«Ενα μάθημα Λευκορωσικών (A lesson of Belarusian)” είναι ο τίτλος ενός ντοκυμαντέρ μέρος του οποίου μπορείτε να δείτε στο youtube. Εργο του Πολωνού σκηνοθέτη Miroslaw Dembinski, δημιουργήθηκε το 2006 και κυκλοφόρησε το 2008. Πρωταγωνιστές είναι μια ομάδα μαθητών και αφηγητής ένας εξ αυτών, ο Φρανάκ Βιακόρκα (Franak Viacorka). Το 2006 ήταν δεκαέξι χρονών. Είχαν περάσει όλη τους τη ζωή υπό το καθεστώς Λουκασένκο. Οπως λέει και ένα ανέκδοτο που εδώ και χρόνια κυκλοφορεί στη χώρα, τέσσερα πράγματα δεν μπορούν να διαλέξουν οι άνθρωποι: τους γονείς  τους, το έθνος τους, την εμφάνιση και τον Πρόεδρο της Λευκορωσίας. Ή, όπως απαντά ένας ηλικιωμένος Λευκορώσος στην ερώτηση “θέλετε να πάρει κάποιος άλλος τη θέση του Λουκασένκο;” που περιλαμβάνεται σε ένα ερασιτεχνικό και αγωνιώδες γκάλοπ των παιδιών στο δρόμο: “Ο,τι συμβαίνει στη χώρα μας, θα είναι πάντοτε επιθυμία του. Ο,τι και να θέλω εγώ, είτε ψηφίσω υπέρ είτε κατά, αυτός θα συνεχίσει να κερδίζει”.

Δεν ήθελαν αυτό να συνεχιστεί μέχρι να πεθάνουν. Ωστόσο, τριάντα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και 27 χρόνια μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Λουκασένκο, οι τότε μαθητές είναι ενήλικοι που συνεχίζουν να ζητούν τις ίδιες αλλαγές ενώ άλλες γενιές μαθητών παίρνουν τη θέση τους έχοντας τον ίδιο στόχο εκδημοκρατισμού της χώρας τους. Υφίστανται, βεβαίως, την ίδια περιστολή δικαιωμάτων, τις φυλακίσεις και την αδιανόητη για μια ευρωπαϊκή χώρα –ναι, είναι ευρωπαϊκή- κρατική δύναμη καταστολής.

Στο ντοκυμαντέρ, ως πρώτη και βασική «επαναστατική» πράξη των παιδιών και φυσικά των γονέων τους, καταγράφεται η φοίτηση σε ένα Λύκειο στο οποίο μιλούν και διδάσκονται τη Λευκορωσική γλώσσα. Τη μητρική γλώσσα που, όπως και τη σημαία που είχε η Λευκορωσία πριν γίνει Σοβιετική Δημοκρατία, απαγόρευσε ο Λουκασένκο για να καταστήσει ως επίσημη τη Ρωσική μετά από ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα που του έδινε την έγκριση από το 83% περίπου του πληθυσμού.

Αυτά ήρθαν μαζί με την υιοθέτηση ελαφρώς τροποποιημένων σοβιετικών εθνικών συμβόλων, τα subbotniks (τη σοβιετική παράδοση της μη αμειβόμενης εθελοντικής εργασίας τα Σάββατα), τον λατρευτικό εορτασμό της σοβιετικής νίκης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Λευκορωσική Δημοκρατική Ένωση Νεολαίας (μια ανανεωμένη εκδοχή του κινήματος νεολαίας της κομμουνιστικής εποχής), τον εορτασμό της επετείου της επανάστασης των Μπολσεβίκων και άλλες “πρακτικές” της σοβιετικής εποχής. Οπως αυτή της σύλληψης του Ρομάν Προτάσεβιτς, της βγαλμένης από κατασκοπική ταινία Ψυχρού Πολέμου πλην, φεύ, αληθινής.


Το Λευκορωσικό Λύκειο Ανθρωπιστικών Σπουδών όπως είναι η επίσημη ονομασία του, ιδρύθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1991 από κορυφαίους Λευκορώσους διανοούμενους, όπως ο πρόεδρος της Εταιρείας Λευκορωσικής Γλώσσας Aleh Trusaŭ, ο γλωσσολόγος Vincuk Viačorka (πατέρας του Franak), ο διάσημος Λευκορώσος ιστορικός, καθηγητής Michaś Tkačoŭ, ο ιστορικός τέχνης Viačasłaŭ Rakicki, ο δάσκαλος και σκηνοθέτης Uładzimier Kołas, ο οποίος διετέλεσε επί μακρόν διευθυντής του σχολείου και εμφανίζεται και στο ντοκυμαντέρ. Ο Kolas, απομακρύνθηκε το 2003 και αντικαταστάθηκε από έναν ρωσόφωνο διευθυντή, γεγονός που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες μαθητών και εκπαιδευτικών, οι οποίες οδήγησαν στο κλείσιμο του σχολείου με διάταγμα του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο ο οποίος το είχε ήδη καταδικάσει ως “φωλιά της αντιπολίτευσης”.

