Γενιές ολόκληρες της ρωσικής διανόησης, είτε της Σλαβόφιλης είτε της Δυτικίζουσας σχολής σκέψης, προέτασσαν και διεκδικούσαν την κατάργηση της ανελέητης, ανόητης και επιβλαβούς για την ρωσική γραμματεία και κοινωνία, τσαρικής λογοκρισίας, η οποία μέσα από τα γρανάζια ενός αργοκίνητου, οπισθοδρομικού μηχανισμού ήλεγχε όλα τα υπό δημοσίευση κείμενα, είτε αφορούσαν βιβλία, είτε περιοδικά και εφημερίδες. Χιλιάδες επιφανείς Ρώσοι συγγραφείς και ποιητές υπέστησαν την εξευτελιστική αυτή διαδικασία, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προσπάθησαν μέσω παράνομων τυπογραφείων να τυπώσουν και να διαδώσουν τα έργα τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι και της συμμετοχής του στον κύκλο του Πετράφστσεφ, με κύριο στόχο τη δημιουργία παράνομου τυπογραφείου, πράγμα που του στοίχισε με φυλάκιση στα απάνθρωπα κάτεργα της Σιβηρίας.
Οι Μπολσεβίκοι, ευθύς εξαρχής, ενέταξαν το σύνθημα της κατάργησης της λογοκρισίας στο πρόγραμμά τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο, να παρακάμψουν την επαίσχυντη και αντιδημοκρατική αυτή πολιτική της τσαρικής απολυταρχίας. Μεταξύ των κυριοτέρων συνθημάτων τους, από την αυγή του νέου 20ου αιώνα, ήταν η κατάργηση της λογοκρισίας, ενώ με χρηματοδοτούμενες από ληστείες τραπεζών στον Καύκασο και αλλού, λειτουργούσαν παράνομες οργανώσεις με τυπογραφεία, όπου τυπώνονταν οι κομματικές εφημερίδες, φυλλάδια, προκηρύξεις και εκλαϊκευτικά κείμενα.
Ο δρόμος για την κόλαση όμως είναι, πάντα, στρωμένος με καλές προθέσεις, όπως λέει και η αγαπημένη γαλλική παροιμία του Ι. Β. Στάλιν.
Το πραξικόπημα του Οκτωβρίου του ’17 και η φίμωση του αντιπολιτευόμενου Τύπου
Εκείνοι όμως που διαμαρτύρονταν, πολεμούσαν, αγωνίζονταν (;) για την κατάργηση της τσαρικής λογοκρισίας, ήταν οι πρώτοι που έσπευσαν, με την ισχύ των όπλων, να καταργήσουν κάθε έννοια δημοσιογραφίας και ελεύθερου Τύπου. Με το πρόσχημα της «διάδοσης αντεπαναστατικών ιδεών», έκλεισαν όλες τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες της χώρας. Ας δούμε πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, για τα οποία κανείς από τους υπερασπιστές του ανελεύθερου αυτού καθεστώτος δεν μιλάει.
Αμέσως μετά την κατάλυση της νόμιμης κυβέρνησης συνασπισμού από τις ένοπλες δυνάμεις του Μπολσεβικικού κόμματος, στις 26 Οκτωβρίου, με απόφαση των Επαναστατικών Στρατιωτικών Συμβουλίων της Πετρούπολης και της Μόσχας, έκλεισαν οι μεγαλύτερες εφημερίδες, οι οποίες απηχούσαν το ένα ή το άλλο κόμμα, της δημοκρατικά εκλεγμένης πολυκομματικής ρωσικής βουλής, της Δούμα. Ανάμεσα τους ήταν οι εφημερίδες «Λόγος», «Ημέρα», «Χρηματιστηριακά Νέα», «Ρωσικός λόγος», «Πρωινή της Ρωσίας». Κάποιες από αυτές επανεκδόθηκαν λίγο αργότερα με άλλες ονομασίες. Στις 27 Οκτωβρίου υπογράφτηκε το «Διάταγμα περί Τύπου», το οποίο δημοσιεύτηκε στην κομματική εφημερίδα των Μπολσεβίκων «Πράβντα», την αμέσως επόμενη ημέρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ενημέρωση των πολιτών γινόταν μόνο μέσω των κομματικών εφημερίδων των Μπολσεβίκων, την «Πράβντα», την «Πράβντα των στρατιωτιών», την «Αγροτική φτωχολογιά».
Στις 17 Νοεμβρίου 1917 η Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία δεν είχε εκλεγεί και εξουσιοδοτηθεί από καμία κοινοβουλευτική, δημοκρατική και ελεύθερη διαδικασία, παρά αποτελούσε την «παράλληλη» δομή εξουσίας που έχτισαν μεθοδικά οι Μπολσεβίκοι κατά την περίοδο πριν το πραξικόπημα, εξέδωσε την απόφασή της για την απαγόρευση του Τύπου.
