Ήταν η ημέρα κατά την οποία ο πρόεδρος της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς, εγκατέλειπε τον προεδρικό θώκο και αναζητούσε καταφύγιο στη γειτονική Ρωσία. Εκείνη την ημέρα, – 22 Φεβρουαρίου 2014- στην εφημερίδα Financial Times δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσνκι, ο οποίος με την διορατικότητα και τον ρεαλισμό που τον διέκρινε, ήταν ο πρώτος που κάλεσε την πολύπαθη χώρα να συμφιλιωθεί με την ιδέα της ουδετερότητας. Στο ίδιο άρθρο, ο γερόλυκος της διπλωματίας καλούσε την Ρωσία να αποδεχτεί την «φιλανδοποίηση» της γείτονος, δηλαδή την οικονομική και πολιτισμική ολοκλήρωσης της Ουκρανίας με τη Δύση, η οποία θα συνοδευόταν από όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις περί μη ένταξης της στο ΝΑΤΟ. Τα χρόνια που ακολούθησαν έδειξαν πόσο δίκιο είχε.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές, επανέφεραν στο προσκήνιο τις συζητήσεις για μια «συμφωνία πακέτο» της Ρωσίας με τις ΗΠΑ, προκειμένου αμφότερες να μπορέσουν να ασχοληθούν με τον πραγματικό μεγάλο ανταγωνιστή που δεν είναι άλλος από την Κίνα. Οι συζητήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη τους το «ουκρανικό πρόβλημα», το οποίο μπορεί να μετεξελιχθεί σε τραγωδία όχι με διάλυση της ατυχούς χώρας (σήμερα είναι ακρωτηριασμένη και σε μια διαρκή πολεμική αντιπαράθεση) αλλά και με μια γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων σχηματισμών.
Και οι δύο πλευρές, δια στόματος επιφανών ειδικών στην γεωπολιτική (η Ρωσία με τον Σεργκέι Καραγκάνοφ, εκδότη του περιοδικού Russia in global affairs και οι ΗΠΑ δια του στόματος του Τhomas Graham του γνωστού αμερικανικού think tank Kissinger Associates) συμφωνούν ότι το ουκρανικό ζήτημα πρέπει να επιλυθεί με τρόπο τέτοιο ώστε να μην υπάρχει υπόνοια περί μελλοντικής του αξιοποίησης προς όφελος της μίας ή της άλλης πλευράς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να μετατραπεί σε μια «υγειονομική ζώνη» ή ένα buffer state ανάμεσα στην Ρωσία και την Δυτική Ευρώπη.
Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές παραμένουν αγεφύρωτες προς το παρόν, στο βαθμό που η ρωσική πλευρά επιμένει ότι η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας εξαρτάται άμεσα από την ικανότητά της να περιλαμβάνει ολόκληρες περιοχές με καθαρά ρωσικό προσανατολισμό. Επιπλέον, η ρωσική πλευρά επιμένει ότι το κόστος ανοικοδόμησης της περιοχής του Ντονμπάς θα πρέπει να αναληφθεί από την κυβέρνηση της Ουκρανίας.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την είσοδο της ανθρωπότητας σε μια εποχή όπου δεν ισχύουν οι παλιοί, καλοί, μεταπολεμικοί κανόνες της Realpolitik δεν απαιτείται ιδιαίτερος κόπος, προκειμένου να αντιληφθεί κάποιος ότι το ουκρανικό θα ταλανίζει επί μακρόν τις σχέσεις των δύο πλευρών. Σημαντικός, αλλά όχι καθοριστικός είναι και ο παράγοντας που σχετίζεται με την στάση της Ε.Ε., η οποία την τελευταία εικοσιπενταετία έδειξε πως δεν διστάζει να αποδεχτεί την αλλαγή των μεταπολεμικών συνόρων και την εμφάνιση νέων κρατών, αλλά και την υποδοχή πολλών εξ αυτών στους κόλπους της.
