρνητικός αντίκτυπος των ψευδών ειδήσεων στη δημοκρατία θα μπορούσε να αυξηθεί εάν η Ρωσία και άλλοι παράγοντες γίνουν πρότυπα για άλλους, αυξάνοντας τη διανομή κακοήθους υλικού μέσω όλων των οδών της ηλεκτρονικής εποχής. Η παραπληροφόρηση δηλητηριάζει τον δημόσιο διάλογο και αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Χρειάζεται αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού για να διακρίνει την πραγματική από την ψεύτικη είδηση. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για τις κυβερνήσεις και τους οργανισμούς να αντιμετωπίσουν την απειλή, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ακόμη και οι αποτελεσματικές αντιεκστρατείες μπορούν να νικήσουν τη μεγάλη ροή κακόβουλων ειδήσεων.
Οι προκλήσεις ασφάλειας της σύγχρονης παραπληροφόρησης
Η παραπληροφόρηση διαδίδεται μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου φορέων, συχνά ανεξάρτητων. Πολλοί είναι έμποροι συνωμοσίας, που τους ενώνει η καχυποψία για τις δυτικές κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Οι αφηγήσεις τους, που απευθύνονται σε αριστερούς εχθρικούς προς την παγκοσμιοποίηση ή σε εθνικιστές που είναι κατά της μετανάστευσης, συχνά διαμορφώνονται από ελεγχόμενα από το κράτος trol και με αλλοιωμένα ειδησεογραφικά στοιχεία από οργανισμούς όπως το RT και το Sputnik. Τα κίνητρα για τη συμμετοχή στη διάδοση της παραπληροφόρησης είναι ποικίλα και όλα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Σχεδόν σε καθημερινή βάση, νέες αποκαλύψεις αποτυπώνουν την έκταση, στην οποία η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα διαδικτυακά εργαλεία για να παρεμβαίνει στη δημοκρατική διαδικασία στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία και αλλού. Αυτές οι ανακαλύψεις φωτίζουν μια πολυδιάστατη στρατηγική, που χρησιμοποιεί απλά μέσα, αλλά και τακτικές υψηλής τεχνολογίας για τη δημιουργία και τη διάδοση της παραπληροφόρησης. Υποδηλώνουν επίσης ένα πολύπλοκο σύστημα, στο οποίο αυτές οι τακτικές συντονίζονται και διαμορφώνουν τις δραστηριότητες διαφόρων τύπων διακριτών και ανεξάρτητων φορέων. Εξετάζοντας τη διάδοση των θεωριών συνωμοσίας γύρω από τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τους μαζικούς πυροβολισμούς στις ΗΠΑ, μπορεί η διαδικασία αυτή να λειτουργήσει και ως «φακός» για την εξέταση της πολύπλοκης δυναμικής αυτού του χώρου παραπληροφόρησης.
Για παράδειγμα, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, μια διαδικτυακή φήμη ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ήταν μια «μυστική επιχείρηση» που διαπράχθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Μετά τους πυροβολισμούς στο σχολείο Umpqua το 2015,
διαδικτυακές κοινότητες χρηστών του Reddit και του Twitter διατύπωσαν τη θεωρία ότι το γεγονός αυτό (όπως και το Sandy Hook τρία χρόνια νωρίτερα) ήταν μια «φάρσα» σκηνοθετημένη από την κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη νομοθεσία για τον έλεγχο των όπλων. Ομοίως, ο θάνατος τόσων ανθρώπων τον Οκτώβριο του 2017 στο Λας Βέγκας θεωρήθηκε από ορισμένους ως «ψεύτικη σημαία», ως ένα γεγονός που πραγματοποιήθηκε από μέλη της «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων», που είναι μια συμμορία από συνωμότες που κινούν τα νήματα των παγκόσμιων γεγονότων. Αυτές οι θεωρίες συνωμοσίας είναι όλες κάπως διαφορετικές, αλλά κάθε μία αντανακλά ένα μοτίβο ισχυρισμών σχετικά με άλλα ανθρωπογενή γεγονότα κρίσης. Όλες συνδέονται με έναν μικρό αριθμό κοινών υποκείμενων θεμάτων ή αφηγήσεων, όπως ότι «η κυβέρνηση των ΗΠΑ και άλλες δυτικές ή συνδεδεμένες με το ΝΑΤΟ κυβερνήσεις είναι αναξιόπιστες και αδικαιολόγητοι επιτιθέμενοι σε συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο». Επίσης, «αυτές οι κυβερνήσεις και άλλοι ισχυροί άνθρωποι χειραγωγούν τα παγκόσμια γεγονότα για να εξασφαλίσουν την εξουσία τους. Φυσικά, «τα κυρίαρχα και τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης είναι αναξιόπιστα, αφού βοηθούν τις κυβερνήσεις και άλλους ισχυρούς παράγοντες να αποκρύψουν την αλήθεια από τους ανθρώπους, παράγοντας ψεύτικες ειδήσεις».
Πολλές από αυτές τις αφηγήσεις συνδέονται ρητά με μια κατά της παγκοσμιοποίησης ή εθνικιστική κοσμοθεωρία. Ο όρος παγκοσμιοποίηση, είναι αυτός που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις υπερεθνικές προοπτικές και τις πολιτικές που ενσωματώνουν το ελεύθερο εμπόριο και τα ανοιχτά σύνορα. Στην πράξη, η συσπείρωση κατά της παγκοσμιοποίησης οδηγεί ανθρώπους από φαινομενικά διαφορετικά μέρη του πολιτικού φάσματος σε κοινό έδαφος. Για παράδειγμα, συνδέουν άτομα με αριστερό πρόσημο που αντιτίθενται στην παγκοσμιοποίηση και τις στρατιωτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ και άλλων κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ με άτομα με δεξιό προσανατολισμό που αντιτίθενται στη μετανάστευση και ευνοούν τις εθνικιστικές πολιτικές. Η παρακολούθηση της εξάπλωσης αυτών των θεωριών συνωμοσίας και των σχετικών αφηγήσεων καταδεικνύει πώς οι κρατικά υποστηριζόμενες επιχειρήσεις πληροφόρησης αλληλεπιδρούν με οργανικές κοινότητες διαδικτυακών χρηστών για τη διάδοση παραπληροφόρησης. Για παράδειγμα, στις 5 Νοεμβρίου 2017 μαζικοί πυροβολισμοί στην εκκλησία μιας μικρής πόλης του Τέξας στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 20 ανθρώπους. Μέσα σε λίγες ώρες, οι αξιωματούχοι και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αναγνώρισαν έναν ύποπτο, έναν 26χρονο ο οποίος είχε καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία και είχε απολυθεί από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ. Ωστόσο, μια αφήγηση υποστήριζε ότι ο ύποπτος ήταν στην πραγματικότητα ένας τρομοκράτης της Antifa. Με στόχο την προώθηση αυτής της αφήγησης, διαδικτυακοί ακτιβιστές της πολιτικής προώθησαν παραποιημένα στιγμιότυπα οθόνης από το προφίλ του δράστη στο Facebook, τα οποία περιλάμβαναν μια σημαία της Antifa. Έτσι, παρείχαν «αποδείξεις» για αυτή τη θεωρία, την οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη διάδοση αυτού του περιεχομένου. Η θεωρία σύντομα άρχισε να διαδίδεται στο Twitter μεταξύ των λογαριασμών της εναλλακτικής δεξιάς. Ο δημοφιλής ακροδεξιός μπλόγκερ Mike Cernovich έγραψε στο Twitter ότι οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας του σκοπευτή συμφωνούσαν με το προφίλ ενός μέλους της Antifa.
Ο Alex Jones, μια δεξιά προσωπικότητα των μέσων ενημέρωσης γνωστή για τη διάδοση θεωριών συνωμοσίας και υποκινητής της εισβολής των τραμπικών στο Καπιτώλιο, σχολίασε ότι ο δράστης φορούσε μαύρα ρούχα (που αντικατοπτρίζουν τους αριστερούς ακτιβιστές). Η θεωρία ρίζωσε και στα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, εμφανίστηκε σε ιστότοπους όπως οι «The Gateway Pundit», «Your News Wire» και «Before Its News». Το χρηματοδοτούμενο από τη ρωσική κυβέρνηση ειδησεογραφικό πρακτορείο RT (πρώην Russia Today) βοήθησε επίσης στη διάδοση του ισχυρισμού, κοινοποιώντας στο Facebook μια ανάρτηση που σημείωνε τη σύνδεση του δράστη με την Antifa, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου από το παραποιημένο προφίλ στο Facebook.
Οι κρατικά υποστηριζόμενες επιχειρήσεις πληροφοριών αλληλεπιδρούν με οργανικές κοινότητες διαδικτυακών χρηστών για τη διάδοση της παραπληροφόρησης. Η δραστηριότητα αυτή ακολουθεί ένα καθιερωμένο πλέον διαδικτυακό μοτίβο, μετά από τους μαζικούς πυροβολισμούς. Έρευνα έδειξε ότι ορισμένες από τις αρχικές συζητήσεις γύρω από αυτές τις θεωρίες λαμβάνουν χώρα σε λιγότερο ορατά και πιο ανώνυμα μέρη του Διαδικτύου όπως το Reddit, το 4chan, το Discord και άλλα. Αυτές οι θεωρίες διαδίδονται στη συνέχεια και ενισχύονται, μερικές φορές στρατηγικά, στο Twitter και το Facebook. Επιπλέον, υπάρχει ένα διαδικτυακό περιβάλλον που διαμορφώνεται γύρω από αυτές τις συζητήσεις για τη δημιουργία θεωριών συνωμοσίας και τις υποστηρίζει με πρόσθετες εικασίες, συζητήσεις και διάφορες μορφές «αποδεικτικών» στοιχείων.
Αυτό το οικοσύστημα αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που αυτοπροσδιορίζονται πως αμφισβητούν τις κυρίαρχες αφηγήσεις. Περιλαμβάνει διάφορους ιστότοπους και ιστολόγια που προωθούν συνωμοσιολογικές θεωρίες και ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς (όπως InfoWars, 21st Century Wire και Secrets Of The Fed). Είναι σημαντικό ότι πολλοί ιστότοποι σε αυτό το οικοσύστημα είναι συσσωρευτές ειδήσεων, αναμειγνύοντας και αναδημοσιεύοντας περιεχόμενο που βρέθηκε αλλού στο οικοσύστημα (παραδείγματος χάριν Before Its News και Your News Wire). Για εναλλακτικές αφηγήσεις, το σύστημα περιέχει μερικούς ρητά εθνικιστικούς και ρατσιστικούς ιστότοπους (Daily Stormer), καθώς και κάποιους φαινομενικά αριστερόστροφες ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο (Activist Post). Ιστοσελίδες από τα χρηματοδοτούμενα από τη Ρωσία μέσα ενημέρωσης RT και Sputnik είναι επίσης ενταγμένα σε αυτό το οικοσύστημα. Μέσα ενημέρωσης και από το Ιράν εμφανίζονται επίσης. Ένα ερώτημα είναι πώς τα διάφορα κομμάτια αυτού του δυναμικού συστήματος της διασποράς, της ενίσχυσης και της διάδοσης αυτών των θεωριών ταιριάζουν μεταξύ τους. Δεν είναι ακόμη σαφές πόσο αυτή η δραστηριότητα είναι αναδυόμενη και πόσο είναι ενορχηστρωμένη από ποιον και γιατί. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχουν διακριτοί φορείς, οι οποίοι καθοδηγούνται από ποικίλα και αλληλοεπικαλυπτόμενα κίνητρα.
Έξι κατηγορίες κινήτρων προτείνονται στο πλαίσιο ενός προκαταρκτικού ξεκαθαρίσματος. Ένα σύνολο δρώντων μέσα σε αυτό το σύστημα έχουν ιδεολογικά κίνητρα. Τα πρόσωπα αυτά, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθώς και μικρών οργανισμοί που διαχειρίζονται ιστότοπους, ιστολόγια και άλλα είναι «αληθινοί οπαδοί» των μηνυμάτων που διαδίδουν. Τα μηνύματα είναι σε μεγάλο βαθμό κατά της παγκοσμιοποίησης (αντιιμπεριαλιστικός λόγος και αντιπαγκοσμιοποίηση στην αριστερά, φιλοεθνικισμός και αντιμετανάστευση στην δεξιά). Είναι επίσης ρητά επικριτικά και καχύποπτα απέναντι στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Αυτοί οι φορείς μπορεί πράγματι να επηρεάζονται από τις πολιτικές προπαγάνδας, αν και η αιτιώδης συνάφεια είναι δύσκολο να διαπιστωθεί. Κατά καιρούς, μπορούν να θεωρηθούν ότι δρουν ως ενισχυτές της πολιτικής προπαγάνδας, τροφοδοτούμενοι με μηνύματα που επαναλαμβάνουν και ενισχύουν. Αλλά πολλοί ιδεολογικά υποκινούμενοι φορείς μπορούν επίσης να θεωρηθούν ότι παράγουν το δικό τους περιεχόμενο, χωρίς τη συνεχή ανάγκη για άμεση διασπορά ή συντονισμό μηνυμάτων.
«Φαίνεται ότι υπάρχουν ξεχωριστοί φορείς, που καθοδηγούνται από ποικίλα και αλληλεπικαλυπτόμενα κίνητρα»
Πολιτική προπαγάνδα
Οι δραστηριότητες της δεύτερης ομάδας φορέων αυτού του συστήματος, οι οποίες περιλαμβάνουν την σκόπιμη παραγωγή, τον διαμοιρασμό και την ενίσχυση της παραπληροφόρησης, μπορούν να θεωρηθούν ως μέρος μιας πολιτικής στρατηγικής. Σε αντίθεση με τους ιδεολογικά υποκινούμενους δρώντες, εκείνες δεν πιστεύουν απαραίτητα τα μηνύματα που μοιράζονται. Σε αυτά αναμειγνύουν ψευδείς με πραγματικές πληροφορίες και συνδέουν σκόπιμα άλλες ιστορίες και αφηγήσεις, συχνά αυτές που απευθύνονται στους ιδεολογικά υποκινούμενους φορείς. Αυτοί οι πολιτικά υποκινούμενοι φορείς προσαρμόζουν παλιές στρατηγικές παραπληροφόρησης στις δυνατότητες της εποχής της πληροφορίας, αξιοποιώντας την τεχνολογική υποδομή του Διαδικτύου για τη διάδοση των μηνυμάτων τους περισσότερο, ταχύτερα και με χαμηλότερο κόστος από ποτέ άλλοτε. Οι Pomerantsev και Weiss7 έχουν γράψει ότι ο σκοπός της παραπληροφόρησης δεν είναι απαραίτητα να πείσει, αλλά να προκαλέσει σύγχυση, να δημιουργήσει αμηχανία σε ολόκληρη την κοινωνία, να σπείρει τη δυσπιστία στην πληροφόρηση και τους παρόχους πληροφοριών. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η στρατηγική λειτουργεί στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Ένας άλλος στόχος της παραπληροφόρησης είναι η δημιουργία να ενισχύσει τη διαίρεση στις (αντιμαχόμενες) δημοκρατίες, αυτό είναι ορατό επίσης.
Οικονομικά κίνητρα
Άλλοι παράγοντες στο πλαίσιο αυτού του συστήματος είναι τα οικονομικά κίνητρα. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολυάριθμες ιστοσελίδες που πωλούν online διαφημίσεις και προϊόντα υγείας. Πολλές από αυτές είναι ουσιαστικά συσσωρευτές «εναλλακτικών» και ψευδών μέσων ενημέρωσης, αναμασώντας περιεχόμενο «clickbait», σχεδιασμένο για να προσελκύσει χρήστες. Άλλοι, όπως το InfoWars, ενσωματώνουν πρωτότυπο περιεχόμενο με δανεισμένη ύλη από άλλους ιστότοπους του οικοσυστήματος, περιλαμβανομένου του Russia Today (RT) και χρησιμοποιούν την πλατφόρμα τους για να προωθήσουν μια σειρά προϊόντων (π.χ. συμπληρώματα διατροφής).
Κέρδη σε φήμη
Ένα άλλο σύνολο παραγόντων, ιδίως στο πλαίσιο των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, φαίνεται να παρακινούνται ειδικά από τα οφέλη για τη φήμη τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχεδιαστεί για να είναι ελκυστικά και μέρος αυτής της δέσμευσης περιλαμβάνει ένα δίαυλο ανατροφοδότησης των «likes» και των «follow». Στον χώρο της παραπληροφόρησης, ειδικά μεταξύ των ακροδεξιών, φαίνεται να υπάρχει ένα σύνολο παραγόντων που έχουν ως κύριο κίνητρο ή τουλάχιστον ως σημαντικό την προσοχή των υπολοίπων και τα αντιληπτά κέρδη φήμης. Mike Cernovich και Jack Posobiec είναι δύο παραδείγματα υψηλού προφίλ, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι μεταξύ των «ελίτ του πλήθους» στο Twitter και αλλού, που διαδίδουν εναλλακτικές αφηγήσεις και άλλη πολιτικοποιημένη παραπληροφόρηση και έχουν κατά συνέπεια λάβει μεγάλη διαδικτυακή προβολή. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες είναι περισσότερο εννοιολογικές. Αν και δεν υποστηρίζονται ακόμη από μεγάλους όγκους εμπειρικών στοιχείων, είναι ωστόσο θεωρητικά τεκμηριωμένες ως μέρος αυτού του πολύπλοκου συστήματος.
Διασκέδαση
Είναι πιθανό ότι ορισμένοι συμμετέχοντες στην παραπληροφόρηση συμμετέχουν απλά για λόγους ψυχαγωγίας ή «για το Lulz», όπως θα έλεγε η ομάδα των «Anonymous» που πλέον φθίνει. Αυτό το σλόγκαν προοριζόταν να περιγράψει ένα είδος σκανδαλώδους ψυχαγωγίας, μια ξεχωριστή δραστηριότητα στο Διαδίκτυο. Ένας άλλος τρόπος για να σκεφτούμε αυτή την κατηγορία, είναι να επεκτείνουμε το gaming στον πραγματικό κόσμο. Για παράδειγμα, η παραπληροφόρηση μπορεί να παρέχει μια πλατφόρμα για τη συνεργασία με τους διαδικτυακούς συμπαίκτες και μια οδό για την ανάληψη αποστολών υποκλοπής της κουλτούρας (για τη διάδοση συγκεκριμένων ιδεολογιών).
Ενδυνάμωση
Η παραπληροφόρηση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για ένα αποδυναμωμένο άτομο ή μια ομάδα να διεκδικήσει εξουσία και δύναμη του μέσω της ψηφιακής δράσης. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το 8chan. Οι ψηφιακοί εθελοντές που αισθάνονται ότι ενδυναμώνονται με το να συναντιούνται στο Διαδίκτυο μετά από καταστροφικά γεγονότα προκειμένου να βοηθήσουν άτομα, αυτό το σύνολο των φορέων παρακινείται από τη συλλογική εργασία σε μια διαδικτυακή ομάδα για έναν σκοπό, παραδείγματος χάριν την εκλογή του υποψηφίου που προτιμούν. Η προκαταρκτική έρευνα υποδηλώνει ότι οι στοχευμένες στρατηγικές παραπληροφόρησης δεν αξιοποιούν μόνο τη δύναμη των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά βρίσκουν απήχηση στις δραστηριότητες του διαδικτυακού πλήθους που διαμορφώνεται μέσα σε αυτές τις πλατφόρμες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι λογαριασμοί trol που έστελνε μια εταιρεία με έδρα τη Ρωσία, οι οποίοι παριστάνοντας τους πολίτες των ΗΠΑ διείσδυσαν στο Διαδίκτυο σε κοινότητες των χρηστών του Twitter της εναλλακτικής δεξιάς και λειτούργησαν για να σπείρουν διχόνοια και να ενισχύσουν τα μηνύματά τους κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2016 στις ΗΠΑ. Οι λογαριασμοί αυτοί ενσωματώθηκαν επίσης σε κοινότητες Twitter με αριστερό πρόσημο που σχηματίστηκαν γύρω από θέματα όπως το #BlackLivesMatter, ενισχύοντας τις υπάρχουσες διαιρέσεις στις ΗΠΑ. Σε ένα άλλο μέτωπο, οι επιχειρήσεις πληροφόρησης που συνδέονται με τη Ρωσία έχουν στοχεύσει διαδικτυακούς ακτιβιστές σε κοινότητες που διαμορφώνονται γύρω από αντιπολεμικές ιδεολογίες και τους χρησιμοποιούν για να διαδώσουν μηνύματα που αμφισβητούν τις δραστηριότητες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στη Συρία.
Εστιάζοντας στον ρητό συντονισμό και τη συμπαιγνία με το κράτος, αγνοώντας ή υποτιμώντας τους ρόλους και τα κίνητρα αυτών των ανεξάρτητων φορέων, οι ερευνητές, οι δημοσιογράφοι και οι opinion leaders κινδυνεύουν να υπεραπλουστεύσουν την πολυπλοκότητα αυτού του συστήματος, περιορίζοντας την ανάπτυξη αποτελεσματικών λύσεων και συνδράμοντας στην ελλιπή ενημέρωση του κοινού για την συνειδητοποίηση του προβλήματος.
Είναι σημαντικό να βοηθηθούν οι καθημερινοί χρήστες αυτών των συστημάτων, ώστε να αναγνωρίσουν τον ρόλο που διαδραματίζουν στο φαινόμενο της παραπληροφόρησης. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της παραπληροφόρησης δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στο σχεδιασμό των τεχνολογικών συστημάτων ή στις σκόπιμες ενέργειες των κυβερνητικά χρηματοδοτούμενων trol. Οι λύσεις στο πρόβλημα αυτό πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν με αυτές τις πληροφορίες και επηρεάζονται από αυτές, όχι απλώς ως θύματα, αλλά ως παράγοντες της δημιουργίας και της διάδοσής της.
Η Ρωσία, η Δύση και η γεωπολιτική της παραπληροφόρησης
Η εκστρατεία παραπληροφόρησης που διεξάγεται από το Κρεμλίνο και τα συνδεδεμένα ολιγαρχικά του δίκτυα είναι μια άμεση απόγονος των «ενεργών μέτρων» της KGB, που αυξήθηκαν σε όγκο, ταχύτητα και ισχύ μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας. Σκοπός της είναι να ελέγξει την κοινή γνώμη στη Ρωσία και να υπονομεύσει τις δυτικές δημοκρατίες, με τη δημιουργία διχασμού στο πλαίσιο στοχευμένων ομάδων. Ευρέως διασκορπισμένοι ιστότοποι, κέντρα trol και hackers αποκρύπτουν εν μέρει την κοινή προέλευση των ψευδών και διαστρεβλωμένων ειδήσεων. 150 χρόνια πριν ο διευθυντής της KGB και μετέπειτα ΓΓ του ΚΚΣΕ Γιούρι Αντρόποφ καταστήσει την παραπληροφόρηση κεντρικό στοιχείο της δραστηριότητας των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, ο Αμερικανός ποιητής William Blake έγραφε: «Μια αλήθεια που λέγεται με κακή πρόθεση είναι καλύτερη από όλα τα ψέματα που μπορείς να εφεύρεις». Ένα διάταγμα του Αντρόποφ με ημερομηνία 12 Απριλίου 1982 διέταζε όλα τα τμήματα της KGB, ανεξάρτητα από τις πραγματικές τους αποστολές, να συμμετάσχουν σε ενεργά μέτρα με στόχο να διασφαλιστεί ότι ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θα έχανε την εκστρατεία επανεκλογής του.
Τέτοιοι πυρήνες αλήθειας που λέγονται με κακή πρόθεση βρίσκονται στην καρδιά κάθε παραπληροφόρησης, συμβάλοντας στο να κάνουν πιο δύσκολη την καταπολέμησή της. Στην παρούσα συζήτηση, ο αντίπαλος θα περιγράφεται όπου είναι δυνατόν ως «το Κρεμλίνο» ή με άλλους όρους που σχετίζονται με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τους συνεργάτες του, παρά ως «οι Ρώσοι» ή «Ρωσία». Κανένα καλό συμφέρον δεν εξυπηρετείται από την παρουσίαση των δραστηριοτήτων του Κρεμλίνου ως «Ρωσία εναντίον της Δύσης». Στην πραγματικότητα, ο κύριος αντίπαλος του Κρεμλίνου ήταν πάντα και παραμένει η ίδια η Ρωσία. Σχεδόν κάθε είδος δράσης που έχει αναλάβει εναντίον της Δύσης εφαρμόστηκε πρώτα στη Ρωσία, εναντίον του ρωσικού λαού και των πολλών εθνοτικών, εθνικών και θρησκευτικών ομάδων της Ρωσίας.
