Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις εκλογές για την ανάδειξη της κυβέρνησης της 1ης Ιταλικής Δημοκρατίας, εφαρμόζεται ένα σύστημα αναλογικής αντιπροσώπευσης σχεδόν όμοιο με αυτό που είχε δημιουργηθεί το 1919 και τεθεί εν ισχύι πριν την εγκαθίδρυση του Φασιστικού καθεστώτος. Είναι το σύστημα ως αποτέλεσμα του οποίου υπήρξαν περισσότερες από 60 κυβερνήσεις ανάμεσα στο 1946 και στην καθοριστική αναθεώρηση του 1994. Ηταν τα χρόνια που οι εφημερίδες επικεντρώνονταν σε τίτλους όπως «πολιτική κρίση», «κλονίζεται η κυβέρνηση», «διαλύεται ο κυβερνητικός συνασπισμός».Από μια άλλη σκωπτική (;) οπτική το είχε θέσει ο Τζούλιο Αντρεότι, όταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε την άποψή του για το ασταθές πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία. “Μα τι λέτε;” αντιγύρισε στον δημοσιογράφο, “ η Ιταλία έχει ένα από τα πιο σταθερά συστήματα”!
“Μα εδώ και 40 χρόνια αλλάζουμε συνεχώς κυβερνήσεις” σχολιάζει ο δημοσιογράφος, και ο Αντρεότι απαντά: “Ακριβώς! 40 χρόνια!”.
Στις σημαντικές εκλογές του 1953 το επικρατούν Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα εισάγει ένα είδος ενισχυμένης αναλογικής. Το κόμμα ή ο νικητής σχηματισμός που θα κερδίσει το 50% των ψήφων θα «επιδοτηθεί» με το ποσοστό των 2/3 επί των συνολικών εδρών. Είναι ο περίφημος «νόμος-απάτη» (scam law) χάριν της πρακτικής ματαίωσης του οποίου, εταίροι του επικρατούντος κόμματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας αποχωρούν από το σχηματισμό προκειμένου να μην επιτευχθεί το 50%. Ο Ιταλο Καλβίνο ως υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος τότε και για λίγες ώρες θα επισκεφθεί το Κοτολένγκο στο Τορίνο. Το Τορίνο, στο πανεπιστήμιο του οποίου ο Καλβίνο είχε σπουδάσει λογοτεχνία μετά την απελευθέρωση και όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει σε συνέντευξή του, «ήταν μια πόλη σοβαρή αλλά θλιβερή».
Το 1953 όμως το επίπεδο της φτώχειας στην Ιταλία έφερνε το 24% των κατοίκων να μην μπορεί να ζήσει με ίδιες δυνάμεις, 21% των κατοικιών να αποτελούν χώρο διαβίωσης υπεράριθμων ατόμων, 52% των κατοικιών στο Νότο να μη διαθέτει τρεχούμενο πόσιμο νερό και μόνον το 57% του συνόλου των κατοικιών να διαθέτει τουαλέτα.
Στο Κοτολένγκο, όπου ο ο ίδιος ο Καλβίνο θα ζητήσει να παραστεί ως εκλογικός αντιπρόσωπος στις εκλογές του 1961, η ένδεια όλης της Ιταλίας, η σοβαρότητα και η θλίψη του Τορίνο συμπληρωνόταν από το Ιδρυμα: Σχεδόν μια ολόκληρη πόλη ανιάτων και καθυστερημένων, που φιλοξενούνται σε μια συστοιχία κτιριακών εγκαταστάσεων ιδιοκτησίας της Καθολικής Εκκλησίας και υπό τη φροντίδα της, αποτελεί μια τεράστια δεξαμενή ψήφων κυρίως για το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα.
Καλόγριες, ιερωμένοι, μόνιμο εργατικό προσωπικό του τεράστιου ιδρύματος μεταφέρουν, στη διάρκεια της ημέρας των εκλογών, ανθρώπους χωρίς χέρια και πόδια, αγράμματους, καθυστερημένους, όντα χωρίς καμιά συνείδηση των πράξεών τους μπροστά στην κάλπη. Εχουν προηγουμένως φροντίσει το “σταυρωμένο” ψηφοδέλτιο να βρίσκεται στα χέρια των ψηφοφόρων και βοηθούν με κάθε τρόπο έτσι ώστε αυτό να βρεθεί και μέσα στην κάλπη.
