Εάν δεν είναι απλώς ένα νομικό δικαίωμα να είσαι ελεύθερος αλλά και μία υποχρέωση υπαρξιακή, πώς αυτή η υποχρέωση συνδέεται με τον αναρχισμό και κυρίως πώς αναλύεται σύμφωνα με το κοινωνιολογικό-θρησκευτικό πρότυπο που ανέπτυξε ο Μαξ Βέμπερ αρχές του 20ού αιώνα και φαίνεται να έχει μία ενδιαφέρουσα εφαρμογή στα «καθ’ ημάς»; Με αυτή την εσωτερική δυναμική, τη θέληση, που υποστηρίζει ή δεν υποστηρίζει την κοινωνική δράση, και βασίζεται στο δίπολο «ενδοκόσμιος-εξωκόσμιος»,  ασχολούνται στο βιβλίο τους «Το Βέβηλο και το Ιερό στον Αναρχισμό. Μία πολιτισμική ανάλυση του ελληνικού αναρχισμού» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Προπομπός), οι Μανούσος Μαραγκουδάκης και Παναγιώτης Πασχαλίδης. Συζητήσαμε με τον πρώτο για τα ζητήματα που θίγονται στο βιβλίο και όχι μόνο.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά σας στην εισαγωγή, η ανάλυση των αναρχικών κειμένων, έγινε «με βάση το πρότυπο που ανέπτυξε ο Μαξ Βέμπερ, 100 χρόνια πριν, τοποθετώντας τις θρησκείες σε έναν πίνακα που οριζόταν από το δίπολο “ενδοκοσμικός – εξωκοσμικός” και “ασκητικός – μυστικιστικός” και έχοντας κάνει την παραδοχή ότι οι αξιακές ή μεγάλες θρησκείες έχουν καθοριστική επίπτωση στην οικονομική δράση και ανάπτυξη του καπιταλισμού». Πώς το παραπάνω εργαλειακό σχήμα σχετίζεται με το ιερό και το βέβηλο στον αναρχισμό;
Ξεκινήσαμε με δύο βεμπεριανές παραδοχές. Πρώτον, ότι η δράση εντός του κόσμου δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται από το εάν το άτομο θεωρεί ότι ο κόσμος έχει αξία ή όχι, και από το εάν θεωρεί ότι η δράση του ατόμου εντός αυτού του κόσμου έχει νόημα ή όχι. Και δεύτερον, ότι η δράση των επαναστατικών-ανατρεπτικών πολιτικών κινημάτων, όπως ο αναρχισμός, είναι «σωτηριολογική», ότι βασικός στόχος τους είναι ο εξαγνισμός των μελών τους, και επιπροσθέτως, σε περίπτωση που πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι σημαντικός, θέτουν ως στόχο τους και τον εξαγνισμό του κόσμου. Χωρίς να λάβουμε υπόψη μας αυτές τις δύο παραδοχές, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον αναρχισμό. Αναλύσαμε λοιπόν εκατοντάδες αναρχικά κείμενα αναρτημένα σε σχετικούς ιστοτόπους, και εξετάσαμε τα πρότυπα δράσης και οργάνωσης που ανακύπτουν βάσει των «υπαρξιακών» και «κοσμολογικών» πεποιθήσεών τους.

