Για πολλά χρόνια η επιρροή της Μόσχας στη Βόρεια Μακεδονία ήταν ένα είδος «ταμπού». Κανείς δεν συζητούσε γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν συγκεκριμένες υποθέσεις, που έδειχναν το σαφές ενδιαφέρον της Ρωσίας για την ευρύτερη περιοχή και τη χώρα.
«Σε ένα μεγάλο βαθμό αυτή η τάση εξηγείται από το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση του Νίκολα Γκρούεφσκι προωθούσε μια δεξιόστροφη, λαϊκιστική προπαγάνδα, που παρουσίαζε τον ρωσικό στρατό ανώτερο του ΝΑΤΟ» σημειώνει ο Filip Stojanovski διευθυντής του fact checking service, Metamorphosis.
Επί της ουσίας αυτό, που αποκαλύφθηκε από τους δημοσιογράφους Aubrey Belford και Saska Cvetkovska ήταν, όπως αναφέρει η τελευταία, ότι «τα προηγούμενα εννέα χρόνια, ήταν σε εξέλιξη ένας μηχανισμός προπαγάνδας και η ανεξέλεγκτη δράση μυστικών υπηρεσιών που κατευθύνονταν από τη ρωσική πρεσβεία» Αυτό άλλωστε παραδέχθηκε δημόσια τότε ο Βλαντιμίρ Ατανόφσκι, διευθυντής της διοίκησης ασφάλειας και αντικατασκοπείας στη χώρα.
Της εξαιρετικά σημαντικής αυτής δημοσιογραφικής αποκάλυψης είχε προηγηθεί η απονομή βραβείου Πούτιν το 2015 σε στενό συνεργάτη του Νίκολα Γκρούεφσκι, ενώ η τότε κυβέρνηση είχε υπογράψει σειρά συμφωνιών με ρωσικές επιχειρήσεις για διάφορα έργα περιλαμβανομένης της κατασκευής αγωγού φυσικού αερίου, με επιβάρυνση όμως του προϋπολογισμού της Β. Μακεδονίας.
Βασικό «αφήγημα» της κυβέρνησης Γκρούεφσκι προκειμένου να αποκρούσει όλα τα παραπάνω, ήταν ότι η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται καθολου να «κατακτήσει» τη χώρα, θυμάται η Saska Cvetkovska. Στα τέλη του 2016, όταν ήταν φανερό πως η εθνικιστική κυβέρνηση δεν θα παρέμενε για πολύ στην εξουσία, η στήριξη από τη Μόσχα προς τον Γκρούεφσκι έγινε ωστόσο ιδιαίτερα αισθητή.
«Βάσει ερευνών καταδεικνύεται πως ρωσικοί οργανισμοί, μέσα ενημέρωσης χρηματοδοτούμενα από τη Ρωσία σε συνδυασμό με την προπαγάνδα του κυβερνώντος VMRO-DPMNE χρησιμοποιούσαν ακριβώς την ίδια γλώσσα, προκειμένου να διαδίδουν «θεωρίες συνομωσίας» όπως τη θεωρία περί «μεγάλης Αλβανίας» με στόχο την ενίσχυση του εθνικισμού, αλλά κυρίως του μίσους προς τους Αλβανούς πολίτες της χώρας, ώστε να προκληθεί τεράστια εσωτερική κρίση», αναφέρει ο Stojanovski.
«Η Ρωσία κάποια στιγμή προσέφυγε και σε απροκάλυπτες απειλές. Ο Ρώσος πρέσβης είχε ισχυριστεί μάλιστα πως αν η Βόρεια Μακεδονία γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ, θα «νομιμοποιούσε» μια βομβιστική επίθεση της Μόσχας σε πιθανό μελλοντικό πόλεμο», προσθέτει ο ίδιος. Η παραπληροφόρηση αποτελεί ένα επίσης ισχυρό μέσον, “αγαπητό” σε πολλούς παράγοντες που επιθυμούν να επηρεάσουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση την κοινή γνώμη. Δεν θα μπορούσε παρά να…αγαπηθεί και από τη Ρωσία.
