Στη Γερμανία του 1934, ένας άντρας διαπράττει στο όνειρό του ένα έγκλημα που συνοψίζεται στη φράση «Τίποτε δεν μου δίνει πιά χαρά». Ο άντρας, ένας νομικός γύρω στα σαράντα, υπάλληλος της δημοτικής διοίκησης, είδε το εξής όνειρο: «Στις 8 το βράδυ τηλεφωνιέμαι, όπως κάθε βράδυ, με τον αδελφό μου, τον μοναδικό φίλο μου, τον μόνο άνθρωπο που εμπιστεύομαι[…] Αφού πρώτα φροντίσω, καλού-κακού, να επαινέσω την πολιτική του Χίτλερ και να ευγνωμονήσω την τύχη που μας αξίωσε να ζούμε σε μιά εθνολαική κοινότητα, του λέω: «Τίποτα δεν μου δίνει πιά χαρά»[…] Μες στ’άγρια χαράματα ακούω το τηλέφωνο να χτυπά. Μιά ανέκφραστη φωνή λέει: «Υπηρεσία παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων»-τίποτε άλλο. Δεν χρειάζεται να μαντέψω ότι το έγκλημά μου έχει σχέση με αυτό που είπα για τη χαρά. Ακούω τον εαυτό μου να φέρνει κάθε λογής επιχειρήματα, ικετεύω και εκλιπαρώ τη φωνή να με συγχωρήσει γι΄αυτή τη φορά, να μου τη χαρίσει, μονάχα γι΄αυτήν τη μοναδική φορά, να μη μου καταλογίσει το ατόπημα, να μην αναφέρει το συμβάν. Ακούω τον εαυτό μου να μιλά σα να αγορεύει στο δικαστήριο. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μένει βουβή, κατεβάζει το ακουστικό χωρίς να πεί λέξη και με αφήνει στη μαρτυρική δίνη της αβεβαιότητας[…]
Αυτό είναι ένα από τα τριακόσια όνειρα που συνέλεξε και κατέγραψε η Σαρλόττε Μπέραντ από το 1933 έως το 1939 στο Βερολίνο. Γιατροί, δικηγόροι, μοδίστρες, τσαγκάρηδες και νοικοκυρές αφηγούνται τα όνειρά τους, αμέσως ή εμμέσως μέσω φίλων, στην Εβραία και κομμουνίστρια αφού «τότε ο κομμουνισμός μου φαινόταν η μοναδική εναλλακτική επιλογή απέναντι στον Χίτλερ», επιλογή που η ίδια αργότερα χαρακτήρισε ως «πολιτική τύφλωση».
Υπάλληλος γραφείου στον εκδοτικό οίκο S. Fischer Verlag, γνωρίζει και παντρεύεται σε δεύτερο γάμο τον Μάρτιν Μπέραντ, επιφανή δικηγόρο και συγγραφέα, το 1938, ακριβώς ένα χρόνο πριν εγκαταλείψουν και οι δύο τη ναζιστική Γερμανία για να εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη, μαζί με άλλους εβραίους και διαφωνούντες, κυρίως διανοούμενους, Γερμανούς. Στην αρχή ζούν με τα χρήματα που κατάφερε να πάρει μαζί του ο Μάρτιν αλλά όταν τελειώνουν-και τελειώνουν γρήγορα- η Σαρλόττε προσφέρει και στους δυό τους τα προς το ζην μετατρέποντας το δυάρι που έμεναν σε κομμωτήριο! Εκείνη κούρευε και χτένιζε και εκείνος υποδεχόταν τους εξόριστους δημοσιογράφους και συγγραφείς από τη Γερμανία και την Αυστρία. Ποτέ ωστόσο δεν εγκατέλειψε τις μεταφράσεις της, κυρίως από τα αγγλικά στα γερμανικά, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται η «Ανθρώπινη κατάσταση», έργο που της εμπιστεύθηκε η ίδια η Χάνα Αρεντ.