Είναι πράγματι εκπληκτικό να «ανακαλύπτεις» ότι ακόμη και πλήρως εκκοσμικευμένα κινήματα, όπως ο αναρχισμός, ταιριάζουν απόλυτα με τους τέσσερις θρησκευτικού τύπου προσανατολισμούς, εντός των οποίων μπορεί να τοποθετηθεί, δυνητικά, κάθε είδους κοινωνική δράση. Φανερώνει ότι αυτό που εντόπισε ο Βέμπερ να ισχύει στον κόσμο των μεγάλων θρησκειών ισχύει ακόμη και σήμερα. Και ισχύει επειδή οι συγκροτημένες πεποιθήσεις που διαμορφώνει και κοινωνεί ο άνθρωπος είναι θρησκευτικού τύπου, στον βαθμό που βασίζονται στην αντίστιξη ιερό-βέβηλο. Καθώς είναι ριζοσπαστική, η αναρχική συλλογική δράση, προτάσσει ιδιαίτερα καθαρά το βέβηλο στοιχείο του κόσμου, τον κόσμο δηλαδή ως ξεπεσμένο ηθικά. Ομως αυτή η βασική ανάγνωση του κόσμου δεν δηλώνει αυτόματα και αναρχική δράση. Ο αναρχικός θα δράσει, και μάλιστα θα δράσει με ιδιαίτερο τρόπο και χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα μέσα, μόνον αφού διαμορφώσει άποψη για τον ίδιο τον εαυτό του και την αξία του. Ετσι έχουμε τις παρακάτω εκδοχές:

α. Ο κόσμος έχει αξία, μπορεί να σωθεί, και η δράση μου μέσα σ’ αυτόν έχει επίσης αξία και μπορεί να μετατρέψει τον βέβηλο κόσμο σε ιερό, οπότε και προσπαθώ να χτίσω με μεθοδικό τρόπο τον κόσμο που ονειρεύομαι. Ετσι θα ονομάζαμε τον Αναρχοσυνδικαλισμό, και ήταν σε ακμή στα τέλη του ’70, αρχές ’80. Η Ροσινάντε αποτελεί μία οργάνωση αυτού του είδους.

β. Ο κόσμος αυτός είναι καταδικασμένος, δεν σώζεται, αλλά το όραμά μου έχει αξία, και το βιώνω μεθοδικά εντός του βέβηλου κόσμου, συμμετέχοντας στην ομάδα μου, μαζί με τους συντρόφους μου. Αυτό είναι το πρότυπο που ακολουθούν η Φάμπρικα, η Υφανέτ, και τα αμεσοδημοκρατικά «στέκια» και «αυτοδιαχειριζόμενοι» χώροι.

«Δίνω το παράδειγμα, και ελπίζω ότι και άλλοι θα με ακολουθήσουν». Ενα είδος υπαρξιακής παρηγοριάς.

γ. Ενας αρκετά διαδεδομένος τρόπος είναι ο «συστημικός τρόπος». Ο αναρχικός που ενώ ζει μια «κανονική» ζωή, συνδέεται με τον ευρύτερο αριστερό χώρο, διατηρεί τις πεποιθήσεις του και προσπαθεί μέσα από ιδιαίτερες στιγμές της ζωής του να δείξει την αντίθεσή του στο σύστημα. Ζει την καθημερινότητά του, αλλά έχει ισχυρές πεποιθήσεις που τις επιδείχνει στη συμμετοχή του σε «πρωτοβουλίες», συμμετοχή σε πορείες, την υποστήριξή του σε «αντισυστημικά» κόμματα, κ.λπ. Ο Ρουβίκωνας, ο Επαναστατικός Αγώνας, είναι οργανώσεις αυτού του τύπου.

δ. Ο αναρχομηδενισμός. Δεν πιστεύει ότι η δράση του μπορεί να κάνει κάποια διαφορά. Το βέβηλο σύστημα είναι εξαιρετικά ισχυρό, και οι πολλοί που το υποστηρίζουν είναι «ανθρωπάκια» καταδικασμένα να βιώνουν την εξουσία στο πετσί τους. Ο ίδιος θέλει να δείξει ότι απεχθάνεται τον κόσμο. Ετσι η ζωή γίνεται μία αυτάρεσκη σύγκρουση-αντίδραση απέναντι στο σύστημα. Πράττει αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις. Οι Πυρήνες της Φωτιάς, το Αναρχικό Στέκι Ναδίρ ανήκουν σε αυτόν τον προσανατολισμό. Είναι ενδιαφέρον ότι παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια να λαμβάνει χώρα μία έντονη μετακίνηση του ελληνικού αναρχισμού σε αυτόν τον προσανατολισμό.