Γιατί όμως το ουκρανικό παραμένει αγκάθι στις σχέσεις των δύο γεωπολιτικών σχηματισμών, της Δύσης (ΗΠΑ συν Ε.Ε.) και της Ρωσίας; Τι είναι εκείνο που εμποδίζει τις δύο πλευρές να βρουν ένα κοινό πεδίο συνεννόησης; Αν η Ρωσία θεωρεί πως είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, η οποία έχει πολλά κοινά με τη Δύση, γιατί χρειάζεται αυτή η «υγειονομική ζώνη» που να την διαχωρίζει από αυτήν; Μια πρώτη απάντηση είναι οι διαψευσμένες προσδοκίες από την Ανατολική εταιρική συνεργασία η οποία έληξε άδοξα στην πλατεία Μεϊντάν του Κιέβου πριν 4 χρόνια. Δηλαδή το επίμαχο ζήτημα προέκυψε μόλις η Δύση εισήλθε σε χώρο, τον οποίο θεωρεί προνομιακά δικό της η Ρωσία ως κληρονομιά του μακραίωνου παρελθόντος της. Θα ήταν ασφαλές να ισχυριστούμε πως το ζήτημα της αυτοδιάθεσης της Ουκρανίας, ανέδειξε ένα βαθύτερο και ουσιαστικότερο πρόβλημα της Ρωσίας και συγκεκριμένα τον αυτοπροσδιορισμό της ή άλλως το πρόβλημα της εθνικής της ταυτότητας στον 21ο αιώνα.
Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 25 χρόνια από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και 10 χρόνια από την άνοδο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία, η Ρωσία εξακολουθεί να αφήνει αναπάντητα, για τον εαυτό της, ορισμένα σημαντικά ζητήματα. Η αναζήτηση μιας νέας (;) εθνικής ταυτότητας, η διαμόρφωση μιας νέας ενοποιητικής, κεντρικής εκπορευόμενης και ελεγχόμενης εθνικής ιδεολογίας, φαίνεται πως είναι ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητες της ρωσικής πολιτικής ελίτ.
Προσπαθώντας να διατυπώσει μια νέα πολιτική αυτοπροσδιορισμού, η ρωσική ελίτ θα πρέπει να προσανατολιστεί στον ορισμό του μοντέλου «εμείς ως κοινότητα» στα υπάρχοντα εδαφικά σύνορα μιας χώρας, στην οποία κατοικούν περίπου 150 διαφορετικές εθνότητες. Με άλλα λόγια θα πρέπει να εφεύρει ή να επανεφεύρει ένα νέο συμβολισμό του χώρου, διάφορες τελετουργίες που να ενισχύουν την αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα, στη διαμόρφωση κοινών αντιλήψεων για την μετοχή στην κοινότητα αλλά και τον προσδιορισμού του «άλλου», του «ξένου». Σημαντικό ρόλο σε αυτό, προφανώς, θα διαδραματίσει η εισαγωγή και αποδοχή νέων επίσημων συμβολισμών, καθώς επίσης και η καλλιέργεια των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων της κοινότητας.
Αξίζει να σημειώσουμε πως τα υπάρχοντα σύνορα της Ρωσίας ως εργαλείο διαμόρφωσης της νέας εθνικής ταυτότητάς της, εκλαμβάνονται ως δεδομένα, ενώ την ίδια στιγμή στη νέα πολιτική του Κρεμλίνου είναι εμφανής η αναθεωρητική τάση όχι μόνο απέναντι στην Ουκρανία αλλά και σε άλλες όμορες χώρες ή ακόμη και στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας απέναντι στα διάφορα αποσχιστικά κινήματα, κυρίως του Βόρειου Καυκάσου. Πολλοί ερμηνεύουν αυτήν την επαμφοτερίζουσα θέση ως μια προσπάθεια χειραγώγησης ή και αποτροπής «πολύχρωμων» επαναστάσεων. Σε αυτήν την περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν η αναβίωση της αυτοκρατορικής ορολογίας και συμβολισμών που παρατηρούνται τόσο στην εσωτερική πολιτική όσο και στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας.
Σήμερα, στο εσωτερικό της Ρωσίας υπάρχουν δύο σαφώς διακριτές σχολές σκέψης, τις οποίες συμβατικά θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε: η αυτοκρατορική και η εθνικιστική.
Η αυτοκρατορική σχολή θεωρεί πως η αυτοκρατορία είναι η μοναδική δυνατή μορφή ύπαρξης της Ρωσίας και η εποχή μετά το 1991 αντιμετωπίζεται ως μια πρόσκαιρη και εφήμερη κατάρρευση του παραδοσιακού κράτους. Συνεπώς, η στρατηγική θα πρέπει να καθορίζεται με βάση την αρχή της παλινόρθωσης του μεγαλείου της χώρας, πράγμα που σημαίνει ότι η Ουκρανία θα πρέπει να επανέλθει στους κόλπους του κράτους ή, τουλάχιστον, να γίνει μέλος στον ελεγχόμενο από την Ρωσία υπερεθνικό οργανισμό της Ευρασιατικής Τελωνειακής Ένωσης. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών της, η σχολή αυτή, παραπέμπει στην Μεγάλη Σκακιέρα του Μπρεζίνσκι, ο οποίος αναφέρει πως η Ρωσία μπορεί να παραμείνει ως αυτοκρατορία, μόνο αν κατέχει την Ουκρανία.