Τα «όνειρα» αποτέλεσαν αρκετές φορές υλικό δημοσιεύσεων σε επιθεωρήσεις και άλλα έντυπα μέχρι την πρώτη τους έκδοση σε βιβλίο το 1965. Σκοπός της συγγραφέως ήταν να καταδείξει το αποτέλεσμα των μηχανισμών εγκαθίδρυσης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στον ψυχισμό και την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους πρόκειται να ή έχει ήδη επιβληθεί το καθεστώς.
Η θεωρία της Χάνα Αρεντ περί ολοκληρωτισμού αποτελεί τη βασική ερμηνευτική πηγή αφού εδώ δεν ενδιαφέρουν τα όνειρα στα οποία οδηγούν οι συγκρούσεις της ιδιωτικής ζωής αλλά οι συγκρούσεις στις οποίες εξώθησε τους ανθρώπους ο δημόσιος χώρος. Εκεί, μέσα στον δημόσιο χώρο αναπτύσσονται σιγά-σιγά, οι τεχνικές που στοχεύουν στην κατεδάφιση του Εγώ και μαζί του κάθε έννοιας αντίστασης απέναντι στην αυθαιρεσία. Ηρωικό θεωρείται μόνο ότι εξυπηρετεί τη συμμετοχή στη συλλογικότητα ενώ μετά βδελυγμίας απορρίπτεται η διαφωνία βάσει αρχών που δε συμφωνούν με αυτές του καθεστώτος.
Η δημιουργία και υπερβολική χρήση συμβόλων («μόλις είδα ένα παιδικό μπαλόνι σε κατάστημα παιχνιδιών με τυπωμένο επάνω του τον αγκυλωτό σταυρό» γράφει τον Μάρτιο του 1933 ο Βίκτορ Κλέμπερερ στο ημερολόγιό του) όπως και η στοχοποίηση μεμονωμένων ανθρώπων αλλά και ολόκληρων ομάδων, απαραίτητα εργαλεία εγκαθίδρυσης οποιασδήποτε απόχρωσης ολοκληρωτισμού, γίνονται και τα βασικά κλειδιά ανάγνωσης και κατηγοριοποίησης των «Ονείρων στο Τρίτο Ράιχ» αφού εισβάλλουν και απειλούν το τελευταίο προπύργιο της ιδιωτικότητας: τον ύπνο. Τα ίδια εργαλεία εξάλλου που χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα πολιτικά κόμματα με τάσεις ολοκληρωτισμού καταγεγραμμένες είτε στο παρελθόν τους είτε στους μελλοντικούς τους στόχους και το ακριβώς αντίθετο από αυτό που παρατηρείται στις εξελιγμένες δυτικές κοινωνίες του νεωτερικού/μετανεωτερικού κόσμου στις οποίες τα σύμβολα μειώνονται δραματικά προκειμένου να δεσμεύουν όσο γίνεται λιγότερο την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης-το μόνο με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να προλάβουν την οποιαδήποτε προσπάθεια εκμαυλισμού των ανθρώπινων ιδεωδών. Διότι, όπως γράφει η Αρεντ, ο ιδανικός υπήκοος του ολοκληρωτισμού «δεν είναι ο πεπεισμένος ναζιστής[…] αλλά ο άνθρωπος για τον οποίο η διάκριση ανάμεσα στο γεγονός και στη μυθοπλασία όπως και η διάκριση ανάμεσα στο αληθές και στο ψευδές δεν υφίστανται πλέον» και αν μας θυμίζει κάτι, σύγχρονο και οικείο, δεν είναι τυχαίο.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΡΑΙΧ, Εκδ. ΑΓΡΑ, Μτφ.:Γιάννης Καλλιφατίδης, Εισαγωγή: Martine Leibovici (μτφ.: Βίκυ Ιακώβου)