Υπάρχει άραγε κάτι που νοσταλγούμε εγκλωβισμένοι στον εξελικτικά αέναο ψηφιακό παράδεισό μας; Είναι οι αναμνήσεις συναισθηματικής ευφορίας για τις “παλιές καλές ημέρες” που μας κατακλύζουν ή η καταληκτική διαπίστωση -που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε- ότι κάποια πράγματα “δούλευαν” καλύτερα και με πολύ λιγότερους “πονοκεφάλους” τις παλιές καλές ημέρες;
Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η διάθεσή μας μπροστά σε ειδήσεις που διεγείρουν τα τεχνοφοβικά ανακλαστικά μας; Η πιο πρόσφατη απ’ αυτές μας έβαλε σε βαθιές σκέψεις: Περισσότερες από τρεις στις τέσσερις εφαρμογές Android -ποσοστό άνω του 75%-, του πλέον διαδεδομένου, σήμερα, λειτουργικού συστήματος για έξυπνα κινητά και φορητές συσκευές που συνδέονται στο Διαδίκτυο, περιέχουν τουλάχιστον έναν ξένο “ιχνηλάτη” που συλλέγει πληροφορίες για την on line δραστηριότητά μας, για το πού βρισκόμαστε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και το τί κάνουμε!
Το ότι κάποιοι μπορούν να γνωρίζουν πότε ενδώσαμε για τελευταία φορά στον πειρασμό του τζόγου ή ποια ημέρα της προηγούμενης εβδομάδας επισκεφθήκαμε τον οφθαλμίατρο για να μας σερβίρουν αντίστοιχα διαφημιστικά μπανεράκια on line betting και καταστήματος οπτικών με τις υπερπροσφορές της Black Friday, είναι αντικειμενικά ανησυχητικό. Όπως το ίδιο και χειρότερο είναι η αποκάλυψη ότι η τελευταία αναβάθμιση του λειτουργικού Mac OS περιείχε μια τεράστια τρύπα ασφαλείας επιτρέποντας σε οποιονδήποτε να “μπει” στον υπολογιστή μας χωρίς συνθηματικό και να του αλλάξει… τα φώτα, κάτι που βεβαίως διόρθωσε γρήγορα με εσπευσμένη ενημέρωση ασφαλείας η Apple.
Μα όλα αυτά, θα αναρωτηθεί κανείς, δεν μας φορτώνουν μ’ ένα πρόσθετο, περιττό άγχος που είναι αδύνατον να αποφύγουμε και δύσκολο να διαχειριστούμε; Δεν μας κάνουν καχύποπτους και μονήρεις; Δεν μας καθιστούν δέσμιους αδιόρατων φόβων;
Διότι, από τη στιγμή που έχουμε μεταφέρει τον καθημερινό κόσμο και τα πορτοφόλια μας στο διαδικτυακό “οικοσύστημα” και από την κλήση ενός ταξί και τις μικροαγορές του περιπτέρου, έως την πληρωμή της εφορίας και τις τραπεζικές συναλλαγές εξαρτιόμαστε από την ασφάλεια μιας μη κεντρικά ελεγχόμενης δομής όπως το Διαδίκτυο, πώς είναι δυνατόν να αποτρέψουμε την υπόγεια, φοβική ανασφάλεια να μας κυριεύσει;
Χαρτί και μολύβι
Βρίσκεται εν τέλει, εδώ η αιτία -πιθανώς ως μια μορφή ενστικτώδους αντίδρασης- του ότι αρχίσαμε να ερωτευόμαστε πάλι ό,τι (θεωρητικά) αφήσαμε πίσω μας; Τα παλιά μέσα, το χαρτί και το μολύβι, τα βιβλία, τα μηχανικά ρολόγια, τους δίσκους βινυλίου, τις κασέτες, το φωτογραφικό φιλμ και τις μηχανές “πολαρόιντ”, την αναλογική πτυχή της τεχνολογίας μας;
Όλα εκείνα που είναι αδύνατον να δεχθούν μη αντιληπτές εξωτερικές παρεμβάσεις και να υποστούν παραπλανητικές ή κακόβουλες αλλοιώσεις. Όλα εκείνα που οι τεχνο-γκουρού μας έλεγαν ότι ανήκουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και της τεχνολογίας και οι οποίοι, κατά τα φαινόμενα, διαψεύσθηκαν.