Το Λύκειο, που επέτρεπε συζητήσεις  και αναφορές σε ανατρεπτικές έννοιες όπως η δημοκρατία, βγήκε στην παρανομία και στο ντοκυμαντέρ βλέπουμε εικόνες “κρυφού σχολειού”: τα μαθήματα γίνονται σε ρημαγμένα δωμάτια με ξεφτισμένους τοίχους, έξω ή όπου μπορούν να βρεθούν όλοι μαζί.

Σε ένα ρεπορτάζ των TIMES (9 Σεπτεμβρίου 2003) υπό τον τίτλο “Η νεολαία διατηρεί ζωντανή τη σπίθα της εξέγερσης στον τελευταίο δικτάτορα της Ευρώπης”, διαβάζουμε πώς οι Λευκορώσοι αντιφρονούντες απελπίζονται από τα καμώματα του εμμονικού προέδρου Λουκασένκο αφού “έγιναν πρόσφατα μάρτυρες της αλλόκοτης σκηνής των Λευκορώσων δημοτικών υπαλλήλων που έβαζαν μπρος τις μηχανές του γκαζόν για να πνίξουν τα μαθήματα σε ένα σχολείο που αναγκάστηκε να κάνει μαθήματα έξω, ενώ πράκτορες κινηματογραφούσαν μαθητές, καθηγητές και πλήθος συμπαθούντων. Όλο και περισσότερο, η νεολαία της Λευκορωσίας ηγείται της αντιπολίτευσης. Μένει να δούμε αν οι νεαροί αντιφρονούντες αποτελούν μεγάλη απειλή για έναν πρόεδρο του οποίου η μηχανή ασφαλείας είναι μεγαλύτερη από τον στρατό και ο οποίος διαθέτει έναν αστυνομικό για κάθε δέκα πολίτες. Αλλά η απελπισία τους είναι απολύτως κατανοητή”. Μπορεί και να αποτελούν. Ο Φρανάκ Βιακόρκα (Franak Viacorka), είναι σημερινός σύμβουλος της αρχηγού της αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία, Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια.

 Οι δημοσιογράφοι ή Απελπισία

Παρακολουθούμε μια σκηνή όπου ο υποψήφιος της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στις προεδρικές εκλογές του 2006, ο Μαλίνκιεβιτς, ρωτάει τον Φράνακ εάν κατάφερε να δει τον πατέρα του που είναι στη φυλακή για να λάβει αρνητική απάντηση και να συμπαρασταθεί στον νεαρό λέγοντάς του «Είναι δυνατός-θ’ αντέξει». Οι μαθητές αυτού του Λυκείου, από οικογένειες που, προφανώς, επιθυμούν την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία για τη χώρα τους, με γονείς και συγγενείς που μπαινοβγαίνουν στις φυλακές για τις πεποιθήσεις τους, καταλαβαίνουν τη σημασία της ελευθερίας του λόγου, την απόγνωση για την απουσία της.

Αρκετοί θέλουν να γίνουν δημοσιογράφοι και μια κοπέλα “αποκαλύπτει” το σχέδιο της στον καθηγητή: “Θα ανοίξω μια εφημερίδα που για τα πρώτα 4-5 φύλλα θα υποστηρίζει τον Λουκασένκο για να μην την κλείσει αμέσως και σιγά σιγά θα αλλάζω τον προσανατολισμό της”. Απελπισία.

Οπως αυτή που κατακλύζει τη φωτογραφία των δημοσιογράφων του ιστότοπου tut.by με τα πρόσωπα στραμμένα στον τοίχο, με τα χέρια ψηλά ακουμπισμένα στον τοίχο, κατάδικοι χωρίς έγκλημα. Πριν μπλοκαριστεί, ο ιστότοπος προσέλκυε 3,3 εκατομμύρια μοναδικούς χρήστες το μήνα, ή το 63% των χρηστών του διαδικτύου της Λευκορωσίας. Με άλλα λόγια, σχεδόν όλοι οι Λευκορώσοι που διαβάζουν τις ειδήσεις στο διαδίκτυο το έκαναν στο tut.by – ή μάλλον το έκαναν μέχρι τις 18 Μαΐου.

Όπως και άλλα μέσα ενημέρωσης που δεν ελέγχονται από το κράτος της Λευκορωσίας, το tut.by είχε υποστεί σύντομες περιόδους αποκλεισμού κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που σάρωσαν τη χώρα μετά τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές του περασμένου Αυγούστου. Οι δημοσιογράφοι του, είχαν αντιμετωπίσει πρόστιμα, συλλήψεις και ποινικές διώξεις και οι ιδιοκτήτες του ιστότοπου είχαν ενθαρρυνθεί έντονα να πουλήσουν την επιχείρησή τους. Πέρυσι, ανακλήθηκαν τα διαπιστευτήριά της για τη λειτουργία ως μέσου ενημέρωσης.

Μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020, δεκάδες ειδησεογραφικοί ιστότοποι και μέσα μαζικής ενημέρωσης μπλοκαρίστηκαν, ενώ πολλές εκδόσεις αναγκάστηκαν να σταματήσουν να εκδίδουν. Όλοι γνώριζαν ότι ήταν θέμα χρόνου να εξοντωθεί ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος οργανισμός μέσων ενημέρωσης.

Στη φυλακή

Από το πρωί της 18ης Μαΐου, υπάρχουν 16 (επιπλέον) δημοσιογράφοι και επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης πίσω από τα κάγκελα, εκ των οποίων οι 11 αντιμετωπίζουν ποινικές κατηγορίες. Οχι. Δώδεκα μαζί με τον Ρομάν Προτάσεβιτς.

Το 2020 καταγράφηκαν 480 συλλήψεις δημοσιογράφων, 97 περιπτώσεις δημοσιογράφων που εκτίουν ποινές, τουλάχιστον 62 περιπτώσεις σωματικής βίας εναντίον τους. Οι δημοσιογράφοι πέρασαν περισσότερες από 1.200 ημέρες πίσω από τα κάγκελα, μετά την ημέρα των εκλογών της 9ης Αυγούστου.

Οπως λέει ο Αντρέι Μπαστούνετς, πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων της Λευκορωσίας, σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Σεπτέμβριο του 2020 στο jaj, στον Δ. Τριανταφυλλίδη: «Οι συλλήψεις δημοσιογράφων, οι «λευκές» δημοσιογραφικές σελίδες όπου θα δημοσιεύονταν ρεπορτάζ, οι ποινικές διώξεις, οι κατ’ οίκον έρευνες, οι απαγορεύσεις εκτύπωσης και κυκλοφορίας εφημερίδων, οι περιορισμοί και οι αποκλεισμοί από το διαδίκτυο, είναι απλώς ένα μέρος των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι της Λευκορωσίας”. Στην ίδια συνέντευξη ο Αντρέϊ ευχαριστεί τους Ευρωπαίους συναδέλφους “για την υποστήριξη, την αλληλεγγύη, την ετοιμότητά τους να βοηθήσουν. Όλο αυτό το διάστημα μας στήριξαν τόσο ηθικά με δηλώσεις και ανακοινώσεις με αφορμή τα γεγονότα στη χώρα, όσο και δημοσιεύοντας ρεπορτάζ από την Λευκορωσία. Φυσικά, έδωσαν τη δυνατότητα στους δημοσιογράφους και τους bloggers να φύγουν από την Λευκορωσία για να σωθούν, διαθέτοντας οικονομικούς πόρους για να τους βοηθήσουν”. Να φύγουν για να σωθούν! Απελπισία…

Το ντοκυμαντέρ “Ενα μάθημα Λευκορωσικών” χαρακτηρίστηκε από το καθεστώς ως εξτρεμιστικό υλικό και απαγορεύθηκε η κυκλοφορία του αλλά και η «θέαση καθ’οιονδήποτε τρόπο» στη χώρα. Αμέσως μετά, ο Miroslaw Dembinski γύρισε το Music Partisans (είχε διαγωνιστεί και στην κατηγορία Ντοκυμαντέρ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), δίνοντας αυτή τη φορά το ίδιο θέμα από την οπτική γωνία μιας σειράς ροκ συγκροτημάτων. Οι μουσικοί συναντήθηκαν μεταξύ τους στην Πολωνία, καθώς τα τραγούδια διαμαρτυρίας απαγορεύονται στη Λευκορωσία. Δεν είναι οι μόνοι. Καλλιτέχνες και συγκροτήματα απαγορευμένα από το καθεστώς δίνουν συναυλίες σε κοντινές πρωτεύουσες και Λευκορώσοι ταξιδεύουν για να τους ακούσουν μαζί με τους αυτοεξόριστους συμπατριώτες τους.

Το γεγονός βέβαια ότι υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ακόμα υπάρχουν λόγοι να γράφονται “τραγούδια διαμαρτυρίας” θα έπρεπε, όπως λένε, “να μας προβληματίσει”. Αλλά την επαφή πολλών, αν όχι των περισσσότερων Ευρωπαίων και σίγουρα των Ελλήνων, με την λευκορωσική πραγματικότητα, περιγράφει, μετά τη σύλληψη του Ρομάν Προτάσεβιτς, η δήλωση στο Bloomberg του 25χρονου Αρτούρ Σιξ, ενός από τους εννιά Γάλλους που ταξίδευαν με την συγκεκριμένη πτήση της Ryanair: «Δεν γνώριζα τίποτε για την κατάσταση στη Λευκορωσία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Τώρα έμαθα ότι εδώ έχουν δικτατορία».