Η εθνικιστική σχολή, από την άλλη, είχε ως βασικό της μέλημα την παλινόρθωση του παλιού κρατικού μεγαλείου. Για την σχολή αυτή η Ουκρανία είναι ένα τεχνητό κράτος, το οποίο δια της βίας περιλαμβάνει στα όρια του ρωσικούς πληθυσμούς και βιαίως προσπαθεί να τους κάνει να αποβάλλουν την ρωσική εθνική ταυτότητα. Για την σχολή αυτή, ο καλύτερος τρόπος επίλυσης του ουκρανικού ζητήματος είναι η απόσχιση των περιοχών αυτών και η ένωσή τους με την μητέρα πατρίδα. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η σχολή αυτή υποστήριζε αυτή τη λύση όχι τόσο για την αναβίωση της αυτοκρατορίας, όσο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας οικοδόμησης του ρωσικού εθνικού κράτους, την αύξηση των Ρώσων μεταξύ του πληθυσμού και τη “διόρθωση” της εσωτερικής πολιτικής για την προστασία των συμφερόντων της εθνικής πλειοψηφίας (δηλαδή των Ρώσων).
Αμφότερες οι σχολές αυτές, είδαν την πολιτική τους πρόταση και το ιδανικό μοντέλο των προσδοκιών τους, να απορρίπτονται από την ίδια τη ζωή.
Η αυτοκρατορική σχολή ήταν ιδιαίτερα δραστήρια στην πρώτη φάση εξέλιξης του ουκρανικού, όταν γινόταν λόγο για είσοδο της γειτονικής χώρας στην Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση. Η εθνικιστική σχολή, απεναντίας, ενεργοποιήθηκε στην εποχή της αποκαλούμενης «ρωσικής άνοιξης» δηλαδή όταν λόγω των στρατιωτικών συγκρούσεων διαφάνηκε η πιθανότητα απόσχισης των ανατολικών επαρχιών της Ουκρανίας και η ένωσή τους με την Ρωσία.
Καμία από τις δύο όμως δεν φρόντισε για το σημαντικότερο πρόβλημα αυτής της σύγκρουσης που δεν είναι άλλο από τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση. Καμία από τις δύο δεν μπόρεσε να καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση, η οποία θα συμπεριλάμβανε την Ουκρανία ως «buffer state». Η μεν αυτοκρατορική σχολή ήθελε την ενσωμάτωση αυτού του κράτους σε έναν υπερεθνικό οργανισμό, η δε εθνικιστική σχολή επεδίωκε την απόσχιση με βάση τα εθνικά και πολιτισμικά κριτήρια.
Μια μικρή μειοψηφική σχολή σκέψης ήταν και οι ρεαλιστές, οι οποίοι προσπάθησαν να έρθουν σε διάλογο με τους αντίστοιχης νοοτροπίας δυτικούς, μόνο που δεν κατόρθωσαν να εξηγήσουν την θέση τους γιατί και ανάμεσα σε ποιους η Ουκρανία θα πρέπει να μετατραπεί σε «υγειονομική ζώνη», για ποιους πολιτισμικούς και γεωπολιτικούς σχηματισμούς θα αποτελεί το όριο ή την νεκρή ζώνη και πως θα μπορούσε να εκπληρώσει το ρόλο της αποτρέποντας μια άμεση αντιπαράθεση.
Το ουκρανικό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τη Ρωσία. Οι κυρώσεις και τα αντίμετρα, η χειμαζόμενη οικονομία της, η εμπλοκή στη Συρία, οι δύσκολες σχέσεις με την Ε.Ε. δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με την πολυδιαφημιζόμενη «κοινή γλώσσα» με τον Τραμπ και σίγουρα κάνουν το τοπίο ιδιαίτερα περίπλοκο ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2018.
Το πρόβλημα όμως της διαμόρφωσης της νέας εθνικής ταυτότητας της Ρωσίας είναι βαθύτερο και πολυπλοκότερο και θα χρειαστεί να επανέλθουμε.