«Το Κρεμλίνο» ως όρος που θα χρησιμοποιηθεί αποτελεί αναφορά τόσο στην προεδρική διοίκηση όσο και στα δίκτυα των επιχειρηματιών, του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και των βετεράνων αξιωματικών, πρακτόρων και περιουσιακών στοιχείων των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν δεσμούς με το Κρεμλίνο, καθώς και με τον Πούτιν και τους στενότερους συνεργάτες του. Αυτό το «κράτος μέσα στο κράτος» αλληλεπιδρά με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης της χώρας, στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται μακριά από αυτά. Άλλωστε, το καθεστώς της Ρωσικής Ομοσπονδίας, έχει περιγραφεί ως «ad hoc κρατία» (στην ορολογία της πολιτικής ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει επιτροπές ή ομάδες που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα, αλλά συγκροτούνται εκτάκτως για να προωθήσουν ή να αντιπαλέψουν συγκεκριμένα ζητήματα). Άνθρωποι μετακινούνται εντός και εκτός της προεδρικής διοίκησης, εκτελώντας καθήκοντα ανάλογα με τις ανάγκες, αποκτώντας ή αποβάλλοντας εκ περιτροπής την κάλυψη ή την αύρα της νομιμότητας που μπορεί να προσφέρει η άμεση σχέση με το ρωσικό κράτος. Η παραπληροφόρηση, ανεξάρτητα από το ποιος την ασκεί ως δραστηριότητα, είναι η επιθετική εμπορία πληροφοριών για την υποστήριξη πολιτικών στόχων.
Το μοντέλο τμηματοποίησης, στόχευσης και τοποθέτησης (STP) έχει βασικά στοιχεία της έρευνας και της πρακτικής του μάρκετινγκ, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ‘70. Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αυξάνουν δραματικά την ποσότητα των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες για τον προσδιορισμό των τμημάτων της αγοράς, αλλά και την ανάπτυξη του περιεχομένου που είναι πιθανότερο να επηρεάσει τον στόχο-ακροατήριο. Αυτό που είναι νέο δεν είναι τόσο οι τεχνικές, αλλά η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία μπορεί να γίνει ταυτόχρονα παραπληροφόρηση. Και επιπλέον, αυτή να στοχεύει σε ομάδες ανθρώπων υψηλής τμηματοποίησης σε ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας, με πολύ μικρό κόστος και με ελάχιστη ή καθόλου εποπτεία ή κυβερνητική ρύθμιση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η αφέλεια των τεχνολογικών εταιρειών, των μελλοντολόγων και του κοινού. Όλοι τους δυσκολεύονται να εκτιμήσουν πόσο μεγάλη ζημιά μπορεί να προκληθεί στις δυτικές δημοκρατίες, από έναν αδίστακτο αντίπαλο.
«O κύριος αντίπαλος του Κρεμλίνου ήταν πάντα -και εξακολουθεί να είναι- η ίδια η Ρωσία»
Η μεθοδολογία της παραπληροφόρησης μπορεί να μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τη σύγχρονη πρακτική του μάρκετινγκ, αλλά το περιεχόμενό της διαμορφώνεται από τους πολιτικούς στόχους που επιδιώκονται και από την απουσία οποιασδήποτε ηθικής ή δεοντολογικών περιορισμών. Ο ίδιος ο Aντρόποφ όρισε την παραπληροφόρηση, με βάση παρατηρήσιμα αποτελέσματα, σημειώνοντας: «Η παραπληροφόρηση είναι σαν την κοκαΐνη. Μία ή δύο φορές, μπορεί να μην αλλάξει τη ζωή σου. Αν όμως τη χρησιμοποιείς κάθε μέρα, τότε θα σε κάνει εθισμένο, έναν διαφορετικό άνθρωπο». Δεν γνωρίζουμε αν ήθελε να υποδηλώσει μια φυσιολογική συνιστώσα στην παραπληροφόρηση και την ικανότητά της να αιχμαλωτίζει την προσοχή. Η φαινομενική φυσιολογική συνιστώσα της παραπληροφόρησης πιθανόν να ενισχύεται από τις πολλές (και σε μεγάλο βαθμό αρνητικές) επιδράσεις των επικοινωνιών μέσω υπολογιστή. Η ιστορία της σοβιετικής χρήσης του όρου «disinformation» είναι από μόνη της ένα παράδειγμα παραπληροφόρησης. Άλλωστε, ο όρος επινοήθηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία. Οι υπηρεσίες πληροφοριών της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων τους διατάχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 να διαδώσουν μια ιστορία, η οποία περιέγραφε ένα όπλο του πληροφοριακού πολέμου που αναπτύχθηκε από την καπιταλιστική Δύση εναντίον της ΕΣΣΔ και των λαϊκών δημοκρατιών σε όλο τον κόσμο.
Το Κρεμλίνο παραμένει σε μεγάλο βαθμό αντίπαλος της Δύσης
Ο Πούτιν και οι συνεργάτες του είναι παιδιά του Αντρόποφ, που στρατολογήθηκαν στην KGB τη δεκαετία του ‘70 στο πλαίσιο της προσπάθειας του δεύτερου να φέρει φρέσκο αίμα και νέες ιδέες για να αντιμετωπιστούν τα πολλά προβλήματα που ταλάνιζαν το σοβιετικό κράτος. Ενώ η τεχνολογία της πληροφορικής γενικά και ο παγκόσμιος ιστός ειδικότερα, δημιουργούν νέες ευκαιρίες για την πρακτική της παραπληροφόρησης, το εγχειρίδιο παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητο. Ακριβώς όπως στη τζαζ τα πρότυπα παραμένουν αναγνωρίσιμα ανεξάρτητα από τους μουσικούς και τις ενορχηστρώσεις, το ίδιο ισχύει και για τις εκστρατείες παραπληροφόρησης. Μέχρι τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν συγκεντρώσει ένα εντυπωσιακό σύνολο γνώσεων σχετικά με την παραπληροφόρηση και είχαν δημιουργήσει ένα ευρύτερο σύνολο τακτικών, γνωστών ως «ενεργά μέτρα». Μεταγενέστερες αποστασίες στη Δύση και ο αποχαρακτηρισμός των πρώην μυστικών εκθέσεων, σημαίνουν ότι εισερχόμαστε σε αυτό το νέο στάδιο του ανταγωνισμού με μια πολύ βελτιωμένη κατανόηση του τι κάνει το Κρεμλίνο, πώς και για ποιους σκοπούς. Τα «ενεργά μέτρα» δεν είχαν ως στόχο τη συλλογή πληροφοριών, αλλά την ανατροπή. Επιδίωκαν την εσωτερική αποδυνάμωση των δυτικών χωρών, την ενίσχυση των διαιρέσεων μεταξύ των χωρών της Δύσης, των μελών του ΝΑΤΟ και των ουδέτερων ευρωπαϊκών κρατών.
Eπίσης, ήθελαν να σπείρουν διχόνοια μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και των αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Τα ενεργά σοβιετικά μέτρα στόχευαν τους πολιτικούς ηγέτες, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τους επιχειρηματίες και γενικότερα το κοινό των δυτικών χωρών. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ξεπερνούσαν κατά πολύ την απλή εμπορία πληροφοριών ή την προώθηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ψευδείς και σκόπιμα παραπλανητικές πληροφορίες τοποθετούνταν σε κλεμμένα ή πλαστά έγγραφα. Επίσης, προωθήθηκαν σε διασπαστικά πολιτικά κινήματα όπου αυτά υπήρχαν, ενώ δημιουργήθηκαν και κάποια εκεί που δεν υπήρχαν. Ακριβώς όπως η παραπληροφόρηση δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από τα ενεργά μέτρα, τα ενεργά μέτρα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Κρεμλίνου. Όπως ήταν τότε, έτσι είναι και τώρα.
Αλλά ενώ πριν η Δύση ήταν αντιμέτωπη με ένα μονολιθικό σοβιετικό κράτος, η σημερινή ad hoc κρατία του Κρεμλίνου παρέχει νέες ευκαιρίες για την καταπολέμηση των προσπαθειών της. Ενώ έχει δοθεί μεγάλη προσοχή σε ένα μόνο εργοστάσιο trol του Κρεμλίνου στην Αγία Πετρούπολη, το γεγονός είναι ότι πολλά από αυτά που παρατηρoύνται όσον αφορά την παραπληροφόρηση και άλλα «ενεργά μέτρα» στο Διαδίκτυο είναι εξίσου πιθανό να προέρχονται από μια διαφημιστική εταιρεία στη Ζυρίχη, για παράδειγμα. Ενεργώντας κατά εντολή των σημερινών αξιωματούχων της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU) στη Μόσχα, μια «Πατριωτική Δημοσιογραφία» στο Οmsk της Ρωσίας, μπορεί να δημιουργήσει έναν ιστότοπο εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης, που θα καλύπτει δήθεν τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Οι γυναίκες στο Omsk, οι οποίες λογοδοτούν σε ένα διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από βετεράνους Σοβιετικούς αξιωματικούς της GRU Spetsnaz, χρησιμοποιούν υπηρεσίες που παρέχονται από Ρώσους χάκερς στην Ισπανία, οι οποίοι διαθέτουν διακομιστές σε κέντρο δεδομένων στο Άμστερνταμ και μια εύκολη διεύθυνση στο Χονγκ Κονγκ. Όλα αυτά για να θέσουν σε απευθείας σύνδεση έναν ιστότοπο, για μια ομάδα που έχει προσληφθεί από συνταξιούχους αναλυτές, οι οποίοι απασχολούνταν από τις υπηρεσίες πληροφοριών του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η έλξη της παραπληροφόρησης συνδέεται άμεσα με τις τάσεις αυταρχισμού. Τι πρέπει να γίνει;
Η παραπληροφόρηση μπορεί να αντιμετωπιστεί σε πολλά σημεία και σε πολλά επίπεδα. Οι πιο ολέθριες επιπτώσεις μπορούν να μετριαστούν, ενώ στοχευμένοι πληθυσμοί μπορούν να γίνουν πιο ανθεκτικοί. Τόσο οι μη κρατικές ομάδες παραπληροφόρησης, όσο και αυτές που υποστηρίζονται από το κράτος μπορούν να αντιμετωπιστούν και να αναγκαστούν να αποσυρθούν. Στο βαθμό που οι ανθρώπινοι πληθυσμοί είναι προγραμματισμένοι να δέχονται παραπληροφόρηση και να πιστεύουν τα χειρότερα για τους τους συνανθρώπους τους, δεν θα υπάρξει ποτέ ολοκληρωτική νίκη. Η έλξη της παραπληροφόρησης φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την επιθυμία για αυταρχισμό. Ο δημοκρατικός δυτικός πλουραλισμός είναι ευάλωτος, για τους ίδιους λόγους που είναι πολύτιμος. Χωρίς προσπάθεια, δεν θα επιβιώσει. Ορισμένες αλήθειες πρέπει να εμπεδωθούν σε κάθε γενιά. Πρώτα από όλα, πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραμεριστεί. Υπάρχει η ανάγκη να κατανοήσουμε πώς η τεχνολογία επιδεινώνει το πρόβλημα της παραπληροφόρησης και αν είναι δυνατόν να βρεθεί μέθοδος για να αλλάξει η λογική με την οποία παρέχονται οι πληροφορίες, προκειμένου να επηρεάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται και βιώνεται από τον καθένα μας.
Εχθροί και οι δύο
Ξένοι και εγχώριοι που χρησιμοποιούν την παραπληροφόρηση για να υπονομεύσουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, πρέπει να αντιμετωπιστούν και να εκτεθούν για αυτό που είναι: ανατρεπτικοί. Χρειάστηκαν αιώνες συντονισμένης προσπάθειας για να ανυψωθούν οι κοινωνίες επάνω από τις πιο χαμηλές, καταστροφικές και μισαλλόδοξες τάσεις. Τέλος, όσοι ασχολούνται με τη μελέτη της παραπληροφόρησης, πρέπει να έχουν κατά νου ότι δεν υπάρχουν παθητικοί παρατηρητές. Δεν υπάρχουν γραμμές του μετώπου, ο πόλεμος είναι ολοκληρωτικός και δεν υπάρχει ουδετερότητα. Το να μπαίνουν «σφήνες» ανάμεσα στους ανθρώπους είναι ένας στόχος του Κρεμλίνου και είναι καθήκον του ο καθένας να προσπαθήσει να μην γίνει πιόνι στο παιχνίδι του.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ: ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ
Η Ρωσία έχει αναπτύξει μια ολοκληρωμένη στρατηγική πληροφόρησης, με στόχο να αυξήσει την επιρροή της στην περιφέρεια της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας, αυξάνοντας παράλληλα τις δυνατότητές της για επιτυχή στρατιωτική δράση σε οποιαδήποτε μελλοντική αντιπαράθεση με τις χώρες στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ. Η διάδοση μη ιδεολογικών και στοχευμένων πληροφοριών αποσκοπεί στη μείωση της βούλησης των στοχευμένων πληθυσμών να αντισταθούν στη ρωσική κυριαρχία, ενώ παράλληλα απαξιώνει τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ που έχουν δεσμευτεί να έρθουν σε βοήθεια. Μεταξύ άλλων κρίσιμων εξελίξεων, το 2013 η Ρωσία κήρυξε ανοιχτά πόλεμο πληροφοριών στη Δύση. Το πρώτο κύμα της επίθεσης στρεφόταν κατά των κρατών που βρίσκονταν μεταξύ της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας (το λεγόμενο Intermarium): Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία και Ουκρανία, χώρες που παρέμειναν ο πρωταρχικός στόχος του ρωσικού εκφοβισμού και της επιθετικής συμπεριφοράς μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991. Εκτός από αυτό, η στάση της άλλοτε μητρόπολης του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού στην περιφέρεια του Καλίνινγκραντ καταδεικνύει την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να οικοδομήσει ένα αντιδυτικό «ιδεολογικό προπύργιο» στην καρδιά της Ευρώπης. Δεδομένου του κρίσιμου ρόλου της πληροφόρησης στο όραμα της Ρωσίας για το μέλλον του πολέμου, η εκστρατεία κατά της Ουκρανίας και των κρατών της Βαλτικής δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα αναπόσπαστο μέρος της γενικής προετοιμασίας του Κρεμλίνου για μελλοντικές συγκρούσεις.
Φτιάχνοντας ένα κοκτέιλ μολότοφ: Πόλεμος πληροφοριών αλά ρωσικά
Η τρέχουσα εκστρατεία παραπληροφόρησης της Ρωσίας κατά της Δύσης είναι περισσότερο επικίνδυνη και εξελιγμένη από ποτέ για διάφορους λόγους. Πρώτον, η σοβιετική στρατηγική τυλιγμένη σε σύγχρονη ενδυμασία την καθιστά καθολική, ευέλικτη, έξυπνη και χωρίς σύνορα. Δεύτερον, οι εκστρατείες hacking, η σκόπιμη καταστροφή πληροφοριών, η απροκάλυπτη διαφθορά και οι κυβερνοεπιθέσεις την καθιστούν πρακτικά μη ανιχνεύσιμη. Τρίτον, σχεδιασμένη για εγχώρια και ξένη κατανάλωση, απευθύνεται σε διαφορετικά ακροατήρια στη Ρωσία, στον μετασοβιετικό χώρο και πέραν αυτού. Τέταρτον, είναι μόνιμη: Γνωστή ως «πληροφοριακή αντιπαράθεση», έχει σχεδιαστεί τόσο για τον πόλεμο όσο και για την ειρήνη. Τέλος, συχνά περιέχει σπόρους αλήθειας, γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο δύσκολο να νικηθεί. Η ρωσική παραπληροφόρηση συγχωνεύει τη θεωρία και την πρακτική ως μέρος μιας διεπιστημονικής προσέγγισης, μετατρέποντάς την σε όπλο. Έτσι, ένας συνδυασμός σοβιετικής έμπνευσης μεταμοντέρνας πληροφορικής-ψυχολογίας και πληροφορικής-τεχνολογίας αποτελεί δύο μέρη του ίδιου φαινομένου. Μετά το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης το 2014, οι ρωσικές προσπάθειες παραπληροφόρησης έγιναν πιο εξελιγμένες και απέκτησαν κάποια νέα χαρακτηριστικά, όπως περιγράφονται παρακάτω.
Στρατιωτικοποίηση της πληροφόρησης
Ρώσοι στρατιωτικοί στρατηγιστές θεωρούν την παραπληροφόρηση ως οργανικό μέρος των μελλοντικών συγκρούσεων. Η θεωρητική έρευνα και τα πρακτικά βήματα οδήγησαν στη δημιουργία «ερευνητικών μονάδων» και «στρατευμάτων στον κυβερνοχώρο». Σύμφωνα με τον Ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, αυτά «θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από το τμήμα αντιπροπαγάνδας της σοβιετικής περιόδου.
Κωδικοποίηση και ανανέωση της νομοθεσίας για την πληροφόρηση
Η υιοθέτηση ενός νέου δόγματος πληροφόρησης (2016) και μιας στρατηγικής για την ανάπτυξη μιας κοινωνίας της πληροφορίας (2017) έχει αυστηροποιήσει τον έλεγχο του κράτους στον χώρο της πληροφόρησης. Παράλληλα, προσδιόρισε τις εξωτερικές προτεραιότητες και επιβεβαίωσε την ετοιμότητα της Ρωσίας για πληροφοριακό πόλεμο.
Δημιουργία της κάθετης πληροφόρησης
Κάθε Ρώσος πολίτης, από τον πρόεδρο μέχρι έναν τοπικό φορέα, είναι πλέον υπεύθυνος για την ασφάλεια των πληροφοριών του κράτους. Η καθιέρωση των «ομάδων κυβερνοχώρου» και η επέκταση των αρμοδιοτήτων της ρωσικής Εθνοφρουράς στον τομέα της ασφάλειας πληροφοριών και του κυβερνοχώρου αποτελεί μέρος αυτής της στρατηγικής.
Oυκρανία: To εργαστήριο της Ρωσίας
Οι εξελίξεις μετά το 2013 στην Ουκρανία θα πρέπει να θεωρηθούν ως φυσιολογικό αποτέλεσμα των προηγούμενων συνεχιζόμενων μυστικών ενεργειών του Κρεμλίνου ενάντια στη χώρα, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Οι κινήσεις της Ρωσίας μετά την αποπομπή του Γιανούκεβιτς από την προεδρία της Ουκρανίας ήταν η κατάληξη ενός συνδυασμού μεθόδων που προσομοιάζουν με μια νέου τύπου στρατιωτική σύγκρουση, με την τοπική στρατιωτική δράση να διεξάγεται από δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων, υποστηριζόμενη από εκστρατείες παραπληροφόρησης και κυβερνοεπιθέσεις. Το πρώτο στάδιο, η προσάρτηση της Κριμαίας, χρησίμευσε ως εφαλτήριο για τα μετέπειτα γεγονότα στην περιοχή του Ντονμπάς. Η ρωσική πλευρά χρησιμοποίησε την τεχνολογία της πληροφορικής, μέσω της κατοχής του Σημείου Ανταλλαγής Διαδικτύου της Συμφερούπολης και της διακοπής της καλωδιακής σύνδεσης με την ηπειρωτική χώρα, που της εξασφάλιζαν την κυριαρχία στην χερσόνησο στον κρίσιμο τη δεδομένη στιγμή τομέα των πληροφοριών. Με «άρμα» της την παραπληροφόρηση, διεξήγαγε επίσης «ψυχολογικό» πόλεμο για να ανακόψει τις στενότερες επαφές της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή τη συγκυρία δόθηκε έμφαση στις τεχνικές αντανακλαστικού ελέγχου, όταν η Μόσχα προσπάθησε να εξαναγκάσει την διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τη Ρωσία ως παράγοντα με ειδικά συμφέροντα στην Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα υποτίθεται ότι εκείνη δεν ήταν μέρος του προβλήματος.
Το δεύτερο στάδιο της σύγκρουσης, από τον Απρίλιο του 2014, είδε μια παρόμοια αλλά διευρυμένη στρατηγική που βασιζόταν σε
εντατικοποιημένες προσπάθειες παραπληροφόρησης, κυβερνοεπιθέσεις, trol και bots, λογισμικό πληροφορικής και μηχανές αναζήτησης (κυρίως Yandex) ως μέσο για την απαξίωση και την παραποίηση των πληροφοριών. Οι προσπάθειες της Ρωσίας να δυσφημίσει την Ουκρανία στα μάτια της Δύσης βασίστηκαν στην παρουσίαση ως «ένα λάθος του 1991», μια αποτυχημένη χώρα που κυβερνάται από παράνομους και διεφθαρμένους. Επί της ουσίας μια αναποτελεσματική, ρωσοφοβική, αντισημιτική νεοναζιστική «χούντα», με επίδραση που θα έφτανε σε κάθε τμήμα της δυτικής κοινωνίας.
Η αδίστακτη συμπεριφορά και οι ενέργειες της Μόσχας στηρίχθηκαν στις εξής παραδοχές
1. Η Μόσχα δεν θα αμφισβητηθεί για την στάση της απέναντι στην Ουκρανία.
2. Αδύναμη, ανομοιογενής και χωρίς στρατηγικό όραμα, η ουκρανική πολιτική δεν θα μπορεί να αντιδράσει σωστά.
3. Η Ουκρανία δεν είναι ένα ομοιογενές κράτος, πράγμα που σημαίνει ότι οι ρωσικές ενέργειες θα υποστηριχθούν από τους ντόπιους πληθυσμούς σε ορισμένες περιοχές.
Το χειρότερο από όλα είναι ότι για την πλειοψηφία των Ουκρανών η ιδέα του πολέμου με τη Ρωσία ήταν αδιανόητη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε το Κρεμλίνο. Από αυτή την άποψη, το ουκρανικό παράδειγμα θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μια αυστηρή προειδοποίηση για ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινότητα και για τις χώρες της Βαλτικής ειδικότερα.
Τα κράτη της Βαλτικής: Οι επόμενοι στόχοι;
Τα τρία κράτη της Βαλτικής που αποτελούν το βόρειο τμήμα της ανατολικής ζώνης του ΝΑΤΟ αποτελούν έναν άλλο πρωταρχικό στόχο της ρωσικής παραπληροφόρησης. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, οι ρωσικές προσπάθειες προπαγάνδας περιστράφηκαν γύρω από την ερμηνεία της σοβιετικής ιστορικής κληρονομιάς, με πολλές κακώς ενσωματωμένες νοσταλγικές ρωσόφωνες μειονότητες, που ενεργούσαν ως οι εκρόσωποι του Κρεμλίνου. Μετά το 2007, ακολούθησαν δραματικές αλλαγές λόγω της εμφάνισης της έννοιας του «ρωσικού κόσμου»: Οι κάποτε φτωχά οργανωμένες και συχνά ασυνάρτητες δράσεις των Ρώσων εξελίχθηκαν σε μια συστηματοποιημένη, καλά συντονισμένη και συνεκτική στρατηγική. Οι επιχειρήσεις παραπληροφόρησης της Ρωσίας κατά των κρατών της Βαλτικής αποσκοπούν στο να παρουσιάσουν τις χώρες αυτές ως ένα αποτυχημένο πείραμα του μετασοβιετικού μετασχηματισμού και της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης. Εν τω μεταξύ, οι τοπικές ελίτ παρουσιάζονται ως ρωσοφοβικές και παρανοϊκές. Σύμφωνα με τη ρωσική προπαγάνδα, αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την «τυφλή δουλοπρέπεια» προς τη Δύση, δεν επιτρέπουν στις τοπικές πολιτικές ελίτ να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις, βλάπτοντας τις οικονομίες τους και μετατρέποντας τις χώρες αυτές σε «υγειονομικό κλοιό» κατά της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, τα κράτη της Βαλτικής γίνονται στόχος για ρωσικά αντίποινα. Ένα άλλο κρίσιμο κεφάλαιο της ρωσικής παραπληροφόρησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ρόλο του ΝΑΤΟ. Τα υποστηριζόμενα από το Κρεμλίνο προπαγανδιστικά μέσα διαδίδουν πλαστές ειδήσεις στα ρωσικά και στις τοπικές γλώσσες, επιχειρώντας να δημιουργήσουν μια αποκρουστική εικόνα για το ΝΑΤΟ, του οποίου οι στρατιώτες (ιδίως σε Λιθουανία και τη Λετονία) παρουσιάζονται ως ένας άγριος όχλος βανδάλων, σεξουαλικά διεστραμμένων και βιαστών, που έχουν ανοσία στους τοπικούς νόμους και δρουν σαν εισβολείς (ένας προφανής παραλληλισμός με τον ναζιστικό στρατό στο σοβιετικό έδαφος).