Αυτό είναι το σκηνικό του βιβλίου που γράφτηκε 10 χρόνια μετά την εμπειρία του συγγραφέα. Ο Αμερίνγκο, πρωταγωνιστής και alter ego του Καλβίνο γίνεται, βεβαίως, ως εκλογικός αντιπρόσωπος μάρτυς αυτής της απεχθούς διαδικασίας και οι σκηνές που περιγράφει είναι απολύτως πραγματικές. Ωστόσο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται στην εσωτερική σύγκρουση του ανθρώπου ο οποίος συνειδητοποιεί τη σύγκλιση των εσχατολογικών θεωρήσεων, της θρησκείας και του κομμουνισμού, που συμπλέκονται για να εμποδίσουν την προσπάθειά του να προσδιορίσει το νόημα της ζωής, των πράξεων και των πολιτικών επιλογών του αλλά και της ίδιας της Δημοκρατίας.
Αναστοχάζεται και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις με τους διαλόγους εντός του αλλά δεν καταφέρνει παρά να αποτυπώσει τα βασανιστικά διλήμματα κάποιου που υπηρέτησε τις ιστορικές στιγμές της γενιάς και της χώρας του ως κομμουνιστής, πλην όμως η λογική τον βάζει στη θέση του φιλελεύθερου.
Την ίδια στιγμή, τα πραγματικά περιστατικά παίρνουν τη θέση μιας δικαιολογίας υπό το μανδύα αδήριτης ανάγκης να επικρατήσει –εκτάκτως- το μερικό πάνω στο γενικό. Το περιστατικό πάνω στις αρχές: «Ο Αμερίνγκο σκέφτηκε αμέσως την Επί του Ορους Ομιλία, τις διάφορες ερμηνείες της έκφρασης «φτωχοί τω πνεύματι», τη Σπάρτη και τον Χίτλερ που εξολόθρευαν τους ηλίθιους και τους σακάτηδες. Σκέφτηκε την έννοια της ισότητας, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση και σύμφωνα με τις αρχές του ’89, έπειτα τους αγώνες της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα για να επιβάλει το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας[…]. Και τώρα τον καινούργιο εκλογικό μηχανισμό του «νόμου-απάτη», που είχε δώσει μεγαλύτερη ισχύ στην ψήφο εκείνου του δυστυχισμένου ηλίθιου παρά στη δική του. Μα αυτή η ιδέα του να θεωρεί τη δική του ψήφο ανώτερη από ‘κείνη του ηλίθιου, μήπως δεν ήταν ήδη μια αναγνώριση του γεγονότος ότι η παλιά πολεμική ενάντια στην ισότητα είχε κι ένα κάποιο δίκιο»;
Ο Καλβίνο καταδίκασε σχεδόν κάθε πρακτική της ΕΣΣΔ, αποχώρησε από το ΙΚΚ, αρθρογραφούσε μέχρι το τέλος στην εφημερίδα του ΙΚΚ, την Unita. Καμιά γενικώς αποδεκτή ως «καθαρή» απάντηση δεν τον κέρδισε. Για πάντα: «Κάθε νόημα έσβηνε πάνω στο άλλο και πάνω στους τοίχους η βροχή μούσκευε τις αφίσες, γερασμένες ξαφνικά σαν να είχε χαθεί η επιθετικότητά τους μαζί με την τελευταία βραδιά μάχης των προεκλογικών λόγων και καβγάδων, προχθές, και σαν να είχαν κιόλας καταντήσει ένα επίχρισμα από κόλλα και χαρτί κακής ποιότητας, που από το ένα στρώμα στο άλλο αφήνει να διαφαίνονται τα σύμβολα των αντίθετων κομμάτων».
Italo Calvino, Η ΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ, Εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ, 118 σελ.
Μτφ.: Τόνια Τσιτσόβιτς-Radin, Πρόλογος: Μάνος Ματσαγγάνης