Το κύμα των αντιδράσεων που ξεσηκώθηκε από τη συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Παύλος Πολάκης, (στο δημοσιογράφο Μ. Κεφαλογιάννη που υπογράφει και το σχετικό τηλεγράφημα) προκάλεσε κύμα οργής εναντίον του κρητικού Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας. Ο λόγος ήταν ότι στη συνέντευξη αυτή συνεχίστηκε η γνωστή ρητορική που έχει ασπαστεί η κυβέρνηση για την εθνική τραγωδία στην Ανατολική Αττική: όλα έγιναν όπως έπρεπε, δεν υπάρχουν λάθη, εμείς δεν φταίμε, φταίνε κάποιοι άλλοι.

Αυτό μόνο του αρκεί για να εγερθούν εντονότατες αντιδράσεις, όπως εξάλλου συμβαίνει πλέον προς οποιονδήποτε «πουλάει» αυτή την επιχειρηματολογία. Οι αντιδράσεις μάλιστα χαρακτηρίζονται από πρωτόγνωρη δριμύτητα. Μια ματιά στους λογαριασμούς των social media του πρωθυπουργού αρκεί. Από τη στιγμή που διεφάνη η πρόθεση της κυβέρνησης να «μετριάσει» το κακό, να σηκώσει το δάχτυλο στους ίδιους τους πληγέντες (με πρώτο κρούσμα τη λεκτική επίθεση Καμμένου εναντίον πολιτών), παράλληλα με την προφανή επιχειρησιακή αδυναμία να διαχειριστεί ακόμα και τους αριθμούς νεκρών και αγνοουμένων, ο κύβος είχε ριφθεί. Εν μέσω εθνικού πένθους και αυθόρμητου γενικευμένου σιωπητηρίου, η κοινωνία αντέδρασε με δριμύτητα στη στρατηγική της κυβέρνησης να πετάξει από πάνω της κάθε ευθύνη. Ακόμα και το επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης με τα αυθαίρετα, ουδόλως λειτουργεί. Αντιθέτως επιδεινώνει την εικόνα που έχουν οι πολίτες για το πολιτικό προσωπικό που τους κυβερνά, καθώς καθιστά απολύτως σαφές πως η μόνη επιδίωξη της κυβέρνησης είναι απλώς να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα, να λειτουργήσει παρελκυστικά. Σα να μη θέλει να καταλάβει ότι κανείς δεν κατηγορεί την κυβέρνηση για τα αυθαίρετα και τις παθογένειες ετών. Κανείς δεν λέει ότι φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ για τα στενά δρομάκια στο Μάτι. Η κυβέρνηση και οι αξιωματούχοι κατηγορούνται ότι απέτυχαν επιχειρησιακά σε τέτοιο βαθμό που ίσως να συνέτειναν στον αυξημένο αριθμό των θυμάτων. Αλλά αυτό θα αποτελέσει, μάλλον, επίδικο, αντικείμενο ποινικής διαδικασίας.

Ας επιστρέψουμε όμως στη συνέντευξη Πολάκη στο Κρατικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Διότι εκτός από την ουσία του κειμένου, δηλαδή των λεγομένων του αναπληρωτή Υπουργού Υγείας (αλήθεια ο πολιτικός προϊστάμενός του, ο κύριος Ξανθός, που βρίσκεται;) δημιουργήθηκε μια δευτερογενής ιστορία. Μια ιστορία μέσα στην ιστορία.

Η φράση που αναπαρήχθη από το πρωί του Σαββάτου οπότε και δημοσιοποιήθηκε η συνέντευξη, ήταν η απάντηση του Π. Πολάκη στην τελευταία ερώτηση του δημοσιογράφου:

Όπως βλέπετε, στην τελευταία ερώτηση ο αναπληρωτής Υπουργός «είναι σε θέση να γνωρίζει» ότι «το σύνολο των μηχανισμών του κράτους, από τα ένστολα τμήματα (Αστυνομία, Πυροσβεστική, Λιμενικό, Ένοπλες Δυνάμεις κ.λπ.), μέχρι την Περιφέρεια, τους δήμους, την Πολιτική Προστασία, τις υγειονομικές δομές κ.λπ., ανταποκρίθηκαν θετικά και λειτούργησαν αποτελεσματικά, όσο και αν ο τελικός αριθμός θυμάτων «θολώνει» την εικόνα. Πρέπει να υπολογίσετε ότι εκκενώθηκε συνολικός πληθυσμός περίπου 13.500 ανθρώπων από την περιοχή και μεταξύ αυτών απομακρύνθηκαν με ασφάλεια από τον κίνδυνο 1.200 παιδιά από κατασκηνώσεις και 1.000 περίπου άτομα εγκλωβισμένα σε παραλίες».

