Τα επεισόδια της περασμένης εβδομάδας στο Καπιτώλιο σόκαραν γιατί ήταν μια πρωτοφανής εξέλιξη για τις ΗΠΑ. Όχι γιατί δεν έχουν γνωρίσει στο παρελθόν περιόδους ταραχών- η περίοδος του πολέμου στο Βιετνάμ ήταν από τις πιο ταραγμένες. Αλλά και πιο πρόσφατα, μόλις πριν μερικούς μήνες, η οργή για τις δολοφονίες από αστυνομικούς μαύρων πολιτών έγινε αφορμή για βίαιες συγκρούσεις. Η επίθεση όχλου ωστόσο στο σύμβολο της αμερικανικής δημοκρατίας ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο καθώς στις ΗΠΑ η διάκριση των εξουσιών και κυρίως το αντίβαρο της νομοθετικής εξουσίας στην πολιτική, το Λευκό Οίκο, είναι κόκκινη γραμμή και για τους αμφισβητίες της αμερικανικής πολιτικής. Ακριβώς γιατί είναι αυτή η διάκριση των εξουσιών που συνταγματικά προστατεύει το δικαίωμα της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης της εκτελεστικής εξουσίας.
Η εισβολή στο Καπιτώλιο αναδεικνύει την ύπαρξη ενός ρεύματος που, παρότι προϋπήρχε των γεγονότων της προηγούμενης εβδομάδας αφού πολιτικά εκφραζεται από τον Τραμπ, δεν είχε δώσει δείγματα τόσο ακραίας πολιτικής συμπεριφοράς με εξαίρεση τις εκδηλώσεις ρατσιστικής βίας. Για το λόγο αυτό προκαλεί ανησυχία. Θα ήταν λάθος να εξομοιώσουμε τους ψηφοφόρους του Τραμπ με το ρεύμα αυτό. Αλλοίμονο, αν τα σχεδόν εβδομήντα εκατομμύρια πολιτών που τον ψήφισαν ταυτίζονταν με το μειοψηφικό τμήμα που έκανε την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Αλλά, αυτό το εξτρεμιστικό κομμάτι που είναι πρώτα Τραμπιστές και μετά Ρεπουμπλικάνοι, αν είναι και καθόλου, μπορεί να δηλητηριάσει και να διαβρώσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αν το τελευταίο δείξει ανοχή στις ακρότητες τους. Οι γερουσιαστές που επιχείρησαν να μην επικυρώσουν την εκλογή Biden κινήθηκαν ετσι φοβούμενοι την αντίδραση των ακραίων και έγιναν ουσιαστικά ηθικοί αυτουργοί της επίθεσης. Πληρώνουν τώρα το τίμημα με την αποπομπή τους από θέσεις που κατέχουν σε επιστημονικά ιδρύματα και άλλους οργανισμούς κύρους, όπως και με τη διακοπή χρηματοδότησης τους που εξαγγέλουν, η μια μετά την άλλη, μεγάλες εταιρείες. Με αλλά λόγια το αμερικανικό θεσμικό σύστημα αντιδρά. Αλλά η απομόνωση των εξτρεμιστών πρέπει να γίνει από το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Το κόμμα το οποίο άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του στον Τραμπ το 2016 ενώ είχε πολύ καλύτερους υποψήφιους υποχωρώντας στην πίεση των λαϊκιστών. Το ίδιο είχε κάνει και με το Κόμμα του Τσαγιού, λίγα χρόνια νωρίτερα, όπως επίσης και με την ακραία θρησκευτική δεξιά ήδη από την εποχή του Ρεηγκαν.
Συνεπώς, στο ερώτημα αν το ακραίο αυτό το ρεύμα μπορεί να απομονωθεί, η απάντηση είναι ναι, αν η ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων κινηθεί εναντίον τους αλλά και εναντίον του Τραμπ. Και ο τελευταίος δεν έχει ακόμη γνωστοποιήσει τις προθέσεις του για τη μετά την προεδρία εποχή. Είναι για το λόγο αυτό πολύ σημαντικό ο Τραμπ να υποστεί τις συνέπειες των ενεργειών του που αγγίζουν τα όρια της έσχατης προδοσίας. Αλλά αυτό δεν έχει κριθεί ακόμη καθώς ο Biden επιθυμεί να αποκαταστήσει την ενότητα της διχασμένης Αμερικής που ίσως να είναι και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος απομόνωσης του προκατόχου του.
Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα βγήκε χωρίς αμφιβολία πολύ τραυματισμένο από την τετραετία Τραμπ, την εκλογική διαδικασία και τα τελευταία γεγονότα. Οι ρίζες του προβλήματος είναι βαθειές και έχουν να κάνουν με την κρίση αντιπροσωπευτικότητας που έχουν δημιουργήσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των τελευταίων δεκαετιών και η αναδυόμενη νέα δημογραφική εικόνα των ΗΠΑ με τους Λευκούς να χάνουν την πλειοψηφία τα επόμενα χρόνια προς όφελος των Ισπανόφωνων. Ο παραδοσιακός δικομματισμός έχει ενδεχομένως φτάσει στα όρια του και αφήνει χώρο για άλλα πολιτικά μορφώματα. Δεν είναι εύκολη η πρόβλεψη και πολλά θα κριθούν από το τι θα καταφέρει η προεδρία Biden κυρίως στο πεδίο των κοινωνικών ανισοτήτων.