Οι κινήσεις της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, αν και πολύ επικίνδυνες, δικαίωσαν εν μέρει τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σε μια εποχή που το καθεστώς του αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στο εσωτερικό του, οι μεσογειακές του περιπέτειες ήταν καλές για την Τουρκία σε περιφερειακό επίπεδο. Οι άλλες δυνάμεις θα πρέπει να εξετάσουν πώς να ανταποκριθούν στις κινήσεις της Τουρκίας. Η χλιαρή υποστήριξη της Ουάσιγκτον για την τριμερή εταιρική σχέση του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας, για παράδειγμα, δεν έχει ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες αυτών των χωρών, οι οποίες εξακολουθούν να λειτουργούν ως πυλώνας σταθερότητας στη λεκάνη.
Η «αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο» είναι μια συνηθισμένη φράση, και όχι αναίτια. Παράλληλα με τους εμφύλιους πολέμους στη Συρία και τη Λιβύη, το παιχνίδι ισχύος μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση και την ιρανική επιθετικότητα, το τουρκικό καθεστώς εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να αναλάβει έναν νέο δυναμικό ρόλο. Η στρατιωτική συμμετοχή της Άγκυρας στη Συρία και τη Λιβύη είναι μόνο μία από τις πολλές πρωτοβουλίες. Άλλες περιλαμβάνουν την πρόσφατα υπογεγραμμένη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με την Αλβανία, επιχειρήσεις γεώτρησης στα κυπριακά ύδατα και ανακοινώσεις ότι η Τουρκία σκοπεύει να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις και στα ελληνικά ύδατα. (Τούτων λεχθέντων, η ερευνητική δραστηριότητα του σκάφους Oruç Reis της Τουρκίας έχει/είχε τεθεί σε αναστολή ως μέρος της «εποικοδομητικής» προσέγγισης της Άγκυρας στις διαπραγματεύσεις με την Αθήνα – διαπραγματεύσεις που έχουν ακόμη ασαφή ατζέντα).
Η Τουρκία βασίζεται στις καλές σχέσεις με την Ιταλία και ενισχύει τους στρατιωτικούς δεσμούς με τη Μάλτα, πιθανώς για να υποστηρίξει τις δραστηριότητές της στη Λιβύη. Ταυτόχρονα, η Τουρκία έχει σοβαρές διαφωνίες με τη «Μετά- Αδελφότητας» Αίγυπτο του Προέδρου Σίσι σε διάφορα μέτωπα. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, διερευνά εάν είναι δυνατή η συνεργασία με την Τουρκία, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αυτή η συνεργασία αναφέρεται κυρίως στο κοινό συμφέρον των δύο χωρών να αποτρέψουν το επιχειρείν της Χεζμπολάχ στη Συρία. Ωστόσο, τα πρόσφατα σχόλια του Προέδρου Ερντογάν ότι σκοπεύει να «απελευθερώσει» το τζαμί al-Aqsa αφού μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί περιπλέκει την κατάσταση, όπως και οι αντιρρήσεις του σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της ισραηλινής κυριαρχίας σε τμήματα της Δυτικής Όχθης. Όπως το δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα Jerusalem Post, «η Τουρκία γίνεται όλο και περισσότερο απειλή για το Ισραήλ».
Οι ΗΠΑ είναι η μόνη υπερδύναμη στον κόσμο και θέλουν σταθερότητα στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο η σημερινή διοίκηση ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αντικατοπτρίζει την έλλειψη διάθεσης για δέσμευση στην περιοχή (με εξαίρεση τη συνεχιζόμενη συμβολή της στην ασφάλεια του Ισραήλ). Η Ουάσιγκτον ήταν πολύ διστακτική, για παράδειγμα, να υποστηρίξει ενεργά την τριμερή συνεργασία του Ισραήλ, της Ελλάδας και της Κύπρου παρά τον αρχικό ενθουσιασμό της και τη συμμετοχή του Υπουργού Εξωτερικών Mike Pompeo στη σύνοδο κορυφής της Ιερουσαλήμ τον Μάρτιο του 2019, μαζί με τους πρωθυπουργούς Νετανιάχου και Τσίπρα και τον Πρόεδρο Αναστασιάδη.
Η πτώση των τιμών στα ενεργειακά λόγω του COVID-19 και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθιστούν σχεδόν αδύνατη την υλοποίηση του έργου του αγωγού EastMed. Η Τουρκία είναι ο ξεκάθαρος νικητής αυτής της εξέλιξης, ακόμη κι αν ούτε ο προτεινόμενος τουρκο-ισραηλινός αγωγός δεν κατασκευαστεί σύντομα.
Η προοπτική είναι ζοφερή. Ένα στρατιωτικό συμβάν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα μπορούσε να συμβεί στο Αιγαίο, με τις ΗΠΑ να διατηρούν την απόστασή τους. Και είναι δυνατή η σύγκρουση μεταξύ της Άγκυρας και του Καΐρου στη Λιβύη. Η εικόνα του ΝΑΤΟ έχει πληγεί. Σε μια περίοδο που η Συμμαχία λαμβάνει μέτρα για να ενισχύσει την παρουσία της στο λεγόμενο «Νότο», ο αντιφατικός ρόλος της στη Λιβύη το 2011, μαζί με τις ελληνοτουρκικές εντάσεις και τις τουρκο-γαλλικές αψιμαχίες, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψιν.
