Εκατό χρόνια πριν, στις 29 Ιανουαρίου του 1919, ο κορυφαίος κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ έδινε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με τίτλο «Politik als Beruf – Η πολιτική ως κάλεσμα». Η λέξη «Beruf» στα γερμανικά σημαίνει επάγγελμα, έχει όμως και μια δεύτερη σημασία, θρησκευτικής προέλευσης: κάλεσμα. Αυτό που ονομάζεται vocation στα αγγλικά, δηλαδή, ερμηνευόμενο εδώ προχείρως για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, η θεϊκή κλήση του κάθε ατόμου να εκπληρώσει μια συγκεκριμένη αποστολή, ένα καθήκον στη διάρκεια της ζωής του: προτεσταντική ερμηνεία που προβιβάζει το επάγγελμα σε θείο κάλεσμα.

Το πρωτότυπο κείμενο είναι ένας συνεχής λόγος, αλλά σε αυτήν την τελευταία έκδοση στα ελληνικά οι εκδότες και ο μεταφραστής έχουν κάνει τη μεγάλη χάρη στους αναγνώστες να το χωρίσουν σε τιτλοδοτημένα μέρη και ενότητες, κάτι που διευκολύνει την ανάγνωση και την κατανόηση των 100 σελίδων της διάλεξης. «Κράτος και εξουσία», «Οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί», «Τα κόμματα», «Πολιτική και ηθική» αποτελούν τις τέσσερις ενότητες, αλλά εμείς θα σταθούμε στη δεύτερη και συγκεκριμένα στο μέρος που ασχολείται με τους δημοσιογράφους: την έμμεση και άμεση σχέση τους με την πολιτική, την αναγκαία λόγω επαγγέλματος ενασχόλησή τους με αυτήν και την επιλογή να κατεβούν στον «μάχιμο πολιτικό στίβο».

Προσωπικά δεν έχω διαβάσει άλλη πιο «αγαπητική» αναφορά στο επάγγελμά μας, την ίδια στιγμή που ο συγγραφέας δεν ορρωδεί προκειμένου να δώσει την, κοινώς διαδεδομένη και επιεικώς χαρακτηριζόμενη ως δυσάρεστη, διάσταση των δημοσιογράφων και της δημοσιογραφίας: «[ο δημοσιογράφος] ανήκει σε μια κάστα παριών, την οποία η “κοινωνία” συνηθίζει να κρίνει με βάση τους χθαμαλότερους εκπροσώπους της. Εξού και κυκλοφορούν οι πιο παράδοξες απόψεις γι’ αυτούς και τη δουλειά τους. Δεν καταλαβαίνουν όλοι ότι ένα πράγματι καλό δημοσιογραφικό άρθρο απαιτεί τουλάχιστον τόσο “πνεύμα” όσο κάθε άλλο λόγιο επίτευγμα –  ιδίως επειδή πρέπει να παραχθεί αμέσως, κατόπιν παραγγελίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να επιδράσει αμέσως, αν και βεβαίως γράφεται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι ένα ακαδημαϊκό γραπτό. Οτι η ευθύνη εδώ είναι πολύ μεγαλύτερη, ότι μάλιστα το αίσθημα ευθύνης του έντιμου δημοσιογράφου δεν αναγνωρίζεται σχεδόν ποτέ, διότι, όπως είναι φυσικό, η μνήμη μας συγκρατεί ακριβώς τις πιo ανεύθυνες επιδόσεις των δημοσιογράφων εξαιτίας των συχνά αποκρουστικών συνεπειών τους. Οι ασύγκριτα μεγαλύτεροι πειρασμοί που αντιμετωπίζει κανείς στο επάγγελμα και οι λοιπές συνθήκες του δημοσιογραφείν σήμερα, γέννησαν τις συνέπειες που έθισαν το κοινό να βλέπει τον Τύπο με ένα μείγμα αποστροφής και –αξιοθρήνητης– δειλίας».

Το βασικό ζήτημα όμως του Βέμπερ, όπως ίσως και της κοινωνίας που κρίνει τους δημοσιογράφους, είναι το «πολιτικό τους πεπρωμένο, το ενδεχόμενο να βρεθούν σε πολιτικές ηγετικές θέσεις».