Αυτή η διαστρεβλωμένη αφήγηση εξυπηρετεί τους ακόλουθους στόχους
1. Εσωτερική κινητοποίηση του ρωσικού πληθυσμού γύρω από το τρέχον πολιτικό καθεστώς («η Ρωσία ως πολιορκημένο φρούριο»)
2. Η Ρωσία ως εναλλακτική λύση στο δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο («η Ρωσία ως θεματοφύλακας των χριστιανικών συντηρητικών αξιών»)
3. Αναβίωση των αντιαμερικανικών και ΝΑΤΟικών αισθημάτων στην Ευρώπη
4. Τεχνητός κατακερματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ένας άλλος τρόπος δημιουργίας αρνητικής εικόνας για το ΝΑΤΟ σχετίζεται με τη μαζική στρατιωτική ανάπτυξη στη δυτική στρατιωτική περιφέρεια (ιδίως στην περιφέρεια Καλίνινγκραντ), η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία μιας «αύρας» ατιμωρησίας και ταυτόχρονα να «αποδείξει» στα κράτη της Βαλτικής ότι το ΝΑΤΟ είναι ανίσχυρο να προστατεύσει την κυριαρχία και την εδαφική τους ακεραιότητα σε περίπτωση σύγκρουσης. Ταυτόχρονα, η ρωσική στρατιωτική κλιμάκωση επιχειρεί να τονίσει το σημείο ότι οι «υπερβολικές» στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια περιττή σπατάλη χρημάτων (και ένας όρος που επιβάλλει το ΝΑΤΟ) που θα μπορούσαν να είχαν επενδυθεί στην οικονομία, αντί σε εξοπλισμούς. Η ουκρανική κρίση είχε δραματικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά της Ρωσίας σε σχέση με την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Η πιο επιθετική ρητορική που υιοθέτησε έχει απεικονίσει τις χώρες της Βαλτικής ως ένα «κοντινό εξωτερικό», οντότητες που δεν έχουν ξεφύγει από τη ρωσική σφαίρα ενδιαφέροντος, ενώ ταυτόχρονα αποτυγχάνουν να ενταχθούν στην ευρωατλαντική κοινότητα. Η επιθετική εκστρατεία παραπληροφόρησης κατά των κρατών της Βαλτικής αποσκοπεί επίσης στο να δείξει ότι οι αυξανόμενες εντάσεις στην περιοχή προκαλούνται από τις αντιρωσικές ενέργειες και τη ρωσοφοβία που εξαπλώνεται στα κράτη αυτά και στην Πολωνία, οι οποίες σύμφωνα με ανώτερους Ρώσους αξιωματούχους θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το 2014, με τη διάδοση ψεύτικου υλικού και παρεμβαίνοντας επιθετικά στις εσωτερικές υποθέσεις των γειτόνων της, η Μόσχα αξιοποιεί όλο και περισσότερο το Καλίνινγκραντ ως νέα διέξοδο, δημιουργώντας παράλληλα αντιπολωνικά, αντιλιθουανικά και αντιΝΑΤΟικά συναισθήματα.
Καλίνινγκραντ: Φάρος του «ρωσικού κόσμου» στην Ευρώπη
Το Καλίνινγκραντ (Κένιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας) βρίσκεται στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φαίνεται να αποτελεί ιδανική τοποθεσία για την παραγωγή παραπληροφόρησης και την εξαγωγή ρωσικών αξιών στο εξωτερικό. Οι πρώτες προσπάθειες για το σκοπό αυτό έγιναν ανεπιτυχώς, από το 2003 έως το 2006. Ωστόσο, ήταν η ουκρανική κρίση που άλλαξε την αντίληψη του Κρεμλίνου για το Καλίνινγκραντ και τον ρόλο του στην ιδεολογική σύγκρουση με τη Δύση. Από το 2014 και μετά, το εξκλάβιο (όρος που χρησιμοποιείται για το αποσπασμένο έδαφος, όπως είναι ο θύλακας του Καλίνινγκραντ) βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή σθεναρών αντιλιθουανικών και αντιπολωνικών εκστρατειών παραπληροφόρησης.
To πιο διαβόητo παράδειγμα ήταν ένα επαίσχυντο επεισόδιο στο Βίλνιους στα τέλη του 2016, όταν η ρωσική πρεσβεία διέσπειρε προπαγανδιστικά φυλλάδια με πλαστά στοιχεία σχετικά με τις οικονομικές επιδόσεις της Λιθουανίας, προτρέποντας τους ντόπιους να εγκαταλείψουν τη χώρα για το Καλίνινγκραντ. Η πόλη-ταυτότητα της Ανατολικής Πρωσίας έχει γίνει ασπίδα του λεγόμενου «ρωσικού κόσμου» σε έναν ιδεολογικό πόλεμο εναντίον της Δύσης, των αξιών και των παραδόσεών της, έναν κόσμο στον οποίο η ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (ROC) έχει αποκτήσει εξέχουσα θέση. Μιλώντας στο Καλίνινγκραντ τον Μάρτιο του 2015, ο Ρώσος πατριάρχης Κύριλλος ονόμασε την περιφέρεια «φάρο της Ρωσίας» και ασπίδα απέναντι στον «αντίξοο κόσμο». Σε συνδυασμό με τη στρατιωτικοποίηση που κόβει την ανάσα (με αποτέλεσμα η περιφέρεια να γίνει μια από τις πιο «βαρυφορτωμένες» και δυσπρόσιτες στον κόσμο), τα ρωσικά μέτρα στον τομέα της ασφάλειας των πληροφοριών έχουν μεταμορφώσει το Καλίνινγκραντ σε ένα εργαστήριο για τη δοκιμή μελλοντικών πολεμικών επιχειρήσεων, με τη Μόσχα να δείχνει εκεί πως χρησιμοποιεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική. Τι θα επακολουθήσει;
Από τη Μαύρη έως τη Βαλτική Θάλασσα, η ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ αποτελεί μια σχετικά αδύναμη, κατακερματισμένη και άνισα ανεπτυγμένη περιοχή. Δεδομένων των διδαγμάτων που έχει αντλήσει η Ρωσία από την εμπειρία της στη Συρία και την Ουκρανία, η Μόσχα θα δώσει έμφαση στην επιδίωξη μιας στρατηγικής βασισμένης σε μια ολοκληρωμένη χρήση στρατιωτικών και μη στρατιωτικών συνιστωσών. Όπως περιγράφεται από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Valery Gerasimov (2016) «η έμφαση στην μέθοδο μάχης κινείται προς την σύνθετη εφαρμογή των πολιτικών, οικονομικών, πληροφοριακών και άλλων μη στρατιωτικών μέσων, που διεξάγονται με την υποστήριξη της στρατιωτικής δύναμης». Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της ασφάλειας των πληροφοριών θα πρέπει να θεωρηθεί ως οργανικό μέρος του ανωτέρω περιγραφέντος υβριδικού πολέμου. Επιπλέον, υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι ένας άλλος ρωσικός στρατηγικός στόχος αφορά την υπονόμευση του επιπέδου της συνοχής μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καθώς και τη δημιουργία σύγκρουσης και αμοιβαίας εχθρότητας μεταξύ της Ουκρανίας και του ΝΑΤΟ. Αυτό συμβαίνει χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα από υποστηριζόμενες από τη Μόσχα δεξαμενές σκέψης, μη κυβερνητικές οργανώσεις και περιθωριακές λαϊκιστικές ομάδες, έως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ενημερωτικά.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
Μετά την «αραβική άνοιξη και τις ρωσικές εκλογές του 2011-2012, το Κρεμλίνο αύξησε τη χρήση της παραπληρόφόρησης. Χρησιμοποιούνται πολλές τεχνικές για να φαίνεται γνήσια, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής τηλεοπτικών συνεντευξιαζόμενων που θα δώσουν μια φιλική προς τη Μόσχα ερμηνεία των γεγονότων στα κρατικά ελεγχόμενα κανάλια. Επίσης, εκμετάλλευση της manual και της αυτοματοποιημένης διάδοσης, με διανομή ψεύτικων ιστοριών σε όσους είναι πρόθυμοι να διαφωνήσουν με ξένα πολιτικά συστήματα. Μετά τα γεγονότα της αραβικής εξέγερσης του 2011 και τις εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά της νοθείας των ψήφων στη Ρωσία το 2011 και το 2012, η επίσημη θέση της Ρωσίας ήταν πως «οι δυτικές δυνάμεις έστησαν αυτές τις διαμαρτυρίες για να ανατρέψουν φιλορωσικά καθεστώτα». Η αρχική αντίδραση του Κρεμλίνου ήταν να στοχοποιήσει τους Ρώσους, για να αποτρέψει οποιαδήποτε επανάληψη του δημοκρατικού ενθουσιασμού τους. Πρωτοβουλίες όπως ο νόμος για τους «ξένους πράκτορες» και η καταστολή των μη κυβερνητικών οργανώσεων που τάσσονται υπέρ της διαφάνειας, προέρχονται από αυτή την περίοδο. Ταυτόχρονα, ένα εργοστάσιο trol, Ρώσοι που πληρώνονται για να κάνουν πολιτικές αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, ιδρύθηκε στην Αγία Πετρούπολη για να κατακλύσει ρωσικές κοινότητες της αντιπολίτευσης με φιλοκυβερνητικές αναρτήσεις. Η Ρωσία χρησίμευσε ως πεδίο δοκιμών για αυτές τις μεθόδους, άλλωστε ο πρώτος στόχος της κυβέρνησης –όπως τόσο συχνά συμβαίνει- ήταν να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Στη συνέχεια και ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, τα ίδια «όπλα» επεκτάθηκαν σε διεθνείς στόχους, πρώτα στην Ουκρανία, στη συνέχεια στην Δύση.
Προσέγγιση
Η προσέγγιση της Ρωσίας στις επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και αρνητικής επιρροής στη δημοκρατία, περιέχει ένα «διπλό χτύπημα». Μια σειρά από τμήματα των «συστημάτων» του Κρεμλίνου παράγουν ή συγκεντρώνουν υλικό σχεδιασμένο να υπονομεύσει τον στόχο, ενώ κάποια άλλα τμήματα ενισχύουν αυτό το υλικό, διατηρώντας παράλληλα έναν βαθμό εύλογης άρνησης. Αυτή η μέθοδος χρονολογείται από την προ-σοβιετική εποχή και την έννοια του kompromat (από το «συμβιβαστικό υλικό»). Στη δεκαετία του ‘80, οι Σοβιετικοί δημοσίευσαν σε μια ινδική εφημερίδα έναν ψεύτικο ισχυρισμό ότι η CIA είχε δημιουργήσει το AIDS και στη συνέχεια τον ενίσχυσαν παγκοσμίως. Η εμφάνιση του παγκόσμιου web και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει καταστήσει πολύ πιο εύκολη την εφαρμογή τέτοιων τεχνικών. Μια απλή τεχνική είναι να δίνεται στοχευμένα βήμα σε σχολιαστές που επικυρώνουν την αφήγηση του Κρεμλίνου. Για παράδειγμα το 2014 και 2015 το Russia Today (RT) πήρε συνεντεύξεις από δυσανάλογα μεγάλο αριθμό μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από το αντιευρωπαϊκό «Independence Party (UKIP)» της Μεγάλης Βρετανίας. Το πρώτο εξάμηνο του 2017 το «Sputnik France» αφιέρωσε δυσανάλογα μεγάλη κάλυψη σε πολιτικούς που επιτέθηκαν στον Εμμανουέλ Μακρόν. Κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών, το Russia Today και το Sputnik επανειλημμένα πήραν συνέντευξη από έναν ακαδημαϊκό, που ισχυρίστηκε ότι η Google «έστηνε» την αυτόματη συμπλήρωση προτάσεων αναζήτησης για να ευνοήσει την Χίλαρι Κλίντον.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που παραλείπεται, όσο και αυτό που περιλαμβάνεται. Οι συνεντευξιαζόμενοι μπορεί να είναι -και συνήθως είναι- ειλικρινείς. Η τεχνική της προπαγάνδας συνίσταται στην ενίσχυση και την επικύρωση αυτών των πεποιθήσεων, χωρίς να παρέχεται η άλλη πλευρά της ιστορίας. Το Russia Today έχει επανειλημμένα κριθεί ένοχo από τη ρυθμιστική αρχή τηλεπικοινωνιών του Ηνωμένου Βασιλείου, γι αυτή τη στρατηγική. Η προσεκτική ανάλυση των ίδιων των «εμπειρογνωμόνων» είναι επίσης σημαντική. Παραδείγματος χάριν, κατά την προετοιμασία του καταλανικού δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου 2017, η ισπανική υπηρεσία του Sputnik έβαλε τίτλους σε tweets από το Wikileaks του Τζούλιαν Ασάνζ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σχολιαστή, συμπεριλαμβανομένων του Καταλανού προέδρου και του Ισπανού πρωθυπουργού. Ο Ασάνζ δεν είχε ποτέ αναφέρει την Καταλονία σε tweets μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2017, είναι γνωστό ότι δεν έχει ιδιαίτερη εμπειρία στις ισπανικές συνταγματικές υποθέσεις. Η απόφαση του Sputnik να ενισχύσει τα tweets του, τα οποία επιτέθηκαν στην ισπανική κυβέρνηση, φαίνεται επομένως να βασίζεται στο μήνυμά του και όχι στην οποιαδήποτε εμπειρογνωμοσύνη.
Ψεύτικοι εμπειρογνώμονες: Κομματικοί σχολιαστές
Μια ξεχωριστή τεχνική είναι η τοποθέτηση σχολίων από προσκείμενους στο Κρεμλίνο ομιλητές, χωρίς να αναφέρουν την ιδιότητά τους. Για παράδειγμα, μετά την κατάρριψη της πτήσης MH17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών επάνω από την Ουκρανία, ερευνητές δημοσιογράφοι της ομάδας Bellingcat συγκέντρωσαν στοιχεία από ανοικτές πηγές που αποδείκνυαν ότι το αεροπλάνο καταρρίφθηκε με έναν πύραυλο Buk-M1 που είχε εισέλθει στην Ουκρανία από τη Ρωσία. Σε απάντηση, μια ομάδα αρχικά ανώνυμων και ανεξάρτητων μπλόγκερ που αυτοαποκαλούνται «αντι-Bellingcat» δημοσίευσαν μια μακροσκελή έκθεση που αντικρούει τα ευρήματα του Bellingcat. Η έκθεση «anti-Bellingcat» αναφέρθηκε σε πολλές γλώσσες από τα πρακτορεία του Κρεμλίνου. Αργότερα προέκυψε ότι κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη ήταν η συγγραφέας της έκθεσης, καθώς εργαζόταν σε κρατική εταιρεία. Επίσης, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν εκπρόσωπος μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε από το Κρεμλίνο και συνδέεται με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Τα όργανα του Κρεμλίνου έχουν επίσης δημιουργήσει έναν αριθμό «ανεξάρτητων» ιστότοπων, οι οποίοι συγκαλύπτουν τους δεσμούς τους με τη ρωσική κυβέρνηση. Το NewsFront.info, για παράδειγμα, παράγει φιλοκρεμλινικό και αντιδυτικό περιεχόμενο και σύμφωνα με έναν πληροφοριοδότη που έδωσε συνέντευξη στο Die Zeit, χρηματοδοτείται από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.
Συλλογή δικτυακών τόπων
Στις χώρες της Βαλτικής, η Baltnews ισχυρίζεται ότι είναι ανεξάρτητη, αλλά τα στοιχεία της εντοπίστηκαν στη μητρική εταιρεία του Sputnik. Τον Οκτώβριο του 2017, ένας εξαιρετικά ενεργός και με μεγάλη επιρροή ακροδεξιός λογαριασμός στο Twitter των ΗΠΑ, @TEN_GOP, αποκαλύφθηκε ότι διοικείται από το εργοστάσιο trol της Πετρούπολης. Αυτός ο λογαριασμός ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος (αναφέρθηκε στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και αναδημοσιεύθηκε από βασικούς συνεργάτες του Τραμπ) ενισχύοντας την παραπληροφόρηση που τελικά αναφέρθηκε από τον ίδιο τον Τραμπ. Τον ίδιο μήνα, μια ομάδα γνωστή ως AgitPolk («σύνταγμα αναταραχής») αποκαλύφθηκε ότι συνδέεται με το εργοστάσιο trol. Αυτή η ομάδα εμφανιζόταν ως «διαδικτυακοί ακτιβιστές» και επανειλημμένα εξαπέλυε φιλοκρεμλινικές ή αντιδυτικές εκστρατείες με hashtag, περιλαμβανομένης της επίθεσης στον Αμερικανό ηθοποιό Μόργκαν Φρίμαν. Επίσης, ευχήθηκε στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν χρόνια πολλά. Σε μία άλλη περίπτωση, άγνωστοι ηθοποιοί δημιούργησαν έναν πλήρη ιστότοπο-καθρέφτη της εφημερίδας «The Guardian» για να δημοσιεύσουν μια ιστορία, που ισχυριζόταν ότι ο πρώην επικεφαλής της MI6 είχε παραδεχτεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει να διαλύσουν τη Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το ψεύτικο site αποκαλύφθηκε γρήγορα, αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη ρωσική κρατική τηλεόραση από το να προβάλλει εκτενείς αναφορές για την ιστορία, επικυρώνοντας την αφήγησή της για μια «Ρωσία υπό πολιορκία».
Η πιο επιζήμια τεχνική είναι η παραβίαση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων των πολιτικών και η διαρροή τους στο Διαδίκτυο. Αυτό είναι ιδιαίτερα επιβλαβές επειδή υπάρχει η σιωπηρή παραδοχή ότι κάθε διαρροή πρέπει να είναι επιζήμια, ενώ είναι εύκολο να εισαχθούν πλαστά έγγραφα ανάμεσα στα πραγματικά. Οι διαρροές μπορούν να συγκρατηθούν μέχρι την πιο επιζήμια στιγμή και σε ένα ανυποψίαστο περιβάλλον, τα πραγματικά μέσα ενημέρωσης είναι πιθανό να ενισχύσουν τις διαρροές. Η υποκλοπή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων από την εκστρατεία της υποψήφιας των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον και η διαρροή τους στο Διαδίκτυο, εντάσσεται απόλυτα σε αυτό το πλαίσιο. Οι διαρροές χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα επιθετικά, με μια επιλογή να δημοσιεύεται καθημερινά, το μήνα πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας. Η πρόθεση αυτών των επιχειρήσεων φαίνεται να ήταν διττή, να υπονομεύσουν προσωπικά την Κλίντον και να επιτεθούν στη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας γενικότερα. Αυτό έγινε με την ελπίδα να κινητοποιηθεί η «δυναμική διαμαρτυρίας του πληθυσμού» σε περίπτωση νίκης της Κλίντον. Είναι μία από τις ειρωνείες του 2016 ότι η Κλίντον έχασε και ότι η ανάμειξη της Ρωσίας στην πραγματικότητα υπονόμευσε τον πρόεδρο που είχε ενισχύσει. Μια άλλη διχαστική τεχνική που εξακολουθεί να αποκαλύπτεται είναι η πρακτική της αγοράς κομματικών διαφημίσεων για τοποθέτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε συνδυασμό με τη χρήση ανώνυμων και επιθετικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης λογαριασμών, η τεχνική αυτή φαίνεται να έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει πολλαπλές ομάδες, με δυναμικές διαμαρτυρίες η μία εναντίον της άλλης.
Εξελίξεις
Οι προσαρμογές είναι πιθανό να στοχεύουν στη συγκάλυψη, την αποτελεσματικότερη απόδοση και τo «θόλωμα» της διάκρισης μεταξύ
ανθρώπινων και αυτοματοποιημένων χειριστών. Έχουμε ήδη δει προσπάθειες για μείωση του κινδύνου διαρροών από το εργοστάσιο trol, μέσω μιας αυξημένης επιμονής στον πατριωτισμό του προσωπικού. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ενώ τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον διέρρευσαν μέσω του Wikileaks, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχαν παραβιαστεί από την εκστρατεία του Μακρόν δημοσιεύτηκαν ανώνυμα στον ιστότοπο 8chan και ενισχύθηκαν από την ακροδεξιά στις ΗΠΑ, γεγονός που υποδηλώνει μια επιθυμία να διαφοροποιηθεί η πλατφόρμα παράδοσης. Οι λογαριασμοί κοινωνικής δικτύωσης γίνονται όλο και πιο εξελιγμένοι, σε συνδυασμούς ανθρώπινων και αυτοματοποιημένων αναρτήσεων. Τέτοια cyborgs δημοσιεύουν συνήθως με υψηλούς ρυθμούς, εκατοντάδες φορές την ημέρα, αλλά διανθίζουν αυτές τις αναρτήσεις με συγγραφικό τρόπο, καθιστώντας τις λιγότερο εμφανείς σε αλγορίθμους εντοπισμού bot και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Αυτή η τάση είναι πιθανό να επιταχυνθεί. Οι απόπειρες παραπληροφόρησης αναμένεται να αυξηθούν, ιδίως από αμφισβητήσιμους φορείς, των οποίων οι δεσμοί με το Κρεμλίνο είναι συγκαλυμμένοι. Η εμπειρία του 2016 έδειξε ότι η διαρροή ψευδών πληροφοριών μπορεί να είναι ένα καταστροφικό όπλο, αλλά και ότι αυτό μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ αν οι παραβιάσεις εντοπίζονται. Είναι πιθανό ότι οι διαρροές κατά του Εμανουέλ Μακρόν δημοσιεύθηκαν ανώνυμα στο 8chan και διαδόθηκαν από την ακροδεξιά στις ΗΠΑ. Μπορεί επίσης να μην προέρχoνται από τα ιδρύματα που ανήκουν στο Κρεμλίνο, όπως το Russia Today και το Sputnik, καθώς αυτά υπόκεινται σε αυξανόμενο έλεγχο.
Αντίμετρα: Οικοδόμηση ανθεκτικότητας
Ορισμένα αντίμετρα παραπληροφόρησης έχουν ήδη δοκιμαστεί. Το απλούστερο ήταν να εμποδιστεί η διαπίστευση ψευδοδημοσιογραφικών πρακτορείων όπως το Russia Today και το Sputnik, όπως φάνηκε στα Βαλτική κράτη και τη Γαλλία. Η προσέγγιση αυτή στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα, αλλά και δημιουργεί ένα προηγούμενο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης. Τέτοιες κινήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο ως έσχατη λύση. Η εγγραφή των κρατικά ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης είναι επίσης μια οδός που αξίζει. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Russia Today και το Sputnik φέρονται να αντιμετωπίζουν την καταγραφή τους ως «ξένοι πράκτορες» στις ΗΠΑ. Και πάλι, τέτοιου είδους προσεγγίσεις πρέπει να είναι μετρημένες: το κλειδί είναι να επισημανθεί το μέσο, χωρίς να δίνεται η εντύπωση ότι το «φιμώνουν». Η ρύθμιση των δημοσιογραφικών προτύπων μπορεί επίσης να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εθνική ρυθμιστική αρχή τηλεπικοινωνιών Ofcom έκρινε το Russia Today ένοχο για παραβίαση των δημοσιογραφικών προτύπων σε ορισμένες εκπομπές. Οι κυρώσεις ήταν συμβολικές, η ζημιά στη φήμη ήταν σημαντική. Τέτοια ρυθμιστικά πορίσματα, με βάση τις λεπτομέρειες των
μεμονωμένων προγραμμάτων, αν συνδέονται με διαφανώς καθορισμένα πρότυπα δέουσας ακρίβειας και αμεροληψίας, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στις προσπάθειες κατά της παραπληροφόρησης, από όλες τις πηγές.
Ο λεπτομερής έλεγχος των γεγονότων πρέπει επίσης να διαδραματίσει έναν ρόλο στην αποκάλυψη ψευδών ιστοριών και αφηγήσεων. Δεδομένης της συναισθηματικής φύσης των περισσότερων ψεύτικων ιστοριών, ο έλεγχος των γεγονότων δεν είναι πάντα ο καταλληλότερος για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, ένας τακτικός έλεγχος στη ροή των γεγονότων μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη βασικών πηγών ψευδών ειδήσεων. Η αποκάλυψη των προσπαθειών επηρεασμού είναι επίσης σημαντική. Στην καλύτερη περίπτωση, όπως οι ψεύτικες καταγγελίες για βιασμό κατά στρατιωτών του ΝΑΤΟ στις χώρες της Βαλτικής, η ταχεία επίσημη εμπλοκή με τα μέσα ενημέρωσης για την αποκάλυψη της απόπειρας συνέβαλε ουσιαστικά στην αποτυχία των ιστοριών αυτών να αποκτήσουν απήχηση. Ωστόσο, για να επιτύχει μια τέτοια αποκάλυψη, πρέπει να υπάρχει ένας βαθμός κατανόησης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην κοινωνία ότι οι επιχειρήσεις επιρροής είναι επικίνδυνες, πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να αντιμετωπίζονται αμέσως. Η παραμέληση του θέματος μπορεί να έχει συνέπειες. Ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ προειδοποίησε, στις 7 Οκτωβρίου 2016, ότι η Ρωσία προσπαθούσε να παρέμβει στις εκλογές. Γρήγορα η πληροφορία αυτή πνίγηκε από τη δημοσιοποίηση ενός βίντεο του Access Hollywood, μιας εκπομπής που ανήκει στην NBC Universal, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ περιγράφει με χυδαίο τρόπο πώς επιβάλλεται με «όπλο» τη διασημότητά του στις γυναίκες.