Πριν από λίγο καιρό, για παράδειγμα, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών επέκρινε τη Γαλλία για το ότι δεν ήταν αμερόληπτη. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν έστειλε στη συνέχεια ένα μήνυμα στο Facebook στα ελληνικά, αποκαλύπτοντας τουρκικές τακτικές στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Ερντογάν έχει αναλάβει σοβαρούς γεωπολιτικούς κινδύνους σε μια εποχή που αντιμετωπίζει την εσωτερική οικονομική αναταραχή και την εμφάνιση φιλόδοξων πολιτικών αντιπάλων. Οι πρακτικές του υπόκεινται όλο και περισσότερο σε διεθνή κριτική. Ωστόσο, οι ενέργειές του στην Ανατολική Μεσόγειο δικαιώνονται σε κάποιο βαθμό, επειδή έχουν φέρει αποτελέσματα. Το Μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης για τις θαλάσσιες ζώνες, για παράδειγμα, παραμένει σε ισχύ, αν και θεωρείται παράνομο από ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ.
Η Άγκυρα συνεχίζει να αψηφά την αμερικανική πίεση σε διάφορα θέματα. Ο Ερντογάν, στην πραγματικότητα, ανέκρουσε πρύμναν μόνο μία φορά: Το καλοκαίρι του 2016, όταν ζήτησε συγγνώμη από τον Πούτιν για την πτώση ενός ρωσικού πολεμικού αεροπλάνου από την Τουρκία. Ο Ερντογάν έκανε αυτό το βήμα για να αναζωογονήσει τις σχέσεις Ρωσίας-Τουρκίας και να σταματήσει την οικονομική αιμορραγία της χώρας του.
Η Άγκυρα κατανοεί τις προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον και την αλλαγή της επικέντρωσής της στην Ασία. Αξιοποιεί τον μετασχηματισμό της στρατιωτικής του βιομηχανίας, καθώς φαίνεται δυτικά και ανατολικά, με την ελπίδα να επωφεληθεί από την άνοδο άλλων δυνάμεων – ιδιαίτερα της Ρωσίας και της Κίνας – και περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν. Ακόμα και αν οι τρέχουσες πολιτικές της Τουρκίας συνδέονται με ένα και μοναδικό άτομο, είναι αμφίβολο εάν μια πολιτική αλλαγή στην Τουρκία θα οδηγούσε σε ριζικές αλλαγές στον προσανατολισμό της χώρας. Η Δύση θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτήν την πραγματικότητα αντί να στηριχτεί στον ευσεβή πόθο για μια μετα-Ερντογανική εποχή. Η Τουρκία πιστεύει ότι η περιφερειακή της ενδυνάμωση – παρά το πολιτικό και οικονομικό κόστος – της δίνει περισσότερο χώρο για διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της. (Η προσωπική χημεία μεταξύ των Προέδρων Τραμπ και του Ερντογάν, αν και σχετική, συχνά υπερεκτιμάται).
Η Άγκυρα έδειξε σαφή σημάδια για τις προθέσεις της κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα, η οποία της επέτρεψε να ενεργήσει ανενόχλητα, για παράδειγμα στη Συρία. Ορισμένα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν σε επίπεδο ΕΕ, αλλά οι Βρυξέλλες δίνουν προτεραιότητα σε οικονομικά θέματα έναντι των υπολογισμών ασφάλειας. Σε μια πρόσφατη ανάλυση, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu πρότεινε την κατασκευή ενός «περιεκτικού πλαισίου» συνεργασίας ΕΕ-Τουρκίας και στη διαδικασία καταδίκασε τη Γαλλία και επεσήμανε τους ισχυρισμούς της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο ως «μαξιμαλιστικούς» και «μονομερείς». Τα μέλη του EastMed Gas Forum – Ισραήλ, Ελλάδα, Κύπρος, Ιορδανία, Αίγυπτος, Ιταλία και η Παλαιστινιακή Αρχή – έχουν χάσει τη δυναμική τους λόγω του COVID-19, αλλά πρέπει να αναπτύξουν μια σαφή ατζέντα. Η περαιτέρω καθυστέρηση θα υπονομεύσει τη φιλόδοξη πρωτοβουλία τους και θα δώσει στην Άγκυρα περισσότερο χρόνο για δράση. Η αντιπάθεια απέναντι στις τουρκικές δράσεις στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μια κατανοητή αντίδραση, αλλά δεν συνιστά πολιτική
(jaj update: η ανάλυση δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουλίου 2020. Σήμερα 10 Αυγούστου 2020: “Προς την ελληνική υφαλοκρηπίδα πλέει ήδη το «Ορούτς Ρέις», συνοδεία πλοίων του τουρκικού στόλου, μετά τη νέα NAVTEX που εκδόθηκε λίγο μετά τις 7:00 από τον σταθμό της υδρογραφικής υπηρεσίας της Αττάλειας για έρευνες σε περιοχή νοτίως του Καστελλόριζου.Τα τελευταία δύο 24ωρα το «Ορούτς Ρέις» και τα συνοδευτικά του είχαν σβήσει τους πομπούς τους ώστε να μην είναι ανιχνεύσιμα από την υπηρεσία marine traffic που καταγράφει την πορεία των πλοίων”).
Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι ερευνητικός συνεργάτης της BESA και Λέκτορας στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Νίκαιας και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.