Αναγνωρίζοντας ότι η δημοσιογραφική καριέρα παραμένει μια από τις σημαντικότερες οδούς προς την επαγγελματική πολιτική, διατυπώνει την άποψή του γιατί δεν κάνει για όλους και πολύ λιγότερο «για αδύναμους χαρακτήρες, πρωτίστως ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να διαφυλάξουν την εσωτερική τους ισορροπία παρά μόνον όταν είναι κοινωνικά εξασφαλισμένοι. Η ζωή του δημοσιογράφου συνιστά από κάθε άποψη την απόλυτη αστάθεια, και μάλιστα υπό συνθήκες που θέτουν σε δοκιμασία την εσωτερική του ασφάλεια με τρόπο που δεν συναντάται σχεδόν σε καμιά άλλη περίπτωση. Και οι συχνά πικρές εμπειρίες του επαγγέλματος δεν είναι καν το χειρότερο. Ιδίως οι επιτυχημένοι δημοσιογράφοι τίθενται αντιμέτωποι με δυσχερέστατες εσωτερικές προκλήσεις.

Δεν είναι διόλου μικρό πράγμα να συχνάζεις στα σαλόνια των ισχυρών της γης ως, υποτίθεται, ίσος μεταξύ ίσων, να σε περιστοιχίζουν συχνά με κολακείες οι πάντες γιατί σε φοβούνται, και να γνωρίζεις την ίδια στιγμή ότι με το που θα πατήσεις το πόδι σου στην πόρτα της εξόδου ο οικοδεσπότης σου θα σπεύσει να δικαιολογηθεί επί τόπου στους καλεσμένους του που είναι αναγκασμένος να συναναστρέφεται τη “δημοσιογραφική αλητεία”.

Οπως δεν είναι διόλου ασήμαντο να καλείσαι να αποφανθείς ακαριαία και ωστόσο πειστικά για το καθετί, για ό,τι απαιτήσει η “αγορά”, για όλα τα βιοτικά προβλήματα που μπορεί κανείς να διανοηθεί, χωρίς να ξεπέσεις όχι μόνο στην απόλυτη ρηχότητα αλλά προπάντων στην αναξιοπρέπεια της αυτοέκθεσης και στις αδυσώπητες συνέπειές της. Δεν εκπλήσσει τόσο ότι πολλοί δημοσιογράφοι πράγματι ως άνθρωποι εκτροχιάστηκαν και ατιμάστηκαν, όσο ότι, παρ’ όλα αυτά, ειδικά το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα περιλαμβάνει στους κόλπους του τόσο άξιους και απόλυτα έντιμους ανθρώπους, που οι απ’ έξω δύσκολα θα μπορούσαν να το υποψιαστούν».

Τα ερωτήματα

Εκατό χρόνια μετά, στην Ελλάδα, στις επερχόμενες εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 συμμετέχουν ως υποψήφιοι βουλευτές περισσότεροι από 50 δημοσιογράφοι. Ο αριθμός από μόνος του δημιουργεί ερωτήματα και προβληματισμούς. Πού βρίσκονται τα όρια στη σχέση των δημοσιογράφων, όχι βεβαίως με την πολιτική αλλά με τους πολιτικούς; Ποιος τα θέτει; Κάποιοι μουχλιασμένοι κανόνες δεοντολογίας των οποίων ωστόσο το «ξεσκόνισμα» και η υπακοή σε αυτούς μπορεί να απελευθερώσουν σε βάθος το επάγγελμα της δημοσιογραφίας; Ο καθένας μόνος του; Εχοντας πρωτίστως την επιθυμία και τη βούληση να απαντήσει τα ερωτήματα, ανεξαρτήτως εάν η προσπάθεια συγκρότησης ενός εσωτερικού δυναμικού εαυτού ο οποίος προϋποτίθεται ακόμα και για να τα θέσει αποβεί άκαρπη; Γιατί έχει σημασία να συμμετάσχουν ως πολιτικοί στην πολιτική και ποια είναι αυτή η σημασία; Ορίζεται μόνον από το δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι; Πώς θα συμβιβαστεί και σε ποιον κοινό τόπο θα συναντηθεί η, επί τη βάσει αρχών, ανοικτή απροκατάληπτη δημοσιογραφική σκέψη με έναν κομματικό μηχανισμό; Ενα πεδίον ερωτημάτων δόξης λαμπρόν ανοίγεται υπό τον τίτλο «Η δημοσιογραφία ως κάλεσμα και επάγγελμα». Προς πάντα ενδιαφερόμενο ή αλλιώς, to whom it may concern…

ΜΑΞ ΒΕΜΠΕΡ
Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα
μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης
εκδ. Δώμα, σελ. 112

πηγή φωτογραφίας