Παράλληλα με την απαγόρευση της κυκλοφορίας των αντιπολιτευόμενων εφημερίδων, οι Μπολσεβίκοι προχώρησαν στην κατάσχεση των πιεστηρίων και των τυπογραφείων τους. Αυτό είχε διττό ευεργετικό αποτέλεσμα για τους ίδιους: αφενός φίμωσαν τους αντιπάλους τους, νόμιμα εκλεγμένους εκπροσώπους της ρωσικής κοινωνίας και, αφετέρου, απέκτησαν τα καλύτερα τυπογραφεία της εποχής για τα δικά τους κομματικά όργανα Τύπου, αλλά και τεράστιες ποσότητες τυπογραφικού χάρτου, τόσο δυσεύρετου την εποχή εκείνη λόγω του πολέμου αλλά και του πραξικοπήματος.
Μέχρι την 30η Ιουνίου του 1918 είχαν «δημευτεί», «απαλλοτριωθεί», «κατασχεθεί» ή «εθνικοποιηθεί» περισσότερες από 150 τυπογραφικές επιχειρήσεις. Όσες εφημερίδες δεν υπέστησαν τις απηνείς διώξεις της νεαρής σοβιετικής απολυταρχικής εξουσίας, άρχισαν να δημοσιεύουν οργίλα άρθρα κατά του «Διατάγματος περί Τύπου», αναδεικνύοντας έτσι το ζήτημα της ελευθερίας του Λόγου. Η Ένωση Ρώσων Συγγραφέων κυκλοφόρησε την «Εφημερίδα – Διαμαρτυρίας» σε ένα και μοναδικό φύλλο, αφιερωμένο στην ελευθερία του Λόγου, κατηγορώντας την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων για καταπάτηση κάθε ιδανικού δημοκρατικών ελευθεριών, για ύβρεις εναντίον των βασικών αξιών της κοινωνικής ζωής.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1917 η Κ.Ε. του Εργατικού Λαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της κομματικής εφημερίδας με τίτλο «Αλυσοδεμένος Λόγος».
Στις 18 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Ημερησία της Πολτάβας» κυκλοφόρησε με λευκές σελίδες, στις οποίες αντί για άρθρα και ρεπορτάζ υπήρχε η φράση «Η συντακτική ομάδα διαμαρτύρεται κατά της ανάστασης της πολιτικής λογοκρισίας».
Ο Ρώσος συγγραφέας Βλαντίμιρ Γκαλακτιόνοβιτς Κορολένκο, δημοκρατικών πεποιθήσεων, γνωστός υπερασπιστής των καταπιεσμένων έγραψε: «Πρόκειται για μία κομματική λογοκρισία… Είναι απλά μία απόπειρα ενός κόμματος να βάλει την σφραγίδα της σιωπής στα υπόλοιπα, τα οποία σκέφτονται διαφορετικά και δεν συμμερίζονται τις απόψεις του». Συνεχίζοντας, υπογράμμιζε πως η λογοκρισία των Μπολσεβίκων δεν δικαιολογείται αφού επιβλήθηκε «χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα, προκειμένου να υπηρετήσουν τα στενά και μονομερή κομματικά τους συμφέροντα». Στο άρθρο του «Φωνή νηφαλιότητας» ο Β. Γ. Κορολένκο αποκαλεί το λενινιστικό σχέδιο «ελευθερίας του Τύπου», «φανατική ουτοπία», η οποία ξεπερνάει κατά πολύ «τα πιο τρελά όνειρα των τσαρικών οπισθοδρομικών».
Διάφορες άλλες εφημερίδες, τις οποίες οι Μπολσεβίκοι, θεωρούσαν πως εκπροσωπούν τα μικροαστικά στρώματα της κοινωνίας, υπέστησαν διάφορες διώξεις, όπως προσωρινή διακοπή της κυκλοφορίας, απαγόρευση της κυκλοφορίας συγκεκριμένων φύλλων, μεγάλα πρόστιμα.
Επειδή όμως θεωρούσαν πως τα μέτρα αυτά δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λίγο μετά την 20η Νοεμβρίου υπογράφεται το «Διάταγμα για το κρατικό μονοπώλιο στην ενημέρωση».
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1918 είχαν κλείσει περισσότερες από 120 αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκαν σε αυτό που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως «αστικό Τύπο». Ορισμένες άλλαξαν όνομα και συνέχισαν να κυκλοφορούν, όπως ο «Λόγος» που μετατράπηκε σε «Νέος Λόγος» και ήταν επίσημο κομματικό όργανο του Κόμματος των Καντέτων (Συνταγματική Μοναρχία). Στην εφημερίδα αυτή στις 30 Νοεμβρίου 1917 είχε δημοσιευτεί το διάγγελμα της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία επέμενε να λειτουργεί, παράλληλα, με εκείνη των Μπολσεβίκων. Την επομένη, το Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο «διέταξε τη σύλληψη» των υπουργών της Προσωρινής Κυβέρνησης και όλων όσων είχαν υπογράψει τη διακήρυξη που καλούσε τον πληθυσμό της χώρας να υπερασπιστεί τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του.