Για την κυβέρνηση Ζάεφ είναι φανερό πως η χώρα βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, αντιμέτωπη με έναν ασύμμετρο «πόλεμο» έναν «infowar», που στόχο έχει να μην προχωρήσει η ευρω-ατλαντική προοπτική της.
«Η εμπειρία από άλλες χώρες της περιοχής έχει δείξει πως όταν μια χώρα πλησιάζει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε ξεκινούν οργανωμένες επιθέσεις εναντίον της δημοκρατίας, της κοινωνίας, των κυβερνήσεων» αναφέρει χαρακτηριστικά κυβερνητικός αξιωματούχος, υπό το καθεστώς ανωνυμίας. Στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας ο πόλεμος γίνεται μέσω του διαδικτύου, της παραπληροφόρησης, της διάδοσης ψευδών ειδήσεων για τις αξίες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε», προσθέτει αποφεύγοντας όμως να κατονομάσει τα κέντρα, που διεξάγουν αυτή την ενορχηστρωμένη επίθεση.
Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση στη Βόρεια Μακεδονία παρουσίασε ένα «Σχέδιο Δράσης» τον περασμένο Ιούλιο , στο πλαίσιο μιας Στρατηγικής Επικοινωνίας με στόχο να αντιμετωπίσει την παραπληροφόρηση. «Πρόκειται για ένα προσχέδιο δράσης, που περιλαμβάνει προληπτικά μέτρα. Δεν πρόκειται για νόμο» διευκρινίζει η κυβερνητική πηγή, ενώ προσθέτει ότι το «σχέδιο» θα αποτελέσει τη βάση για την έναρξη ενός δημόσιου διαλόγου με θεσμούς, φορείς, οργανισμούς, δημοσιογραφικές ενώσεις, την κοινωνία των πολιτών, ΜΚΟ και ενεργούς πολίτες.
Η ίδια πηγή παραδέχεται πως η κίνηση ίσως να ήρθε πολύ αργά, αλλά η κυβέρνηση Ζάεφ εμφανίζεται πεπεισμένη ότι θα είναι μια «κίνηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον της παραπληροφόρησης και των βλαπτικών συνεπειών της στην κοινωνία και τη χώρα».
Το «Σχέδιο Δράσης» περιλαμβάνει μέτρα ασφάλειας αλλά και πρόληψης, μέτρα που όπως αναφέρουν αποτελούν «προϊόν» συζητήσεων, συμβουλών και συστάσεων που δέχθηκε η κυβέρνηση από οργανισμούς, θεσμούς και ινστιτούτα τόσο στη Βόρεια Μακεδονία, όσο και στο εξωτερικό από την Ε.Ε, τις ΗΠΑ αλλά και ξεχωριστά την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας.
Αυτό, που απέφυγε να παραδεχθεί ο κυβερνητικός αξιωματούχος ήταν η αφορμή, που ξεκίνησε όλη αυτή η πρωτοβουλία. Η δημοσιογράφος του τηλεοπτικού σταθμού, Klan Macedonia Television, Biljana Georgievska τονίζει ότι όλα ξεκίνησαν «από ένα τηλεφώνημα φάρσα που δέχθηκε ο πρωθυπουργός από δύο φερόμενους δημοσιογράφους από τη Ρωσία, τον περασμένο Ιούλιο».
Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα μέτρα ασφάλειας, που προτείνονται στο «Σχέδιο Δράσης» είναι η «αναβάθμιση του πρωτοκόλλου ασφάλειας της ψηφιοποιημένης επικοινωνίας για όλους τους διοικητικούς αξιωματούχους, για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου, τα emails, τη χρήση κινητών τηλεφώνων κτλ».