Η παραπληροφόρηση εξαπλώνεται καλύτερα σε ομάδες που είναι ανυποψίαστες ή που είναι προκατειλημμένες υπέρ του ψεύτικου. Διαδικτυακές δεξιότητες, όπως το πώς να αναγνωρίζετε έναν ψεύτικο λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μια παραποιημένη φωτογραφία ή ένα ψευδές άρθρο, θα πρέπει να διδάσκονται πολύ ευρύτερα. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να ακούσουν συγκεκριμένα τμήματα των κοινωνιών τους, για να κατανοήσουν πώς και γιατί οι ψεύτικες ιστορίες διαδίδονται μεταξύ τους. Δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση στην πολύπλοκη και πολύπλευρη φύση της παραπληροφόρησης. Εκτίμηση των δεδομένων, έλεγχος των γεγονότων και εκπαίδευση είναι μια σειρά από απαντήσεις για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης. Μέρος της λύσης είναι και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας ενάντια στις ψευδείς ειδήσεις, σε όσο το δυνατόν ευρύτερο πληθυσμιακό μέτωπο.
ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ BREXIT: Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ TWITTER BOTNET
Έρευνα σχετικά με τα botnets που λειτούργησαν κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit, δείχνει ένα μοτίβο συντονισμένου υπερκομματικού tweeting, το οποίο χαρακτήριζε ένα ρεύμα που δημιουργούσε αυτοματοποιημένα tweets και retweets σε μεγάλες ποσότητες. Την ίδια στιγμή, ένα δεύτερο ρεύμα διοχέτευε υλικό, που δημιουργείται από χρήστες σε ένα πιο στοχευμένο αναγνωστικό κοινό. Η πλειονότητα της κίνησης ευνοούσε την πλευρά που υποστήριζε το Brexit και απευθυνόταν σε εθνικιστές και ξενοφοβικούς αναγνώστες. Ενώ oι ειδήσεις δεν έμοιαζαν σκόπιμα κατασκευασμένες, το περιεχόμενο ήταν συχνά χωρίς γεγονότα και απλουστευτικό, αντικατοπτρίζοντας το ύφος των ταμπλόιντ και ενσωματώνοντας δίαυλους ανατροφοδότησης των αναγνωστών. Υψηλό ποσοστό των λογαριασμών και του σχετικού περιεχομένου τους, τερματίστηκαν αμέσως μετά το δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα για τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση διεξήχθη σε ένα σκηνικό πολιτικής αναδιάταξης, πόλωσης και υπερκομματισμού. Επιπλέον, η αναγνωσιμότητα των ειδήσεων αντανακλούσε μια δημογραφική διάσπαση, διαιρώντας την κατανάλωση ειδήσεων σε μεγάλα και ταμπλόιντ μέσα ενημέρωσης. Τα στοιχεία αυτά αξιοποιήθηκαν στρατηγικά και μεγιστοποιήθηκαν από λαϊκιστικά κόμματα και ηγέτες κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος, προκειμένου να προωθήσουν τις «παραδοσιακές πολιτιστικές αξίες» και να δώσουν έμφαση στις εθνικιστικές και ξενοφοβικές εκκλήσεις, απορρίπτοντας τους ξένους και τη διατήρηση των παλιομοδίτικων ρόλων των φύλων. Αυτές οι συνθήκες και το πολιτικό κλίμα που προέκυψε προσέφεραν γόνιμο έδαφος για τη δραστηριότητα των bot κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Brexit. Η ανάλυση που ακολουθεί εξετάζει τη δραστηριότητα ενός botnet που έγραψε στο Twitter για το δημοψήφισμα, αντλώντας περιεχόμενο που δημιουργήθηκε από χρήστες και επιμελήθηκε από χρήστες περιεχομένου, περιλαμβάνοντας υπερκομματικές αναφορές. Τριάντα εννέα hashtags στο Twitter που συνδέονται σαφώς με την εκστρατεία για το δημοψήφισμα από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 2016 αναλύθηκαν, τα οποία συνολικά ανήλθαν σε 10 εκατομμύρια tweets. Στη συνέχεια, στα προφίλ περισσότερων από 800.000 μοναδικών χρηστών εφαρμόστηκαν προσεγγίσεις φιλτραρίσματος.
Ένας συνδυασμός μεθόδων χρησιμοποιήθηκε για να εντοπιστεί μια μεγάλη ομάδα bots, των οποίων οι λογαριασμοί είχαν απενεργοποιηθεί από τον κάτοχο του bot ή είχαν μπλοκαριστεί – απομακρυνθεί από το Twitter μετά το δημοψήφισμα. Το ίδιο έγινε για να εντοπιστεί η εκστρατεία που σχετιζόταν με τα tweets (ανάκτηση του τίτλου της ιστοσελίδας, των διευθύνσεων URL που ενσωματώθηκαν στα tweets όταν είναι διαθέσιμες, εξέταση της συμπεριφοράς των retweet και των @-mention).
Εξαφανισμένοι tweeters
Από ένα σύνολο 794.949 προφίλ στο Twitter που έγραψαν υπέρ του Brexit και κατά της εκστρατείας «Vote Remain», το πέντε τοις εκατό αναγνωρίστηκε ότι απενεργοποιήθηκαν, αφαιρέθηκαν, μπλοκαρίστηκαν ή άλλαξαν όνομα χρήστη μετά το δημοψήφισμα. Από αυτή την ομάδα, η πλειονότητα (66%) είχε αλλάξει το όνομα χρήστη μετά το δημοψήφισμα, αλλά παρέμεινε ενεργή στο Twitter (επαναχρησιμοποιημένοι ή ανακυκλωμένοι λογαριασμοί), και το 34% είχε ξαφνικά μπλοκαριστεί ή απομακρυνθεί από το Twitter (διαγραμμένοι λογαριασμοί). Κοινό χαρακτηριστικό των ανακυκλωμένων και αφαιρεθέντων λογαριασμών είναι η επικράτηση αναδημοσιευμένου περιεχομένου, που εξαφανίστηκε από το Διαδίκτυο λίγο μετά το δημοψήφισμα. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι η αξιοσημείωτη υποστήριξη της εκστρατείας «Vote Leave», η οποία μετράται από τη σχετική συχνότητα των λέξεων-κλειδιών και των hashtags που σχετίζονται με κάθε μία από τις καμπάνιες.
Ενώ η συνολική αναλογία των μηνυμάτων που χρησιμοποίησαν hashtags υποστήριξης των εκστρατειών «Vote Leave» και «Vote Remain» ήταν 31% και 11% αντίστοιχα, οι ανακυκλωμένοι και αφαιρεθέντες λογαριασμοί μαζί έκαναν tweet τα hashtags του δημοψηφίσματος σε αναλογία 37% και 17%. Η ανάλυση της γλώσσας των tweets παρείχε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με αυτή τη διαφορά. Με τον σχολιασμό των tweets με τη χρήση hashtags και λέξεων κλειδιών που σχετίζονται με το «Vote Leave» και το «Vote Remain», το ποσοστό των tweets που υποστήριζαν την «Vote Leave» εκστρατεία στη δεξαμενή των λογαριασμών που αφαιρέθηκαν, ήταν ακόμη υψηλότερο (41% σε σύγκριση με το 31% για τους ενεργούς χρήστες, με το ποσοστό των ουδέτερων tweets επίσης υψηλότερο). Τα συνθήματα που σχετίζονται με την εκστρατεία «Vote Leave» ήταν επίσης σημαντικά πιο πιθανό να έχουν αναρτηθεί στο Twitter από αυτή τη δεξαμενή, λογαριασμών σε αναλογία οκτώ προς ένα. Αυτό το υποσύνολο των λογαριασμών που αφαιρέθηκαν ήταν σημαντικά πιο ενεργό την περίοδο που οδήγησε στο δημοψήφισμα και λιγότερο ενεργό μετά την ψηφοφορία.
Υπερκομματικές και υπερφθαρμένες ειδήσεις
Στις προσπάθειες ανάκτησης των ιστοσελίδων που ανακυκλώθηκαν στο twitter και αφαιρέθηκαν οι λογαριασμοί τους, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότερες διευθύνσεις URL που αναρτήθηκαν στο Twitter (55%) είτε δεν υπήρχαν πλέον, είτε συνδέονταν μέσω μιας ιστοσελίδας που δεν υφίσταται πια. Σχεδόν το ένα τρίτο (29%) των διευθύνσεων URL παρέπεμπαν σε καταστάσεις του Twitter, σε εικόνες ή άλλα πολυμέσα, προσφέροντας περιεχόμενο που δεν ήταν πλέον διαθέσιμο και των οποίων ο αρχικός λογαριασμός ανάρτησης είχε επίσης διαγραφεί ή μπλοκαριστεί. Όλα τα προαναφερόμενα δείχνουν την φθαρτή φύση του ψηφιακού περιεχομένου, που βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών ζητημάτων. O λογαριασμός @brndstr ήταν ένας από τους λίγους που εμφανίζονταν στο δίκτυο επικοινωνίας των ανακυκλωμένων, οι οποίοι παρέμεναν ενεργοί με το ίδιο όνομα χρήστη. Αυτός είχε ως διαχειριστή μια εταιρεία που ειδικεύεται στην παροχή bots για καμπάνιες κοινωνικής δικτύωσης. Μια προσεκτικότερη εξέταση των λογαριασμών που προμηθεύουν περιεχόμενο στη δεξαμενή των ανακυκλωμένων και αφαιρεθέντων λογαριασμών αποκαλύπτει την πολύ μικρή διάρκεια ζωής του περιεχομένου που δημιουργείται από χρήστες.
Πρόκειται για λογαριασμούς Twitter που επενδύουν στη διάδοση αμφίβολων ειδήσεων, οι οποίες προέρχονται από ένα συνδυασμό ακροδεξιών ιστολογίων και παραδοσιακών ταμπλόιντ μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, οι λίγες ιστοσελίδες που ανακτήθηκαν δείχνουν ότι το περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο Twitter από αυτή τη δεξαμενή ανακυκλωμένων και αφαιρεθέντων λογαριασμών δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της παραπληροφόρησης ή των ψευδών ειδήσεων. Αντίθετα, οι πληροφορίες αυτές δεν αποτελούν μέρος των ψευδών ειδήσεων. Το περιεχόμενο είναι σύμφωνο με μια μορφή αφήγησης που θολώνει τη γραμμή μεταξύ της παραδοσιακής δημοσιογραφίας και των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Είναι συχνά ανώνυμο, χωρίς γεγονότα και με μεγάλη έμφαση στην απλοποίηση και τη θεαματικότητα. Το περιεχόμενο που δημιουργείται από χρήστες παίρνει τη μερίδα του λέοντος από τους υπερσυνδέσμους που ανακυκλώνονται στο Twitter. Συχνά παρουσιάζεται ως επαγγελματική εφημερίδα με περιεχόμενο επιμελημένα κείμενα και είναι πιθανό να περιλαμβάνει πολυμέσα του Twitter. Ομοίως, οι λίγοι σύνδεσμοι που παρέμεναν προσβάσιμοι έξι μήνες μετά το δημοψήφισμα αποτελούνταν από υλικό πλούσιο σε φήμες, ανεπιβεβαίωτα γεγονότα και ιστορίες με λαϊκίστικη απήχηση που μοιάζει με την ύλη των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων, με την πρόσθετη πολυπλοκότητα ότι το κοινό παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιμέλεια και τη διανομή του περιεχομένου.
Παρόλο που το 17% των διαδικτυακών συνδέσμων παρέπεμπε σε λογαριασμούς Twitter που εξακολουθούσαν να είναι ενεργοί, η εξέταση ενός τυχαίου δείγματος έδειξε ότι το αρχικό μήνυμα συχνά δεν ήταν πλέον διαθέσιμο, αποτρέποντας έτσι οποιονδήποτε προσδιορισμό της φύσης του περιεχομένου που είχε αρχικά αναρτηθεί στο Twitter. Για παράδειγμα, ένα προφίλ δημιούργησε έναν καταιγισμό πολλών εκατοντάδων retweets και διαπιστώθηκε ότι είχε έναν ενεργό χρήστη που έκανε ανάρτηση. Παρόλο που ο λογαριασμός χρήστη που έσπειρε τον καταιγισμό παρέμεινε ενεργός, το αρχικό tweet έχει αφαιρεθεί (μαζί με τη σχετική ακολουθία αναδημοσιεύσεων). Με το ιστορικό του Διαδικτύου να μην έχει πλέον καμία καταγραφή αυτού του συγκεκριμένου tweet, είναι πλέον αδύνατο να γνωρίζουμε τι μετέδιδε η αρχική εικόνα. Η κλίμακα του διαγραμμένου περιεχομένου ισχύει τόσο για τους διαδικτυακούς συνδέσμους, όσο και για λογαριασμούς χρηστών, μια ανησυχητική εξέλιξη με δεδομένο τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του δημοψηφίσματος για το Brexit.
Botnet
Μεταγενέστερες επιθεωρήσεις γύρω από τη συμπεριφορά των bots ως προς τα retweet, έριξαν φως στην ύπαρξη τουλάχιστον δύο ομάδων διαφορετικών bots. Η πρώτη ομάδα ήταν αφιερωμένη στην αναπαραγωγή αυτοματοποιημένου περιεχομένου, συχνά υπερκομματικών ειδήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι πολύ ταχύτερη εναλλαγή των καταιγισμών σε σύγκριση με τους ενεργούς καταιγισμούς που δημιουργούνται από χρήστες. Η δεύτερη ομάδα ήταν βαθιά ενσωματωμένη σε δραστηριότητες που καθοδηγούνταν από τον άνθρωπο. Τα μοτίβα αναδημοσιεύσεων των δύο τύπων λογαριασμών υποδεικνύουν ότι δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν για να ανταποκριθούν σε θεμελιωδώς διαφορετικούς στόχους. Ενώ το πρώτο υποσύνολο των bots σχετιζόταν με λογαριασμούς που αξιοποιούσαν τη συμπεριφορά των retweet για να ενισχύσουν την εμβέλεια ενός μικρού συνόλου χρηστών και σπάνια, αν όχι ποτέ, ξεκινούσαν οι ίδιοι κάποιο καταιγισμό, το άλλο υποσύνολο των bots είχε στενότερο πεδίο λειτουργίας, κάνοντας μόνο retweeting άλλα bots στο botnet και με αυτόν τον τρόπο παρήγαγαν πολλά μεσαίου μεγέθους αρχεία που εξαπλώνονταν σημαντικά ταχύτερα από ό,τι το υπόλοιπο δίκτυο botnet. Παρόλο που και τα δύο είναι bots, το πρώτο κάνει retweets μόνο σε ενεργούς χρήστες, ενώ η δραστηριότητα retweet του δεύτερου περιορίζεται σε άλλα bots, που πιθανά έχουν αναπτυχθεί σε συνδυασμό με τον επικεφαλής κόμβο. Κάθε ένα από τα bot υποδίκτυα παίζει έναν εξειδικευμένο ρόλο στο δίκτυο. Και τα δύο τροφοδοτούν την ευρύτερη ομάδα των κανονικών λογαριασμών που μεταφέρουν πληροφορίες σε @vote_leave (ο επίσημος λογαριασμός Twitter της εκστρατείας «Vote Leave») και αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό σημείο διάχυσης πληροφοριών που σχετίζεται με αυτή. Οι επιθεωρήσεις γύρω από τη συμπεριφορά των retweet των bots, ρίχνουν φως στην ύπαρξη τουλάχιστον δύο συστάδων θεμελιωδώς διαφορετικών bots. Η δραστηριότητα των retweet ήταν κυρίως συγκεντρωμένη κατά την περίοδο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος. Το μεγαλύτερο μέρος της αποτελούνταν από οργανικά retweets από και προς λογαριασμούς της βάσης των ενεργών χρηστών. Τα bots λειτουργούσαν στην ίδια περίοδο, τόσο με retweet σε ενεργούς χρήστες όσο και με retweet σε άλλα bots, κυρίως την εβδομάδα που προηγήθηκε της ψηφοφορίας. Την παραμονή του δημοψηφίσματος, σημειώθηκε κορύφωση της δραστηριότητας retweet μεταξύ των bots. Υπήρξε απότομη μείωση της δραστηριότητας retweet μετά το δημοψήφισμα, κυρίως μεταξύ των ενεργών χρηστών που έπαψαν να ενεργοποιούν ή να συμμετέχουν σε καταιγισμούς retweet. Τα bots παρέμειναν λειτουργικά σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας και παρατηρήθηκαν αιχμές δραστηριότητας κατά την περίοδο από τις 12 έως τις 15 Ιουλίου, πρώτα προωθώντας αναδημοσιεύσεις από ενεργούς χρήστες και στη συνέχεια αναπαράγοντας περιεχόμενο bot. Τις επόμενες εβδομάδες κατέληξαν, όταν το botnet αποσύρθηκε, απενεργοποιήθηκε ή απομακρύνθηκε εντελώς από την πλατφόρμα Twitter24. Στην πραγματικότητα, οι κεντρικοί κόμβοι του υποδικτύου bot-to-bot εξαφανίστηκαν, ως επί το πλείστον μετά το δημοψήφισμα. Αυτή είναι η κρίσιμη περίοδος, κατά την οποία το περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο Twitter από τέτοια bots και οι ιστοσελίδες που συνδέονταν με τα tweets τους εξαφανίστηκαν από το Διαδίκτυο και τις διεπαφές προγραμματισμού εφαρμογών επιχειρήσεων (API).
Συμπεράσματα
Ο μεγάλος αριθμός συνδέσμων που κατευθύνονται σε περιεχόμενο που δημιουργείται από χρήστες, ιδίως πολυμέσα του Twitter, αλλά και η σημαντική συχνότητα των υπηρεσιών επιμέλειας περιεχομένου που χρησιμοποιούνται για την απόδοση διαμοιραζόμενου περιεχομένου σε ηλεκτρονικές εφημερίδες με επαγγελματική εμφάνιση, υποδηλώνουν ότι το σύμπαν των «υπερκομματικών» ειδήσεων είναι τόσο κατασκευασμένο από πάνω προς τα κάτω, όσο και εξαρτώμενο από το περιεχόμενο που δημιουργείται από χρήστες. Ενώ το περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο Twitter για το Brexit έχει μεγαλύτερη κλίση προς τις εθνικιστικές αξίες, σε σύγκριση με το περιεχόμενο που αναρτήθηκε στο Twitter από τον παγκόσμιο πληθυσμό (27% έναντι 19%), η αναδυόμενη πραγματικότητα των «υπερκομματικών» ιστότοπων είναι ότι εξυπηρετούν και τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, ανήκουν συχνά στις ίδιες εταιρείες και επαναχρησιμοποιούν ιστορίες για να εξυπηρετήσουν και να επιβεβαιώσουν την προκατάληψη του αναγνωστικού κοινού. Οι αναλύσεις του δικτύου botnet του Brexit δεν βρήκαν ισχυρές ενδείξεις για ευρεία διασπορά των ψεύτικων ειδήσεων, αλλά μάλλον έφεραν στην επιφάνεια τη στρατηγική τοποθέτηση των bots για την τροφοδοσία υπερκομματικών πληροφοριών που επιμελούνται οι χρήστες. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται σε αυτή τη μελέτη υποδεικνύουν ένα ακόμη ορόσημο στην tabloid δημοσιογραφία: Την ικανότητα ενσωμάτωσης ενός διαύλου ανατροφοδότησης του κοινού, ενώ μεταβαίνει από τη συντακτική ταυτότητα των παραδοσιακών tabloid εφημερίδων, στην επιμέλεια περιεχομένου που δημιουργείται από τους χρήστες και όχι από το συντακτικό προσωπικό. Τα υπερκομματικά ειδησεογραφικά πρακτορεία αποτελούν έτσι την επιτομή της συνεχιζόμενης τάσης για την παραγωγή ιογενούς περιεχομένου, το οποίο είναι κυρίως σύντομο, ιδιαίτερα οπτικό, διαμοιραζόμενο, προσβάσιμο μέσω κινητών συσκευών και το οποίο, επιβεβαιώνοντας την προκατάληψη του κοινού, συνυπάρχει με τη διχοτόμηση του αναγνωστικού κοινού ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα.
Από το αναλογικό στο ψηφιακό
Ψευδείς ειδήσεις, παραπληροφόρηση, προπαγάνδα, όποιος και αν είναι ο όρος, η πρόκληση της παραπληροφόρησης έχει φτάσει σε ένα νέο επίπεδο πολυπλοκότητας σε έναν υπερσυνδεδεμένο κόσμο. Οι µέρες κατά τις οποίες η πληροφόρηση ρέει προς µία κατεύθυνση, από τις κυβερνήσεις, τους εκδότες και τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς προς το κοινό, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Σήμερα κάθε χρήστης smartphone μπορεί να είναι ραδιοτηλεοπτικός φορέας, αλλά και καταναλωτής, δημοσιογράφος αλλά και αναγνώστης. Αυτή η τεκτονική μετατόπιση άρχισε μόλις πριν από μια δεκαετία, αλλά ήδη περισσότεροι από 3,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και 2,9 δισεκατομμύρια είναι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή η επανάσταση παρουσιάζει νέα ισχυρά εργαλεία για τη μελέτη των συγκρούσεων, των κρίσεων και της παραπληροφόρησης και έχει παρακινήσει ένα ολόκληρο κίνημα των λεγόμενων «ψηφιακών Σέρλοκ Χολμς» να επικεντρωθεί σε μεθόδους που βοηθούν στο φιλτράρισμα της ομίχλης που αφήνει η παραπληροφόρηση. Οι ζώνες συγκρούσεων και τα hotspots, που κάποτε ήταν απρόσιτα, μπορούν τώρα να προσεγγιστούν μέσω διαδικτυακών αναρτήσεων. Οι φορείς της παραπληροφόρησης γνωρίζουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζει αυτό το νέο περιβάλλον και εργάζονται νυχθημερόν για να το εκμεταλλευτούν και να υπονομεύσουν την πραγματικότητα.
ΜΕΘΟΔΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΣΚΕΠΑΣΟΥΜΕ ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΡΙΑ
Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία διατήρησε στην εξουσία το καθεστώς Άσαντ, ενώ και οι δύο σύμμαχοι αρνούνται τις κατηγορίες για παράνομες τακτικές και εγκλήματα πολέμου στην περιοχή. Η περίπτωση του ρόλου της Ρωσίας στη Συρία υπογραμμίζει τις προκλήσεις που γεννιούνται, όταν ένας κρατικός φορέας χρησιμοποιεί την παραπληροφόρηση και την εξαπάτηση για να υποστηρίξει μια πράξη επιθετικότητας. Αυτές οι μέθοδοι επέτρεψαν στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, τα τελευταία χρόνια, να μετακινηθεί από τη μια περιπέτεια εξωτερικής πολιτικής στην άλλη, μετατρέποντας σε όπλο την παραπληροφόρηση εναντίον των δυτικών κοινωνιών. Το 2014 διέταξε την προσάρτηση της Κριμαίας, επιβλέποντας έναν παράνομο πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία και υποστηρίζοντας τους Ρώσους αυτονομιστές με όπλα, μαχητές και ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες. Καθώς αυτός ο πόλεμος κατέληξε τότε σε αδιέξοδο, ο Πούτιν έστρεψε τα μάτια του στη Συρία. Μετά από μια γρήγορη διπλωματική εκστρατεία και μια εξίσου γρήγορη στρατιωτική ανάπτυξη, ο ίδιος εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές στην εμπόλεμη χώρα. Ο στρατός της Ρωσίας επέτρεψε στις δυνάμεις του Άσαντ να ανακαταλάβουν το χαμένο έδαφος, ένα έργο που ολοκληρώθηκε με μεγάλη βιαιότητα και τεράστιο ανθρώπινο πόνο. Αντί να συντομεύσει τον πόλεμο, τον επιδείνωσε, και με τον τρόπο αυτό, έστειλε ακόμα περισσότερα κύματα προσφύγων να κατακλύζουν την Τουρκία και την Ευρώπη. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς το πέπλο της παραπληροφόρησης, κάτω από το οποίο ο Πούτιν και το καθεστώς Άσαντ κάλυπταν τις ενέργειές τους.
Το πέπλο
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ισχυρίστηκε ότι η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία είχε ως στόχο την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, ενθαρρύνοντας τον μύθο ότι η Ρωσία πολεμάει την τρομοκρατία. Επίσης ισχυρίστηκε ότι το καθεστώς Άσαντ ήταν αθώο για τις φρικαλεότητες και πως η συριακή εξέγερση υποκινήθηκε από τη Δύση.
Το «πέπλο» αυτών των ισχυρισμών κρατήθηκε με επιτυχία στη θέση του με τη χρήση τριών στρατηγικών
1. Άρνηση της πράξης. Η απλούστερη απάντηση στους ισχυρισμούς για απώλειες αμάχων και τυφλά χτυπήματα ήταν η άρνησή τους. Σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης και σε πείσμα των αποδεικτικών στοιχείων, η συριακή και η ρωσική κυβέρνηση απέρριψαν τέτοιους ισχυρισμούς ευθέως.