Άρα; Συνεχίζεται η γνωστή ρητορική ότι όλα λειτούργησαν σωστά. Επικαλείται μάλιστα την επιτυχή εκκένωση των κατασκηνώσεων που, θυμίζουμε, έγιναν με ευθύνη και εντολές άλλων, οι οποίοι, παρότι δεν έλαβαν εντολή εκκένωσης έκαναν το προφανές, ήρεμα και συντεταγμένα. Η μια περίπτωση αφορά τις Κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων και η δεύτερη περίπτωση αφορά το Κέντρο Αποκαταστάσεως Απωλειών Υγείας (ΚΑΑΥ) του Στρατού Ξηράς στον Άγιο Ανδρέα χάρη στο διοικητή των ΚΑΑΥ Αγ. Ανδρέα, συνταγματάρχη (ΠΖ) και διακεκριμένο καταδρομέα και αλεξιπτωτιστή Γιώργο Κορδάτο.

Η οξύτατη αντίδραση των πολιτών επικεντρώθηκε στην παρακάτω φράση:

Σχετικές φωτογραφίες και memes κυκλοφόρησαν σαν αστραπή, κοινώς έγιναν viral και μαζί με αυτά, ένα κύμα θυμού προς το πρόσωπο του αναπληρωτή και δευτερευόντως, προς την κυβέρνηση. Η λέξη «θολώνει» έγινε το σήμα κατατεθέν της αμετροέπειας και της απανθρωπιάς, που χρέωσαν οι σχολιαστές στον πρώην Δήμαρχο Σφακίων, ο οποίος έχει ομολογήσει δημοσίως ότι τηρούσε διπλά βιβλία στο Δήμο του για να αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατία. Η αντίδραση ήταν οξύτατη. Κανείς δεν έσπευσε να υπερασπιστεί τον αναπληρωτή. Όλοι σοκαρίστηκαν από την ανενδοίαστη και ατιμωτική για τους νεκρούς έκφραση. Σιγή ασυρμάτου από την κυβέρνηση. Εξάλλου εκείνες τις ώρες είχε να αντιμετωπίσει και άλλες προβληματικές δηλώσεις που προκάλεσαν την οργή των πολιτών: του Υπουργού Υποδομών Χρήστου Σπίρτζη, που δήλωσε στην ΕΡΤ ότι «έχουμε ζητήσει πολλές φορές συγγνώμη, τι άλλο θέλετε» αλλά και της Περιφερειάρχη Δούρου, που 12 μέρες μετά τις φονικές πυρκαγιές, έδωσε συνέντευξη της Εφημερίδα των Συντακτών, χρησιμοποιώντας τη φράση:

Πολλές επικοινωνιακές στραβές έτυχαν λοιπόν, αυτό το καλοκαιρινό Σάββατο, στη βάρδια του κυρίου Τζανακόπουλου, ο οποίος ήταν εξαφανισμένος επί μέρες, προκειμένου να συμμαζέψει την εικόνα που έδωσε δημοσίως μετά την αλήστου μνήμης μεταμεσονύχτια Press Conference της 27ης Ιουλίου. Την ίδια ώρα που το σύμπαν είχε στήσει στον τοίχο τον αναπληρωτή Πολάκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επιχείρησε, εις μάτην, μετατόπιση της ατζέντας σε συνέντευξη του Μοσκοβισί στη γερμανική Die Welt. Καμία υποστήριξη στον αναπληρωτή Υπουργό. Καμία εξήγηση. Καμία συγγνώμη (λέμε και κανένα αστείο να περνά η ώρα).

Και ξαφνικά το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων έρχεται να μετακυλήσει το ενδιαφέρον από την ουσία των λόγων Πολάκη, σε μια λέξη. Αντικατέστησε τόσο στον πρόλογο, όσο και στην τελευταία παράγραφο τη λέξη «θολώνει» με τη λέξη «μαυρίζει». Δηλαδή, οι νεκροί μαυρίζουν την εικόνα των επιτυχών χειρισμών της κυβέρνησης.
Άλλως πως, την αμαυρώνουν.

Κανείς δεν γνωρίζει αν πρόκειται για επιχείρηση διάσωσης του αναπληρωτή Πολάκη, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται ότι η χρήση της νέας λέξης «μαυρίζω», επιδεινώνει το νόημα, δυσχεραίνει τη θέση του συνεντευξιαζόμενου, κοινώς «τα κάνει χειρότερα».

Ο μόνος που γνωρίζει τι ακριβώς είπε ο αναπληρωτής υπουργός είναι ο υπογράφων το τηλεγράφημα Μ. Κεφαλογιάννης. Ίσως και ο αρχισυντάκτης του. Ποτέ δεν θα μάθουμε αν πρόκειται για ένα συμπτωματικό γεγονός διόρθωσης ή για ένα «θολό» δημοσιογραφικό χειρισμό, διάσωσης του υπουργού. Μια κίνηση που, αναντίρρητα, κάνει ακόμα χειρότερο το νόημα των λεγομένων του υπουργού. Διότι, όσο και να πεις, τα τοπίο είναι μαυρισμένο, όχι θολό.