Ενώ λοιπόν το ηλεκτρονικό βιβλίο, η συσκευή και το software Kindle υποτίθεται ότι θα δημιουργούσαν μια νέα γενιά αναγνωστών ή θα έφερναν τη νέα γενιά των μη αναγνωστών πιο κοντά στο βιβλίο, τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία αυξάνονται και πληθύνονται και το χαρτί γνωρίζει νέες… σελίδες δόξας.
Σύμφωνα με την Ένωση Αμερικανών Εκδοτών, οι πωλήσεις βιβλίων παρουσιάζονται ανοδικές για τρίτη συνεχόμενη χρονιά φέτος, ενώ εκείνες των ηλεκτρονικών συνεχίζουν να μειώνονται. Οι πωλήσεις φωτογραφικών μηχανών “πολαρόιντ”, τα κλασικά σημειωματάρια χαρτιού, τα επιτραπέζια παιχνίδια, ακόμα και τα χάρτινα εισιτήρια των θεάτρων του Broadway αυξάνονται πάλι.
Και η μουσική επίσης, ενώ υποτίθεται ότι θα μετακόμιζε στο… “νέφος”, κι ενώ τα διαδραστικά δισκοπωλεία των downloads χωρίς τη “μεσολάβηση” του υλικού φορέα, του CD ή του LP, θα εξαέρωναν τους παραδοσιακούς τρόπους διανομής, η παραπαίουσα δισκογραφική βιομηχανία αναβιώνει σήμερα θεαματικά χάρις στους δίσκους βινυλίου, το ηχητικό “μεγαλείο” των οποίων ανακάλυψαν εκ νέου μεγαλύτεροι και νεότεροι. Ακόμα και η Sony ανακοίνωσε πριν από λίγο καιρό ότι επιστρέφει στην κυκλοφορία δίσκων βινυλίου.
Το μεγαλύτερο εργοστάσιο εκτύπωσης στην Ευρώπη, το GZ Media, λίγο έξω από την Πράγα στη Δημοκρατία της Τσεχίας, δεν προλαβαίνει πια να καλύψει την διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, αν και παράγει 2 εκατ. δίσκους τον μήνα. Στις ΗΠΑ οι πωλήσεις LP υπερδεκαπλασιάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια και περισσότεροι από 200.000 δίσκοι νέας εκτύπωσης πωλούνται κάθε εβδομάδα.
Τι μας λένε όλα αυτά, λοιπόν; Τι μας δείχνουν; Μήπως, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις σχέσεων στις οποίες κάποιος δίνεται ολόψυχα, απογοητευτήκαμε «χοντρά» διαπιστώνοντας συν τω χρόνω πως ούτε περισσότερο κοινωνικοί γίναμε χάρη στα social media ούτε και πιο πλούσιοι με τη χαρισματική “νέα οικονομία” των apps και των “διαμεσολαβήσεων” ούτε πρόσβαση σε ποιοτικότερη, πιο αντικειμενική και ουσιαστικότερη ενημέρωση αποκτήσαμε, ούτε βεβαίως οι δημοκρατίες μας αναβαθμίστηκαν λειτουργικά και έγιναν πιο άμεσες και πιο ανεκτικές;
Πιστέψαμε πως ο ψηφιακός, διαδικτυακός κόσμος θα έκανε τα πάντα καλύτερα, ότι θα άνοιγε νέους ορίζοντες στα άτομα και τις συλλογικότητες, αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτής της υπεραισιόδοξης πεποίθησης αποδείχθηκε ουτοπία, αν όχι φαντασίωση. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη της τεχνολογίας μ’ έναν τρόπο που την κατέστησε ντε φάκτο ρυθμιστή της καθημερινότητάς μας, και η παράλληλη άνοδος τεχνολογικών “μονοπωλίων” με συνεπακόλουθες συνέπειες στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι ήγειραν νέες ανησυχίες για τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης που μπορούν να ορίσουν και να διαμορφώσουν τη μοίρα ανθρώπων και κοινωνιών.