2. Στρατιωτικοποίηση των θυμάτων. Παράλληλα με την εκστρατεία άρνησης, οι Σύροι και οι Ρώσοι αξιωματούχοι επανειλημμένα κατονόμαζαν λανθασμένα τους στόχους, παρουσιάζοντας τους πολίτες ως μαχητές. Αυτή η μετονομασία των αμάχων ως νόμιμων στρατιωτικών στόχων, κάλυψε τόσο ολόκληρες περιοχές πόλεων, όσο και μεμονωμένα κτίρια. Με την επανειλημμένη σύγχυση στη διάκριση μεταξύ των δυνάμεων που συνδέονται με την Αλ Κάιντα και άλλων ομάδων, η Ρωσία και η Συρία μπόρεσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι όλες οι ομάδες που είχαν στοχοποιήσει ήταν εξτρεμιστικές.
3. Επιθέσεις κατά των μαρτύρων. Όπως έγινε ιδιαίτερα σαφές κατά την πολιορκία του Χαλεπίου το 2016, οι μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων μπορούσαν να απαξιώσουν τις ρωσικές και συριακές προσπάθειες στρατιωτικοποίησης των θυμάτων, οι αεροπορικές επιδρομές έπλητταν κτίρια αμάχων και εκείνοι πέθαιναν. Ως απάντηση, οι Σύροι και οι Ρώσοι αξιωματούχοι άρχισαν να επιτίθενται στην αξιοπιστία αυτών των μαρτύρων.
Ένας από τους πιο σημαντικούς μάρτυρες των δεινών, ήταν η οργάνωση βοήθειας που δραστηριοποιήθηκε αρχικά με την ονομασία «Συριακή Πολιτική Άμυνα» και στη συνέχεια ως «Λευκά Κράνη», υποκοριστικό που έλαβε από το σήμα κατατεθέν του προσωπικού της. Στο Χαλέπι, ξεκίνησαν ως οργάνωση διάσωσης στις αρχές του 2013. Καθώς η σύγκρουση εντάθηκε και οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι δεν είχαν πλέον πρόσβαση στις γραμμές του μετώπου, τα «Λευκά Κράνη» όλο και περισσότερο έγιναν η κύρια πηγή αποδείξεων για την πραγματική φύση των βομβαρδισμών, δημοσιεύοντας υλικό GoPro από τις αεροπορικές επιδρομές και τα επακόλουθά τους. Αυτό τους έφερε σε τροχιά σύγκρουσης με την κυβέρνηση και τους συμμάχους της.
Εκείνοι που επιδιώκουν να διαδώσουν παραπληροφόρηση αφήνουν ένα σαφώς διαφορετικό ψηφιακό αποτύπωμα από εκείνο που αναλογεί στην πραγματικότητα, προσφέροντας μια ευκαιρία να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω φορείς μέσω μιας επαληθευτικής και πραγματοκεντρικής προσέγγισης της πληροφόρησης με τη χρήση ανοικτού κώδικα, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και ψηφιακής εγκληματολογικής έρευνας που αξιοποιεί τη δύναμη της ηλεκτρονικής μας εποχής. Με τον τρόπο αυτό, οι ενέργειες του επιτιθέμενου μπορούν να περιοριστούν με την αποκάλυψη των ψεμάτων του και την άρση του «πέπλου» που καλύπτει τα εγκλήματα και τις θηριωδίες του.
Σηκώνοντας το πέπλο
Πλάνα ανοικτού κώδικα δείχνουν την επανειλημμένη χρήση απαγορευμένων πυρομαχικών και χτυπήματα σε στόχους, περιλαμβανομένων τζαμιών, νοσοκομείων και εγκαταστάσεων επεξεργασίας νερού στη Συρία. Συγκρίνοντας και χρησιμοποιώντας τις μαζικές διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με αυτές τις επιθέσεις, είναι δυνατόν να εξετάσουμε τον αριθμό και την κλίμακά τους σε όλη τη Συρία, την ανατομία των μεμονωμένων περιστατικών και τον αντίκτυπο των πολλαπλών επιθέσεων σε μεμονωμένες εγκαταστάσεις. Αυτό καθίσταται ένα ιδιαίτερα ισχυρό εργαλείο για απάντηση στους ψευδείς ισχυρισμούς της Ρωσίας, αίροντας το πέπλο της παραπληροφόρησης. Τις τελευταίες εβδομάδες πολιορκίας της στρατηγικής σημασίας πόλης του Χαλεπιού, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για χτυπήματα σε νοσοκομεία και ο Άσαντ ότι δεν υπήρχε τέτοια στόχευση. Ωστόσο, οι επαληθευμένες αποδείξεις (περιλαμβανομένων των διηγήσεων μαρτύρων, ειδησεογραφικού υλικού, βίντεο που τραβήχτηκαν από κάμερες ασφαλείας και από διασώστες, αλλά και φωτογραφίες) δείχνουν ότι η κυβέρνηση Άσαντ και η σύμμαχοί της είχαν πράγματι μια πολιτική στοχοποίησης των συριακών νοσοκομείων.
Για παράδειγμα, το υποστηριζόμενο από τη SAMS νοσοκομείο «M2» στο al-Maadi, φέρεται να υπέστη ζημιές σε τουλάχιστον δώδεκα επιθέσεις μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου του 2016. Εξετάζοντας ψηφιακά ίχνη από το περιστατικό (βίντεο και εικόνες ανοικτού κώδικα, δορυφορικές εικόνες της περιοχής, δημοσιευμένο υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης) είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί ότι το νοσοκομείο Μ2 δέχθηκε επανειλημμένα πλήγματα στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, με τις ζημιές να συνάδουν με τη χρήση βομβών και πυρών που ρίχτηκαν από αέρος. Εξοπλισμός και οχήματα που χρησιμοποιούσε το νοσοκομείο υπέστησαν ζημιές και καταστράφηκαν, ενώ οι επιθέσεις μείωσαν σοβαρά την ικανότητα του νοσοκομείου να εξυπηρετεί τον τοπικό πληθυσμό. Καθώς η ευαισθητοποίηση του κοινού για τη δεινή κατάσταση των νοσοκομείων του Χαλεπιού αυξανόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τις επίσημες διαψεύσεις. Μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου 2016, το νοσοκομείο al-Sakhour που υποστηρίζεται από τη SAMS (γνωστό και ως «Μ10») χτυπήθηκε σε τρία ξεχωριστά περιστατικά, που προκάλεσαν ζημιές στα κτίριά του σκοτώνοντας το προσωπικό και τους ασθενείς. Σε συνέντευξη Τύπου, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας αρνήθηκε ότι είχαν πραγματοποιηθεί επιθέσεις κατά της εγκατάστασης.
Ο εισηγητής του υπουργείου Άμυνας αντιστράτηγος Σεργκέι Ρούντσκοϊ παρουσίασε δορυφορικές εικόνες, οι οποίες όπως υποστήριξε ελήφθησαν μεταξύ 24 Σεπτεμβρίου και 11 Οκτωβρίου, δηλώνοντας ότι «δεν παρατηρούνται αλλαγές στις εγκαταστάσεις» και ότι «το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι όλες οι κατηγορίες για αδιάκριτα πλήγματα που διατυπώνονται από ορισμένους υποτιθέμενους αυτόπτες μάρτυρες αποδεικνύονται απλές απάτες». Ωστόσο, οι εικόνες ανοικτής πηγής και οι δορυφορικές εικόνες απεικόνιζαν διαφορετικά επίπεδα των ζημιών στην περιοχή του νοσοκομείου μετά από κάθε επίθεση, αποδεικνύοντας ότι οι εικόνες του ρωσικού υπουργείου Άμυνας ήταν παραπλανητικές.
Όπως και με τα νοσοκομειακά πλήγματα, οι αναφορές για εμπρηστικά πλήγματα διαψεύδονται σθεναρά. Στα τέλη του 2015 ο υποστράτηγος Igor Konashenkov, εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Άμυνας, διέψευσε ρητά τη χρήση εμπρηστικών όπλων και κατηγόρησε τη Διεθνή Αμνηστία για «ψεύτικα στοιχεία» σε μια έκθεση που ισχυριζόταν τη χρήση τους. Ωστόσο, το RT (πρώην Russia Today) μετέδωσε ένα εντυπωσιακό στοιχείο στις 18 Ιουνίου 2016 από το Hmeimim, μια κυρίως ρωσική αεροπορική βάση νοτιοανατολικά της πόλης Latakia. Πλάνα από την επίσκεψη του Ρώσου υπουργού Άμυνας στη βάση έδειχνε τα εμπρηστικά όπλα διασποράς RBK-500 ZAB-2,5S/M να είναι τοποθετημένα σε ένα ρωσικό Su-34, μαχητικό αεροσκάφος επίγειας επίθεσης που επιχειρεί μόνο από τη Ρωσία στα συριακά μέτωπα. Το συγκεκριμένο τμήμα του βίντεο που δείχνει τα εμπρηστικά όπλα διασποράς κόπηκε αργότερα από μια έκδοσή του, που ανέβηκε στο YouTube από το RT.
Όπως και με τα χτυπήματα στα νοσοκομεία, ορισμένες από τις αναφερόμενες εμπρηστικές επιθέσεις έχουν καταγραφεί λεπτομερώς και μπορούν να επαληθευτούν ανεξάρτητα. Μια τέτοια επίθεση σημειώθηκε μεταξύ των πόλεων Rastan και Talbiseh στην επαρχία Χομς, τη νύχτα από την 1η προς τις 2 Οκτωβρίου 2016. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης που υποστηρίζουν την αντιπολίτευση ανέβασαν ένα βίντεο στη σελίδα τους στο Facebook, το οποίο υποτίθεται ότι έδειχνε τη στιγμή της πρόσκρουσης του εμπρηστικού όπλου. Τις ημέρες που ακολούθησαν το περιστατικό, τα «Λευκά Κράνη» δημοσίευσαν φωτογραφίες στο Facebook, υποστηρίζοντας ότι απεικονίζουν θραύσματα του όπλου. Χρησιμοποιώντας φωτογραφίες αναφοράς και τις επιγραφές σε αυτά τα υπολείμματα, η Conflict Intelligence Team (CIT), μια ομάδα ρώσων ερευνητών ψηφιακής εγκληματολογίας, κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα: Tαυτοποίησε το όπλο ως ένα εμπρηστικό σμήνος RBK-500 ZAB-2,5S/M (το ZAB είναι συντομογραφία του ρωσικού «εμπρηστική αεροπορική βόμβα»).
Ένα μεγάλο απομεινάρι έμοιαζε έντονα με το καπάκι (τμήμα μύτης) και το κυλινδρικό περίβλημα μιας βόμβας διασποράς της σειράς RBK-500 και τα μικρότερα υπολείμματα αναγνωρίστηκαν ως δύο διαφορετικοί τύποι εμπρηστικών πυρομαχικών: ZAB-2,5S και ZAB-2,5(M). Αυτοί οι συγκεκριμένοι τύποι όπλων δεν τεκμηριώθηκαν πριν από την επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία, οδηγώντας την CIT στο συμπέρασμα ότι η αεροπορική επιδρομή πιθανόν διεξήχθη από τη ρωσική πολεμική αεροπορία. Η CIT δεν μπόρεσε να διαπιστώσει αν τα κτίρια που αποτέλεσαν στόχο κατοικούνταν: Αν ναι, υποστήριξε η ομάδα, η επίθεση θα ήταν παράνομη βάσει της σύμβασης.
Η ευκαιρία
Παρόλο που η σύγκρουση στη Συρία μαίνεται και ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατάφερε να κρατήσει τη διεθνή κοινότητα σε αδιέξοδο σχετικά με την αντιμετώπιση της κρίσης, η εκστρατεία παραπληροφόρησης της Ρωσίας στη Συρία έδειξε αδυναμίες, που χρησιμεύουν ως ευκαιρίες για να λογοδοτήσουν κάποτε οι αυταρχικές κυβερνήσεις και τα προσωποπαγή καθεστώτα. Σε μια υπερσυνδεδεμένη εποχή, η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης με την αντιμετώπιση μόνο ενός γεγονότος κάθε φορά είναι μια προσέγγιση που φέρνει περιορισμένα κέρδη και αφήνει άλυτη την ευρύτερη πρόκληση. Απλά η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης με την παρουσίαση αντίθετων αφηγήσεων είναι μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στα συμπτώματα και αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει την πηγή και την μεθοδολογία των εκστρατειών πληροφόρησης.
H έλλειψη ψηφιακής ανθεκτικότητας και κυβερνητικής καθοδήγησης & εκπαίδευσης, που θα εξόπλιζαν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους πολίτες με τα κατάλληλα εργαλεία, έχουν αφήσει τις κοινωνίες ευάλωτες σε λιγότερο καλοπροαίρετες δυνάμεις που γνωρίζουν πώς να εκμεταλλευτούν ένα τέτοιο κενό.
Αυτό που απαιτείται είναι μια προσέγγιση που δίνει τη δυνατότητα στα άτομα όχι μόνο να ανακαλύψουν πληροφορίες σχετικά με τον πόλεμο του Πούτιν στη Συρία, αλλά και να τις επαληθεύσουν οι ίδιοι. Μια τέτοια προσέγγιση είναι το ακριβώς αντίθετο της αδιαφανούς εκστρατείας παραπληροφόρησης της Ρωσίας, η οποία βασίζεται σε ιδεολογικές αφηγήσεις, έναντι επαληθεύσιμων γεγονότων. Οι δυτικές κοινωνίες πρέπει να είναι οπλισμένες με μεθόδους που τις βοηθούν να διακρίνουν μεταξύ του τι είναι γεγονός και τι είναι μυθοπλασία. Μόνο με μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών μπορεί να υπάρξει μια αξιόπιστη απάντηση και να αποκαλύψει τα εγκλήματα που διαπράττονται από καθεστώτα. Η υιοθέτηση υπερσυνδεδεμένων λύσεων, γύρω από μια προσέγγιση με επίκεντρο τις μεθόδους για την ήττα της παραπληροφόρησης από φορείς όπως η Ρωσία στη Μέση Ανατολή, θα γίνει πιο σημαντική όσο το Διαδίκτυο επεκτείνεται. Καθώς η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για τη δημιουργία παραπληροφόρησης αυξάνεται, η υπονόμευσή της μέσω ενός ισχυρού επιπέδου ψηφιακής ανθεκτικότητας θα γίνεται όλο και πιο σημαντική.
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Υπό τον Σι Τζινπίνγκ η Κίνα έχει εντείνει τις προσπάθειές της για τον έλεγχο στον κυβερνοχώρο, προκειμένου να ενισχύσει την εσωτερική κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος και να διαδώσει την κινεζική ήπια ισχύ στο εξωτερικό. Οι προσπάθειες προπαγάνδας ήταν επιτυχείς στο εσωτερικό της χώρας, στη διαμόρφωση των απόψεων του πληθυσμού, ο οποίος είναι απομονωμένος από το παγκόσμιο Διαδίκτυο. Στο εξωτερικό, η Κίνα παρουσιάστηκε αποτελεσματικά ως μια ανερχόμενη δύναμη. Ωστόσο, η προπαγάνδα για την προώθηση των στόχων της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα, δεν είναι πάντα επιτυχημένη.
Η Κίνα έχει εισέλθει σε μια νέα φάση στις διεθνείς σχέσεις της, που αντανακλά μια αυξανόμενη αίσθηση ισχύος και ολοκλήρωσης. Συχνά
διατυπώνεται με όρους επίτευξης της κορυφής ή επιστροφής στο κέντρο της παγκόσμιας σκηνής. Αυτό διακρίνεται από την μεγαλύτερη προθυμία να απορρίψει δυτικούς κανόνες (ή να τους αντικαταστήσει με κανόνες «κινεζικών χαρακτηριστικών») και να διεκδικήσει ένα μεγαλύτερο ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο εσωτερικό της χώρας, αυτό σημαίνει αυστηρότερους και εκτενέστερους ελέγχους στην πληροφόρηση. Σε διεθνές επίπεδο, σημαίνει μια προσπάθεια απόκτησης ήπιας ισχύος για την Κίνα. Η μακροχρόνια αμυντική προσπάθεια της Κίνας να αποφύγει πολιτικούς κινδύνους μέσω των τεχνολογιών πληροφόρησης, κληρονομιά από την μαοϊκή εποχή του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, συμπληρώνεται τώρα από μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της παγκόσμιας κοινής γνώμης και των κανόνων, προκειμένου να
εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντα της Κίνας και η κοσμοθεωρία του Κόμματος. Οι στόχοι της κινεζικής πολιτικής πληροφόρησης είναι η μείωση των κινδύνων για την πολιτική σταθερότητα και τη συνέχιση της διακυβέρνησης του Κόμματος, η προώθηση του κινεζικού περιεχομένου και της τεχνολογίας, η αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων κανόνων προς όφελος των συμφερόντων της Κίνας και η υπεράσπιση από τις ηγεμονικές τάσεις των ΗΠΑ. Το Πεκίνο τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε πολιτικές και κανονισμούς για να καταστήσει το πληροφοριακό περιβάλλον στη χώρα πιο ελεγχόμενο, πιο πρόσφατα με την Εθνική Στρατηγική για την ασφάλεια του κυβερνοχώρου, που κυκλοφόρησε το 2016. Η Κίνα έχει επίσης γίνει πολύ πιο σίγουρη για την απόρριψη των οικουμενικών αξιών, ισχυριζόμενη ότι αυτές είναι «δυτικές».
Οι ηγέτες της Κίνας βλέπουν το Διαδίκτυο ως υπαρξιακή απειλή για τη σταθερότητα και τη συνέχιση της διακυβέρνησης του ΚΚΚ. Η άποψη αυτή έχει ενταθεί υπό τον Σι Τζινπίνγκ. Οι προσπάθειές του για τη διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας, τη μείωση της διαφθοράς, τη μεταρρύθμιση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (PLA) και την επιβολή εκτεταμένων ελέγχων στο Διαδίκτυο ενισχύουν την εξουσία του και μειώνουν τον κίνδυνο πολιτικής αστάθειας. Η απειλή που συνιστά το Διαδίκτυο θεωρείται πλέον και ως ευκαιρία. Από τα χρόνια της κομμουνιστικής επανάστασης, η Κίνα χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και την πληροφόρηση για να ελέγχει τον πληθυσμό της, αλλά από τότε που ανέλαβε ο Σι στοχεύει επίσης να προσεγγίσει ένα παγκόσμιο ακροατήριο. Αυτό αντανακλά την πεποίθηση ότι η Κίνα βρίσκεται σε μια σταθερή πορεία για να γίνει το πιο ισχυρό έθνος στον κόσμο, εκτοπίζοντας τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, θα είναι ικανή να επεκτείνει και ίσως να επιβάλει τις κινεζικές αξίες. Το Πεκίνο ξεκίνησε την επιδίωξη της ήπιας ισχύος πριν από μια δεκαετία, όταν ο πρώην ηγέτης του ΚΚΚ Χου Τζιντάο ζήτησε να γίνει η «σοσιαλιστική ιδεολογία πιο ελκυστική και συνεκτική». Μέρος της προσέγγισης της Κίνας, απέναντι στην απειλή της απειλής κυκλοφορίας κάθε είδους πληροφοριών από ολόκληρο τον κόσμο, ήταν να απομονώσει τα εθνικά της δίκτυα όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η Κίνα χρησιμοποιεί τη λογοκρισία και τα τρολ (το «κόμμα των 50 σεντ») για να διαμορφώσει τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης, με τρόπους που ευνοούν τα καθεστώτα και βλάπτουν τις ΗΠΑ. Αυτή η προσέγγιση είναι πολύ αποτελεσματική για τα εγχώρια ακροατήρια, αλλά σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική για τα ξένα. Η Κίνα έχει μια συνεκτική άποψη για τον κυβερνοχώρο, που θέτει τον κυρίαρχο έλεγχο από τις κυβερνήσεις στο επίκεντρο της πολιτικής πληροφοριών. Προωθεί ένα πολύ διαφορετικό όραμα της διεθνούς τάξης, που επιβεβαιώνει την πρωτοκαθεδρία της εθνικής κυριαρχίας και απαξιώνει τις διεθνείς συμφωνίες που περιορίζουν την κυριαρχία, ιδίως την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα δικαιώματα. Η χώρα δεν είναι μόνη της σε αυτό, αφού λαμβάνει σημαντική υποστήριξη από ορισμένα αδέσμευτα έθνη και, φυσικά, από τη Ρωσία. Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της προθυμίας ενός έθνους να περιορίσει την ελευθερία του λόγου και της πιθανότητας αυτό να είναι συμπαθές στις απόψεις της Κίνας για το Διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο. Η έμφαση στην κυριαρχία έχει συνοδευτεί από μια σημαντική αναδιοργάνωση της κυβέρνησης και του κομματικού μηχανισμού, περιλαμβανομένης της δημιουργίας το 2014 μιας κεντρικής ηγετικής ομάδας για την ασφάλεια του Διαδικτύου και την πληροφορική, υπό τον πρόεδρο Xi και μιας νέας υπηρεσίας, της Διοίκησης Κυβερνοχώρου της Κίνας (CAC).
Άλλες δράσεις για την ενίσχυση του εγχώριου ελέγχου περιλαμβάνουν περιορισμούς στα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (VPN) και διακοπές στην υπηρεσία που παρέχουν, καθώς και νέα όρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τη διαγραφή αναρτήσεων και το κλείσιμο λογαριασμών. Η ηγετική ομάδα καθορίζει την πολιτική την οποία εφαρμόζει η CAC, για βελτίωση του ελέγχου της Κίνας στα εγχώρια δίκτυα και τους χρήστες του Διαδικτύου. Οι αλλαγές αυτές είναι αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος του προέδρου Xi για την επέκταση του ελέγχου στον κυβερνοχώρο, τον οποίο έχει προσδιορίσει (μαζί με τη διαφθορά) ως σημαντική απειλή για την πολιτική σταθερότητα και την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Η Κίνα χρησιμοποιεί την Παγκόσμια Διάσκεψη Διαδικτύου (WIC) για να κερδίσει υποστήριξη για τις ιδέες της περί «κυριαρχίας στον κυβερνοχώρο» και μια πολυμερή προσέγγιση στη διακυβέρνηση του Διαδικτύου, αλλά από το 2014 (την πρώτη WIC) η εστίαση έχει γίνει περισσότερο εσωτερική παρά διεθνής. Σε γενικές γραµµές, πολλοί Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιστεύουν ότι η τάση των διεθνών γεγονότων ευνοεί την Κίνα, έτσι ώστε να επιτύχουν µε την πάροδο του χρόνου τους στόχους τους. Αυτό µπορεί να εξηγεί εν μέρει, γιατί η WIC που πραγματοποιήθηκε από τις 3 έως τις 5 Δεκεμβρίου 2017 έφερε ηγέτες τεχνολογίας υψηλού προφίλ από όλο τον κόσμο.
«Η εθνική κυριαρχία επεκτείνεται στον κυβερνοχώρο και η κυριαρχία στον κυβερνοχώρο έχει καταστεί ένα σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας»
Ο Σι όρισε τα στοιχεία του κυβερνοχώρου κυριαρχίας το 2016 ως «σεβασμός του δικαιώματος κάθε χώρας να επιλέξει τη δική της πορεία ανάπτυξης του Διαδικτύου, το δικό της μοντέλο διαχείρισής του, τις δικές της δημόσιες πολιτικές για αυτό, αλλά και να συμμετέχει σε ισότιμη βάση στη διακυβέρνηση του διεθνούς Κυβερνοχώρου, αποφεύγοντας την ηγεμονία και την παρέμβαση σε υποθέσεις άλλων χωρών». Οι απόψεις της Κίνας για την κυριαρχία επιδιώκουν να επαναβεβαιώσουν τον κυρίαρχο ρόλο των κρατών σε μια προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης, που επιδιώκει να τροποποιήσει τους κανόνες, τους θεσμούς και τα πρότυπα με τρόπο ευνοϊκό για τη δικά της συμφέροντα και πιο συμβατές με τις δικές της πολιτικές απόψεις. Το Πεκίνο έχει επιτύχει να επεκτείνει τον κυρίαρχο έλεγχο στην Διαδίκτυο. Μπλοκάρει την πρόσβαση και την κυκλοφορία από ξένους ιστότοπους, των οποίων το περιεχόμενο δεν εγκρίνει. Εξίσου σημαντικό, διαμορφώνει τις εγχώριες ειδήσεις με τρόπους ευνοϊκούς για το Κόμμα, δίνοντας έμφαση στη δύναμη, στην οικονομική ανάπτυξη, στο αυξανόμενο κύρος της Κίνας και πιο πρόσφατα στη σοφία του Jinping. Είναι εύκολο να προεξοφλήσει κανείς την αποτελεσματικότητα αυτών των προσπαθειών. Υπάρχει ένας σημαντικός πληθυσμός Κινέζων «netizen» που κοροϊδεύουν ή εκφράζουν σκεπτικισμό για τις επίσημες θέσεις.