Θεωρώντας τον αριθμό των αναρχικών πολύ μικρό σε τι συνίσταται το ενδιαφέρον ενός τέτοιου βιβλίου; Μήπως βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν τον ψυχισμό;
Ο αριθμός των «καθαρών» αναρχικών είναι γύρω στις 10.000 σε όλη στην Ελλάδα. Ομως δεν είναι απομονωμένοι ούτε οργανωτικά, ούτε ιδεολογικά. Αντίθετα, επικοινωνούν και επηρεάζουν έντονα το κοινωνικό τους περιβάλλον και τη δημόσια σφαίρα.

Ο αναρχισμός είναι ένα διεθνές φαινόμενο και οι αναρχικοί επικοινωνούν μεταξύ τους οριζοντίως εντός και εκτός των συνόρων – αν και οι διαφορές και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους είναι σημαντικές. Φαίνεται καθαρά στην έρευνα ότι ο ελληνικός αναρχισμός είναι παράρτημα ενός διεθνούς αντισυστημικού αριστερού κινήματος. Φυσικά επηρεάζεται από τα πολιτισμικά πρότυπα της χώρας στην οποία ανήκει. Είναι πολύ έντονη η σχέση στον τρόπο που βλέπει σήμερα ένας αναρχικός τον βέβηλο κόσμο και ένας χριστιανός ορθόδοξος ασκητής ή ησυχαστής πριν από 300 ακόμα και 200 χρόνια.

Είναι πολύ εύκολο για έναν Ελληνα, οποιασδήποτε ιδεολογίας, να δει τον κόσμο ως ένα βέβηλο χώρο, μέσα στον οποίο δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Εξ ου και η δημοφιλία των αναρχικών ιδεολογιών στην Ελλάδα.

Γιατί;
Γιατι η ελληνική θρησκευτικότητα είναι εξωκοσμική. Η σωτηρία δεν προέρχεται από και με τη δράση εντός κόσμου. Πρέπει απλώς να φαίνεται εντός του κόσμου η αντοχή στους πειρασμούς, ότι «είμαι προσανατολισμένος προς τον υπέρκοσμο και περιμένω την ώρα για να δικαιωθώ. Και μάλιστα αν υποφέρω σε αυτόν τον κόσμο θα πάρω εύσημα».

 Αλλά παρ’ όλα αυτά ζούμε, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ναι, αλλά δεν δίνουμε ένα βαθύτερο νόημα στη δράση μας εντός του κόσμου. Το κάνουμε μιμητικά. Θέλουμε να αφήσουμε κάτι πίσω μας, κυρίως για τα παιδιά μας, για να έχουν μία καλύτερη ζωή. Αλλά μια περιδιάβαση στα ημερολόγια των Ελλήνων δωρητών του 19ου αιώνα ή μια ανάλυση των πολιτισμικών προτύπων των Ελλήνων σήμερα, δείχνει ότι δεν υπάρχει κάποιο έντονο όραμα το οποίο να περιέχει την προσωπική σωτηρία, ότι εγώ θα σωθώ σαν ύπαρξη, θα βρω μία δικαίωση στη ζωή μου αλλάζοντας αυτόν τον κόσμο προς το καλύτερο. Ο,τι κάνω το κάνω για να περάσω καλά εγώ και τα παιδιά μου, μέσα σε ένα ωφελιμιστικό πλαίσιο. Το «μαζί σου θα τα πάρεις;», ή ότι «αυτός που υποφέρει πάνω στη Γη δικαιώνεται στο τέλος» είναι εξαιρετικά έντονο.

Μανούσος Μαραγκουδάκης

Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Είναι συνεργάτης του Κέντρου Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Yale, του Δικτύου Πολιτισμικής Ανάλυσης και Οικονομικής Ηθικής του Πανεπιστημίου του Cork, και διευθυντής του διεθνούς Θερινού Σχολείου Cultural Trauma με έδρα τη Λέσβο.

πηγή

πηγή κεντρικής φωτογραφίας