Αναζητώντας την ισορροπία
Μια πρόσφατη έρευνα του δημοσκοπικού κέντρου Pew διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το 70% των Αμερικανών ανησυχούν για τον αντίκτυπο της αυτοματοποίησης στον τομέα της εργασίας, ενώ μόλις το 21% των ερωτηθέντων σ’ ένα άλλο ερωτηματολόγιο απάντησαν ότι εμπιστεύονται το Facebook όσον αφορά τη διαχείριση των προσωπικών πληροφοριών τους.
Και σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες της αποκαλούμενης “γενιάς του μιλένιουμ” σε έρευνα της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας παραδέχθηκαν ότι ανησυχούν για τις αρνητικές συνέπειες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ψυχική και σωματική υγεία τους.
Θα ήταν μάλλον υπερβολή να περιμένει κανείς πως, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, κάποιοι θα τρέξουν να διαγράψουν δίχως δεύτερη σκέψη τον λογαριασμό τους στο Facebook, το Snapchat ή το Viber και θα ξεφορτωθούν το πολύτιμο iPhone τους εκσφενδονίζοντάς το από καμιά γέφυρα ή ρίχνοντάς το στην θάλασσα. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί.
“Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποκαταστήσουμε μια αίσθηση ισορροπίας στη σχέση μας με την ψηφιακή τεχνολογία και ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε είναι με τα αναλογικά μέσα, το αντίβαρο – συμπλήρωμα των ψηφιακών” γράφει στους “New York Times” ο Καναδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέιβιντ Σαξ, του οποίου το τελευταίο βιβλίο “Η εκδίκηση του αναλογικού: Τα πραγματικά αντικείμενα και γιατί μας αφορούν” μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ.
Ευτυχώς ο αναλογικός κόσμος είναι ακόμα εδώ και όχι μόνο επιζεί, αλλά σε πολλές περιπτώσεις κινεί μια ευημερούσα οικονομία. “Τα αναλογικά μέσα, αν και πιο περίπλοκα και δαπανηρά από τα ψηφιακά ισοδύναμά τους, μας προσφέρουν έναν πλούτο εμπειρίας που δεν έχει καμία σχέση με ο,τιδήποτε μας παρέχεται μέσω μιας οθόνης. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να αγοράζουν βιβλία διότι ένα βιβλίο ενεργοποιεί και συμπλέκει όλες σχεδόν τις αισθήσεις μας, απ’ τη μυρωδιά του χαρτιού και της κόλλας του έως το θέμα του εξωφύλλου και το πάχος των σελίδων του, τον ήχο που κάνουν αυτές οι σελίδες όταν τις γυρίζουμε, ακόμα και τη λεπτή αίσθηση του μελανιού που αφήνουν στα δάχτυλά μας”, σχολιάζει με διεισδυτική ματιά ο Σαξ.
“Ένα βιβλίο μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί, να δοθεί και να παρθεί, να τοποθετηθεί σ’ ένα ράφι για να το δει οποιοσδήποτε. Μπορεί να ξεκινήσει συζητήσεις και να καλλιεργήσει ειδύλλια”.
Και σε αντίθεση με τις εικονικές κοινότητες που έχουμε δημιουργήσει on line, τα αναλογικά μέσα συμβάλλουν αληθινά στη δημιουργία κοινοτήτων μέσα στους πραγματικούς χώρους όπου ζούμε. “Δεν έχω καμιά αμφιβολία” γράφει ο Σαξ, ότι “σε αντίθεση με το Twitter, ο φίλος μου ο Ίαν που έχει το δισκάδικο June Records στο δρόμο πάνω από το πατρικό μου, στο Τορόντο, θα πετούσε αμέσως έξω και με τις κλωτσιές οποιονδήποτε νεοναζί ή παραληρηματικό μισογύνη άρχιζε να κομπάζει ασυνάρτητα μέσα στο μαγαζί του”…