Η Κίνα χρησιμοποιεί το πλήρες φάσμα των μέσων ενημέρωσης (έντυπο, τηλεόραση, κινηματογράφος και Διαδίκτυο) για να προωθήσει την αφήγησή της. Στοιχεία ερευνών από το Ίδρυμα Pew και την κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών δείχνουν ότι το ενδιαφέρον του εγχώριου κοινού για το διαδικτυακό περιεχόμενο επικεντρώνεται στην ψυχαγωγία, τον αθλητισμό και τις κινεζικές ειδήσεις και ότι, στην πραγματικότητα, η προπαγάνδα είναι αποτελεσματική. Ωστόσο, πρόκειται για ένα ασαφές εργαλείο που το Πεκίνο χρησιμοποιεί με προσοχή. Κινέζοι συνομιλητές λένε ότι «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι έγχρωμες επαναστάσεις αποτελούν απειλή, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εσωτερικές αναταραχές, αλλά πιστεύουν ότι το Κόμμα βρίσκεται στη διαδικασία να μάθει πώς να τα αντιμετωπίζει και να τα χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς, χρησιμοποιώντας κυβερνητικούς υπαλλήλους (το κινεζικό ισοδύναμο των ρωσικών τρολ των μέσων ενημέρωσης) για να φυτέψουν εκατομμύρια «πληροφορίες», δομημένες όπως τις θέλει εκείνο.
Η Κίνα έχει βρει τρόπους να χρησιμοποιήσει την επανάσταση της πληροφορικής, για να επεκτείνει τον κοινωνικό έλεγχο μέσω της πανταχού παρούσας επιτήρησης στις αστικές περιοχές και τις διαδικτυακές δραστηριότητες. Αυτός ο κυρίαρχος τρόπος αντικατοπτρίζεται στην προσέγγιση της Κίνας στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, στα πρότυπα της τεχνολογίας των πληροφοριών και στην διακυβέρνηση του Διαδικτύου. Οι στόχοι της είναι να προωθήσει την ασφάλεια και τα εμπορικά της συμφέροντα. Η νέα εθνική στρατηγική για την ασφάλεια του κυβερνοχώρου τονίζει τον «ολοένα και πιο έντονο ανταγωνισμό» για την «κατάκτηση του δικαιώματος ανάπτυξης κανόνων». Οι Κινέζοι είναι προσεκτικοί και άκαμπτοι στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο στα Ηνωμένα Έθνη και αλλού, ανησυχώντας για αμυντικές απαιτήσεις, «για να προστατευτούν από τις τεχνολογικά ανώτερες ΗΠΑ, των οποίων οι ενέργειες δεν περιορίζονται από το διεθνές δίκαιο και υποκινούνται από σχέδια διατάραξης της κινεζικής κοινωνίας». Η Κίνα επιδιώκει διεθνείς συμφωνίες, που θα μειώσουν τον πολιτικό κίνδυνο και θα κινηθούν προς την κατεύθυνση της αύξησης της κυβερνητικής εξουσίας επί του Διαδικτύου. Μέρος του σκεπτικού για την αντιπαράθεση με τους κανόνες είναι η απόρριψη των «δυτικών» αξιών, αλλά η Κίνα επίσης μπλοκάρει τη συμφωνία σε κανόνες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν αντίποινα εναντίον της, εξαιτίας των δραστηριοτήτων της στον κυβερνοχώρο.
Προώθηση της εγχώριας τεχνολογίας πληροφοριών
Το Πεκίνο έχει επιδιώξει να δημιουργήσει μια ισχυρή βιομηχανία πληροφοριών, από το άνοιγμα προς τη Δύση πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέρος της στρατηγικής του, για την αντιμετώπιση των κινδύνων στον κυβερνοχώρο. Τα κίνητρα της Κίνας για την επέκταση της βιομηχανίας πληροφορικής της είναι εμπορικά και πολιτικά. Η Κίνα χρησιμοποιεί διάφορες στρατηγικές για να εκτοπίσει τις δυτικές εταιρείες πληροφορικής, χρησιμοποιώντας δασμολογικά εμπόδια, κανονισμούς ασφαλείας, εντολές προμηθειών και την απόκτηση (νόμιμα ή παράνομα) ξένης τεχνολογίας, καθώς και μέσω στρατηγικών επενδύσεων και της εξαγοράς δυτικών επιχειρήσεων. Η Κίνα έχει αυξήσει τη συμμετοχή της στον καθορισμό διεθνών προτύπων για τις τεχνολογίες της πληροφορικής (που προηγουμένως αποτελούσε αντικείμενο των δυτικών εταιραιών), τόσο για την απόκτηση εμπορικών πλεονεκτημάτων όσο και για την αναθεώρηση σε πρότυπα, πρωτόκολλα και αρχιτεκτονικές για τη βελτίωση των κυβερνητικών ικανοτήτων ελέγχου του κυβερνοχώρου. Ορισμένοι αποκαλούν τον αγώνα για την ανάπτυξη του «5G» για το κινητό Διαδίκτυο «η ευκαιρία της Κίνας να ηγηθεί στην παγκόσμια καινοτομία». Ένας ανώτερος Κινέζος αξιωματούχος παρατήρησε κάποτε ότι εάν η Κίνα δεν είχε αποκλείσει την Google από την επικράτειά της, δεν θα υπήρχε Baidu. Η μεγαλύτερη χώρα της Ασίας ελπίζει να επαναλάβει την επιτυχία της Huawei, να χρησιμοποιήσει τις κυβερνητικές επενδύσεις για να παράγει παγκόσμιους πρωταθλητές στην αγορά. Η Κίνα έχει μια καλά χρηματοδοτούμενη στρατηγική για τη δημιουργία μιας εγχώριας βιομηχανίας, με σκοπό να εκτοπίσει τους ξένους προμηθευτές. Δημιουργώντας μια αντίστοιχη της Google εταιρεία και σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό δυτικών υπηρεσιών (όπως το Weibo αντί για Twitter) σχηματίστηκε μια αποτελεσματική πολιτική για τον έλεγχο της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από ένα εγχώριο κοινό, αλλά απλά δεν είναι αποτελεσματική στο εξωτερικό.
Προβολή ήπιας ισχύος
Η κινεζική προπαγάνδα είναι αποτελεσματική στη διαμόρφωση των απόψεων του κινεζικού κοινού, αλλά είναι πολύ λιγότερο χρήσιμη σε άλλες χώρες. Οι επιχειρήσεις πληροφόρησης της Κίνας πάσχουν από έλλειψη λεπτότητας και ελκυστικότητας, ενώ υπονομεύονται από τις σκληρές σχέσεις της με τους γείτονές της και από την εγχώρια καταστολή. Η προπαγάνδα ήταν πιο αποτελεσματική στο να πείσει τον κόσμο για την αναπόφευκτη οικονομική της άνοδο, εκθέτοντας παράλληλα τις αδυναμίες των ΗΠΑ, αλλά δεν κατάφερε να πείσει το μη κινεζικό κοινό ότι η Κίνα είναι μια ελκυστική εναλλακτική λύση. Η δυσφορία των Κινέζων για την κυριαρχία των δυτικών μέσων ενημέρωσης (όπως το BBC ή το CNN) και την ικανότητά τους να δημιουργούν μια παγκόσμια αφήγηση, έχει οδηγήσει την Κίνα να δημιουργήσει ανταγωνιστές για να αμφισβητήσει την «ηγεμονία της πληροφόρησης». Η Global Times αναδιαμορφώθηκε το 2009 για να παρέχει αγγλόφωνο περιεχόμενο, προωθώντας μια πιο θετική άποψη για την Κίνα, συνοδευμένη από το ενίοτε ψυχρό αντιαμερικανικό σχόλιο. Παρόμοιες απόψεις προωθεί η CCTV (China Central Television), η οποία προσφέρει εκπομπές σε οκτώ μεγάλες γλώσσες, με ρητό στόχο να δημιουργήσει μια πιο θετική αφήγηση των γεγονότων στην Κίνα. Κινεζικές επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από το κράτος έχουν αγοράσει μέσα ενημέρωσης (όπως η South China Morning Post) και μπορούν να αναδιαμορφώσουν το ρεπορτάζ και τη συντακτική πολιτική προς αυτές τις κατευθύνσεις. Στελέχη της Alibaba δήλωσαν ότι στόχος τους ήταν να «βελτιώσουν την εικόνα της Κίνας και να προσφέρουν μια εναλλακτική λύση» σε αυτό που εκείνη αποκαλεί «μεροληπτικό φακό των δυτικών ειδησεογραφικών πρακτορείων».
Τα κινεζικά καταστήματα χρησιμοποιούν δυτικές μορφές μέσων ενημέρωσης, για να διαμορφώσουν ξένες και εγχώριες απόψεις για την Κίνα και για τις ΗΠΑ με τρόπο ευνοϊκό για τo Πεκίνο, κυκλοφορώντας ακόμη και ένα μουσικό βίντεο με κινεζική ραπ μουσική διανθισμένο με επίσημες δηλώσεις για να εξυμνήσει τον Σι και τo 19o Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ακόμη και οι εναρκτήριες λέξεις είναι στα αγγλικά. Ενώ αυτές οι επιχειρήσεις πληροφόρησης είναι πολύ αποτελεσματικές στον επηρεασμό των απόψεων του κινεζικού κοινού, είναι πολύ λιγότερο επιτυχείς σε άλλα πολιτιστικά και γλωσσικά πεδία. Μια εφαρμογή παιχνιδιών που επέτρεπε στους χρήστες να χρησιμοποιούν ένα smartphone για να «χειροκροτήσουν» τον πρόεδρο Σι έγινε viral στην Κίνα, αλλά έλαβε ελάχιστη προσοχή στο εξωτερικό. Η Κίνα έχει υιοθετήσει τόσο μια σκληρή όσο και μια ήπια προσέγγιση, για να δημιουργήσει ένα βαθμό αυτολογοκρισίας μεταξύ των δυτικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν επιθυμούν να χάσουν την πρόσβαση στην αγορά. Οι δυτικοί παραγωγοί ταινιών είναι προσεκτικοί για να μην προσβάλουν τους Κινέζους λογοκριτές. Σε εκπομπές που απεικονίζουν τις ΗΠΑ με αρνητικό τρόπο, όπως το «House of Cards» του Netflix, επιτρέπεται η αναμετάδοση στην Κίνα (και πολλοί ήταν οι Κινέζοι που το είδαν ως ντοκιμαντέρ).
Το πόσο αποτελεσματικές ήταν αυτές οι προσπάθειες στην αναδιαμόρφωση των ξένων απόψεων για την Κίνα, είναι αμφισβητήσιμο. Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η επίδραση των αγορών μέσων ενημέρωσης της χώρας, αλλά όταν η Alibaba αγόρασε τη «South China Morning Post» ήταν με ρητό στόχο να δημιουργήσει περισσότερες εικόνες θετικής κάλυψης της Κίνας. Η δημιουργία των Ινστιτούτων «Κομφούκιος», μια σκληρή προσπάθεια ήπιας ισχύος στις ΗΠΑ, είχε ανάμικτα αποτελέσματα, προκαλώντας κριτική από από διάφορες πηγές χωρίς αξιοσημείωτη βελτίωση των απόψεων των ΗΠΑ για την Κίνα. Παρομοίως, δεν έφεραν αποτέλεσμα οι κινεζικές προσπάθειες να επηρεαστούν οι απόψεις της Αυστραλίας, χρησιμοποιώντας πολιτικές δωρεές και οργανώσεις φοιτητών ή μεταναστών. Το μήνυμα της Κίνας παραμένει πιο ελκυστικό για τους Κινέζους υπηκόους, που διαμένουν σε άλλες χώρες.
Οι Κινέζοι δεν έχουν δόγμα για να δημιουργήσουν παραπληροφόρηση, παρόμοια με αυτή που έχει αναπτύξει η Ρωσία. Η Κίνα φαίνεται να βασίζεται σε τεχνικές επέκτασης, που έχουν αναπτυχθεί για τον εγχώριο έλεγχο σε ξένα ακροατήρια. Μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι οι κινεζικές προσπάθειες ήταν πιο αποτελεσματικές στον ίδιο τον πληθυσμό της χώρας. Το Πεκίνο δεν μπόρεσε να επινοήσει μια ελκυστική εναλλακτική λύση. Οι δικοί του ιδεολογικοί περιορισμοί, οι οποίοι περιέχουν όλο και περισσότερο στοιχεία της προσωπολατρείας που παρατηρήθηκε επί Μάο, δεν είναι πειστικές για τους μη Κινέζους στο ακροατήριο. Ένα μείγμα εγχώριου καταναγκασμού και οικονομικής πίεσης στο εξωτερικό παραμένει το πιο αποτελεσματικό εργαλείο επιρροής της Κίνας. Όλες αυτές οι δραστηριότητες υποδεικνύουν μια συνεκτική στρατηγική για τον έλεγχο των πληροφοριών, που αναπτύσσονται και εποπτεύονται κεντρικά, για την ελαχιστοποίηση του πολιτικού κινδύνου και την προώθηση της κινεζικής ατζέντας και αφήγησης διεθνώς. Το κινεζικό κράτος βλέπει την τεχνολογία της πληροφορίας ως εργαλείο, με τρόπους που δεν συναντώνται στις δυτικές δημοκρατίες.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΣΤΙΣ ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ
Το κοινωνικό ειδησεογραφικό δίκτυο Rappler.com έχει καταγράψει την τελευταία προεδρική εκστρατεία στις Φιλιππίνες. Μια εξαιρετικά στοχευμένη εκστρατεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη της εκλογής του Ροντρίγκο Ντουτέρτε, στη συνέχεια όμως στράφηκε κατά των επικριτών του προέδρου, των ηγετών της αντιπολίτευσης και των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Η κυβέρνηση πέτυχε έτσι να καταστείλει τις ανεξάρτητες φωνές εναντίον της. Το πατριωτικό τρολάρισμα (το οποίο ένας διεθνής ερευνητικός συνασπισμός ορίζει ως «χρήση στοχευμένων, κρατικά χρηματοδοτούμενων διαδικτυακών μέσων μίσους και παρενόχλησης σε εκστρατείες που χρησιμοποιούνται για τη φίμωση και τον εκφοβισμό ατόμων») λειτουργεί στις Φιλιππίνες. Με σχεδόν το 97% του πληθυσμού των Φιλιππίνων στο Διαδίκτυο να χρησιμοποιεί το Facebook, η ευπάθεια της χώρας σε τέτοιες εκστρατείες έχει εντοπιστεί και αξιοποιηθεί ανοιχτά. Οι δημοσιογράφοι και οι επιστήμονες αναλυτές δεδομένων του Rappler έχουν καταγράψει εκατοντάδες ιστότοπους και εκατομμύρια λογαριασμούς και ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που διαδίδουν μεθοδικά και με συνέπεια παραπληροφόρηση στις Φιλιππίνες. Αποκορύφωμα, μια βάση δεδομένων με περισσότερα από 11 εκατομμύρια προφίλ και 250 εκατομμύρια δημόσια σχόλια, από τον Μάρτιο του 2017. Το έργο αυτό αποκάλυψε την εμφάνιση και την εξέλιξη ενός πολύπλοκου πατριωτικού δικτύου τρολαρίσματος, με στόχο την εκλογή και υποστήριξη του Ροντρίγκο Ντουτέρτε, του νικητή των προεδρικών εκλογών του 2016.
Για να αποκτήσει μια αίσθηση της εμβέλειας και της δύναμης του δικτύου, το Rappler πέρασε τρεις μήνες για να εντοπίσει χειροκίνητα ένα δείγμα «δικτύου μαριονετών» από 26 ψεύτικους λογαριασμούς στο Facebook. Αυτοί βρέθηκαν να έχουν επηρεάσει έως και τρία εκατομμύρια χρήστες. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2016 ο Rappler κατέγραψε περισσότερους από 50.000 λογαριασμούς στο Facebook που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο του δικτύου προπαγάνδας, περιλαμβανομένων ψεύτικων λογαριασμών (ορισμένοι ήταν σαφώς υπό κεντρική διαχείριση), πληρωμένων τρολ και πραγματικών υποστηρικτών που προσπαθούσαν να πείσουν τις οικογένειες και τους φίλους τους. Μέχρι τον Απρίλιο του 2017 άρχισαν να εμφανίζονται σαφείς δεσμοί με το κράτος, κυρίως με το τμήμα που ήταν υπεύθυνο για τα κρατικά μέσα ενημέρωσης υπό τον γραμματέα Μάρτιν Αντάναρ, το Γραφείο Επιχειρήσεων Επικοινωνιών του Προέδρου (PCOO). Μέχρι τα μέσα του 2017 το πατριωτικό τρολάρισμα αποτελούσε τη βάση τoυ φιλιππινέζικου κυβερνητικού οικοσυστήματος πληροφοριών, απαξιώνοντας θεσμούς, πολιτικούς και δημοσιογράφους που αμφισβητούσαν ή επέκριναν τις ενέργειές της. Προτεραιότητα αυτού του οικοσυστήματος είναι η υπεράσπιση του προέδρου Ντουτέρτε, που ήταν ο ισχυρότερος ηγέτης των Φιλιππίνων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Είχε υπό τον έλεγχό του μια υπερπλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, διόρισε τους 13 από τους 15 δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και ουσιαστικά διέλυσε κάθε αποτελεσματική αντιπολίτευση.
Εξέλιξη της μηχανής και των στόχων της
Η πρώτη εκστρατεία κοινωνικής δικτύωσης για την επιτυχή εκλογή προέδρου στις Φιλιππίνες, αξιοποίησε τη συλλογική και δικαιολογημένη οργή μεταξύ οικονομικών τάξεων. Αυτό το δίκτυο εκστρατείας ήταν καθοριστικό για την εκλογή του ηγέτη του έθνους, Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Διασπασμένο σε τέσσερις διαφορετικές γεωγραφικές ομάδες, το δίκτυο διανομής στο Facebook λάμβανε καθημερινά μηνύματα από μια κεντρική ομάδα που συνεργαζόταν με ψυχολόγους για τον σχεδιασμό μηνυμάτων που θα απευθύνονταν συναισθηματικά σε ιογενή διάδοση. Κατά ειρωνικό τρόπο, τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας χρησιμοποιήθηκαν ως «όπλα» μόνο μετά την ορκωμοσία του Ντουτέρτε στις 30 Ιουνίου 2016. Ο πρόεδρος αποφάσισε τότε να μποϊκοτάρει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης για περίπου ένα μήνα, πυροδοτώντας τη δεύτερη φάση. Σε αυτή τη φάση το δίκτυο εξελίχθηκε, χρησιμοποιώντας πιο στοχευμένες και δηλητηριώδεις στρατηγικές, οι οποίες μεταμόρφωσαν τα υφιστάμενα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης που βασίζονταν σε εκστρατείες σε λογαριασμούς που είχαν ως στόχο να επιτεθούν σε ηγέτες της αντιπολίτευσης και σε παραδοσιακά ΜΜΕ. Αξιοποιώντας την τεράστια βάση του, ενήργησε με επιτυχία για να καταπνίξει διαφωνίες και διαμόρφωσε την κοινή γνώμη σχετικά με αμφιλεγόμενες πολιτικές, όπως τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών του προέδρου Ντουτέρτε, τις θεωρίες συνωμοσίας, την εξωτερική πολιτική, τον στρατιωτικό νόμο και άλλες κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Ο στόχος του προέδρου Ντουτέρτε ήταν σαφής και αποτελεσματικός, να γκρεμίσει την αξιοπιστία οποιουδήποτε αμφισβητεί ή επικρίνει την κυβέρνηση. Ένας από τους πρώτους στόχους ήταν η γερουσιαστής Λέιλα ντε Λίμα, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και πρώην επικεφαλής της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Φιλιππίνων. Την επίθεση εναντίον της γερουσιαστή ακολούθησε τον Ιανουάριο του 2017 η στοχοποίηση άλλων γυναικών πολιτικών, μεταξύ των οποίων η αντιπρόεδρος Λένι Ρομπρέδο και η γερουσιαστής Ρίσα Χοντίβερος. Το ABS-CBN (το μεγαλύτερο τηλεοπτικό δίκτυο της χώρας) και το Daily Inquirer (η μεγαλύτερη εφημερίδα) ήταν οι πρώτοι στόχοι των μέσων ενημέρωσης στην αποτελεσματική εκστρατεία που πίεζε να μειωθούν οι επικριτικές αναφορές. Η Inquirer στοχοποιήθηκε για την «Kill List», τον κατάλογο των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου κατά των ναρκωτικών. Λίγο μετά τις συντονισμένες επιθέσεις, ο Inquirer απέσυρε τη λίστα και αμφότεροι οι ειδησεογραφικοί όμιλοι υποχώρησαν, σχετικά με τον αριθμό των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους. Η Rappler υποστηρίζει ότι, με βάση στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η αστυνομία, περίπου 7.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών από την 1η Ιουλίου 2016 έως τις 31 Ιανουαρίου 2017 (περίπου 1.000 άτομα κάθε μήνα). Μετά την αυξανόμενη διεθνή καταδίκη, η κυβέρνηση των Φιλιππίνων άρχισε να «θολώνει» τους πραγματικούς αριθμούς, αλλάζοντας τους ορισμούς της και συμπεριλαμβάνοντας τους θανάτους υπό έρευνα (DUI) ως μια νέα κατηγορία που δημιουργήθηκε από την αστυνομία.
Με την ονομασία #RealNumbersPH, η κυβέρνηση συνεργάστηκε ενεργά με μπλόγκερ από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να πιέσει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης να αλλάξουν τους αριθμούς τους με τους νέους «επίσημους αριθμούς». Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, κάθε φορά που κάποιος στο Facebook ανέφερε τον αυξανόμενο αριθμό των νεκρών στον πόλεμο των ναρκωτικών, το άτομο αυτό δεχόταν άγριες επιθέσεις. Ο τελικός στόχος ήταν να φιμωθεί η κριτική, δημιουργώντας ουσιαστικά αυτό που η θεωρία των μαζικών επικοινωνιών αποκαλεί «σπείρα σιωπής». Οι δημοσιογράφοι και οι ειδησεογραφικοί όμιλοι, που κάποτε είχαν την υψηλότερη αξιοπιστία μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων στις Φιλιππίνες, δέχθηκαν συστηματικές επιθέσεις και υποβαθμίστηκαν, πρώτα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στη συνέχεια από κυβερνητικούς αξιωματούχους (περιλαμβανομένου του προέδρου Ντουτέρτε). Στις προεκλογικές εκστρατείες ενισχύθηκαν οι ισχυρισμοί ότι οι δημοσιογράφοι είναι διεφθαρμένοι και πως οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί ανήκουν σε ολιγάρχες με συμφέροντα, επίσης ότι οι τίτλοι με κλικ-μπέιτ έφεραν τα δικά τους οικονομικά οφέλη και λοιπά. Το 2016 ο πρόεδρος Ντουτέρτε απείλησε δημοσίως και επανειλημμένα το ABS-CBN και το Philippine Daily Inquirer. Στοχοποιώντας έναν πολίτη, έναν πολιτικό, έναν δημοσιογράφο, οι οποίοι δέχτηκαν βίαιη επίθεση στο Διαδίκτυο, δημιούργησε ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα που έκανε πολλούς άλλους να φοβούνται να μιλήσουν. Το πατριωτικό τρολάρισμα επικεντρώθηκε για πρώτη φορά στη Rappler και τον διευθύνοντα σύμβουλό της, μετά τη δημοσίευση μιας προπαγανδιστικής σειράς τριών επεισοδίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις αρχές Οκτωβρίου 2016. Υποστηριζόμενη από δεδομένα, ήταν η πρώτη φορά που αποκαλύφθηκε δημοσίως το πλήρες εύρος της μηχανής προπαγάνδας. Η μηχανή ανταπέδωσε αμέσως, καλώντας σε επιθέσεις κατά του διευθύνοντος συμβούλου της Rappler, που έφτασαν τα 90 μηνύματα μίσους ανά ώρα και σε μια εκστρατεία #UnfollowRappler στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που αποκάλυψε την έκταση της δύναμής της στον εικονικό κόσμο. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2016, η διαδικτυακή συμπεριφορά και τα δεδομένα έδειχναν ότι η μηχανή μπορούσε να διοικεί και να επηρεάζει λίγο περισσότερους από 52.000 λογαριασμούς, αριθμός σημαντικός σε σύγκριση με τους 30.000 λογαριασμούς που έκλεισε το Facebook πριν από τις γαλλικές εκλογές. Παρεμπιπτόντως, το Facebook σημείωσε αργότερα ότι το έργο του, κατά τη διάρκεια των γαλλικών εκλογών, διαμορφώθηκε εν μέρει από τα δεδομένα που του είχε παράσχει το Rappler ήδη από τον Αύγουστο.