Στα «προληπτικά μέτρα» ξεχωρίζει η πρόνοια να δίνονται όλες οι απαντήσεις της κυβέρνησης για όλα τα θέματα στις ιστοσελίδες της, ενώ θα ιδρύσει ειδική «ομάδα δράσης» TaskForce για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης με τη συμμετοχή αξιωματούχων που εργάζονται στην Προεδρία και σε όλα τα υπουργεία και κυβερνητικούς οργανισμούς. Μεγάλη έμφαση δίνεται σε νέα κριτήρια και προϋποθέσεις διαπίστευσης ΜΜΕ για δημόσιες εκδηλώσεις και συνεντεύξεις Τύπου.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη πρωτοβουλία, χωρίς όμως να είναι σίγουρα τα αποτελέσματα, ενώ επιφυλάξεις διατυπώνουν κυρίως δημοσιογράφοι. Ανησυχούν μήπως η κυβέρνηση στην προσπάθεια να «ελέγξει» τη διάδοση ψευδών ειδήσεων επί της ουσίας στήσει έναν μηχανισμό που μια μελλοντική κυβέρνηση ενδεχομένως να χρησιμοποιήσει εναντίον της ερευνητικής και όχι μόνο δημοσιογραφίας. Το παρελθόν έχει δείξει άλλωστε πως αυτός ήταν ο βασικός στόχος της κυβέρνησης του Νίκολα Γκρούεφσκι.
«Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα των ψευδών ειδήσεων και της παραπληροφόρησης. Αλλά δεν βλέπω πως μπορεί να αποφέρει κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα. Για παράδειγμα (στο σχέδιο δράσης) δεν υπάρχουν υποχρεωτικοί κανόνες για τη λειτουργία των ιστοσελίδων, μόνο συστάσεις. Η διαδικασία θα πάρει χρόνο» τονίζει η δημοσιογράφος, Biljana Georgievska.
Με τη συλλογιστική της Georgievska συμφωνεί ο Ivan Stefanovski από το think tank,Eurothink, που επισημαίνει ότι «η στρατηγική της κυβέρνησης εναντίον της διάδοσης της παραπληροφόρησης είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο».
«Οι βασικές ανησυχίες αφορούν την έλλειψη ενός μηχανισμού «ελέγχου και εξισορρόπησης» (check sand balances) στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης. Ο μεγαλύτερος φόβος βασικά είναι η αδυναμία «του ποιος θα φυλάει … τους φύλακες»» λέει χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, ο Filip Stojanovski διευθυντής του factchecking service, Metamorphosis επίσης εκφράζει προβληματισμό για τις προτάσεις «αυτορρύθμισης» της δημοσιογραφικής κοινότητας και των ΜΜΕ προσθέτει ωστόσο πως «πρόκειται για το ξεκίνημα μιας συζήτησης που θα πρέπει να επικεντρωθεί στις πολλές και διαφορετικές πηγές του προβλήματος και όχι μόνο στην ποιότητα των ΜΜΕ».
«Είναι σημαντικό να υπάρξει ανταπόκριση στις ανησυχιες που εκφράζει η κοινότητα των δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως, ώστε να εμποδιστεί κάθε είδους «αιχμαλωσίας του κράτους» (statecapture: πρόκειται για την περίπτωση ενός καθεστώτος όπου ένα πολιτικό κόμμα (ή συμμαχία) θέτει τη λειτουργία του κράτους υπό τον έλεγχο ενός και μόνο πολιτικού κέντρου) στο μέλλον. Αλλά αυτή τη στιγμή, με συγκεκριμένα βήματα, η Βόρεια Μακεδονία βρίσκεται στην έναρξη μιας διαδικασίας προκειμένου να επιτευχθεί μια πολύπλευρη συναίνεση ως προς αυτά τα θέματα» τονίζει ο Stojanovski.
Για τον Stojanovski η προσπάθεια για να είναι πλήρως αποτελεσματική θα πρέπει να περιλαμβάνει μια κάποιου είδους «διασυνδεσιμότητα» με τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων. «Θα πρέπει να αποφασιστεί μια κοινή στρατηγική απάντηση στην παραπληροφόρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματική η αντιμετώπισή της, θα πρέπει να αναπαραχθεί σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής και σε περιφερειακό επίπεδο. Έως τώρα δεν έχει ξεκινήσει καν σε εθνικό επίπεδο σε πολλές από τις χώρες της περιοχής».