Αμέσως οι Μπολσεβίκοι έκλεισαν όχι μόνο τις εφημερίδες του λεγόμενου αστικού Τύπου, όπως «Ο Λόγος μας», «Πρωινά Νέα» αλλά και εκείνες των πρώην συντρόφων τους Μενσεβίκων όπως «Η ενότητά μας», «Εργατική εφημερίδα», την εφημερίδα των Δεξιών Εσέρων «Η Λαϊκή Βούληση». Συνολικά, έκλεισαν δέκα εφημερίδες εκείνη την ημέρας, ενώ συνελήφθηκαν ως αντεπαναστάτες όλοι οι συνεργάτες και εργαζόμενοι στις εφημερίδες «Η Λαϊκή Βούληση» και «Εργατική Υπόθεση».
Οι Μπολσεβίκοι, ενώ στην αρχή διακήρυσσαν την προσήλωσή τους στο στόχο σύγκλισης Ιδρυτικής Συνέλευσης, στη συνέχεια άλλαξαν πολιτική και θεωρούσαν εχθρούς όσους τολμούσαν ακόμη και αναφέρουν τις δύο αυτές λέξεις. Αυτή όμως είναι μία άλλη, μεγάλη ιστορία εξαπάτησης που χρειάζεται ειδική ανάλυση.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1917 με την συμβολή των στρατιωτών των συνταγμάτων Σιμιόνοφσκι και Πρεομπραζένσκι, κυκλοφόρησε στο Πέτρογρκαντ (πρώην Πετρούπολη) η εφημερίδα «Γκρίζα Χλαίνη». Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε σε τιράζ 10.000 αντιτύπων, τα οποία πουλήθηκαν μέσα στις 2 πρώτες ώρες. Αυτή ήταν η αιτία για την έκδοση του «Διατάγματος περί επαναστατικού στρατοδικείου (!) του Τύπου».
Το «Διάταγμα» αυτό σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας περιόδου διώξεων κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής στη Ρωσία. Για πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου του 1917 έγιναν δημόσιες δίκες με κατηγορούμενους δημοσιογράφους και εφημερίδες, με συμμετοχή κατηγόρου και υπεράσπισης και μεγάλη δημοσιότητα. Ωστόσο, οι αποφάσεις του τριμελούς δικαστηρίου που όριζε το ίδιο το Σοβιέτ των Εργατών και Αγροτών Αντιπροσώπων, δεν μπορούσαν να εφεσιβληθούν. Ήταν απλά ένα ακόμη τέχνασμα της σοβιετικής εξουσίας να παρασύρει την κοινή γνώμη της χώρας σε ατραπούς ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Επαναστατικά Στρατοδικεία Τύπου ιδρύθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας και συνέχισαν την λειτουργία τους μέχρι τον Μάιο του 1918. Τα τοπικά Σοβιέτ και τα Επαναστατικά Στρατιωτικά Συμβούλια έπαιρναν διαρκώς μέτρα επιρροής, πιέσεων και οικονομικού στραγγαλισμού των αντιπολιτευόμενων εφημερίδων. Καμία νέα εφημερίδα δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει χωρίς την άδεια των κομισάριων για τις υποθέσεις του Τύπου. Επιπλέον, σε διάφορες περιοχές όλα τα αποθέματα τυπογραφικού χάρτου πέρασαν στα χέρια των τοπικών αρχών που έλεγχαν οι Μπολσεβίκοι με αποτέλεσμα να ήταν πρακτική αδύνατη η κυκλοφορία εφημερίδων και περιοδικών που δεν εξέφραζαν την άποψη του Μπολσεβικικού κόμματος.
Μετά τις ταραχές του καλοκαιριού του 1918 καμιά εφημερίδα που ανήκε σε άλλα κόμματα δεν κυκλοφορούσε πλέον. Αν στις αρχές του 1918 κυκλοφορούσαν συνολικά στη Ρωσία 145 εφημερίδες που εξέφραζαν τις πολιτικές απόψεις των Μενσεβίκων, στις αρχές Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους είχαν απομένει μόνο 50, ενώ στα τέλη Δεκεμβρίου κυκλοφορούσαν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Από τον Οκτώβριο του 1917 μέχρι τον Ιούνιο του 1918 οι αρχές έκλεισαν ή διέκοψαν την κυκλοφορία 470 αντιπολιτευόμενων εφημερίδων σε όλη τη Ρωσία.
Έτσι, άρχισε το μεγάλο ταξίδι μέσα στη νύχτα της απόλυτης σιωπής στη Ρωσία, που τελείωσε έναν άλλο Δεκέμβριο, εκείνον του 1991, όταν κυκλοφόρησαν και πάλι ανεξάρτητες εφημερίδες, σπάζοντας το μονοπώλιο του κομματικά ελεγχόμενου Τύπου που κράτησε για 74 ολόκληρα χρόνια.
πηγή κεντρικής φωτό (λογοκριμένη φωτογραφία επί Στάλιν)