Ρήγμα στην εμπιστοσύνη
Το τρίτο κύμα επιθέσεων ξεκίνησε στις αρχές Ιανουαρίου 2017, με πρώτο στόχο την αντιπρόεδρο Leni Robredo και άλλες γυναίκες ηγέτιδες, χρησιμοποιώντας μισές αλήθειες, ξεκάθαρα ψέματα, σεξισμό και μισογυνισμό. Οι γυναίκες δέχονται επιθέσεις, χλευάζονται και γελοιοποιούνται, συχνά με εξευτελιστικές σεξουαλικές προσβολές και κατάρες. Αυτή η σχεδόν συνεχής επίθεση πόλωσε περαιτέρω την κοινωνία των Φιλιππίνων και εμβάθυνε το σπιράλ της σιωπής. Οι λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που υποστηρίζουν και φέρονται να χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση, εργάστηκαν ενεργά για να κατακρεουργήσουν την εμπιστοσύνη σε αυτό που ήταν τότε μια ουσιαστικά ανύπαρκτη αντιπολίτευση, καθώς και στη δημοσιογραφία και άλλες αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, προσπαθώντας να τις αντικαταστήσουν με την
φωνή της κυβέρνησης που ενισχύεται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ιστοσελίδες ψεύτικων ειδήσεων αυξήθηκαν από 15 σε περισσότερες από 300 μέσα σε λίγους μήνες, που διαδόθηκαν από ψεύτικες λογαριασμούς, bots και «πολεμιστές του πληκτρολογίου» που σπέρνουν σύγχυση και δυσπιστία. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2017 η μηχανή προπαγάνδας επικεντρώθηκε στο Rappler, σε σχεδόν καθημερινές επιθέσεις που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τη νεοσύστατη επιχείρηση ως ξένης ιδιοκτησίας ή ελεγχόμενη από ξένα συμφέροντα, προκειμένου να επηρεάσει τα γεγονότα στις Φιλιππίνες. Παρά τις επανειλημμένες διαψεύσεις, πολλοί υποστηρικτές του Ντουτέρτε πίστεψαν την αφήγηση που προωθούσαν επανειλημμένα οι bloggers υπέρ του. Ήταν και ένας ισχυρισμός, που θα επαναλαμβανόταν αρκετούς μήνες αργότερα από τον ίδιο στην ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους. Μέχρι τα μέσα της χρονιάς, οι επιθέσεις κατά των μέσων ενημέρωσης εντάθηκαν. Ο πρόεδρος Ντουτέρτε και πάλι επιτέθηκε δημοσίως στο ABS-CBN και την Philippine Daily Inquirer, ενώ η
προπαγανδιστική μηχανή προσπάθησε να κάνει trend το #ArrestMariaRessa και να ζωγραφίσει το Rappler ως εργαλείο ξένης παρέμβασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επιθέσεις χρηματοδοτούμενες από το κράτος
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σαφές ότι η διαδικτυακή μηχανή προπαγάνδας ήταν προάγγελος και τόπος δοκιμών για κυβερνητικά μηνύματα και επιθέσεις εναντίον των θεωρούμενων επικριτών της. Το Rappler εντόπισε τρεις βασικούς δημιουργούς περιεχομένου της μηχανής προπαγάνδας, η οποία τμηματοποιούσε την κοινωνία των Φιλιππίνων με βάση οικονομικά δημογραφικά στοιχεία: Sass Sassot για τις διανοουμενίστικες αναρτήσεις, RJ Nieto για τη μεσαία τάξη και Mocha Uson για τις μάζες. Αργότερα ο τελευταίος διορίστηκε βοηθός υπουργός αρμόδιος για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ ο RJ Nieto απασχολήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Μεταφορών. Τα δίκτυά τους είναι επίσης η πρώτη γραμμή συναγερμού και άμυνας της κυβέρνησης, στη διαχείριση κρίσεων. Στις 23 Μαΐου 2017 η κυβέρνηση των Φιλιππίνων κήρυξε στρατιωτικό νόμο στο Mindanao, αλλάζοντας σημαντικά το τοπίο. Η ανακοίνωση έγινε από τη Μόσχα κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Ρωσία και συνέβαλε στο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τo τέταρτο κύμα επιθέσεων, συνδυάζοντας διαδικτυακές και πραγματικές κυβερνητικές ενέργειες για τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου. Στις 17 Ιουλίου, η εφημερίδα Philippine Daily Inquirer συγκάλεσε γενική συνέλευση και ενημέρωσε το προσωπικό της ότι θα την πουλούσε στον Ramon Ang, έναν επιχειρηματία με στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο Ντουτέρτε. Αυτή η εξέλιξη ήρθε μετά την κατάθεση μηνύσεων κατά της οικογένειας που είχε στην ιδιοκτησία της την Inquirer, ενώ τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου απειλήθηκαν με διερεύνηση φορολογικών υποθέσεων και ένα άτυπο διαφημιστικό μποϊκοτάζ έριξε τα έσοδά της κατά τουλάχιστον 40%. Μια εβδομάδα αργότερα, στην ετήσια ομιλία για την κατάσταση του έθνους, ο πρόεδρος Ντουτέρτε επιτέθηκε στο Rappler, στο ABS-CBN και στον ΟΗΕ, στον Μπαράκ Ομπάμα, στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και σε άλλους. Θα επαναλάμβανε τις επιθέσεις εναντίον του Rappler σε τρεις ακόμη περιπτώσεις, τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Τα περιστατικά παρενόχλησης άρχισαν την ίδια εβδομάδα, με έναν από τους bloggers υπέρ του Ντουτέρτε να δημοσιεύει όλες τις οικονομικές καταστάσεις του Rappler στο Facebook. Αυτό ακολουθήθηκε από πρωτοφανή αιτήματα και τηλεφωνήματα από την Επιτροπή Ασφαλείας και Χρηματιστηρίου, η οποία ξεκίνησε μια ειδική επιτροπή έρευνας.
Ο ρόλος των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών και ο δρόμος προς τα εμπρός
Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στις Φιλιππίνες ενεργοποιείται από αμερικανικές εταιρείες: Facebook, Google και Twitter. Το YouTube, η δεύτερη μεγαλύτερη μηχανή αναζήτησης στον κόσμο που λειτουργεί από την Google, είναι επίσης μια αγαπημένη και αποτελεσματική πλατφόρμα για βίντεο επιθέσεις. Η έκρηξη της πληροφορίας και το μαύρο κουτί των αλγορίθμων έχει γκρεμίσει τον ρόλο της δημοσιογραφίας ως φύλακα των πυλών, μετατοπίζοντας τη συλλογική αφήγηση από τους συντάκτες στις μηχανές και τους αλγόριθμους. Οι τελευταίες εκθέσεις και αναλύσεις δείχνουν ότι αυτή η ανατροπή της δημοκρατίας συμβαίνει σε τουλάχιστον 30 χώρες σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με την έκθεση Νοεμβρίου του Freedom House. Βραχυπρόθεσμα, η λύση για την προστασία της δημοκρατίας βρίσκεται στα χέρια αυτών των αμερικανικών εταιρειών, καθώς μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τον αντίκτυπο των πολύπλοκων συστημάτων που δημιούργησαν. Η μεσοπρόθεσμη λύση είναι η περισσότερη παιδεία στα μέσα ενημέρωσης. Μακροπρόθεσμα, λύση είναι η εκπαίδευση.
Οι τεχνολογικοί γίγαντες πρέπει να ενσωματώσουν τη δημοκρατία στους αλγορίθμους τους και να αποτρέψουν αυταρχικές κυβερνήσεις να δημιουργήσουν με επιτυχία διαδικτυακούς στρατούς. Aυτή όμως είναι μια δύσκολη πρόταση, όταν λαμβάνονται υπόψη οι ανταγωνιστικές οικονομικές δυνατότητες των πλατφορμών, τα συμφέροντα και οι εντολές για ανάπτυξη με όλα τα μέσα.
Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Το StopFake.org είναι ένα πρόγραμμα ελέγχου των γεγονότων και δημιουργήθηκε για να αντικρούσει τις ρωσικές ψευδείς ειδήσεις για την Ουκρανία. Τώρα έχει πλέον μετατραπεί σε ένα διεθνή κόμβο πληροφόρησης για την προπαγάνδα του Κρεμλίνου. Η ομάδα δημοσιογράφων που το στελεχώνει έχει δρομολογήσει πολυάριθμα εργαλεία για την απομυθοποίηση των ρωσικών αφηγήσεων, την απαξίωση της προπαγάνδας και τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την άνοδο του επιπέδου της παιδείας στα μέσα ενημέρωσης.
Το StopFake.org ξεκίνησε το 2014 από καθηγητές δημοσιογραφίας, φοιτητές και αποφοίτους της σχολής δημοσιογραφίας Mohyla στο Κίεβο. Ήταν μια αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας και στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, στην περιοχή του Ντονμπάς. Αρχικά, ο στόχος ήταν να διαψεύσει την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα σχετικά με τα γεγονότα στην Ουκρανία που διακινούνται στα ΜΜΕ. Το site έχει εξελιχθεί σε έναν κόμβο πληροφόρησης, όπου όλες οι πτυχές της προπαγάνδας του Κρεμλίνου εξετάζονται και αναλύονται προσεκτικά. Μέχρι σήμερα, η 30μελής ομάδα της οργάνωσης έχει διαψεύσει περισσότερες από χίλιες ιστορίες από τα ρωσικά κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης (τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες, πρακτορεία ειδήσεων) σε 11 διαφορετικές γλώσσες.
Το περιεχόμενο που περιλαμβάνει κείμενο βίντεο, ηχητικό περιεχόμενο, συνδικαλιστικό τηλεοπτικό και ραδιοφωνικές εκπομπές, μια τοπική εφημερίδα του Ντονμπάς και ένα ντοκιμαντέρ προσεγγίζει 230.000 οπαδούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πολυάριθμους άλλους αυτοπροσώπως. Ως κάτοχος του μεγαλύτερου αρχείου ρωσικών ψευδών ειδήσεων, το StopFake.org ελέγχει τα γεγονότα, διαψεύδει, επεξεργάζεται, μεταφράζει, ερευνά και μεταδίδει πληροφορίες.
Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας κατέδειξε τη σύγχρονη χρήση της προπαγάνδας από τη Μόσχα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως εργαλείο, αυτή αντιπροσωπεύει μια συνέχιση των σοβιετικών μεθόδων, προσαρμοσμένη για να αυξήσει τον αντίκτυπο και την αποτελεσματικότητά της σήμερα. Η τηλεόραση παραμένει ένα από τα κύρια μέσα επιρροής και διάδοσης της παραπληροφόρησης στη Ρωσία και στο εξωτερικό. Την αξία αυτού του μέσου για τη Ρωσία εκφράζει η Μαργαρίτα Σιμονιάν, επικεφαλής του RT: «Σε κάποιο βαθμό, αν δεν έχεις ραδιοτηλεοπτική μετάδοση για το εξωτερικό, είναι σαν να μην έχεις στρατό. Όταν δεν υπάρχει πόλεμος, δεν τον χρειάζεσαι. Αλλά όταν αυτός έχει ήδη ξεκινήσει, δεν μπορείς να τον δημιουργήσεις μέσα σε μια εβδομάδα». Πολύ πριν από την έναρξη της προσάρτησης της Κριμαίας, η ρωσική τηλεόραση αποτελούσε σημαντικό κανάλι επηρεασμού της ουκρανικής κοινής γνώμης, με όλα τα μεγάλα κανάλια να είναι ελεύθερα διαθέσιμα στην Ουκρανία
και με τις κρατικές τεχνικές εγκαταστάσεις της χώρας να χρησιμοποιούνται για την μετάδοση και την ενίσχυση των σημάτων. Το περιεχόμενο της ρωσικής τηλεόρασης καταναλωνόταν ευρέως στην Ουκρανία, ως αποτέλεσμα της γλωσσικής εγγύτητας και μιας μερικώς ολοκληρωμένης οικονομίας των μέσων ενημέρωσης μεταξύ των δύο χωρών.
Ταυτόχρονα, άλλα τμήματα του ρωσικού συστήματος μέσων ενημέρωσης κυριαρχούσαν επίσης στο ουκρανικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης, περιλαμβανομένων των ειδησεογραφικών μέσων του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της κοινής ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Όλα αυτά σταδιακά οπλοποιήθηκαν, με τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης να εμπλέκονται στην κατασκευή και διανομή κειμενικών απομιμήσεων, χειραγωγικών τίτλων, οπτικών απομιμήσεων, ψευδών ισχυρισμών, πλαστών εγγράφων, ψεύτικων εμπειρογνωμόνων,
ψεύτικων πηγών ειδήσεων και μαρτύρων.
Μαζί, κορυφώθηκαν σε μια σειρά ψεύτικων αφηγήσεων που απαξίωναν διάφορες πτυχές της ζωής στην Ουκρανία, οι οποίες στη συνέχεια απευθύνονταν σε ακροατήρια στη Ρωσία, την Ουκρανία και παγκοσμίως. Για να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα της παραπληροφόρησης οι αφηγήσεις επαναλήφθηκαν, μεταφράστηκαν και ενισχύθηκαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στους πρωταρχικούς στόχους του StopFake.org περιλαμβάνεται η διάψευση των ψεύτικων αφηγήσεων, η διάδοση των ευρημάτων σε διαφορετικά ακροατήρια και η δημιουργία αρχείου των περιπτώσεων. Οι προκαταρκτικές αναλύσεις 500 στοιχείων παραπληροφόρησης από τη ρωσική προπαγάνδα για την Ουκρανία, κατά την περίοδο 2014-2015, εντόπισαν πολλαπλές σημαντικές κατασκευασμένες αφηγήσεις, περιλαμβανομένων των ακόλουθων:
1. Οι απεικονίσεις της Ουκρανίας ως ένα φασιστικό και αποτυχημένο κράτος, του οποίου το έδαφος βρισκόταν σε διαρκή αποσύνθεση, διαμάχη ή απειλή προσάρτησης από γειτονικές και δυτικές χώρες.
2. Χειραγωγήσεις των πολιτικών ή οικονομικών σχέσεων με
διεθνείς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της απονομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, συνδυασμένες με παραποιήσεις της ξένης υποστήριξης και των προθέσεων στην Ουκρανία.
3. Χαρακτηρισμοί της Ρωσίας ως μη συμμετέχουσας στις υποθέσεις
της Ουκρανίας, περιλαμβανομένης της άρνησης της ρωσικής κατοχής και της άρνησης εμπλοκής στη συντριβή της πτήσης MH17.
Περαιτέρω ανάλυση σχετικά με την Ουκρανία αποκάλυψε ότι ο μεγαλύτερος αριθμός ψευδών ειδήσεων (79 αρχεία) δημιουργήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι «Zvezda», το οποίο ανήκει στο υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας. Ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός (με 73 αρχεία) είναι η Ukraine.ru, ένας ρωσικός ιστότοπος που ανήκει στο ρωσικό κρατικό πρακτορείο πληροφοριών Novosti. Τρίτο είναι το πρακτορείο πληροφοριών RIA Novosti, με 62 πλαστά αρχεία. Ολόκληρο το ρωσικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης εξυπηρετεί τον στόχο του Κρεμλίνου, για την κατασκευή και διανομή ψευδών ειδήσεων. Τόσο τα κρατικά, όσο και τα ιδιωτικά (αλλά ελεγχόμενα από το κράτος) μέσα ενημέρωσης εμπλέκονται στη Ρωσία, με την τηλεόραση και το Διαδίκτυο να κυριαρχούν στο οικοσύστημα προπαγάνδας. Είναι σημαντικό ότι οι αναλύσεις καταδεικνύουν πως ολόκληρο το ρωσικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης εξυπηρετεί τον στόχο του Κρεμλίνου, που είναι η παραγωγή και η διανομή ψευδών ειδήσεων. Το σύστημα αυτό αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο του πληροφοριακού πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η απαξίωση της ρωσικής προπαγάνδας και η αύξηση της εγχώριας & διεθνούς ευαισθητοποίησης
Η ρωσική προπαγάνδα λειτουργεί πέρα από το πεδίο της ρωσικής γλώσσας και δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα. Ενώ οι ρωσόφωνοι είναι πιο πιθανό να παρακολουθούν τα ρωσικά εγχώρια μέσα ενημέρωσης, το RT (πρώην Russia Today)λειτουργεί σε πέντε γλώσσες και το Sputnik σε 31 γλώσσες. Διαδικτυακοί ιστότοποι και τρολ λειτουργούν σε πολλές άλλες χώρες και σε πλήθος γλώσσες. Η εμβέλεια της ρωσικής προπαγάνδας δεν περιορίζεται από τη γλώσσα ή τον τόπο, καθιστώντας την ευαισθητοποίηση του κοινού κορυφαία προτεραιότητα.
Η έρευνα που διεξήχθη στις αρχές του 2017 από το StopFake.org φώτισε την αντίληψη περί ρωσικής προπαγάνδας από τους Ουκρανούς και την ανθεκτικότητά τους απέναντί της:
1. Η πλειονότητα των Ουκρανών πολιτών (58,3%) συμμερίζεται την άποψη ότι υπάρχει απειλή από τη ρωσική προπαγάνδα.
2. Οι Ουκρανοί βλέπουν τα ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια, τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα ως τις πιο διαδεδομένες πηγές ρωσικής προπαγάνδας (45%, 34,5% και 19,8% αντίστοιχα).
3. Η πλειονότητα του ουκρανικού πληθυσμού (59,7%) πιστεύει ότι είναι σε θέση να διακρίνει τις αληθείς από τις ψευδείς πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης.
4. Το 42,1% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η παραπληροφόρηση είναι σοβαρό πρόβλημα στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
Ένα σημαντικό βήμα για την αποσύνδεση των Ουκρανών από τη ρωσική προπαγάνδα ήταν η απομάκρυνση από τον αέρα 75 ρωσικών τηλεοπτικών καναλιών, που ήταν προηγουμένως διαθέσιμα στην Ουκρανία. Μειώθηκαν από ένα ουκρανικό δικαστήριο το 2014, στην αρχή του πολέμου στο Ντονμπάς. Η αφαίρεση είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική πτώση της τηλεθέασης των ρωσικών τηλεοπτικών ειδήσεων στην Ουκρανία από 12% το 2015, σε 7% το 2016 και σε 5% το 2017. Η συρρίκνωση του κοινού των ρωσικών μέσων ενημέρωσης στην Ουκρανία μπορεί επίσης να εξηγείται από τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στην παρουσία των ρωσικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τον Μάιο του 2017, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ποροσένκο υπέγραψε διάταγμα, με το οποίο μπλοκάρονται τα ρωσικά κοινωνικά δίκτυα από τη λειτουργία τους στην Ουκρανία, ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου κυρώσεων. Η αδυναμία των ουκρανικών παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου να παρέχουν πρόσβαση σε ρωσικά κοινωνικά δίκτυα είχε τεράστιο αντίκτυπο: Σύμφωνα με το SimilarWeb, το ουκρανικό κοινό του VKontakte μειώθηκε κατά 60% το 2017, από 9,8 εκατ. σε 3,8 εκατ. επισκέψεις την ημέρα, ενώ οι επισκέψεις στο Odnoklassniki (Classmates) μειώθηκαν κατά 64% (από 4,6 εκατ. σε 1,6 εκατ. επισκέψεις ανά ημέρα). Και τα δύο κοινωνικά δίκτυα ήταν γνωστό ότι φιλοξενούσαν χιλιάδες αντι-ουκρανικές ομάδες και διέδιδαν ρωσική προπαγάνδα. Ήταν επίσης επιχειρησιακά εργαλεία για τη συγκέντρωση κεφαλαίων και την πρόσληψη μισθοφόρων για τον πόλεμο στο Donbass.
Η πτώση του αριθμού των επισκεπτών στη ρωσική μηχανή αναζήτησης Yandex, η οποία παρέχει ένα φάσμα εξατομικευμένων υπηρεσιών και μεταξύ άλλων συλλέγει δεδομένα γεωγραφικού εντοπισμού από τους Ουκρανούς χρήστες, έφτασε το 65% (από 5,9 εκατ. σε 2 εκατ. επισκέψεις την ημέρα). Το Mail.ru, μία από τις πιο διαδεδομένες υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Ουκρανία, έχασε το 55% του ουκρανικού κοινού του. Πολλοί από αυτούς τους χρήστες ήταν Ουκρανοί, μέλη του στρατού που στοχοποιούνταν τακτικά με ρωσικές κατασκευασμένες ειδήσεις μέσω του τμήματος διαφημίσεων αυτής της υπηρεσίας.
Διάδοση γνώσεων και προώθηση της παιδείας στα μέσα ενημέρωσης
Στην Ουκρανία, το StopFake.org εργάζεται επίσης για τη βελτίωση της παιδείας στα μέσα ενημέρωσης των διαφορετικών ομάδων, με ιδιαίτερη έμφαση στους πληθυσμούς του Ντονμπάς και της Κριμαίας (παρά τις προφανείς δυσκολίες προσέγγισης αυτού του κοινού). Το 2015, το StopFake.org διεξήγαγε εκπαίδευση σε θέματα παιδείας στα μέσα ενημέρωσης στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Το πρόγραμμα περιελάμβανε ανάπτυξη προγράμματος σπουδών και εκπαιδευτικού εγχειριδίου, καθώς και μια σειρά από εντατικές μονοήμερες εκπαιδευτικές συνεδρίες για στοχευμένα ακροατήρια, που κρίθηκε ότι κινδυνεύουν από τη ρωσική προπαγάνδα. Η εκπαίδευση συνοδεύτηκε από εντατική διαφημιστική εκστρατεία σε εθνικά και τοπικά μέσα ενημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, μπάνερ σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και υπαίθριες διαφημίσεις) που προωθούσε τα μέσα ενημέρωσης, παρέχοντας εργαλεία που οι πολίτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν τα γεγονότα. Ως αποτέλεσμα αυτού του έργου, περισσότερα από 15.000 άτομα εκπαιδεύτηκαν στις βασικές δεξιότητες που απαιτούνται, για μια πιο κριτική κατανάλωση των μέσων ενημέρωσης.
Οι Ουκρανοί συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση των προκλήσεων της εποχής της αλήθειας. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 2017, οι περισσότεροι συμμετέχοντες, ιδίως της μεσαίας και της νεότερης ηλικιακής ομάδας, έχουν ακούσει και κατανοούν την έννοια του “ψεύτικου” όταν εφαρμόζεται στις ειδήσεις, ωστόσο η έννοια παραμένει ασυνήθιστη για πολλούς. Όλοι οι συμμετέχοντες, ακόμη και οι νεότεροι, σημείωσαν ότι δεν τη χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους γλώσσα και τη θεωρούν αργκό που χρησιμοποιούν οι νέοι και οι έφηβοι.Αντίθετα, η έννοια της προπαγάνδας ήταν σαφής για τους περισσότερους συμμετέχοντες, ιδίως για εκείνους της μεσαίας και των μεγαλύτερων ηλικιακών ομάδων που είχαν πολιτική συνείδηση κατά τη σοβιετική εποχή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέοι είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν την κρίσιμη ανάγκη για περαιτέρω εκπαίδευση σε θέματα γραμματισμού στα μέσα ενημέρωσης.
Για να επεκτείνει το έργο του διεθνώς, το StopFake.org συνεργάζεται με πολλές οργανώσεις και δίκτυα ελέγχου των γεγονότων σε όλη την Ευρώπη για να μοιραστεί την εμπειρία της Ουκρανίας, να αυξήσει την παγκόσμια ευαισθητοποίηση σχετικά με τη ρωσική παραπληροφόρηση και την επιρροή της στις πολιτικές διαδικασίες και τη λήψη αποφάσεων, καθώς και να διευκολύνει τις πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την παραπληροφόρηση σε άλλες χώρες.
ΨΕYTEΣ ΓΙΑ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ – Η ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ
Οι επιχειρηματίες των ψευδών ειδήσεων επωφελούνται από τη διαφήμιση με βάση το κλικ, οι οποίες απευθύνονται στους αναγνώστες των σκανδαλοθηρικών ιστοριών και σε εκείνους που περιορίζουν την ενημέρωσή τους σε διαδικτυακή συγκέντρωση τίτλων ειδήσεων από ιστοσελίδες. Οι επιχειρήσεις αυτές μεγιστοποιούν το αναγνωστικό τους κοινό και τις δυνατότητες clickbait, αγοράζοντας τις σελίδες ομάδων με σημαντικά μέλη που ταιριάζουν στη δημογραφική ομάδα, την οποία έχουν ορίσει ως στόχο. Η αλήθεια, το ψέμα ή και το θέμα των ειδήσεων που δημοσιεύουν δεν ενδιαφέρουν ούτε τους ίδιους, ο μοναδικός τους στόχος είναι η προσέλκυση αναγνωστών που θα δουν τις διαφημίσεις.
Το παρόν έγγραφο βασίζεται κυρίως σε μια μακροσκελή συνέντευξη που δόθηκε κατ’ ιδίαν με έναν Κοσοβάρο που ονομάζεται Μπουρίμ (δεν είναι το πραγματικό του όνομα) και 24 ετών είχε αποφοιτήσει με πτυχίο στην επιστήμη των υπολογιστών. Εργαζόταν στην πληροφορική για μια ιδιωτική εταιρεία στην πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου, την Πρίστινα. Από τον Ιανουάριο του 2016, ο Μπουρίμ ήταν ο ιδιοκτήτης-διαχειριστής μιας διαδικτυακής επιχείρησης spam και παραπληροφόρησης. Η συνέντευξη διεξήχθη στο Κοσσυφοπέδιο τον Ιούνιο του 2017 και αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας κατανόησης του φαινομένου της παραπληροφόρησης, μέσω της απόκτησης μιας εκτίμησης για τη ζωή, τα κίνητρα, τις πεποιθήσεις και τις ανησυχίες ενός ανθρώπου σαν τον Μπουρίμ. Η παραγωγή παραπληροφόρησης είναι ένα φαινόμενο που, αναμφίβολα, συνδέεται στενά με τις τεχνολογίες που επιτρέπουν τη δημοσίευση και την κατανάλωση περιεχομένου. Αλλά είναι επίσης κάτι που οι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν και ελπίζουμε ότι αυτή η μαρτυρία θα συμβάλλει στην κατανόηση των λόγων για τους οποίους το κάνουν αυτό.
Το κοινό
Ο προκαταρκτικός στόχος της επιχείρησης Burim είναι να τραβήξει την προσοχή και η μοναδική πλατφόρμα που χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό είναι το Facebook. Στη διεύθυνση κάθε στιγμή, «κατέχει» περίπου δώδεκα σελίδες στο Facebook. Μία από αυτές φαίνεται να εκπροσωπεί μια ευαγγελική ομάδα, με μια μεγάλη εικόνα του Ιησού Χριστού. «Την αγόρασα αυτή», σημείωσε. «Ένας τύπος στην Αλβανία δημιούργησε αυτή τη σελίδα, αναρτώντας αυθεντικές θρησκευτικές πληροφορίες. Κατάφερε να συγκεντρώσει 100.000 likes στη σελίδα. Στη συνέχεια τον πλήρωσα 2.000 ευρώ και αυτός μετέφερε τη σελίδα σε μένα». Μια άλλη σελίδα αφορά εγκαταλειμμένα μέρη και μια άλλη την κινητοποίηση των κοινοτήτων σε μια πόλη στα νότια των ΗΠΑ. Μία που αγόρασε μόλις πρόσφατα, αρχικά ήταν για μια ομάδα αφιερωμένη στην ανταλλαγή συμβουλών και πληροφοριών σχετικά με τη δίαιτα και τον βιγκανισμό. Υπήρχε επίσης μια ομάδα για μικροσκοπικά σπίτια και μια άλλη με ένα λογότυπο που είχε να κάνει με την εμπιστοσύνη. Ήταν αρκετά δύσκολο να δει κανείς τι είχαν αρχικά οι περισσότερες σελίδες του Μπουρίμ. Αλλά ενώ οι ομάδες ήταν παράξενες, το κοινό τους ήταν τεράστιο: 90.000 likes, 240.000 likes, 26.000 likes.
Στην προσπάθεια του Μπουρίμ να αναπτύξει ένα κοινό, αυτές οι σελίδες θα μπορούσαν, τουλάχιστον θεωρητικά, να παρουσιάσουν
το περιεχόμενό τους σε σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα. Απέκτησε τις ομάδες με διαφορετικούς τρόπους. Κατείχε μια κεντρική σελίδα που είχε φτιάξει ο ίδιος, επενδύοντας 20.000 ευρώ σε στοχευμένη διαφήμιση στο Facebook για να χτίσει το κοινό της σε μόλις πάνω από 100.000 μέλη. Ήταν η πιο ειλικρινής από όλες τις σελίδες που είχε, αφιερωμένη ρητά στο να μοιράζεται τις viral, trending ιστορίες της ημέρας. Αλλά τις περισσότερες από τις ομάδες, τις αγόρασε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Μπουρίμ προσεγγίζει απευθείας τον διαχειριστή μιας ομάδας για να διερευνήσει αν είναι πρόθυμοι να την πουλήσουν («αν συναντήσω κάτι ενδιαφέρον, θα προσπαθήσω να το αγοράσω»). Αλλά οι περισσότερες από τις ομάδες αγοράστηκαν από ένα ανεπίσημο δίκτυο ανθρώπων, που οι ίδιοι αγόραζαν και πωλούσαν σελίδες, κατά κύριο λόγο με σκοπό την παραγωγή clickbait και spam.
«Δεν ξέρουμε αν οι ομάδες θα λειτουργήσουν εκ των προτέρων» εξήγησε ο Μπουρίμ, «έτσι δημοσιεύουμε κάποιο περιεχόμενο και περιμένουμε τρεις ή τέσσερις ώρες για να δούμε πόσοι άνθρωποι κάνουν κλικ σε αυτό. Έτσι ξέρουμε αν μια σελίδα θα είναι χρήσιμη». Ο Μπουρίμ και οι άνθρωποί του δοκιμάζουν κάθε ομάδα που έχει αποκτήσει πρόσφατα, ελέγχοντας την κλίμακα των κλικ και των κοινοποιήσεων που δημιουργεί το περιεχόμενό τους. Οι στοχευμένοι χρήστες του Facebook είναι «ψηφιακά αναλφάβητοι, κατά προτίμηση Αμερικανοί και συνήθως 30 ετών ή μεγαλύτεροι». Σκόπιμα αποφεύγονται ομάδες με κοινό που είναι πολύ νεαρό και οποιεσδήποτε ομάδες που υποτίθεται ότι έχουν πάρα πολλά τεχνολογικά μυημένα μέλη. «Πρέπει να προσεγγίσουμε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τον ψηφιακό κόσμο ή το clickbait». Εάν το περιεχόμενο δεν δημιουργεί έλξη, η ομάδα πωλείται γρήγορα προκειμένου να απελευθερωθεί το κεφάλαιο για επενδύσεις σε μια άλλη ομάδα.
Το περιεχόμενο
Ο Μπουρίμ απασχολεί επτά άτομα, για να διατηρήσει τη ροή του περιεχομένου μέσω των ομάδων του. Η δουλειά τους, ωστόσο, δεν είναι να γράφουν το περιεχόμενο οι ίδιοι. Δεν υπάρχει οικονομικό συμφέρον στη δημιουργία περιεχομένου, όταν αυτό μπορεί να κλαπεί τόσο εύκολα από αλλού. Αντίθετα, εντοπίζουν και οικειοποιούνται περιεχόμενο που έχει ήδη διαμοιραστεί σε μεγάλο βαθμό, συνήθως από τις αμέτρητες άλλες «επιχειρήσεις» που είναι παρόμοιες με τη δική τους. Είναι απίστευτα δύσκολο να εντοπίσεις την προέλευση των περισσότερων από τις ιστορίες που μοιράζονται. Το περιεχόμενο μετακινείται από μέσο σε μέσο, συχνά αλλάζει ανεπαίσθητα και μερικές φορές συντομεύεται, μερικές φορές υπερβάλλει και άλλες απλοποιείται, Ο Μπουρίμ το περιγράφει ως ένα πλυντήριο επειδή το περιεχόμενο δεν είναι ποτέ σε ηρεμία, αλλά και επειδή σε κάθε «πλύση» φαίνεται να αλλάζει ελαφρώς η ιστορία, μερικές φορές συρρικνώνοντας, διαστρεβλώνοντας, υπερβάλλοντας ή περαιτέρω διαστρεβλώνοντάς την, έως ότου η προέλευσή της γίνει άγνωστη και άσχετη. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πολιτικό περιεχόμενο. «Οι ιστορίες που αφορούν τη δολοφονία ανθρώπων, το αίμα, βασικά, αποδίδουν καλύτερα!» δήλωσε χαρούμενα ο Μπουρίμ. Κάτω από τον αντίχειρά του, περνούσε η μία ιστορία μετά την άλλη.
«Αγόρι συνέρχεται από κώμα μετά από 12 χρόνια», «Κάψτε φύλλα δάφνης στο σπίτι σας για αυτά τα 13 καταπληκτικά οφέλη για την υγεία», «Βρέθηκε αποθήκη μέσα στη ζούγκλα με 850 σπάνια αυτοκίνητα», «Το τεστ με φυστικοβούτυρο είναι ο ευκολότερος τρόπος για να ανιχνεύσετε το Alzeihmer», «Όλοι πρέπει να το δείτε αυτό!». Κάποιες από τις παραπάνω ειδήσεις είχαν κοινοποιηθεί μόνο εκατοντάδες φορές στις ομάδες του Μπουρίμ, αλλά πολλές ήταν σε χιλιάδες και μερικές σε δεκάδες χιλιάδες. Κατά την αντίληψη του ιδίου, αυτός έδινε στους ανθρώπους εκείνο που
ήθελαν να κάνουν: Kλικ, περιεχόμενο που μιλούσε για τις ελπίδες του κοινού του, τις ανησυχίες, τις ένοχες απολαύσεις και τους πειρασμούς, την επιθυμία να είναι υγιείς μέσω εύκολων κόλπων και συμβουλών, να εξοργιστεί (με σαφήνεια) το κακό. Το περιεχόμενο που μοιράζονταν οι ομάδες του ήταν μια πομπή προς το γελοίο, το τραγικό και το αιματηρό. Με το να αποκαλείται αυτή η δραστηριότητα «ψεύτικες ειδήσεις», χάνεται η πραγματική ουσία του θέματος. Οι ιστορίες δεν είναι σκόπιμα ψευδείς, απλώς δεν είναι σκόπιμα αληθινές. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το μέγεθος του ακροατηρίου, που μπορεί να «γευματίσει» το περιεχόμενο. «Δεν με ενδιαφέρει ποια είναι η ομάδα», δηλώνει ο Μπουρίμ. «Δεν τα διαβάζω καν. Αυτή είναι η πρώτη φορά που πραγματικά τα διαβάζω. Είναι όλες αυτές οι ανοησίες». Αλήθεια, ψέμα, το περιεχόμενο δεν είχε σημασία. «Δεν με νοιάζει ποιο είναι το περιεχόμενο» είπε πάλι, εξακολουθώντας να ξεφυλλίζει τον ατελείωτο «λαπά» που ξερνάει η επιχείρησή του. Κάνει μια παύση για μια στιγμή, ο αντίχειράς του αιωρείται πάνω από μια ιστορία που αποδεικνύεται δημοφιλής, οι μετοχές της εκτοξεύονται στα ύψη, από τις δεκάδες στις εκατοντάδες χιλιάδες.
«Με νοιάζει μόνο η επισκεψιμότητα»
Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το μέγεθος του ακροατηρίου που μπορεί να συλλέξει το περιεχόμενο. Όταν το κοινό κάνει κλικ σε οποιαδήποτε από τις ιστορίες που δημοσιεύει αυτή η ομάδα, μεταφέρεται στο κομμάτι της επιχείρησης του Μπουρίμ, που αποφέρει χρήματα. Αυτός διατηρεί περίπου δώδεκα ιστότοπους εκτός του Facebook και αλλάζει τις διευθύνσεις URL για να αποφύγει τον εντοπισμό. Μοιάζουν με ακατέργαστες εκδόσεις μιας διαδικτυακής εφημερίδας, με τις πλήρεις ιστορίες να φιλοξενούνται σε ενότητες που ονομάζονται «Home», «Health», «DIY», «Animals», «Food Art» και ούτω καθεξής. Η άνοδος της προγραμματισμένης διαφήμισης έχει ανοίξει μια τεράστια ευκαιρία για ανθρώπους όπως ο Μπουρίμ. Αυτό το είδος προώθησης είναι μια εναλλακτική λύση στην παραδοσιακή διαφήμιση εμπορικών σημάτων, μέσω των μέσων μαζικής μετάδοσης. Χρησιμοποιεί λογισμικό για να αγοράσει διαφημιστικό χώρο οπουδήποτε, που συχνά προσδιορίζεται μέσω cookies, αναγνωριστικών συσκευής ή από εξειδικευμένους παρόχους τεχνολογίας διαφημίσεων. Το ζητούμενο δεν είναι να πωλείται διαφημιστικός χώρος σε μια ιστοσελίδα, πόσο μάλλον σε μια εφημερίδα, αλλά χώρος μπροστά από ένα στοχευμένο άτομο ή θέμα, οπουδήποτε και αν αυτό τυχαίνει να βρίσκεται. Αυτό σήμαινε ότι ο Μπουρίμ δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει να πουλήσει διαφημιστικό χώρο απευθείας σε πρακτορεία. Μπορούσε να τον πουλήσει μέσω προγραμματισμένων διαφημιστικών μεσαζόντων, όπως νόμιμα κάνει κάθε εφημερίδα. Έτσι, κέρδισε τα περισσότερα χρήματά του μέσω του Google AdSense, τη διαφήμιση pay-per-click. Η επιχείρηση του Μπουρίμ κερδίζει από 400 έως αρκετές χιλιάδες ευρώ την ημέρα, καλά χρήματα οπουδήποτε, σαφώς ένα πολύ σημαντικό εισόδημα στο Κοσσυφοπέδιο. Φέρνει μια επιχειρηματική νοοτροπία στην επιχείρηση. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τις αποφάσεις του ήταν του υπολογισμένου ρίσκου, της επένδυσης και της ανταμοιβής. Ορισμένες από τις ομάδες του είχαν κλείσει, αλλά αυτές ήταν απώλειες που απλά τις αντιμετώπισε ως επαγγελματικούς κινδύνους.
Μελλοντικές τάσεις
Το επιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο σκληρό, είπε. Υπάρχουν τουλάχιστον 200 ή 300 άτομα που ασχολούνται με παρόμοιες επιχειρήσεις στο Κοσσυφοπέδιο, την Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία. Ο Μπουρίμ είδε τον εαυτό του ως έναν από τους πρώτους που κινήθηκαν στον κλάδο, αλλά με τον όγκο των ανταγωνιστών να αυξάνεται ο ίδιος δυσκολεύεται να κάνει τα κλικ, με τόσους πολλούς άλλους επίσης να διεκδικούν την προσοχή. Όπως και σε τόσους άλλους τομείς, υπήρξε πρόσφατα μια πληθώρα μικρών και ευέλικτων παραγόντων: Νεοσύστατες επιχειρήσεις ψευδών ειδήσεων. Ένας μικρός αριθμός παικτών γίνονται όλο και μεγαλύτεροι, ενώ άλλοι πεθαίνουν. «Περιμένω ότι θα παγιωθεί», είπε. Γνωρίζει επίσης ότι το Facebook εργάζεται για να περιορίσει την ατελείωτη ροή clickbait και να τον βγάλει από την επιχείρηση. Για τον ίδιο, αυτό είναι απλώς ένας ακόμη επαγγελματικός κίνδυνος. Τόσο ο εντοπισμός όσο και η δημοσίευση του περιεχομένου εξακολουθούν να είναι κατά κύριο λόγο μια χειροκίνητη διαδικασία. Αν οι φορείς γίνουν μεγαλύτεροι και με καλύτερους πόρους, οι δύο διαδικασίες θα γίνουν πιθανότατα πιο αυτοματοποιημένες και με βάση τα δεδομένα. Τεχνολογίες έχουν αναπτυχθεί για νόμιμα δημοσιογραφικά μέσα (όπως το BBC Trending ή το Buzzfeed) για τον γρήγορο εντοπισμό ιστοριών που είναι ευρέως μοιρασμένες ή ακόμη και εκείνες (μέσω μετρήσεων όπως η «viral uplift») που είναι πιθανό να κοινοποιηθούν ευρέως στο μέλλον. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πώς οι επιχειρήσεις όπως του Μπουρίμ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις τεχνολογίες, για να επιδιώξουν πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους στην εξεύρεση και αναδημοσίευση των πιο διαμοιραζόμενων ιογενών περιεχομένων.
Συμπεράσματα και αντίμετρα
Ο Μπουρίμ είναι από πολλές απόψεις η νέμεση της καλής δημοσιογραφίας. Γι αυτόν το περιεχόμενο είναι άσχετο, η προέλευση ασήμαντη, η ιστορία ανακυκλωμένη και την αλήθεια δεν αξίζει καν να την σκεφτεί κανείς. Αλλά είναι επίσης μόνο το προϊόν πολύ γενικότερων δυνάμεων, που έχουν σαρώσει την κυρίαρχη δημοσιογραφία. Φυσικά η τηλεόραση εξακολουθεί να είναι η κύρια πηγή ειδήσεων για τους άνω των 55 ετών και οι περισσότεροι χρησιμοποιούν ένα μείγμα διαφορετικών πηγών για να κατανοήσουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Ωστόσο, το Διαδίκτυο είναι πλέον η κύρια πηγή νέων για τους ανθρώπους από οποιοδήποτε άλλο μέσο, για όσους το χρησιμοποιούν για να βρουν τις ειδήσεις τους, οι περισσότεροι έχουν έμμεση πρόσβαση σε αυτές. Χρησιμοποιούν μια πύλη, από τις μηχανές αναζήτησης και τους συσσωρευτές, μέχρι τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης και τους ψηφιακούς βοηθούς με φωνητικό έλεγχο. Αυτά τα χρονοδιαγράμματα είναι συχνά αλγοριθμικά επιμελημένα και αυτοί οι αλγόριθμοι προσπαθούν να σερβίρουν υπολογισμένο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, που ο αναγνώστης θα ήταν πιο πιθανό να ασχοληθεί. Πάνω από όλα, η άνοδος της προγραμματισμένης διαφήμισης σημαίνει ότι τα κλικ είναι ο τρόπος με τον οποίο κερδίζονται τα έσοδα. Ρίχνονται δίπλα-δίπλα σε μια ροή, ιεραρχημένα με βάση τη δέσμευση και τα κλικ, ο κίνδυνος και το κόστος της καλής δημοσιογραφίας αποσυνδέεται από το κέρδος και φυσικά από την ανταμοιβή της πραγματικής δουλειάς. Στη Δύση, η κακής ποιότητας διαδικτυακή πληροφόρηση θεωρείται ως κάτι που δηλητηριάζει τον πολιτικό διάλογο και υπονομεύει την καλή δημοσιογραφία. Ωστόσο, η συνάντηση με τον Μπουρίμ φώτισε και μια άλλη πλευρά της διαδικτυακής παραπληροφόρησης, καθώς ο διερμηνέας προέβη σε αποκαλύψεις: «Η προφορά του είναι από αγροτική, εργατική τάξη».
Αυτό που κάνει ο Μπουρίμ μπορεί να είναι επιζήμιο, ακόμη και επικίνδυνο για τη δημόσια ζωή αλλά για τον ίδιο, είναι επίσης μια ευκαιρία για κοινωνική κινητικότητα. Είναι μια διέξοδος από την αγροτική φτώχεια, η καλύτερη προοπτική σε έναν τόπο όπου υπάρχουν πάρα πολύ λίγοι. Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική παραπληροφόρηση, πρόκειται επίσης για ένα κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Τόσο οι τεχνολογικές εταιρείες, όσο και οι κυβερνήσεις, θα πρέπει να εξετάσουν τρόπους αξιοποίησης και να επαναχρησιμοποιήσουν το επιχειρηματικό πνεύμα και τη νοημοσύνη ανθρώπων όπως ο Μπουρίμ σε πιο κοινωνικά ωφέλιμες και φιλοκοινωνικές δραστηριότητες.
Νοημοσύνη σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο
Έχει γίνει κοινοτυπία να λέμε ότι ο κόσμος σήμερα αλλάζει με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Αναλυτές, σχολιαστές, ερευνητές και πολίτες από όλα τα υπόβαθρα (εντός και εκτός κυβέρνησης) μπορούν κάλλιστα να αναγνωρίζουν την αξία αυτού του κλισέ, αλλά οι περισσότεροι μόλις τώρα αρχίζουν να εκτιμούν τις πολύ απτές συνέπειες αυτού που κατά τα άλλα παραμένει μια αφηρημένη δήλωση. Το παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας, το οποίο αναφέρεται στις διάφορες απειλές στη γεωπολιτική, περιφερειακή και εθνική σταθερότητα και ευημερία, έχει αλλάξει βαθύτατα μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που σηματοδότησε το τέλος ενός διπολικού κόσμου, ο οποίος οργανώθηκε γύρω από τις φιλοδοξίες και τις στρατιωτικές εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της πρώην ΕΣΣΔ. Γρήγορα διαλύοντας την δελεαστική θεωρία του «τέλους της ιστορίας» της δεκαετίας του ‘90, το 2001 οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ, καθώς και τα επακόλουθα γεγονότα συναφούς χαρακτήρα σε διάφορες χώρες, επηρέασαν έκτοτε περαιτέρω την αντίληψή μας για την ασφάλεια. Η παγκοσμιοποίηση, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και η συναφής πολυπλοκότητα των πληροφοριών και των επικοινωνιών έχουν επηρεάσει το έργο και τη φύση των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφοριών. Εκτός από τις παραδοσιακές συγκρούσεις μεταξύ κρατών, υπάρχει πλέον και ευρύ φάσμα προκλήσεων ασφαλείας που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, εμπλέκουν μη κρατικούς δρώντες και μερικές φορές ακόμη και μη ανθρώπινους παράγοντες. Αυτές κυμαίνονται από την τρομοκρατία, τα παράνομα δίκτυα και τις παγκόσμιες ασθένειες μέχρι την ενεργειακή ασφάλεια, τον διεθνή ανταγωνισμό για τους πόρους και τις συνέπειες της επιδείνωσης του φυσικού περιβάλλοντος σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα στοιχεία της εθνικής και παγκόσμιας ασφάλειας έχουν επομένως αυξηθεί πιο πολύπλοκα και είναι όλο και περισσότερο αλληλοεξαρτώμενα.
Τι κάνουμε
Για να κατανοήσουμε αυτά τα τρέχοντα και αναδυόμενα ζητήματα, το CSIS εγκαινίασε, τον Σεπτέμβριο του 2008, το πρόγραμμα ακαδημαϊκής προβολής του. Αντλώντας τακτικά γνώσεις από εμπειρογνώμονες και αναλαμβάνοντας διεπιστημονική, συνεργατική προσέγγιση, η Υπηρεσία διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην προώθηση της κατανόησης του πλαισίου της ασφάλειας θεμάτων προς όφελος των δικών της εμπειρογνωμόνων, καθώς και των ερευνητών και των ειδικών που προσλαμβάνουμε. Οι δραστηριότητές μας έχουν ως στόχο να ρίξουν φως στα τρέχοντα θέματα ασφάλειας, να αναπτύξουμε μια μακροπρόθεσμη άποψη για τις διάφορες τάσεις ασφάλειας και τα προβλήματα, να αμφισβητήσουμε τις δικές μας υποθέσεις και πολιτισμικές προκαταλήψεις, καθώς και να οξύνουμε τις ερευνητικές και αναλυτικές μας ικανότητες.
Για να το επιτύχουμε αυτό, στοχεύουμε…
Να αξιοποιήσουμε δίκτυα εμπειρογνωμόνων από διάφορους κλάδους και τομείς, όπως η κυβέρνηση, οι δεξαμενές σκέψης, τα ερευνητικά ινστιτούτα, τα πανεπιστήμια, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) στον Καναδά και στο εξωτερικό. Όπου αυτά τα δίκτυα δεν υπάρχουν, μπορούμε να τα δημιουργήσουμε σε συνεργασία με διάφορους οργανισμούς. Μπορούμε επίσης να ενθαρρύνουμε τη μελέτη θεμάτων που σχετίζονται με την καναδική ασφάλεια και τον μηχανισμό πληροφοριών της χώρας, συμβάλλοντας παράλληλα σε μια τεκμηριωμένη δημόσια συζήτηση σχετικά με την ιστορία, τη λειτουργία και το μέλλον των πληροφοριών στον Καναδά. Το πρόγραμμα ακαδημαϊκής προβολής της Υπηρεσίας καταφεύγει σε μια σειρά από «οχήματα». Υποστηρίζει, σχεδιάζει, προγραμματίζει ή φιλοξενεί διάφορες δραστηριότητες, περιλαμβανομένων συνεδρίων, σεμιναρίων, παρουσιάσεων και στρογγυλών τραπεζιών. Συμβάλλει επίσης ενεργά στην ανάπτυξη της Global Futures Forum, ενός πολυεθνικού φόρουμ ασφάλειας και πληροφοριών, το οποίο υποστηρίζει από το 2005.
Αν και το πρόγραμμα ακαδημαϊκής προβολής δεν παίρνει θέσεις για συγκεκριμένα θέματα, τα αποτελέσματα ορισμένων δραστηριοτήτων του δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο του CSIS (http://www.csis-scrs.gc.ca). Με τη δημοσιοποίηση των ιδεών που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του, το πρόγραμμα επιδιώκει να τονώσει τη συζήτηση και να ενθαρρύνει τη ροή απόψεων και των προοπτικών μεταξύ της Υπηρεσίας, των οργανισμών και των μεμονωμένων στοχαστών.